Λάμπει μέσα μου εκείνο που αγνοώ, μα ωστόσο λάμπει… Αχ ομορφιά κι αν δεν μου παραδόθηκες ολόκληρη ποτέ, κάτι κατάφερα να σου υποκλέψω… Ώστε εκείνοι που αγαπιούνται είναι εδώ των δυο αστέρων και του ενός μονάχα πεπρωμένου: κάτι το ανεξακρίβωτο που υπάρχει παρόλα αυτά μέσα στο Μάταιο και στο Τίποτα… Εδώ, ενώ τα πετάγματά παραμένουν νομείς του μεγάλου ύψους, γράφουν κάθε τόσο και κάτι κύκλους οικειότητας πάνω από τη δική μας μικρή γη. Εδώ, δεν είναι συνεχώς ηλιόλουστα τα θαυμαστικά επιφωνήματα, και ο στοχασμός σαν να εξερευνά με όργανα πιο τελειοποιημένης επιμονής την απεραντοσύνη της ανησυχίας που μας περιβάλλει. Κι ένας ακόμα λόγος που πιάστηκα στο ελπίζον δόλωμα των στίχων… (Οδυσσέας Ελύτης, Τα Ελεγεία της Οξώπετρας)
Κείνο το πράσινο κόρης οφθαλμού που πρώτο- ΕΙΣΕΡΧΕΤΑΙ στον έρωτα και τ’ άλλο το χρυσό που όπου κι αν το τοποθετείς ιουλίζει. Έφιππος φτάνει, την υποχθόνια Άνοιξη, εκείνος που θα κοιμίσει τον άγγελο στο στήθος σου, να κυνηγιούνται τα νερά κάτω απ’ τα χορτάρια, με το λίγο της ψυχής κυανό η Όξω Πέτρα μέσα από τη μαυρίλα ν’ αρχίσει ν’ αναδύεται. Τόσο μεγάλος ο ουρανός και τόσο η γης μικρή για δυο ανθρώπων μόνο. Προχωρώ από ένστικτο μην ξέροντας ποια μέρα η Διοτίμα νοερά τραγουδώντας έφτασε να μεταβάλει το νου του ανθρώπου ώστε εκείνοι που αγαπιούνται να’ ναι κι εδώ κι εκεί των δυο αστέρων και του ενός μονάχα πεπρωμένου. Ιδού
ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ, ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΥ, ΑΝΕΜΠΟΔΙΣΤΟΥ (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ, Εκδόσεις Ίκαρος 1991)
Τώρα, στη βάρκα όπου κι αν μπεις άδεια θα φτάσει
Εγώ αποβλέπω σ’ έναν μακρύ θαλασσινό Κεραμεικό
Με κόρες πέτρινες και που κρατούν λουλούδια. Θα’ ναι νύχτα και Αύγουστος
Τότε που αλλάζουν των αστερισμών οι βάρδιες. Και τα βουνά ελαφρά
Γιομάτα σκοτεινόν αέρα στέκουν λίγο πιο πάνω απ’ τη γραμμή του ορίζοντα
Οσμές εδώ ή εκεί καμένου χόρτου. Και μια λύπη άγνωστης γενιάς
Που από ψηλά
κάνει ρυάκι πάνω στην αποκοιμισμένη θάλασσα.
Λάμπει μέσα μου κείνο που αγαπώ. Μα ωστόσο λάμπει
Αχ ομορφιά κι αν δεν μου παραδόθηκες ολόκληρη ποτέ
Κάτι κατάφερα να σου υποκλέψω. Λέω: κείνο το πράσινο κόρης οφθαλμού που πρωτο-
Εισέρχεται στον έρωτα και τ’ άλλο το χρυσό, που όπου κι αν το τοποθετείς ιουλίζει.
Τραβάτε τα κουπιά οι στα σκληρά εθισμένοι. Να με πάτε εκεί που οι άλλοι παν
Δε γίνεται. Δεν εγενήθηκα ν’ ανήκω πουθενά
Τιμαριώτης τ’ ουρανού κει πάλι ζητώ ν’ αποκατασταθώ
Στα δίκαιά μου. Το λέει και ο αέρας
Από μικρό το θαύμα είναι λουλούδι και άμα μεγαλώσει θάνατος.
Αχ ομορφιά συ θα με παραδώσεις καθώς ο Ιούδας
Θα ’ναι νύχτα και Αύγουστος. Πελώριες άρπες που και που θα ακούγονται και
Με το λίγο της ψυχής μου κυανό η Όξω Πέτρα μεσ’ απ’ την μαυρίλα
Θ’ αρχίσει να αναδύεται. Μικρές θεές, προαιώνια νέες
Φρύγισσες ή Λυδές με στεφάνι ασημί και με πρασινωπά πτερύγια γύρω μου άδοντας θα συναχθούν
Τότε που και του καθενός τα βάσανα θα εξαργυρώνονται
Χρώματα βότσαλου πικρού: τόσα
Με περόνες πόνου όλες σου οι αγάπες: τόσα
Του βράχου η τύρφη και του άφραχτου ύπνου η φρικαλέα ραγισματιά: δυο φορές τόσα
Ώσπου κάποτε, ο βυθός μ’ όλο του το πλαγκτόν κατάφωτο
Θ’ αναστραφεί πάνω από το κεφάλι μου. Κι άλλα ως τότε ανεκμυστήρευτα
Σαν μέσα από τη σάρκα μου ιδωμένα θα φανερωθούν
Ιχθείς του αιθέρος, αίγες με το λιγνό κορμί κατακυμάτων κωδωνοκρουσίες του Μυροβλήτη
Ενώ μακριά στο βάθος, θα γυρίζει ακόμα η γη με μια βάρκα μαύρη κι άδεια χαμένη στα πελάγη της.
ΤΟ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ, Εκδόσεις Ίκαρος 1991)
Ίδιος ο βράχος κι όλο ευσέβεια
Περπατούν τα κύματα στα σκοτεινά. Οι ασφόδελοι
Και οι νάρκισσοι κι εκείνοι αποκυήματα
Της φαντασίας των νεκρών παν κατά νέφη και ύπνους
Προχωρώ από ένστικτο μην ξέροντας ποια μέρα
Μυρίζει ευγένεια ξύλου παλαιού
Ή ζώου ταπεινωμένου. Και βέβαια
Κάπου εδώ πρέπει να υπήρξα τόσο γρήγορα
Που ξημερώνει και σας ξαναβρίσκω
Βάσανα μου ιερά χορταριασμένα σπίτια κεραμιδιά μέσα στα λεμονόδενδρα
Τόξα, καμάρες όπου ετσάθηκα κι ανοιχτές βρύσες
πού ν’ άγγιξε άγγελος; Τι να ’μεινε; Ποιος τώρα;
Μισοσβησμένος φτάνω απ’ της πολιτείας τα μέρη
Όπως από της εκκλησιάς την πυρκαγιά το εικόνισμα
Κόκκινα της φωτιάς και μαύρα του δαιμόνου
Που μες τη δρόσο του πρωινού σιγά-σιγά διαλύονται
Ξέφτιος κι όλο χαρακιές, με τη λέξη ακόμη Σ’ ΑΓΑΠΩ ευδιάκριτη επάνω του
Ο Τοίχος! και της κλίμακας η κουπαστή κι εκείνη
Άβαφη κι από τις πολλές απαλές που πέρασαν παλάμες λεία!
Φορτωμένος γηρατειά και νεότητες πάλι ανεβαίνω
Ξέροντας πού το παλιό σανίδωμα θα τρίξει, πότε
Θα με κοιτάξει από το κάδρο της η θεία Μελισσηνή
Κι αν αύριο θα βρέξει
Ίσως κάτι που μου ανήκει ανέκαθεν να διεκδικώ
Μπορεί και απλώς μια θέση μες στα Ερχόμενα
Που είναι το ίδιο, ένδυμα καμωμένο από φωτιά ψυχρή
Πράσινα του χαλκού και βυσσινιά βαθιά της Παναγίας
Στέκω με το δεξί μου χέρι στην καρδιά
Πίσω μου δύο ή τρία κηροπήγια
Το μικρό τετράγωνο παράθυρο πάνω στην καταιγίδα
Τα Πέραν και τα Μέλλοντα
[ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ λέξεων από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη: ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ, για το οποίο η Κική Δημουλά σε μια ομιλία της είπε: «Τι διαφορετικό είχε λοιπόν προστεθεί στα ΕΛΕΓΕΙΑ; Αν δεν με παρασύρουν τα συμφέροντα της ιδιοσυγκρασίας μου, νιώθω ότι αυτά τα ποιήματα γράφτηκαν με ένα άλλο ήθος χρόνου, λιγότερο ταχύ, λιγότερο περαστικό. Σαν σε κάθε στίχο που έγραφε ο Ελύτης να κοντοστεκόταν, να περίμενε, να γύριζε πίσω, να κοίταζε να δει αν έρχεσαι: εσύ, ο όποιος ευπρόσδεκτος