Επτά μέρες ολόιδιες σαν χάνδρες κατάμαυρες κομπολογιών προσπαθώντας μια λάμψη ας είναι και από τον άνεμο… Θα ταξιδέψουμε κάπου, έτσι από ανία ή για να πούμε πως κι εμείς ταξιδέψαμε… Δε μπορεί, Θε μου, να φύγει κανείς ποτέ μονάχος του.
Χειμώνας 1942 (από τη συλλογή ΕΠΟΧΕΣ)
Εφτά μέρες
Η μια πάνω απ’ την άλλη
Δεμένες
Ολόιδιες
Σα χάνδρες κατάμαυρες
Κομπολογιών του Σεμιναρίου.
Μια, τέσσερεις, πενήντα δυο.
Έξι μέρες όλες για μια
Έξι μέρες αναμονή
Έξι μέρες σκέψη
Για μια μέρα
Μόνο για μια μέρα
Μόνο για μιαν ώρα.
Απόγευμα κι ήλιος.
Ώρες
Ταυτισμένες
Χωρίς συνείδηση
Προσπαθώντας μια λάμψη
Σε φόντο σελίδων
Με πένθιμο χρώμα.
Μια μέρα αμφίβολης χαράς
Ίσως μόνο μιαν ώρα
Λίγες στιγμές.
Το βράδυ αρχίζει πάλι η αναμονή
Πάλι μιαν εβδομάδα, τέσσερεις, πενήντα δυο
Ένα κίτρινο χιονόνερο.
Αναμονή (από τη συλλογή ΕΠΟΧΕΣ)
Ξεχασμένη σ’ όλο το δωμάτιο στις πιο απίθανες γωνιές
Σάμπως να ζει ακόμα ανάμεσά μας!
Όμως πρέπει να γύρισε ύστερα από τόσα χρόνια
Αυτές τις ώρες την προσμένω κάθε βράδυ
Σχεδιάζοντας με το μολύβι κόκκινα στόματα απάνω στο χαρτί
Όπως και να ’τανε έπρεπε να τρίξει η πόρτα
Ας είναι κι απ’ τον άνεμο.
Ας είν’ με δυο ημικύκλια στεγνά πάνω στα χείλη
Στο μέτωπο κατάμαυρες ραβδώσεις
Φθάνει που θα’ ρθει μοναχά ύστερα από χρόνια
Μόνο που θα ’ρθει!...
Σχεδιάζοντας κόκκινα φλογερά στόματα απάνω στο χαρτί.
… Νόμισα πως θα πνιγόμουνα!
Αυτή η μέρα πέρασε χωρίς καμιάν απόχρωση
Τόσο διαφορετική από τις άλλες μέρες
(ίσως η απαρχή ομοίων ημερών)
Έσβησεν έτσι ανάλαφρα όπως ήρθε
Χωρίς να παιχνιδίσει ο ήλιος στα κλαδιά
Τράβηξε τις κουρτίνες της με διάκρισην η νύχτα.
Μια μέρα τόσο διάφορη απ’ τις άλλες
Χωρίς τα σύμβολα του «πλην» και του «συν» π’ αυλακώνουν τη σκέψη
Χωρίς να βαραίνει καν τη ζυγαριά της μνήμης
Πες σα μια σαπουνόφουσκα που τρυπήσαμε με την καρφίτσα
Σαν τον καπνό τσιγάρου χωρίς άρωμα.
Έτσι έπεσε ένα φύλλο από το καλαντάρι
Δίχως τον παραμικρότερο ήχο
(Χάθηκε και δεν ψάξαμε να το βρούμε)
Έμεινε το συρτάρι μας όπως τ’ αφήσαμε.
Ίσως –λες- πως δεν ήτανε καν μια μέρα
Μόνο που σήμερα φωνάζουν αρνητικά οι αριθμοί
Το ρολόι γυρισμένο ένα ακόμη εικοσιτετράωρο
-Λες – πως περάσαμε ασυνείδητα τα μεσάνυχτα
Έναν ολόισιο ασφαλτοστρωμένο δρόμο.
Θα ’ρθει μια μέρα… (από τη συλλογή ΕΠΟΧΕΣ)
Η σιωπή μου θα λέει: πόσο είσαι όμορφη, μα δε βρίσκω άλλο τρόπο να στο πω
Θα ταξιδέψουμε κάπου, έτσι από ανία ή για να πούμε πως κι εμείς ταξιδέψαμε.
Ο κόσμος ψάχνει σ’ όλη του τη ζωή να βρει τουλάχιστο τον έρωτα, μα δε βρίσκει τίποτα.
Σκέφτομαι συχνά πως η ζωή μας είναι τόσο μικρή που δεν αξίζει καν να την αρχίσει κανείς.
Απ’ την Αθήνα θα πάω στο Μοντεβίδεο ίσως και στη Σαγκάη, είναι κάτι κι αυτό δε μπορείς να το αμφισβητήσεις.
Καπνίσαμε –θυμίσου- ατέλειωτα τσιγάρα συζητώντας ένα βράδυ
-Ξεχνώ πάνω σε τι –κι είναι κρίμα γιατί ήταν τόσο μα τόσο ενδιαφέρον.
Μια μέρα, ας ήτανε, να φύγω μακριά σου αλλά κι εκεί θα ’ρθεις και θα με ζητήσεις
Δεν μπορεί, θε μου, να φύγει κανείς ποτέ μονάχος του.
Που μου διηγήθηκεν ολόκληρη την ιστορία του Σαμ Ντέυλαν
«Είναι αργά» μου είπε κάποτε «θα ’πρεπε πια να πηγαίνουμε
Μα δεν είναι ανάγκη επιτέλους να κλαίτε τόσο πολύ για έναν άνθρωπο που σκοτώθηκε.
Πέθανε στην αγκαλιά μου και ψιθύριζε ένα γυναικείο όνομα
Είναι πολύ γελοίο να πεθαίνεις και να ψιθυρίζεις ένα γυναικείο όνομα».
Το μούτρο του άσπριζε παράξενα. Ύστερα δεν τον ξαναείδα.
[Μες τη κλειστή μοναξιά μου έσφιξα τη ζεστή παιδική σου άγνοια, στην αγνή παρουσία σου καθρέφτισα τη χαμένη ψυχή μου. Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένανε κι ούτε κανένας με γνώριζε… Για του λόγου το αληθές…]
Ξεμέρωσεν ο δείχτης πάλι Κυριακή.
Εφτά μέρες
Η μια πάνω απ’ την άλλη
Δεμένες
Ολόιδιες
Σα χάνδρες κατάμαυρες
Κομπολογιών του Σεμιναρίου.
Έξι μέρες όλες για μια
Έξι μέρες αναμονή
Έξι μέρες σκέψη
Για μια μέρα
Μόνο για μια μέρα
Μόνο για μιαν ώρα.
Απόγευμα κι ήλιος.
Ώρες
Ταυτισμένες
Χωρίς συνείδηση
Προσπαθώντας μια λάμψη
Σε φόντο σελίδων
Με πένθιμο χρώμα.
Μια μέρα αμφίβολης χαράς
Ίσως μόνο μιαν ώρα
Λίγες στιγμές.
Το βράδυ αρχίζει πάλι η αναμονή
Πάλι μιαν εβδομάδα, τέσσερεις, πενήντα δυο
…………………………………………..
Σήμερα βρέχει απ’ το πρωί.Ένα κίτρινο χιονόνερο.
Αναμονή (από τη συλλογή ΕΠΟΧΕΣ)
Πόσα χρόνια να γυρίσει…
Κι όμως η μυρουδιά της χυμένη παντούΞεχασμένη σ’ όλο το δωμάτιο στις πιο απίθανες γωνιές
Σάμπως να ζει ακόμα ανάμεσά μας!
Όμως πρέπει να γύρισε ύστερα από τόσα χρόνια
Αυτές τις ώρες την προσμένω κάθε βράδυ
Σχεδιάζοντας με το μολύβι κόκκινα στόματα απάνω στο χαρτί
Όπως και να ’τανε έπρεπε να τρίξει η πόρτα
Ας είναι κι απ’ τον άνεμο.
Ας είν’ με δυο ημικύκλια στεγνά πάνω στα χείλη
Στο μέτωπο κατάμαυρες ραβδώσεις
Φθάνει που θα’ ρθει μοναχά ύστερα από χρόνια
Μόνο που θα ’ρθει!...
Σχεδιάζοντας κόκκινα φλογερά στόματα απάνω στο χαρτί.
… Νόμισα πως θα πνιγόμουνα!
Απροσδιόριστη χρονολογία (από τη συλλογή ΕΠΟΧΕΣ)
Τόσο διαφορετική από τις άλλες μέρες
(ίσως η απαρχή ομοίων ημερών)
Έσβησεν έτσι ανάλαφρα όπως ήρθε
Χωρίς να παιχνιδίσει ο ήλιος στα κλαδιά
Τράβηξε τις κουρτίνες της με διάκρισην η νύχτα.
Μια μέρα τόσο διάφορη απ’ τις άλλες
Χωρίς τα σύμβολα του «πλην» και του «συν» π’ αυλακώνουν τη σκέψη
Χωρίς να βαραίνει καν τη ζυγαριά της μνήμης
Πες σα μια σαπουνόφουσκα που τρυπήσαμε με την καρφίτσα
Σαν τον καπνό τσιγάρου χωρίς άρωμα.
Έτσι έπεσε ένα φύλλο από το καλαντάρι
Δίχως τον παραμικρότερο ήχο
(Χάθηκε και δεν ψάξαμε να το βρούμε)
Έμεινε το συρτάρι μας όπως τ’ αφήσαμε.
Ίσως –λες- πως δεν ήτανε καν μια μέρα
Μόνο που σήμερα φωνάζουν αρνητικά οι αριθμοί
Το ρολόι γυρισμένο ένα ακόμη εικοσιτετράωρο
-Λες – πως περάσαμε ασυνείδητα τα μεσάνυχτα
Έναν ολόισιο ασφαλτοστρωμένο δρόμο.
Θα ’ρθει μια μέρα… (από τη συλλογή ΕΠΟΧΕΣ)
Θα ’ρθει μια μέρα που δε θα ’χουμε πια τι να πούμε
Θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτιαΗ σιωπή μου θα λέει: πόσο είσαι όμορφη, μα δε βρίσκω άλλο τρόπο να στο πω
Θα ταξιδέψουμε κάπου, έτσι από ανία ή για να πούμε πως κι εμείς ταξιδέψαμε.
Ο κόσμος ψάχνει σ’ όλη του τη ζωή να βρει τουλάχιστο τον έρωτα, μα δε βρίσκει τίποτα.
Σκέφτομαι συχνά πως η ζωή μας είναι τόσο μικρή που δεν αξίζει καν να την αρχίσει κανείς.
Απ’ την Αθήνα θα πάω στο Μοντεβίδεο ίσως και στη Σαγκάη, είναι κάτι κι αυτό δε μπορείς να το αμφισβητήσεις.
Καπνίσαμε –θυμίσου- ατέλειωτα τσιγάρα συζητώντας ένα βράδυ
-Ξεχνώ πάνω σε τι –κι είναι κρίμα γιατί ήταν τόσο μα τόσο ενδιαφέρον.
Μια μέρα, ας ήτανε, να φύγω μακριά σου αλλά κι εκεί θα ’ρθεις και θα με ζητήσεις
Δεν μπορεί, θε μου, να φύγει κανείς ποτέ μονάχος του.
……………………………………………….
Τον πρώτο Μάρτη, στον πόλεμο, γνώρισα έναν Εγγλέζο θερμαστήΠου μου διηγήθηκεν ολόκληρη την ιστορία του Σαμ Ντέυλαν
«Είναι αργά» μου είπε κάποτε «θα ’πρεπε πια να πηγαίνουμε
Μα δεν είναι ανάγκη επιτέλους να κλαίτε τόσο πολύ για έναν άνθρωπο που σκοτώθηκε.
Πέθανε στην αγκαλιά μου και ψιθύριζε ένα γυναικείο όνομα
Είναι πολύ γελοίο να πεθαίνεις και να ψιθυρίζεις ένα γυναικείο όνομα».
Το μούτρο του άσπριζε παράξενα. Ύστερα δεν τον ξαναείδα.
[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Μανόλη Αναγνωστάκη, ΠΑΡΕΝΘΕΣΕΙΣ και ΣΤΟΧΟΙ για τη ΣΥΝΕΧΕΙΑ της αγάπης, το φόβο που μας ενώνει με τους άλλους, ΕΠΙΛΟΓΟΣ για τη σιωπή, αυτό το δισταγμό ζωής, που δεν μας αφήνει να παραδεχθούμε την ήττα. Πόσα κρυμμένα τιμαλφή όμως μπορούμε να σώσουμε, πόσες φωλιές νερού να συντηρήσουμε μέσα στις φλόγες; Όρθιοι και μόνοι σαν και πρώτα θα περιμένουμε]