Quantcast
Channel: ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΑ ενός λεπτού ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ: Τελευταίου Σώματος στο Λίγο του Κόσμου
Viewing all articles
Browse latest Browse all 204

ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΑΥΤΟ ΜΠΗΚΕ ΣΑΝ ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΠΟΥ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΙ ΤΟΠΙΑ ΚΙ ΕΠΟΧΕΣ:

$
0
0
Φεγγάρια υπνοβατικά στο χείλος των ονείρων, απ’ τη δική τους μυρωδιά άρρωστα σκίνα, καλαμποκιές στητές και τεταμένες ωσάν ανίδεες ή ηρωικές, ελαιώνες προσευχόμενοι σ’ όλο το μάκρος και το φέγγος της ματιάς -θεέ μου, παρελθέτω από μας- άσπρα πετούμενα ξωκλήσια σούρουπα βραδυκίνητα ξοπίσω τους  σαν ιερείς που απαύδησαν να κρούουν εσπερινούς, θάλασσα καλοπιαστική γύρω στο πείσμα των βουνών το ασύμμετρο κι όρθια μεσημέρια που στέκουν προσοχή στον ήλιο. Κι απάνω σύννεφα από ερωτευμένη ζέστη… Το καλοκαίρι αυτό δεν το περίμενε κανείς ήρθε σαν κάποιος που τον είχαμε νεκρό. Κι έφερε μιαν αμηχανία πάλι, μια ξεχασμένη ένταση και μιαν αϋπνία  για πράγματα που τα ’χαμε κι αυτά νεκρά. (Έκανε τόση ζέστη μες στα μάτια, ήτανε κάτι εξατμισμένα καφενεία, κάτι ξυνίχτικα εύφλεκτα τραγούδια, κάτι πιωμένα χέρια που χορεύανε κι έλεγαν άλλων αντ’ άλλων σ’ άλλα χέρια. Ψηλά  ποιήτριες νύχτες έγραφαν) [απόσπασμα από το ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ της Κικής Δημουλά στο ΛΙΓΟ του ΚΟΣΜΟΥ της, εκδόσεις Στιγμή 1990]

 [Ο διάλογος της συνείδησης με τη ματαιότητα, της μνήμης με το φευγαλέο της ύπαρξης, βρίσκει ΣΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ την καλύτερή της ίσως έκφρασή του σε ολόκληρη την ελληνική μεταπολεμική ποίηση, με τη λιτότητα του λόγου να συναγωνίζεται την πρωτοτυπία και τη δραστικότητά του. Χαρακτηριστικό και συνεχώς επανερχόμενο θεματικό στοιχείο σ’ αυτή τη συλλογή είναι η φωτογραφία, ως υποστασιοποιημένη μορφή της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στο ον και το μη ον, στη διάρκεια και στη φθορά… Ίσως τα ωραιότερα ποιήματα της ΔΗΜΟΥΛΑ είναι οι στοχασμοί της πάνω σε φωτογραφίες..]

Επεισόδιο με Φτερά
Η θάλασσα του Σκαραμαγκά είναι δεμένη,
πηχτή. Από τα πετρελαιοφόρα
βγαίνει μαύρος καπνός ακινησίας.
Ας πούμε πως υπάρχεις.

Η διαδρομή ξεχειλώνει κρεμασμένη στο βλέμμα.
Λερώνει τους επάνω δρόμους ένα βρώμικο σύννεφο,
η καθαρή ψυχή κάτω αναβάλλεται πάλι.
Ας πούμε πως υπάρχεις.



Το άλογο θα μείνει δεμένο στο δένδρο.
Στο μυαλό μου πολλοί τέτοιοι κόμβοι,
πολλά τέτοια δεσίματα.
Ας πούμε πως υπάρχεις.

Στου αυτοκινήτου το καθρέφτη
κοιτάζεται ένα ξεροπήγαδο.
Στη γη εδώ0-εκεί φρεσκοσκαμμένο.
Η ίδια φροντίδα
για τους νεκρούς και για τους σπόρους.
Η γη αναρριγεί.
Ας πούμε πως υπάρχεις.

Στις Μυκήνες επιφωνήματα και τάφοι.
Πέτρα βασανισμένη από τη φήμη.
Πάθη από τζάκι και γι’ αυτό αξιοθύμητα.
Στα δικά μας τα πάθη
δεν θα ’ρθει κανείς επισκέπτης,
τα περιμένει η λήθη, πεινασμένη πάντα.
Ας πούμε πως υπάρχεις.

Στο Ναύπλιο άλλο ένα πλοίο λευκό.
Όχι απόλυτα πλοίο κι όχι απόλυτα λευκό.
Ας πούμε πως υπάρχεις.

Αφήσαμε τα διφορούμενα
και μπήκαμε σε καλλαμιές,
σε λεμονιές και κυπαρίσσια.
Εικόνα οπωροφόρα – σε ποτίζω.
Ας πούμε πως υπάρχεις

Μακριά στην ανηφόρα
κοντανασαίνει ένας μαύρος σιδηρόδρομος.
Σαν γλιτωμός που ξεκουρδίστηκε.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
Όπως το πολύ νερό σε μέρη ακατοίκητα,
όπως το καλό σημάδι σε πουλιά βαλσαμωμένα.
Περιττά!

Μεσιτείες
Με γυροφέρνει η άνοιξη,
αλλά εγώ άλλη φορά
πορεία δεν αλλάζω για ένα έαρ.
Ας μοιάζει μ’ οτιδήποτε το σούρουπο.
Δεν θα ποτίζω με το αίμα μου ομοιότητες.
Τα όνειρα που είδα
αποδείχτηκαν ανυπόληπτα:
πήγαν και μ’ άλλους ύπνους.

Όχι δεν παίρνω άλλο διαταγές.
Όταν μου λέγανε τα σύννεφα ταξίδευε
ταξίδευα
κι όταν μου λέγανε τα όνειρα περίμενε
περίμενα.
Όχι, δεν παίρνω άλλο διαταγές.
Τα δούλεψα πιστά τα διαλυτά.

Με γυροφέρνει από χθες η άνοιξη.
Μια νεραντζιά με κοίταξε
με διάθεση υπόπικρη,
και μου ’κλεισε το δρόμο
μια μυρωδιά επιστροφής.

Με παζαρεύει η τοκογλύφος μνήμη:
για να μου δώσει έναν Μάιο παλιό,
μαζί και με τις νεραντζιές,
για να μου δώσει κυρίως τη μορφή,
που στη μεταφορά της
από σταθμό της λήθης σε σταθμό
χτυπήθηκε στα μάτια και στο στόμα
-γι’ αυτά πληρώνεις-
μου παίρνει ένα μέλλον.

Καλοκαίρι
Το καλοκαίρι αυτό
μπήκε σαν ζωγραφιά μικρού παιδιού,
που πρώτη του φορά σκηνοθετεί
τοπία κι εποχές
και δεν γνωρίζει
ποια θέση, ποιαν απόσταση,
ποιαν έμφαση κυρίως να δώσει
στα χρώματα και τα στοιχεία.
Και από άγνοια ευφάνταστη
τα ’χει όλα παρατάξει πρώτο πλάνο,
με επική αταξία,
με μιαν αφθονία ξαφνική, σαν
κάποιο περιπλανώμενο τοπίο
να ’ρθε γελώντας και ν’ αδειάστηκε ακατάπαυστα
μέσα σ’ άλλο τοπίο.

Φεγγάρια υπνοβατικά στο χείλος των ονείρων,
απ’ τη δική τους μυρωδιά άρρωστα σκίνα,
καλαμποκιές στητές και τεταμένες
ωσάν ανίδεες ή ηρωικές,
ελαιώνες προσευχόμενοι
σ’ όλο το μάκρος και το φέγγος της ματιάς
-θεέ μου, παρελθέτω από μας-
άσπρα πετούμενα ξωκλήσια
σούρουπα βραδυκίνητα ξοπίσω τους
σαν ιερείς που απαύδησαν να κρούουν εσπερινούς,
θάλασσα καλοπιαστική
γύρω στο πείσμα των βουνών το ασύμμετρο
κι όρθια μεσημέρια
που στέκουν προσοχή στον ήλιο.
Κι απάνω σύννεφα από ερωτευμένη ζέστη.

Το καλοκαίρι αυτό
δεν το περίμενε κανείς
ήρθε σαν κάποιος που τον είχαμε νεκρό.
Κι έφερε μιαν αμηχανία πάλι,
μια ξεχασμένη ένταση
και μιαν αϋπνία
για πράγματα που τα ’χαμε κι αυτά
νεκρά.
(Έκανε τόση ζέστη μες στα μάτια,
ήτανε κάτι εξατμισμένα καφενεία,
κάτι ξυνίχτικα εύφλεκτα τραγούδια,
κάτι πιωμένα χέρια που χορεύανε
κι έλεγαν άλλων αντ’ άλλων σ’ άλλα χέρια.
Ψηλά
ποιήτριες νύχτες έγραφαν)

Το καλοκαίρι αυτό,
σαν ζωγραφιά μικρού παιδιού,
συμπληρωμένη από κάποιον
με πράγματα που τα ’χε για νεκρά,
ποίημα πάνω σε ποίημα σαν να ακούμπησε.

Τώρα
το καλοκαίρι αυτό
αίμα ξερό πάνω στις μέρες.
Το βρήκαμε νεκρό
μέσα σε κάποιον ένσφαιρο μονόλογο.

[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ]

Viewing all articles
Browse latest Browse all 204

Trending Articles