Η ποιήτρια παραμένει στην έμπνευση της χρονικοφράφος των ασήμαντων συμβάντων του γύρω κόσμου. Το ύφος και η υφή των ποιημάτων της όπως τα παρουσιάζει ο ποιητής και κριτικός Κ.Γ. Παπαγεωργίου
Ο κριτικός δεν καταπιάνεται με τις γλωσσικές επιλογές και τις λεξικές συζεύξεις, τον ρυθμό, τους τρόπους και τα εκφραστικά μέσα της γραφής, με ό,τι συνοψίζεται στη λέξη «ύφος». Ξεκαθαρίζει προγραμματικά ότι εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι η «υφή» των ποιημάτων της Δημουλά, η «υποδόρια συνύφανση» ποικίλων και ετερόκλητων στοιχείων που συνθέτουν «το σταθερό βιωματικό υλικό, αυτό το σκοτεινό πρόπλασμα του ποιήματος» που χάρη σε ερεθίσματα εξωτερικά ή εσωτερικά ενσαρκώνεται στον ποιητικό λόγο.
Τα στοιχεία που εντοπίζει είναι αναγνωρίσιμα στους αναγνώστες της Δημουλά: Ατμόσφαιρα φθινοπωρινή και άνθρωποι φθινοπωρινοί. Μελαγχολία. Πλήξη. Έλλειψη, απουσία, απώλεια, στέρηση, πίκρα, μοναξιά. Αφετηρία βιωματική. Θεματοποίηση του μικρού, του φευγαλέου, του καθημερινού. Σκέψεις μιας φωνής θηλυκής. Νοσταλγία για όσα έζησε κάποτε και για εκείνα που δεν έζησε ποτέ. Ερωτικές επιθυμίες και ματαιώσεις. Το παρόν που δεν ικανοποιεί. Η λήθη. Η αναβίωση του παρελθόντος μέσω της ανάμνησης. Η θλίψη για τη φθορά και τον θάνατο. Ένας ψυχισμός ευάλωτος. Η αντιπαλότητα με την πραγματικότητα. Η καταφυγή στο φαντασιακό και στο όνειρο, η παραμυθία της ψευδαίσθησης.
Ένας ανθισμένος κήπος καθ' οδόν προς τη δουλειά, μια επίσκεψη στο Βρετανικό Μουσείο, μια γυναίκα στη βροχή, μια παλαιά οικία στην Καλλιδρομίου, η «απόσταση μιας ολόκληρης θλίψης» που χωρίζει τη γυναικεία ποιητική φωνή από τον αγαπημένο ένα μεσημέρι στη Σταδίου, καθημερινές παρατηρήσεις, παροδικές σκέψεις και κυρίως φωτογραφίες και αγάλματα - σύμβολα ακινησίας, αποδεικτικό υλικό της ζωής και μνημεία της φθοράς - αποτελούν κατ' επανάληψη αφορμή ποιητικής δημιουργίας σ' αυτόν τον πρώτο ποιητικό κύκλο. Βιογραφικά δεδομένα της ίδιας εποχής είναι η εργασία στην Τράπεζα της Ελλάδος (1949-1974) και η έγγαμη συμβίωση με τον μηχανικό και ποιητή Αθω Δημουλά (1921-1985).
Την ύφανση των νεανικών συλλογών φωτίζουν «αναλαμπές καβαφικής ακριβολογίας» και τη «διαπερνούν ριπές ανέμου καρυωτακικής απαισιοδοξίας»,εκτιμά ο κριτικός. Αυτές τις τελευταίες εξουδετερώνει η εξάρτηση από τη ζωή και η πίστη στο αναπάντεχο, που εκφράζονται σε υψηλή λυρική θερμοκρασία.
Μια ποίηση περισσότερο λιτή, απολογιστική, εξομολογητική και αφηγηματική και έναν χώρο ευρύτερο το ιδιωτικού ορίζουν οι τελευταίες συλλογές της Δημουλά. Έχει προηγηθεί ο θάνατος του Δημουλά, του μεγάλου απόντος της ζωής της στον οποίο εφεξής θα αναφέρεται γλυκόπικρα συχνά, έχουν προστεθεί χρόνια στην πλάτη της. Ο καθρέφτης - και ο καθρέφτης του λευκού χαρτιού - αντικαθιστά τις φωτογραφίες. Η ποιήτρια παραδέχεται τον φόβο μπροστά στον θάνατο. Η λογική και η εμπειρία ζωής τιθασεύουν το υπερχειλίζον συναίσθημα. Η μνήμη μεταλλάσσεται σε πολύτιμη διδακτική ύλη. Η διεκδικητική διάθεση απέναντι στη ζωή ενδυναμώνεται. Ο θυμοσοφικός και ο αποφθεγματικός τόνος εντείνονται:
Κακώς σπεύδεις να προμηθεύεσαι
μεγάλο μήκος λύπης. Θα σου περισσέψει…» («Λίγο λίγο αντίο»).
Στην έμπνευσή της η Δημουλά παραμένει χρονικογράφος των ασήμαντων συμβάντων του γύρω κόσμου και του καθημερινού χρόνου. Την απόσταση ανάμεσα στον κόσμο που προσφέρει ερήμην του τα ερεθίσματα και στο ποιητικό εγώ γεφυρώνει, καταλήγει ο Κ. Γ. Παπαγεωργίου σε αυτό το σύντομο οδοιπορικό στην ποίηση της Δημουλά, το ποίημα το ίδιο. Αυτό γεμίζει το κενό ανάμεσα στο «υπάρχω» και στο «δεν υπάρχω», ανάμεσα στο «μιλώ» και στο «σώπασα». Ο στοχασμός για τη λειτουργία της γραφής ως διαμεσολαβητή ανάμεσα στον εξωτερικό και στον εσωτερικό κόσμο, ανάμεσα στο φθαρτό και στο άχρονο είναι το στοιχείο που απλώνεται σε όλο το τελάρο του «δημούλειου» υφάσματος. Στον χώρο της γραφής συντελείται εν τέλει η υπέρβαση των φυσικών ορίων, το θαύμα, που η ποιήτρια αποζητά στις πρώτες συλλογές της. Και αποδεικνύονται τα ποιήματα, καταλήγει φτάνοντας στην τελευταία συλλογή της Δημουλά ο κριτικός, «εύρετρα»: δίκαιη αμοιβή για τη μνημείωση του εφήμερου
Παρά τα βραβεία, τα αριστεία, την ακαδημαϊκή διάκριση, τις μεταφράσεις, τα αφιερώματα, τις συνεντεύξεις και τη δημοτικότητα της Δημουλά, το έργο της δεν έχει ακόμη μελετηθεί συστηματικά στο πλαίσιο μιας μονογραφίας που να ισορροπεί σε νερά νηφαλιότερα από τη θαμπωμένη αγιογραφία και ψυχραιμότερα από τη χολερική πολεμική. Ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση αποπειρώνται τα κριτικά κείμενα του ποιητή και κριτικού Κώστα Γ. Παπαγεωργίου που συγκεντρώνονται τώρα στον τόμο Κική Δημουλά. Χρονικογράφος του εφήμερου.
Πρωτοδημοσιευμένα στο διάστημα 1995 - 2010 σε εφημερίδες και περιοδικά, και ξαναδουλεμένα τώρα υπό το πρίσμα μιας συνθετικής οπτικής, τα κείμενα αρθρώνονται σε δύο ενότητες. Στην πρώτη ο Κ. Γ. Παπαγεωργίου ιχνηλατεί τη σταδιακή διαμόρφωση της ποιητικής φυσιογνωμίας της πρώιμης Δημουλά στις τρεις πρώτες συλλογές: Έρεβος (1956), Ερήμην(1958), Επίτα ίχνη (1963). Αφήνει παράμερα τις συλλογές της ωριμότητας -Το τελευταίο σώμα μου (1981), Χαίρεποτέ (1988), Ηεφηβείατηςλήθης (1994), Ενόςλεπτούμαζί (1998) - στις οποίες εκφράζεται η παγιωμένη ποιητική φυσιογνωμία της Δημουλά που κορυφώνεται με τη συλλογή Το λίγο του κόσμου(1971). Στη δεύτερη ενότητα εξετάζει τις μετακινήσεις της Δημουλά στις ύστερες συλλογές της, στον Ήχο απομακρύνσεων (2001), στη Χλόη θερμοκηπίου (2005), στο Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως (2007) -, στα Εύρετρα(2010) και στο πεζό Εκτόςσχεδίου (2004).
Ο κριτικός δεν καταπιάνεται με τις γλωσσικές επιλογές και τις λεξικές συζεύξεις, τον ρυθμό, τους τρόπους και τα εκφραστικά μέσα της γραφής, με ό,τι συνοψίζεται στη λέξη «ύφος». Ξεκαθαρίζει προγραμματικά ότι εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι η «υφή» των ποιημάτων της Δημουλά, η «υποδόρια συνύφανση» ποικίλων και ετερόκλητων στοιχείων που συνθέτουν «το σταθερό βιωματικό υλικό, αυτό το σκοτεινό πρόπλασμα του ποιήματος» που χάρη σε ερεθίσματα εξωτερικά ή εσωτερικά ενσαρκώνεται στον ποιητικό λόγο.
Τα στοιχεία που εντοπίζει είναι αναγνωρίσιμα στους αναγνώστες της Δημουλά: Ατμόσφαιρα φθινοπωρινή και άνθρωποι φθινοπωρινοί. Μελαγχολία. Πλήξη. Έλλειψη, απουσία, απώλεια, στέρηση, πίκρα, μοναξιά. Αφετηρία βιωματική. Θεματοποίηση του μικρού, του φευγαλέου, του καθημερινού. Σκέψεις μιας φωνής θηλυκής. Νοσταλγία για όσα έζησε κάποτε και για εκείνα που δεν έζησε ποτέ. Ερωτικές επιθυμίες και ματαιώσεις. Το παρόν που δεν ικανοποιεί. Η λήθη. Η αναβίωση του παρελθόντος μέσω της ανάμνησης. Η θλίψη για τη φθορά και τον θάνατο. Ένας ψυχισμός ευάλωτος. Η αντιπαλότητα με την πραγματικότητα. Η καταφυγή στο φαντασιακό και στο όνειρο, η παραμυθία της ψευδαίσθησης.
Ένας ανθισμένος κήπος καθ' οδόν προς τη δουλειά, μια επίσκεψη στο Βρετανικό Μουσείο, μια γυναίκα στη βροχή, μια παλαιά οικία στην Καλλιδρομίου, η «απόσταση μιας ολόκληρης θλίψης» που χωρίζει τη γυναικεία ποιητική φωνή από τον αγαπημένο ένα μεσημέρι στη Σταδίου, καθημερινές παρατηρήσεις, παροδικές σκέψεις και κυρίως φωτογραφίες και αγάλματα - σύμβολα ακινησίας, αποδεικτικό υλικό της ζωής και μνημεία της φθοράς - αποτελούν κατ' επανάληψη αφορμή ποιητικής δημιουργίας σ' αυτόν τον πρώτο ποιητικό κύκλο. Βιογραφικά δεδομένα της ίδιας εποχής είναι η εργασία στην Τράπεζα της Ελλάδος (1949-1974) και η έγγαμη συμβίωση με τον μηχανικό και ποιητή Αθω Δημουλά (1921-1985).
Την ύφανση των νεανικών συλλογών φωτίζουν «αναλαμπές καβαφικής ακριβολογίας» και τη «διαπερνούν ριπές ανέμου καρυωτακικής απαισιοδοξίας»,εκτιμά ο κριτικός. Αυτές τις τελευταίες εξουδετερώνει η εξάρτηση από τη ζωή και η πίστη στο αναπάντεχο, που εκφράζονται σε υψηλή λυρική θερμοκρασία.
Μια ποίηση περισσότερο λιτή, απολογιστική, εξομολογητική και αφηγηματική και έναν χώρο ευρύτερο το ιδιωτικού ορίζουν οι τελευταίες συλλογές της Δημουλά. Έχει προηγηθεί ο θάνατος του Δημουλά, του μεγάλου απόντος της ζωής της στον οποίο εφεξής θα αναφέρεται γλυκόπικρα συχνά, έχουν προστεθεί χρόνια στην πλάτη της. Ο καθρέφτης - και ο καθρέφτης του λευκού χαρτιού - αντικαθιστά τις φωτογραφίες. Η ποιήτρια παραδέχεται τον φόβο μπροστά στον θάνατο. Η λογική και η εμπειρία ζωής τιθασεύουν το υπερχειλίζον συναίσθημα. Η μνήμη μεταλλάσσεται σε πολύτιμη διδακτική ύλη. Η διεκδικητική διάθεση απέναντι στη ζωή ενδυναμώνεται. Ο θυμοσοφικός και ο αποφθεγματικός τόνος εντείνονται:
«Τοις μετρητοίς μην παίρνεις την απώλεια.
Είναι τερατολόγος μελοδραματική.Κακώς σπεύδεις να προμηθεύεσαι
μεγάλο μήκος λύπης. Θα σου περισσέψει…» («Λίγο λίγο αντίο»).
Στην έμπνευσή της η Δημουλά παραμένει χρονικογράφος των ασήμαντων συμβάντων του γύρω κόσμου και του καθημερινού χρόνου. Την απόσταση ανάμεσα στον κόσμο που προσφέρει ερήμην του τα ερεθίσματα και στο ποιητικό εγώ γεφυρώνει, καταλήγει ο Κ. Γ. Παπαγεωργίου σε αυτό το σύντομο οδοιπορικό στην ποίηση της Δημουλά, το ποίημα το ίδιο. Αυτό γεμίζει το κενό ανάμεσα στο «υπάρχω» και στο «δεν υπάρχω», ανάμεσα στο «μιλώ» και στο «σώπασα». Ο στοχασμός για τη λειτουργία της γραφής ως διαμεσολαβητή ανάμεσα στον εξωτερικό και στον εσωτερικό κόσμο, ανάμεσα στο φθαρτό και στο άχρονο είναι το στοιχείο που απλώνεται σε όλο το τελάρο του «δημούλειου» υφάσματος. Στον χώρο της γραφής συντελείται εν τέλει η υπέρβαση των φυσικών ορίων, το θαύμα, που η ποιήτρια αποζητά στις πρώτες συλλογές της. Και αποδεικνύονται τα ποιήματα, καταλήγει φτάνοντας στην τελευταία συλλογή της Δημουλά ο κριτικός, «εύρετρα»: δίκαιη αμοιβή για τη μνημείωση του εφήμερου
[ΠΗΓΗ: Λαμπρινη Κουζέλη, ΤΟ ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ 24 μαρ΄τιου 2013]