Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε, ιδανικές φωνές αγαπημένες, κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό σα μουσική μακρινή που σβήνει
Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά-
έτσ’ η επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπληρωθούν, χωρίς να αξιωθεί καμιά
της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό
Φωνές (από τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Κ.Π. Καβάφη, Εκδόσεις Ηριδανός)
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.
Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.
Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας-
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή που σβύνει.
Δέησις (από τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Κ.Π. Καβάφη, Εκδόσεις Ηριδανός)
Η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη._
Η μάνα του, ανήξερη, πιαίνει κι ανάφτει
στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και ναν καλοί καιροί_
κι όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,
η εικών αακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θ’αλθει πια ο υιός που περιμένει.
Το πρώτο σκαλί (από τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Κ.Π. Καβάφη, Εκδόσεις Ηριδανός)
Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μια μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης
«Τώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω
κι ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Αλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα
κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ’ αναιβώ ο δυστυχισμένος».
Είπ’ ο Θεόκριτος «Αυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
να ’σαι υπερήφανος κι ευτυχισμένος.
Εδώ που έφτασες, λίγο δεν είναι,
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου να ’σαι
πολίτης εις τον ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφτασες, λίγο δεν είναι
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα».
[Α να ήρθες εσύ με την αόριστη γοητεία σου. Στην Ιστορία λίγες γραμμές μονάχα βρίσκονται για σένα κι έτσι πιο ελεύθερα σ’ έπλασα μες στον νου μου… Σ’ έπλασα ωραίο κι αισθηματικό, η τέχνη μου στο πρόσωπό σου δίνει μιαν ονειρώδη συμπαθητική ομορφιά. Και τόσο πλήρως σε φαντάστηκα, που χθες την νύχτα αργά, σαν έσβυνεν η λάμπα μου, εθάρρεψα πως μπήκες μες στην κάμαρά μου, χλωμός και κουρασμένος, ιδεώδης εν τη λύπη σου… Για του λόγου το αληθές…]
Επιθυμίες (από τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Κ.Π. Καβάφη, Εκδόσεις Ηριδανός)
και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά-
έτσ’ η επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπληρωθούν, χωρίς να αξιωθεί καμιά
της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό
Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναιγια μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.
Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.
Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας-
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή που σβύνει.
Δέησις (από τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Κ.Π. Καβάφη, Εκδόσεις Ηριδανός)
Η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη._
Η μάνα του, ανήξερη, πιαίνει κι ανάφτει
στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και ναν καλοί καιροί_
κι όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,
η εικών αακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θ’αλθει πια ο υιός που περιμένει.
Το πρώτο σκαλί (από τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Κ.Π. Καβάφη, Εκδόσεις Ηριδανός)
Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μια μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης
«Τώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω
κι ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Αλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα
κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ’ αναιβώ ο δυστυχισμένος».
Είπ’ ο Θεόκριτος «Αυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
να ’σαι υπερήφανος κι ευτυχισμένος.
Εδώ που έφτασες, λίγο δεν είναι,
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου να ’σαι
πολίτης εις τον ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφτασες, λίγο δεν είναι
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα».
[επιλογές λέξεων από τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Κ.Π. Καβάφη, έτσι που, όταν ώρα μεσάνυχτα ακουστεί αόρατος θίασος να περνά με μουσικές εξαίσιες και φωνές, την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου που βγήκαν όλα πλάνες μη ανοφέλητα θρηνήσεις. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, αποχαιρέτα την την Αλεξάνδρεια που χάνεις]