Quantcast
Channel: ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΑ ενός λεπτού ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ: Τελευταίου Σώματος στο Λίγο του Κόσμου
Viewing all articles
Browse latest Browse all 204

Γιώργος Σεφέρης, Στο περιγιάλι το κρυφό… πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι (λόγια για λόγια, κι άλλα λόγια;)

$
0
0
ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΠΟΥ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΔΙΝΕΙ ΕΝΑΣΤΡΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ: στιγμή σπυρί της άμμου, που κράτησες μονάχη σου όλη την τραγική κλεψύδρα βουβή, σαν η ψυχή γίνεται ανέμη και δέουνται οι λυγμοί… Η φωνή μας γυναίκας λησμονημένης με τόση φρόνηση και τόσο κόπο… Αγάπη, που κόβεις τον καιρό μονοκόμματα στα δυο και τον αποσβολώνεις, πού ’ναι η εκκλησιά σου; Α! να ’ταν η ζωή μας ίσια πώς θα την παίρναμε κατόπι.


[Φύλλα που στροβιλίζονται με γλάρους αγριεμένους με το χειμώνα. Όπως ελευθερώνεται ένα στήθος οι χορευτές έγιναν δένδρα, ένα μεγάλο δάσος γυμνωμένα δένδρα… Ίσως γυρεύουν να μιλήσουν τ’ άστρα που πάτησαν την τόση γύμνια σου μια νύχτα ο Κύκνος, ο Τοξότης, ο Σκορπιός ίσως εκείνα. Αλλά πού θα είσαι τη στιγμή που θα ’ρθει εδώ σ’ αυτό το θέατρο το φως; Για του λόγου το αληθές…]

 
ΣΤΡΟΦΗ: σήν χάριν

ΚΟΧΥΛΙΑ, ΣΥΝΝΕΦΑ:

«Μα όλα για μένα σφάλασι και πασιν άνω κάτω

για με ξαναγεννήθηκεν η φύση των πραμάτω (Ο ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ)

Στροφή
Στιγμή, σταλμένη από ένα χέρι
που είχα τόσο αγαπήσει
με πρόφταξες ίσια στη δύση
σα μαύρο περιστέρι.
 
Ο δρόμος άσπρισε μπροστά μου,
απαλός αχνός ύπνου
στο γέρμα ενίς μυστικού δείπνου…
Στιγμή σπυρί της άμμου,
 
που κράτησες μονάχη σου όλη
την τραγική κλεψύδρα
βουβή, σα να είχε δει την Ύδρα
στο ουράνιο περιβόλι.

 
Αργά μιλούσες
Αργά μιλούσες μπρος στον ήλιο
και τώρα είναι σκοτάδι
κι ήσουν της μοίρας μου το υφάδι
συ, που θα λέγαν Μπίλλιω.
 
Πέντε στιγμής και τι έχει γίνει
γύρω στην οικουμένη;
Μια άγραφη αγάπη ξεγραμμένη
κι ένα στεγνό λαγήνι
 
κι είναι σκοτάδι… Πού είναι ο τόπος
κι η γύμνια σου ως τη μέση,
θεέ μου, κι η πιο ακριβή μου θέση
και της ψυχής σου ο τρόπος!
 
Η Λυπημένη
Στην πέτρα της υπομονής
κάθισες προς το βράδυ
με του ματιού σου το μαυράδι
δείχνοντας πως πονείς
 
κι είχες στα χείλια τη γραμμή
που είναι γυμνή και τρέμει
σαν η ψυχή γίνεται ανέμη
και δέουνται οι λυγμοί
 
κι είχες στο νου σου το σκοπό
που ξεκινά το δάκρυ
κι ήσουν κορμί που από την άκρη
γυρίζει στον καρπό
 
μα της καρδιάς σου ο σπαραγμός
δε βόγκηξε κι εγίνη
το νόημα που στον κόσμο δίνει
έναστρος ουρανός.
 
Αυτοκίνητο
Στη δημοσιά σαν αγκαλιά
δίκλωνη ενός διαβήτη,
του αγέρα δάχτυλα στη χήτη
και μίλια στην κοιλιά,
 
οι δυο μας φεύγαμε αδειανοί
βιτσιά για το ήπιο βλέμμα,
φτιασίδι ο νους, φτιασίδι το αίμα
γυμνοί! γυμνοί! γυμνοι!
 
… Σ’ ένα κρεβάτι μ’ αψηλό
κι αλαφρύ προσκεφάλι
πώς ξεγλιστρούσε αλάργα η ζάλη
σαν ψάρι στο γιαλό…
 

Στη δίκλωνη τη δημοσιά
φεύγαμε κορμιά μόνο
με τις καρδιές στον κάθε κλώνο
χώρια, ζερβά-δεξιά.
 
Άρνηση
Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό.
 
Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της
ωραία που φύσηξε ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.
 
Με τι καρδιά, με τι πνοή
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας! Λάθος
κι αλλάξαμε ζωή.
 
Οι σύντροφοι στον Άδη

νήπιοι, οἱ κατά βοῦς Υπερίονος Ηελίοιο

ἤσθιον, αύταρ ὁ τοισιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ (ΟΔΥΣΣΕΙΑ)

Αφού μας μέναν παξιμάδια
τι κακοκεφαλιά
να φάμε στην ακρογιαλιά
του Ήλιου τ’ αργά γελάδια
 
που το καθένα κι ένα κάστρο
για να το πολεμάς
σαράντα χρόνους και να πας
να γίνεις ήρωας κι άστρο!
 
Πεινούσαμε στης γης την πλάτη
σα φάγαμε καλά
πέσαμε εδώ στα χαμηλά
ανίδεοι και χορτάτοι.
 
FOG say it with a ukulele
«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»
γκρινιάζει κάποιος φωνογράφος
πες μου τι να της πω, Χριστέ μου,
Τώρα συνήθισα μονάχος.
 
Με φυσαρμόνικες που σφίγγουν
φτωχοί μη βρέξει και μη στάξει
όλο και κράζουν τους αγγέλους
κι είναι οι αγγέλοι τους μαράζι.
 
Κι οι αγγέλοι ανοίξαν τα φτερά τους
μα χάμω χνότισαν ομίλχες
δόξα σοι ο θεός, αλλιώς θα πιάναν
τις φτωχές μας ψυχές σαν τσίχλες.
 
Κι είναι η ζωή ψυχρή ψαρίσια
-Έτσι ζεις; - Ναι! Τι θες να κάνω
τόσοι και τόσοι είναι οι πνιμένοι
κάτω στης θάλασσας τον πάτο.
 
Τα δένδρα μοιάζουν με κοράλλια
που κάπου ξέχασαν το χρώμα
τα κάρα μοιάζουν με καράβια
που βούλιαξαν και μείναν μόνα…
 
«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»
Λόγια για λόγια κι άλλα λόγια;
Αγάπη, πού ’ναι η εκκλησία σου
βαρέθηκα πια στα μετόχια.
 
Α! να ’ταν η ζωή μας ίσια
πώς θα την παίρναμε κατόπι
μ’ αλλιώς η μοίρα το βουλήθη
πρέπει να στρίψεις σε μια κόχη.
 
Και ποια είναι η κόχη; Ποιος την ξέρει;
Τα φώτα φέγγουνε τα φώτα
άχνα! δεν μας μιλούν οι πάχνες
κι έχουμε τη ψυχή στα δόντια.
 
Τάχα παρηγοριά θα βρούμε;
Η μέρα φόρεσε τη νύχτα
όλα είναι νύχτα, όλα είναι νύχτα
κάτι θα βρούμε ζήτα-ζήτα…
 
«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»
Βλέπω τα κόκκινα της νύχια
μπρος στη φωτιά πώς θα γυαλίζουν
και τη θυμάμαι με το βήχα.

 
ΤΟΥΦΟΣΜΙΑΣΜΕΡΑΣ(We plainly saw that not a soul lived in that fated vessel! – EFGAR ALLAN POE)

Το ύφος μιας μέρας που ζήσαμε πριν δέκα χρόνια σε ξένο τόπο
ο αιθέρας μιας παμπάλαιης στιγμής που φτερούγισε κι εχάθη σαν άγγελος Κυρίου
η φωνή μιας γυναίκας λησμονημένης με τόση φρόνηση και με τόσο κόπο
ένα τέλος απαρηγόρητο, μαρμαρωμένο βασίλεμα κάποιου Σεπτεμβρίου
 
Καινούργια σπίτια σκονισμένες κλινικές εξανθηματικά παράθυρα φερετροποιεία…
Συλλογίστηκε κανένας τι υποφέρει ένας ευαίσθητος φαρμακοποιός που διανυκτερεύει;
Ακαταστασία στην κάμαρα: συρτάρια παράθυρα πόρτες ανοίγουν το στόμα τους σαν άγρια θηρία
ένα απαυδισμένος άνθρωπος ρίχνει τα χαρτιά ψάχνει αστρονομίζεται γυρεύει.
 
Στεναχωριέται: α χτυπήσουν την πόρτα ποιος θ’ ανοίξει;
Αν ανοίξει βιβλίο ποιον θα κοιτάξει; Αν ανοίξει την ψυχή του ποιος θα κοιτάξει; Αλυσίδα.
Που ’ναι η αγάπη που κόβει τον καιρό μονοκόμματα στα δυο και τον αποσβολώνει;
Λόγια μονάχα και χειρονομίες. Μονότροπος μονόλογος μπροστά σ’ έναν καθρέφτη κάτω από μια ρυτίδα.
Σα μια στάλα μελάνι σε μαντίλι η πλήξη απλώνει.
 
Πέθαναν όλοι μέσα στο καράβι, μα το καράβι ακολουθάει το στοχασμό του που άρχισε σαν άνοιξε από το λιμάνι.
Πώς μεγαλώσαν τα νύχια του καπετάνιου… κι ο νάυκληρος αξούριστος που ’χε τρεις ερωμένες σε κάθε σκάλα…
Η θάλασσα φουσκώνει αργά, τ’ άρμενα καμαρώνουν κι η μέρα πάει να γλυκάνει.
Τρία δελφίνια μαυρολογούν γυαλίζοντας, χαμογελά η γοργόνα κι ένας ναύτης γνέφει ξεχασμένος στη γάμπια καβάλα.
 
Ρίμα
Χείλια φρουροί της αγάπης μου που ήταν να σβήσει
χέρια, δεσμά της νιότης μου που ήταν να φύγει
χρώμα προσώπου χαμένου κάπου στη φύση
δένδρα… πουλιά… κυνήγι…
 
Κορμί, μαύρο μες το λιοπύρι σαν το σταφύλι
κορμί πλούσιο καράβι μου, πού ταξιδεύεις;
Είναι η ώρα που πνίγεται το δείλι
και κουράζομαι ψάχνοντας τα ερέβη…
 
(Η ζωή μας κάθε μέρα λιγοστεύει).

Εις μνήμην
Ήσουν η θεία σιγή
κι άσπρη σα ρύζι
μα η ριγηλή φυγή
πάντα γυρίζει
 
πήρες τη δίνη
ψυχή φυγόκεντρη
που μας αφήνει
σε πίκρα απόμερη.
 
Σα νυχτώσει κοιτάζω στο φύλλωμα
σφαλιγμένα τα μάτια των φύλλων μας.
 
Δημοτικό τραγούδι
Τα μονοκοτυλήδονα
και τα δικοτυλήδονα
ανθίζανε στον κάμπο
 
σου τα ’χαν πει στον κλήδονα
και σμίξανε φιλήδονα
τα χείλια μας, Μαλάμω!
 

[επιλογές λέξεων από τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Γιώργου Σεφέρη, γιατί είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας. Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη, ριζώνουν θρέφονται με το αίμα. Όπως τα πεύκα, κρατούνε τη μορφή του αγέρα, ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί το ίδιο τα λόγια φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί]

Viewing all articles
Browse latest Browse all 204

Trending Articles