Quantcast
Channel: ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΑ ενός λεπτού ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ: Τελευταίου Σώματος στο Λίγο του Κόσμου
Viewing all 204 articles
Browse latest View live

Λυρισμός υψηλής θερμοκρασίας από τη χρονικογράφου του εφήμερου, Κική Δημουλά

$
0
0
Η ποιήτρια παραμένει στην έμπνευση της χρονικοφράφος των ασήμαντων συμβάντων του γύρω κόσμου. Το ύφος και η υφή των ποιημάτων της όπως τα παρουσιάζει ο ποιητής και κριτικός Κ.Γ. Παπαγεωργίου

Παρά τα βραβεία, τα αριστεία, την ακαδημαϊκή διάκριση, τις μεταφράσεις, τα αφιερώματα, τις συνεντεύξεις και τη δημοτικότητα της Δημουλά, το έργο της δεν έχει ακόμη μελετηθεί συστηματικά στο πλαίσιο μιας μονογραφίας που να ισορροπεί σε νερά νηφαλιότερα από τη θαμπωμένη αγιογραφία και ψυχραιμότερα από τη χολερική πολεμική. Ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση αποπειρώνται τα κριτικά κείμενα του ποιητή και κριτικού Κώστα Γ. Παπαγεωργίου που συγκεντρώνονται τώρα στον τόμο Κική Δημουλά. Χρονικογράφος του εφήμερου.

Πρωτοδημοσιευμένα στο διάστημα 1995 - 2010 σε εφημερίδες και περιοδικά, και ξαναδουλεμένα τώρα υπό το πρίσμα μιας συνθετικής οπτικής, τα κείμενα αρθρώνονται σε δύο ενότητες. Στην πρώτη ο Κ. Γ. Παπαγεωργίου ιχνηλατεί τη σταδιακή διαμόρφωση της ποιητικής φυσιογνωμίας της πρώιμης Δημουλά στις τρεις πρώτες συλλογές: Έρεβος (1956), Ερήμην(1958), Επίτα ίχνη (1963). Αφήνει παράμερα τις συλλογές της ωριμότητας -Το τελευταίο σώμα μου (1981), Χαίρεποτέ (1988), Ηεφηβείατηςλήθης (1994), Ενόςλεπτούμαζί (1998) - στις οποίες εκφράζεται η παγιωμένη ποιητική φυσιογνωμία της Δημουλά που κορυφώνεται με τη συλλογή Το λίγο του κόσμου(1971). Στη δεύτερη ενότητα εξετάζει τις μετακινήσεις της Δημουλά στις ύστερες συλλογές της, στον Ήχο απομακρύνσεων (2001), στη Χλόη θερμοκηπίου (2005), στο Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως (2007) -, στα Εύρετρα(2010) και στο πεζό Εκτόςσχεδίου (2004).

Ο κριτικός δεν καταπιάνεται με τις γλωσσικές επιλογές και τις λεξικές συζεύξεις, τον ρυθμό, τους τρόπους και τα εκφραστικά μέσα της γραφής, με ό,τι συνοψίζεται στη λέξη «ύφος». Ξεκαθαρίζει προγραμματικά ότι εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι η «υφή» των ποιημάτων της Δημουλά, η «υποδόρια συνύφανση» ποικίλων και ετερόκλητων στοιχείων που συνθέτουν «το σταθερό βιωματικό υλικό, αυτό το σκοτεινό πρόπλασμα του ποιήματος» που χάρη σε ερεθίσματα εξωτερικά ή εσωτερικά ενσαρκώνεται στον ποιητικό λόγο.



Τα στοιχεία που εντοπίζει είναι αναγνωρίσιμα στους αναγνώστες της Δημουλά: Ατμόσφαιρα φθινοπωρινή και άνθρωποι φθινοπωρινοί. Μελαγχολία. Πλήξη. Έλλειψη, απουσία, απώλεια, στέρηση, πίκρα, μοναξιά. Αφετηρία βιωματική. Θεματοποίηση του μικρού, του φευγαλέου, του καθημερινού. Σκέψεις μιας φωνής θηλυκής. Νοσταλγία για όσα έζησε κάποτε και για εκείνα που δεν έζησε ποτέ. Ερωτικές επιθυμίες και ματαιώσεις. Το παρόν που δεν ικανοποιεί. Η λήθη. Η αναβίωση του παρελθόντος μέσω της ανάμνησης. Η θλίψη για τη φθορά και τον θάνατο. Ένας ψυχισμός ευάλωτος. Η αντιπαλότητα με την πραγματικότητα. Η καταφυγή στο φαντασιακό και στο όνειρο, η παραμυθία της ψευδαίσθησης.

Ένας ανθισμένος κήπος καθ' οδόν προς τη δουλειά, μια επίσκεψη στο Βρετανικό Μουσείο, μια γυναίκα στη βροχή, μια παλαιά οικία στην Καλλιδρομίου, η «απόσταση μιας ολόκληρης θλίψης» που χωρίζει τη γυναικεία ποιητική φωνή από τον αγαπημένο ένα μεσημέρι στη Σταδίου, καθημερινές παρατηρήσεις, παροδικές σκέψεις και κυρίως φωτογραφίες και αγάλματα - σύμβολα ακινησίας, αποδεικτικό υλικό της ζωής και μνημεία της φθοράς - αποτελούν κατ' επανάληψη αφορμή ποιητικής δημιουργίας σ' αυτόν τον πρώτο ποιητικό κύκλο. Βιογραφικά δεδομένα της ίδιας εποχής είναι η εργασία στην Τράπεζα της Ελλάδος (1949-1974) και η έγγαμη συμβίωση με τον μηχανικό και ποιητή Αθω Δημουλά (1921-1985).


Την ύφανση των νεανικών συλλογών φωτίζουν «αναλαμπές καβαφικής ακριβολογίας» και τη «διαπερνούν ριπές ανέμου καρυωτακικής απαισιοδοξίας»,εκτιμά ο κριτικός. Αυτές τις τελευταίες εξουδετερώνει η εξάρτηση από τη ζωή και η πίστη στο αναπάντεχο, που εκφράζονται σε υψηλή λυρική θερμοκρασία.


Μια ποίηση περισσότερο λιτή, απολογιστική, εξομολογητική και αφηγηματική και έναν χώρο ευρύτερο το ιδιωτικού ορίζουν οι τελευταίες συλλογές της Δημουλά. Έχει προηγηθεί ο θάνατος του Δημουλά, του μεγάλου απόντος της ζωής της στον οποίο εφεξής θα αναφέρεται γλυκόπικρα συχνά, έχουν προστεθεί χρόνια στην πλάτη της. Ο καθρέφτης - και ο καθρέφτης του λευκού χαρτιού - αντικαθιστά τις φωτογραφίες. Η ποιήτρια παραδέχεται τον φόβο μπροστά στον θάνατο. Η λογική και η εμπειρία ζωής τιθασεύουν το υπερχειλίζον συναίσθημα. Η μνήμη μεταλλάσσεται σε πολύτιμη διδακτική ύλη. Η διεκδικητική διάθεση απέναντι στη ζωή ενδυναμώνεται. Ο θυμοσοφικός και ο αποφθεγματικός τόνος εντείνονται:


«Τοις μετρητοίς μην παίρνεις την απώλεια.
Είναι τερατολόγος μελοδραματική.
Κακώς σπεύδεις να προμηθεύεσαι
μεγάλο μήκος λύπης. Θα σου περισσέψει…» («Λίγο λίγο αντίο»).

Στην έμπνευσή της η Δημουλά παραμένει χρονικογράφος των ασήμαντων συμβάντων του γύρω κόσμου και του καθημερινού χρόνου. Την απόσταση ανάμεσα στον κόσμο που προσφέρει ερήμην του τα ερεθίσματα και στο ποιητικό εγώ γεφυρώνει, καταλήγει ο Κ. Γ. Παπαγεωργίου σε αυτό το σύντομο οδοιπορικό στην ποίηση της Δημουλά, το ποίημα το ίδιο. Αυτό γεμίζει το κενό ανάμεσα στο «υπάρχω» και στο «δεν υπάρχω», ανάμεσα στο «μιλώ» και στο «σώπασα». Ο στοχασμός για τη λειτουργία της γραφής ως διαμεσολαβητή ανάμεσα στον εξωτερικό και στον εσωτερικό κόσμο, ανάμεσα στο φθαρτό και στο άχρονο είναι το στοιχείο που απλώνεται σε όλο το τελάρο του «δημούλειου» υφάσματος. Στον χώρο της γραφής συντελείται εν τέλει η υπέρβαση των φυσικών ορίων, το θαύμα, που η ποιήτρια αποζητά στις πρώτες συλλογές της. Και αποδεικνύονται τα ποιήματα, καταλήγει φτάνοντας στην τελευταία συλλογή της Δημουλά ο κριτικός, «εύρετρα»: δίκαιη αμοιβή για τη μνημείωση του εφήμερου


[ΠΗΓΗ: Λαμπρινη Κουζέλη, ΤΟ ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ 24 μαρ΄τιου 2013]

Ερωτευμένος Ελύτης: ένας νέος που ψάχνει την ποιητική του ταυτότητα και που γοητεύει με το λόγο και το παρουσιαστικό του

$
0
0
Ένα ταξίδι στον ερωτικό κόσμο του Ελύτη, στο ερωτικό νησί της Κέρκυρας, στον χρόνο, στα πολιτικά δρώμενα. Ένας πολλά υποσχόμενος προορισμός που με έλκυσε εξαρχής.

 
Μέσα από τον Ερωτευμένο Ελύτη του Φίλιππου Φιλίππου, περιηγήθηκα στο Νησί των Φαιάκων, συνάντησα στο καφέ «Μαύρος Γάτος» τον Ελύτη, τον Εμπειρίκο, τον Λουίζο, τον Καραγάτση, ήπια τσάι με την οικογένεια του βρετανού συγγραφέα, Lawrence Darrel, και την κερκυραϊκή αφρόκρεμα, διάβασα ποίηση, συζήτησα πολιτικά, συμμετείχα στην όλο σασπένς διαλεύκανση ενός έρωτα.

Ο Φίλιππος Φιλίππου, με αφορμή την φοίτηση του Ελύτη στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών το 1937, αποφασίζει να ετοιμάσει τις βαλίτσες του συγγραφέα/αφηγητή του και να του βγάλει εισιτήριο για την Κέρκυρα όπου θα περπατήσει στους δρόμους που περπάτησε πριν από εβδομήντα πέντε σχεδόν χρόνια κι ο ποιητής με τους φίλους και γνωστούς του, θα συναντήσει ανθρώπους που τον ήξεραν ή άκουσαν να μιλούν για αυτόν· εν ολίγοις, θα αναβιώσει την εννεάμηνη κοντά διαμονή του στο νησί. Και μαζί με αυτόν, ακολουθούμε κι εμείς τα χνάρια τόσο του αφηγητή όσο και του ποιητή, νοσταλγώντας αυτή την άλλη εποχή, μια εποχή που γέννησε σπουδαία μυαλά, που έσφυζε από εμπνεύσεις, που μύριζε έρωτα.

Ανατρέχοντας στο Άξιον Εστί, τα Ρω του έρωτα, το Μαρία Νεφέλη, το Ήλιος ο Πρώτος, τον Μικρόναυτίλο,στην τότε ταραχώδη πολιτικά εποχή, σε γυναικεία ονόματα όπως Έλενα, Μαργαρίτα, Μαρή, Ρωξάνη, Μαργκό, Κύνθια,ο συγγραφέας μάς αποκαλύπτει έναν πολιτικό πίνακα με πινελιές στα χρώματα της ποίησης και του έρωτα.

Έως τον Ερωτευμένο Ελύτη,είχα διαβάσει -αποσπασματικά, οφείλω να ομολογήσω- την ποίηση του νομπελίστα και είχα ανατρέξει σε κάποιες αναλύσεις του Μάριο Βίττι και της Αγγέλας Καστρινάκη (στις οποίες αναφέρεται μάλιστα και ο Φιλίππου). Έως τον Ερωτευμένο Ελύτη, απλώς έριχνα μια φευγαλέα ματιά. Ο Φίλιππος Φιλίππου όμως κατάφερε το ακατόρθωτο.

Σκιαγραφώντας το πορτραίτο ενός Ελύτη άνθρωπου· ενός νέου που ψάχνει την ποιητική του ταυτότητα, επηρεασμένου από τον García Lorca, τον Henry Miller, μα κυρίως από τον Εμπειρίκο· ενός άνδρα που γοήτευε με τον λόγο του τους άνδρες και με το παρουσιαστικό του τις κοπέλες· ο Φιλίππου μου διέγειρε την περιέργεια σε σημείο να διαβάσω τις 346 σελίδες της έρευνάς του χωρίς να πάρω ούτε μια ανάσα· ξέρει πώς να κρατάει σε εγρήγορση τον πιο αντιδραστικό και δυσκολόπιστο αναγνώστη. Κι όχι μόνο με έπεισε με την ενδελεχή έρευνά του και με την αξιόλογη πένα του, μα το βιβλίο του ήταν μια πρόσκληση/πρόκληση για να γνωρίσω πιο ουσιαστικά τον Ελύτη και τον μαγευτικά ποιητικό κόσμο του.

Ο Φίλιππος Φιλίππου κατάφερε το ακατόρθωτο, γιατί μόλις τελείωσα την ανάγνωση του Ερωτευμένου Ελύτητου, ανέτρεξα ευθύς αμέσως στην Ποίησητου Οδυσσέα Ελύτη (εκδόσεις Ίκαρος, 2008), που έστεκε αγέρωχη στη βιβλιοθήκη μου, και διάβασα ξανά και ξανά τα ποιήματα του νομπελίστα, απολαμβάνοντας αυτή τη φορά κάθε του λέξη, κάθε του στίχο, κάθε του ποίημα, επιθυμώντας να κατανοήσω ακόμα περισσότερο τον άνθρωπο, τον ποιητή, που κρύβεται πίσω και μέσα στην ποίηση

[ΠΗΓΗ: Βίκυ Βασιλάτου Σαρρή BOOKPRESShttp://www.bookpress.gr/ ]

Οδυσσέας Ελύτης, Ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών και μύστης των φύλλων της ελιάς

$
0
0
Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά! Στα στενά τα χέρια μου άνοιξα, στα Στενά τα χέρια μου άδειασα κι άλλα πλούτη δεν είδα κι άλλα πλούτη δεν άκουσα παρά βρύσες κρύες να τρέχουν. Ρόδια ή Ζέφυρο ή Φιλιά. Τα φιλιά τα παλιά θ’ απολύσω που η λαχτάρα μου άγιασε! Ο καθείς και τα όπλα του

 [Ο Ποιητής των νεφών και των κυμάτων κοιμάται μέσα μου! Στη θηλή της θύελλας τα σκοτεινά του χείλη και η ψυχή του πάντοτε με της θαλάσσης το λάκτισμα πάνω στα πόδια του όρους… Τα θεμέλια του στα βουνά και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος. Ιδού η στεριά με τα σκέλη μου γυμνά στον ήλιο και πάλι δύο οι θάλασσες στο μακρύ ατελείωτο ψίθυρο των δένδρων και πάλι κόρες όμορφες και γυμνές και λείες ωσάν το βότσαλο με το λίγο μαύρο στις κόχες των μηρών. Ιδού στον έκτο μήνα των ερώτων στα σπλάχνα του σαλεύει σπόρος ακριβός(…) ]

 ΤΑ ΠΑΘΗ: Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου μοίρα (από την ποιητική συλλογή ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, Ίκαρος 1977)

-Α-
Ιδού εγώ λοιπόν,
ο πλασμένος για τις μικρές κόρες και τα νησιά του Αιγαίου
ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών
και μύστης των φίλων της ελιάς
ο ηλιοπότης και ακριφοκτόνος.
Ιδού εγώ κατάντικρυ
του μελανού φορέματος των αποφασισμένων
και της άδειας των ετών, που τα τέκνα της άμβλωσε,
γαστέρας, το άγκρισμα!
Λύνει αέρας τα στοιχειά και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά!
Στα Στενά τα χέρια μου άνοιξα
Στα Στενά τα χέρια μου άδειασα
κι άλλα πλούτη δεν είδα, κι άλλα πλούτη δεν άκουσα
παρά βρύσες κρύες να τρέχουν
Ρόδια ή Ζέφυρο ή Φιλιά.
Ο καθείς και τα όπλα του, είπα:
Στα Στενά τα ρόδια μου θ’ ανοίξω
Στα Στενά φρουρούς τους ζέφυρους θα στήσω
τα φιλιά τα παλιά θ’ απολύσω που η λαχτάρα μου άγιασε!
Λύνει αέρας τα στοιχειά και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου Μοίρα!
 

-Β-
Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου
Εκεί σπάροι και πέρκες
ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
όσα είδα στα σπλάχνα μου ν’ ανάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων
όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου με τα πρώτα μαύρα ρίγη.
Εκεί ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχρινοί, θείοι και εξάδελφοι
το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια
και πνοές από τη ρεματιά ευωδιάζοντας
λυγαριά και σχίνο
σπάρτο και πιπερόριζα
με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων,
ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι!
Εκεί δάφνες και βάγια
θυμιατό και λιβάνισμα
τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια.
Στο χώμα το στρωμένο με τ’ αμπελομάντιλα
κνίσες, τσουγκρίσματα
και Χριστός Ανέστη
με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων,
Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου.
 

-α-

Στον πηλό το στόμα ☼ μου ακόμη και σε ονόμαζε

Ρόδινο νεογνό ☼ στικτή πρώτη δροσιά

Κι από τότε σου ’πλαθε  ☼ βαθιά στα χαράματα

Τη γραμμή των χειλιών ☼ και τον καπνό της κόμης

Την άρθρωση σου ’δινε  ☼ και το λάμδα το έψιλον

Την αέρινη άσφαλτη ☼ περπατηξιά

 

Κι απ’ την ίδια εκείνη  ☼ στιγμή μέσα μου ανοίγοντας

Άγνωστη φυλακή  ☼ φαιά κι άσπρα πουλιά

Στον αιθέρα ερίζοντας  ☼ ανέβηκαν κι ένιωσα

Πως για σένα τα αίματα  ☼ για σένα τα δάκρυα

Στους αιώνες το πάλεμα  ☼ το φρικτό και το υπέροχο

Η σαγήνη για σένα και  ☼ η ομορφιά

 

Στα πνευστά των δένδρων ☼ και κρούοντας ο πυρρίχιος

Δόρατα και σπαθιά ☼ να λες άκουσα Εσύ

Μυστικά προστάγματα ☼ και παρθενοβίωτα

Με την έκλαμψη πράσινων ☼ αστέρων λόγια

Και πάνω απ’ την άβυσσο  ☼ αιωρούμενη γνώρισα

ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ ΣΟΥ ΤΗΝ ΚΟΨΗ  ☼ ΤΗΝ ΤΡΟΜΕΡΗ!
 
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΡΩΤΟ: Η πορεία προς το μέτωπο

Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.

Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ' αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.

Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετο, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το 'χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.

Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μας θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους - ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ' άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να 'ναι.

Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι.

Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ' όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που 'χαν λευκάνει απ' τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του '97 ή του '12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ' τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τούρκων. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα - έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ' αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.

Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν' απαντούμε απ' τ' άλλο μέρος να' ρχονται οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι, σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι: «Οϊ Οϊ, μάνα μου», «οϊ οϊ, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που 'λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.

Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρομούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.

Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες

 

-β-

Νέος πολύ και γνώρισα  ☼ των εκατό χρονώ φωνές

Όχι του δάσους μια στιγμή  ☼ στα στέρνα ο πεύκινος τριγμός

Μόνο του σκύλου που αλυχτά  ☼ στα βουνά τ’ ανδροβάδιστα

Των χαμηλών σπιτιών καπνοί    και κείνων που ψυχορραγούν

Η ανομολόγητη ματιά  ☼ του κόσμου του άλλου η ταραχή

 

Όχι που αργούν στον άνεμο  ☼ των πελαργών μικρές κρωξιές

Πέφτει η γαλήνη σα βροχή  ☼ και γρούζουν τα κηπευτικά

Μόνο του ζώου που σπαρταρά  ☼ τα πνιχτά κι ασυλλάβιστα

Της Παναγίας δύο φορές  ☼ ο μαύρος γύρος των ματιών

Στην πεδιάδα της ταφής  ☼ και στην ποδιά των γυναικών

 

Μόνο της θύρας χτύπημα  ☼ κι όταν ανοίξεις πια κανείς

Μήτε σημάδι καν χεριού  ☼ στη λίγη πάχνη των μαλλιών

Χρόνους πολλούς κι αν καρτερώ  ☼ γαληνεμό δεν έλαβα

Στων αδελφών τη μοιρασιά  ☼ μου ’δοθη ο κλήρος ο λειψός

Η πετροκόλλητη σαγή  ☼ και το ζακόνι των φιδιών


[Με το λύχνο του άστρου στους ουρανούς, στη μόνη ακτή του κόσμου, της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε τη παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν. Αμαρτία μου να ’χα κι εγώ μιαν αγάπη, μακρινή μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο! Πού να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ, πού να βρω τις κρυφές συλλαβές όπου πάσχιζα την ταυτότητά μου ν’ αρθρώσω - από το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ του Οδυσσέα Ελύτη]

Κική Δημουλά, Έχω πολλά ράμματα για τη γούνα αυτής της μεγαλοκυρίας που λέγεται Ευτυχία

$
0
0
Αμέτρητες οι φορές που είπαμε να συναντηθούμε σε κάποιο φωτεινό μέρος, είτε στις κάποιες έξι των απογευμάτων είτε στις κάποιες οκτώ των δειλινών που έχουνε πιο φρόνιμο φως, κι εγώ να περιμένω, να την περιμένω με τις ώρες και πού να φανεί. Και με τι θράσος να εμφανίζεται μετά στα όνειρά μου, να μου ζητάει συγνώμη που δεν ήρθε, γιατί είχε χάσει κάποιον δικό της


[Τα κείμενα, που περιέχονται στο βιβλίο ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ της Κικής Δημουλά, είναι, όπως γράφει η ίδια στον ΕΠΙΛΟΓΟ, που προτάσσει ως εισαγωγή στο βιβλίο της, ο επίλογος πράγματι μιας εκκρεμότητας που έμεινε για σαράντα χρόνια στο συρτάρι]

 
Αντεύχομαι (από τα ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ της Κικής Δημουλά, Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ 2004)


Έχω πολλά ράμματα για τη γούνα αυτής της μεγαλοκυρίας που λέγεται ΕΥΤΥΧΙΑ. Μου έχει σπάσει τα νεύρα με όσα ισχυρίζεται απολογούμενη που με έστησε. Ότι τάχα ήρθε, αλλά εγώ είχα το νου μου σε τούτο και σ’ εκείνο, ενώ εκείνη με περίμενε σε τούτο και σε κείνο, κι όπως μου τα προσδιόρισε, με περίμενε σε πράγματα αδύνατα να συμβούν, εκεί ακριβώς δηλαδή που είχα το νου μου. Κι αυτός ήτανε, λέει, ο λόγος που την προσπέρασα. Άλλοτε πάλι, επιμένει πως ήρθε, στάθηκε λέει έξω από κάτι ιστορίες, στις οποίες εγώ είχα ήδη μπει μέσα, είχε τη διάθεση να πηδήξει από το παράθυρο και να μπει, αλλά ήταν τόσο υπερυψωμένη η δυσπιστία μου που δεν το τόλμησε. Άλλη δικαιολογία, τραβηγμένη από τα μαλλιά, πως εγώ χτύπησα πολύ σιγά την πόρτα της και δεν με άκουσε ή ότι χτύπησα πολύ δυνατά την πόρτα της, φοβήθηκε και δεν μου άνοιξε, και τι ψεύτρα Θεέ μου, ότι χτύπησα λάθος τη διπλανή της πόρτα και βλέποντας μετά να καθυστερώ, συνεπέρανε ότι το λάθος μου βγήκε σε καλό και δεν ήθελε να το διακόψει.
 
Μου έχει απαριθμήσει μία-μία τις στιγμές με το όνομά τους, που την περιείχαν, λέει, αλλά εγώ θυμάμαι μόνο τι φόβο είχα μην τις χάσω.

Βλέπεις; μου λέει η κουτοπόνηρη, αν δεν ήμουνα εγώ εκεί μέσα, σ’ αυτές τις στιγμές, γιατί θα φοβόσουν μην τις χάσεις, τι σ’ ένοιαζε; ΑΡΑ ήρθα!!!
 
Αμέτρητες οι φορές που είπαμε να συναντηθούμε σε κάποιο φωτεινό μέρος, είτε στις κάποιες έξι των απογευμάτων είτε στις κάποιες οκτώ των δειλινών που έχουνε πιο φρόνιμο φως, κι εγώ να περιμένω, να την περιμένω με τις ώρες και πού να φανεί. Και με τι θράσος να εμφανίζεται μετά στα όνειρά μου, να μου ζητάει συγνώμη που δεν ήρθε, γιατί είχε χάσει κάποιον δικό της κι ήτανε στις μαύρες της, ή και να μου επιτίθεται πως ενώ ήρθε, ενώ περίμενε εκεί μέσα στις ώρες της αναμονής μου, εγώ δεν την αναγνώρισα και δε φταίει αυτή.

Είδα κι έπαθα να μην έχω την ανάγκη της. Και τώρα που παλεύοντας τα κατάφερα, έρχεται και μου δίνει συγχαρητήρια, πως αυτό ακριβώς, ότι δεν έχω την ανάγκη της αυτό είναι ΕΥΤΥΧΙΑ. Άπιαστη σου λέω.



[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Σε μέτρησα και ήσουνα πολλά, ξαναμετρώ κι ήσουν αλλιώς. Το άφησα να είσαι κι απ’ τα δύο. Δεν σου αφαίρεσα ούτε μία απ’ τις χιλιάδες ωραιότητες που είχες, ούτε μισή απ’ τις ασκήμιες σου ΚΟΣΜΕ]

 

Οδυσσέα Ελύτη, Έχασε το μονοπάτι ο Κένταυρος κι ο νοτιάς φύτεψε αλλού τις καταιγίδες του

$
0
0
«ΦΙΛΗ ΣΕΜΕ ΘΑΛΑΣ ΣΑΠΡΟ ΤΟΥΣΕ ΧΑΣΩ»: Ένα κλειδί γυρίζει κι απ’ τις δυο μεριές ή που κλείνεσαι μέσα ο ίδιος  ή που σ’ όλους ανοίγεσαι και μ’ ανοιχτά παράθυρα πανιά σ’ αποστηθίζει κινούμενη πολίχνη μελισσών πάνω στην Ήβη!
 

Πλησίον μια μικρή βροχή μ’ όλους των άκοπων ακόμη Οπωροφόρων τους στενούς συγγενείς και τα παιδιά Μαζί μωβ ανθύλλια όλα στραμμένα ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ. Σωστά μίλησε λοιπόν αυτός που κατοικεί Ροδαμών και Ήβης γωνία, μ’ αστραπές μιλάει το άωρο και μ’ αγράμπελη προ των φιλιών το επάνω χείλι. Ιδού

 ΠΡΟΣ ΤΡΟΙΑΝ  (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ, Εκδόσεις Ίκαρος 1995)

Δυνατός Κίσσαβος φυσάει και γεμίζει ωραιοζύνη ο τόπος
Θέση παίρνουν ο ένας του άλλου οι λόφοι αλλ’ ο της θαλάσσης
Ο ισχυρός αξεγνέθιστο νεφελάκι αφήνει πάνω απ’ της Μύρινας τα ύψη
Να μαθαίνουν οι περαστικοί ποιών η μοίρα σε χρυσό χαράζεται
Και ποιών σε ορείχαλκο. Επειδή τα δύο δύο δεν είναι

Είναι του πόσα το εν κι είναι του ποια του άλλου
Άπευθο χιόνι ζητούν οι κορυφές και ρυάκι που
Έχασε το μονοπάτι ο Κένταυρος
Ζωήν ολόκληρη χωράει από νους του ο νους
κι ένα ατίναχτο ακόμη αστροπελέκι
Να ’ναι που φύτεψε ο νοτιάς αλλού τις καταιγίδες του;
Ή που του σίτου του πλωτού πήραν το κύμα οι πεδιάδες;
 
Πεινάσανε για νήσο οι Θεσσαλοί βαρύθυμοι όπως πάντοτε. Κείθε
Κινήσανε κατά της Τροίας τα μέρη
και των ιππέων του νερού οι σκοποί ευοδώθηκαν
Έδωσεν αρραβώνα η πρώτη ελιά στην δεύτερη κι ανάψανε τα χτήματα οι σκοποί ευοδώθηκαν
Πράα πρανή κι ύστερα των υδάτων ύψη και πάλι
Παίδες των εκκλησιών λιθόκτιστοι που ακόμη συνεχίζουν το παιχνίδι
Σε μια γωνίτσα λησμονώντας κάποιο μονύδριο αθέατο.
 
Βρέφος το σε βυζί βάζουν οι Γενοβέζες. Και με βαρύ
Κόκκινο πάνω σε ουρανί περιλαίμιο προχωρούν
Μ’ άσπρα σαλβάρια οι ουλεμάδες
Χρόνια που μοιάζουν ατελεύτητα
Κι αν μόλις χθες γεννήθηκες
Τόσο πολύ διαρκεί ο δούλος όσο πιο σύντομος ο αφέντης του
Ωστόσο απ’ έναν σ’ άλλον κύλικα το αμβροσίοδμο ύδωρ ρέει
Κι από ένα φως μοναχικό στους ουρανούς καλογεράκι
Θόλος ανοίγεται πλατύς για να χωρέσει το πολύαστρόν της
Η άμπελος. Καλά το ’πανε λοιπόν της μιας φοράς οι μάντεις:
Μύρτον μετέωρον του πελάγους δεύτερον και συ της Αμφιτρίτης
Τέταρτον μ’ αδαμάντινα δόντια δαγκάνετε!
Στον αέρα πιάνεται με το πατρώνυμό του το λυθρίνι εάν όχι
Με τα λίγα γένια του ο βυθός
Γέρνουν όπως βάρκες από μια μπάντα
Με τις αυλές και τις ντουλάπες τους τα σπίτια και μια καταγωγική δύναμις
Απαλείφει αργά τ’ αποτυπώματα της οσμής που αφήσανε
Στα προπατορικά ελαιοτριβεία των σκληρών της Γέρας χεριών δάχτυλα
Μιλώ για την αλήθεια που κατεβάζει της Μύρινας ο αέρας ως
Της Κρατήγου τα νερά. Κοσκινιστά δισύλλαβα που ή τα διαβάζεις ή
Που εκείνα φωναχτά σ’ αποστηθίζουν

Φιλη σεμε θαλασ σαπρο τουσε χασω

Ένα κλειδί γυρίζει κι απ’ τις δυο μεριές ή που κλείνεσαι ο ίδιος
Ή που σ’ όλους ανοίγεσαι. Μ’ ανοιχτά παράθυρα πανιά
Προς Τροίαν
 

[ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ λέξεων από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη: ΤΑ ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ: Ας είναι άγιον εκείνο που εννοώ. Θέλει να ’χε άγριες πείνες άπνοιας ο Αύγουστος για να ζητήσει μελτέμι ώστε στο φρύδι τ’ ουρανού ν’ αφήνει ένα μπλε που το όνομά του μέσα στα πολλά τ’ ακούς ευώνυμο, δρέποντας η Ευ-Μορφία μανταρίνια ή φιλοσόφων ρύακες πληθαίνει και μεγαλώνει ο άνθρωπος στον καθρέφτη του στο βάθος όμως είναι μια κινούμενη πολίχνη μελισσών πάνω στην Ήβη. Ας είναι, μαύρον ήλιο κάνουν τα σταφύλια, μισό από μίσος και όνειρο και μισό από νοσταλγία

Κική Δημουλά, Απόγνωσις εις αρίστην κατάστασιν, ευρύχωρον αδιέξοδον και χρόνος αμεταχείριστος εντελώς

$
0
0
Η μέρα ανασηκώνεται στις μύτες των ποδιών της, βλέπει τον κόσμο πλαγιασμένο με όνειρα και μαγγανείες της νύχτας και την άνοιξη κρυμμένη πίσω απ’ το τριαντάφυλλο… Μετά από τέτοια γεγονότα, το γεγονός πως είμαι πάλι μόνη παρελήφθη!

 [Σημειώθηκε χθες διόγκωση της ματαιότητας. Αυτό, φυσικά, κανείς δεν το αντελήφθη. Κανείς από τους ελάχιστους «πλησίον μου»… Μονάχα εγώ που όρθια μπρος στο μεσίστιο μέλλον μου, σε στάση ανήμπορη αλλά κόσμια, άφησα να διαφύγει από το χώρο μου ένα ολόκληρο απόγευμα, σε μια ρευστότητα αθεράπευτη, γνωστή αλλ’ επιδεινωμένη… Ιδού…]

 Αγγελίες (από τη συλλογή ΕΡΗΜΗΝ 1958)
Διατίθεται απόγνωσις
εις αρίστην κατάστασιν,
και ευρύχωρον αδιέξοδον.
Σε τιμές ευκαιρίας.
 
Ανεκμετάλλευτον και εύκαρπον
έδαφος πωλείται
ελλείψει τύχης και διαθέσεως.
 
Και χρόνος
αμεταχείριστος εντελώς.
 
Πληροφορίαι: Αδιέξοδον.
Ώρα: Πάσα.

 
Γεγονότα (από τη συλλογή ΕΡΗΜΗΝ 1958)

Μόνη, εντελώς μόνη,
περπατώ στο δρόμο
και πέφτω πάνω σε μεγάλα γεγονότα:
Ο ήλιος σαν επειγόντως να εκλήθη από τη Δύση
αφήνοντας ημιτελές το δειλινό…
 
Σε λίγο η νύχτα,
κρατώντας τους αμφορείς του μυστηρίου,
των ιδιοτήτων της  επαίρετο,
όταν στο ρεμβώδες μάτι της, το φεγγάρι,
ένα απρόσεκτο, λαθραίο σύννεφο, πάτησε
και την τύφλωσε.
 
Του ατυχήματος τούτου
επωφελήθηκε
κάποιος παράξενος κατάσκοπος
-το μεσονύκτιο υποπτεύονται-
το σύμπαν πυροβόλησε
και το άφησε ακίνητο…
 
Μετά από τέτοια γεγονότα,
το γεγονός πως είμαι πάλι μόνη
παρελήφθη.
 
1η Απριλίου (από τη συλλογή ΕΡΗΜΗΝ 1958)

Ο Απρίλης
-φημισμένος κηπουρός-
πήδηξε το πρωί στον χέρσο κήπο μου
κι ένα εξαίσιο έμπηξε τριαντάφυλλο.
 
Η άνοιξη
κρυμμένη πίσω απ’ το τριαντάφυλλο,
βλέπει την έκπληξη μου και γελάει,
ενώ με την απέραντη χαρά μου
παρασημοφορεί τον μάγο κηπουρό.
 
Ονειρικά (από τη συλλογή ΕΡΗΜΗΝ 1958)

Η μέρα ξύπνησε.
Ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της
και είδε τον κόσμο
ακόμη πλαγιασμένο με όνειρα
και μαγγανείες της νύχτας.
 
Ανέβηκε τα βουνά,
στους λόφους γλίστρησε,
και χύθηκε στην πολιτεία
βιαστική.
 
Των δρόμων τα φανάρια έσβησε,
σκιές κρυμμένες στις αυλές και στις γωνίες
έπνιξε,
κι αφού μοίρασε στους ανθρώπους
αγωνίες και προβλήματα
εις πέρας να τη φέρουν τους ανέθεσε.
 
Ύστερα την απουσία μου αντιλήφθηκε
(μιαν ευτυχία διαπραγματευόμουν
ακόμα, μέσα στ’ όνειρο),
το κλειστό μου άνοιξε παράθυρο
και μ’ όλο της το βάρος πάνω μου έπεσε
τη διαπραγμάτευση έτσι διακόπτοντας.
 

[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ ερήμην μου]

Οδυσσέα Ελύτη, Φεγγάρι εδώ φεγγάρι εκεί αίνιγμα διαβασμένο από τη θάλασσα

$
0
0
Κοντά σου είδες ν’ ασπρίζει ένα βρεμένο βότσαλο, άκουσες να σφυρίζει ένα καλάμι, τα πιο γυμνά τοπία που γνώρισες, τα πιο χρωματιστά, βαθιά-βαθιά ο αστείος περίπατος του σπάρου, ψηλά-ψηλά της εκκλησίτσας το καπέλο και πέρα-πέρα ένα βαπόρι με φουγάρα κόκκινα

Ο ουρανός μου είναι βαθύς και ανάλλαχτος. Έρχονται σιγανές βροχές ραγδαία χαλάζια, περνάν δαρμένες οι στεριές στα νύχια του χιονιά που μελανιάζει στα βαθιά μ’ αγριεμένα κύματα. Βουτάνε οι λόφοι στα πηχτά μαστάρια των νεφών: ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα, ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα. Φεύγω με μια ματιά, ματιά πλατιά όπου ο κόσμος ξαναγίνεται από την αρχή στα μέτρα της καρδιάς. Ιδού

Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα  (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ, Εκδόσεις Ίκαρος 1974)
Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
Βαθύ γαρίφαλο ακρωτήρι
Το χέρι σου έφευγε με το νερό
Να στρώσει νυφικό το πέλαγος
Το χέρι σου άνοιγε τον ουρανό.

 
Άγγελοι μ’ έντεκα σπαθιά
Πλέανε πλάι στο όνομά σου
Σκίζοντας  τ’ ανθισμένα κύματα
Κάτω μπατέρναν τα λευκά πανιά
Σ’ απανωτές σπιλιάδες γρέγου.
 
Μ’ άσπρα τριανταφυλλαγκάθια
Έραβες φιόγκους προσμονής
Για τα μαλλιά των λόφων της αγάπης σου
Έλεγες: Η χτενίστρα του φωτός
Είναι πηγή στη γη που διασκεδάζει.
 
Κλέφτρα σαΐτα σκάνταλο του γέλιου
Ω εγγονούλα της γρια-λιακάδας
Μέσ’ απ’ τα δένδρα πείραζες τις ρίζες
Άνοιγες τα χωνάκια του νερού
Ραβδίζοντας της λησμονιάς τα τζίτζιφα.
 
Ή πάλι νύχτα μ’ άσωτα βιολιά
Μέσα στους μισοχαλασμένους μύλους
κρυφομιλούσες με μια μάγισσα
Στους κόρφους σου έκρυβες μια χάρη
που ήταν το ίδιο το φεγγάρι.
 
Φεγγάρι εδώ φεγγάρι εκεί
Αίνιγμα διαβασμένο από τη θάλασσα
Για το δικό σου το χατίρι
Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
βαθύ γαρίφαλο ακρωτήρι.
 
Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο

Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο
Κουρεμένο κεφάλι όνειρο ακούρευτο
Ποδιά με σταυρωμένες άγκυρες
Μπράτσο του πεύκου γλώσσα του ψαριού
Αδελφάκι του σύννεφου!
 
Κοντά σου είδες ν’ ασπρίζει ένα βρεμένο βότσαλο
Άκουσες να σφυρίζει ένα καλάμι
Τα πιο γυμνά τοπία που γνώρισες
Τα πιο χρωματιστά
Βαθιά-βαθιά ο αστείος περίπατος του σπάρου
Ψηλά-ψηλά της εκκλησίτσας το καπέλο
Και πέρα-πέρα ένα βαπόρι με φουγάρα κόκκινα.
 
Είδες το κύμα των φυτών όπου έπαιρνε η πάχνη
Το πρωινό λουτρό της το φύλλο της φραγκοσυκιάς
Το γεφυράκι στη στροφή του δρόμου
Αλλά και τ’ αγριοχαμόγελο
Σε μεγάλους χτύπους δένδρων
Σε μεγάλα λιοστάσια παντρειάς
Εκεί που στάζουν από τα ζουμπούλια δάκρυα
Εκεί που ανοίγει ο αχινός τους γρίφους του νερού
Εκεί που τ’ άστρα προμηνούν τη θύελλα.
 
Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο
Χαϊμαλί τρελό σαγόνι πεισματάρικο
παντελονάκι αέρινο
Στήθος του β΄ραχου κρίνο του νερού

Μορτάκι του άσπρου σύννεφου!


[ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ λέξεων από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη: ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ, όπου καμιά φωνή δεν πάει χαμένη στους κόρφους τ’ ουρανού και πίσω από όλα χαμογελάς και ξαναβρίσκεις την αθάνατή σου ώρα… Έτσι, του πόθου το όραμα ξυπνάει μια μέρα σάρκα κι εκεί όπου πριν δεν άστραφτε παρά γυμνή ερημιά, τώρα χαμογελάει μια πολιτεία ωραία καθώς τη θέλησες. Δώσε το χέρι σου να πάμε πριν η Αυγή την περιλούσει με ιαχές θριάμβου

Κική Δημουλά, Αισχροκερδές φάντασμα η απόλαυση, σκονάκι από τριμμένα λείψανα χαδιών

$
0
0
Έτσι έγινε και είδα χρόνο θολό εκφορτωτή να απιθώνει στο σαθρό σανίδι της ματιάς μου μιαν εκκρεμότητα ογκώδη σαν εκείνη που αφήνουν όσοι επιλαχόντες ήρθανε δεν πέρασαν δικοί μας. Την  κοίταζα την κοίταζα – ποιος ήταν. Και κει που αχνοχάραζε με σένα επιλαχόντα μου να μοιάζει η εκκρεμότης πώς μπερδεύτηκε έτσι στο μακρύ  καλώδιο του ονείρου κύλησε και με καταπλάκωσε  το ξεχασμένο βάρος της.


Πώς πήγε αλήθεια η μεγάλη εκείνη επιχείρηση αισθήματος που άνοιξες; Μαθαίνω σε γονάτισε. Τουλάχιστον ξεμπέρδεψες με τις υποχρεώσεις; Βοήθησες τη λήθη να χτίσει; Χρόνια ονειρευότανε δική της οικογένεια, δικό της σπιτικό, μακριά-μακριά από τη μνήμη όσων τις αγάπησαν και τις δυο (ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ)

 
Φιλί  (από τη συλλογή ΗΧΟΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ, Εκδόσεις Ίκαρος 2001)

Κοντόχοντρη πέτρα πώρινη μαγνητίζει
το κέντρο της αίθουσας..
 
Έχει το μυσταγωγικό υπερκόσμιο χρώμα
που παίρνει η στιγμή
όταν κρίνο της φέρνει να μυρίσει
η διαιώνισή της.

 
Σώματος περίγραμμα. Θαρρείς
πως καθρεπτίζεται εαυτός μέσα τον εαυτό.
Αλλά ευθύς διαιρείται η εντύπωση:
σώματος καθρέπτισα σε άλλο όμοιο σώμα.
Ως δια μαγείας η απόλυτη ταύτιση
σε σώμα ένα πάλι τα αθροίζει.
 
Η βάση λεία χωρίς μελών υποδήλωση.
Μια γραμμή που αχνοφαίνεται στο κέντρο
επιφανειακά μόνο διαταράσσει το ενιαίο
σαν απ’ του γλύπτη το σκαρπέλο
να έτρεξε λίγος ιδρώτας λάθους.
 
Γύρω απ’ τη μέση του συμπλέγματος
ζώνη πλατειά χεριών τυλίγεται
όπως εκείνη στα καθίσματα του αεροπλάνου
και δένει το αγκάλιασμα για τα κενά αέρος
που κάθε στρώμα αισθήματος απότομα ενέχει.
 
Εμφανίζεται πάλι η αχνή εκείνη γραμμούλα
σθεναρότερη τώρα.
Κάθετη στην ένωση σοφά την τέμνει
για ν’ αρχίσει κάπως ν’ αναπνέει
η ατομικότητης.
 
Μάγισσα γραμμή. Ενώ ανηφορίζει
συνειδητά ως διαιρέτης στέρνων
θεία μεταμορφώνεται σε ιερή χωρίστρα
που δυο μορφές σε μια πάλι ενώνει
με τα δεσμά της κοινής κόμης.
 
Μάτια σαγόνι ρώθωνες παρειές
τα πλάνησε η αφαίρεση με δύναμη
κι όλη την άδεια πλέον έκφραση εκχώρησε
στην απογείωση μεθυστική χειλέων
σμιλεύοντας ψηλά στη θέση περίοπτων ματιών
κάτι σαν δυο γουρλωτά ευδαίμονα μπουμπούκια
που άφησε στην πέτρα
ευγνώμων η διάρκεια του φιλιού.
 
Νηστίσιμο (από τη συλλογή ΗΧΟΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ, Εκδόσεις Ίκαρος 2001)

Περιστρεφόμενη έλευση ονείρου
σαν φως ασθενοφόρου
σαν τη λαχειοφόρο περιδίνησή μας
στην κληρωτίδα του ύπνου.
 
Μπλόφα η στάθμευσή του μακριά μου
ώστε ξένοιαστα κοιμισμένη βρίσκοντάς με
να ρίξει στο ποτό μου απαρατήρητα
σκονάκι από τριμμένα λείψανα χαδιών
και να με ξαναεθίσει.
 
Έτσι έγινε και είδα
χρόνο θολό εκφορτωτή να απιθώνει
στο σαθρό σανίδι της ματιάς μου
μιαν εκκρεμότητα ογκώδη
σαν εκείνη που αφήνουν όσοι
επιλαχόντες ήρθανε
δεν πέρασαν δικοί μας.
 
Την  κοίταζα την κοίταζα – ποιος ήταν.
Και κει που αχνοχάραζε με σένα επιλαχόντα μου
να μοιάζει η εκκρεμότης
πώς μπερδεύτηκε έτσι στο μακρύ
καλώδιο του ονείρου
κύλησε και με καταπλάκωσε
το ξεχασμένο βάρος της.
 
Όταν ζήτησα πια το λογαριασμό να πληρώσω
αγανάκτησα. Υπέρογκος κλέφτης.
Ένα απλό σερβίρισμα αισθήσεως
και μου το χρεώνει τώρα το όνειρο
τάχα πως ήτανε με αγκάλιασες.
 
Τι αισχροκερδές φάντασμα η απόλαυση.

Αντί για υακίνθους είπα να σου φέρω σήμερα ηλιοτρόπια να έχει η φροντίδα μου πιο ευθυτενές κοτσάνι και το οστεώδες πλέον νόημά της να μου φανεί στρογγυλοπρόσωπο ηλιόπσορους γεμάτο. Ηλιοτρόπια. Συσσωρευτές λάμπουσας θερμότητας. Ευχήθηκα να επωφεληθείς. Κι αφού τακτοποίησα σε ύψος ομοιόμορφο αισθητικά το χρέος μου στο βάζο κοντοστάθηκα λίγο να βεβαιωθώ ότι τα ηλιοτρόπια θα τραπούν εκεί που επαγγέλνει το όνομά τους. Κατάπληκτη να στρε΄φουνε τα είδα προς της ευχής μου την παράφρονα εκπλήρωση κοιτάζοντας αντί τον ήλιο εσένα. Τιμής ένεκεν. Υπήρξες χιλιάδες έτη φωτός απέχεις (ΕΚΤΡΟΠΗ)

Οδυσσέα Ελύτη, Φωτοστέφανα ειδυλλίων που έπλασαν με φως από καρδιά το ιδεατό τους σκίρτημα

$
0
0
Είναι μια μαγική φωτιά που ανοίγει τα ριπίδια των βουνοπλαγιών μέσα στα εμβρόντητα ταξίδια μας, είναι μια χαίτη που κεντρίζεται απ’ την τυχερή κατηφοριά των λαγκαδιών μιας νεότητας γυαλίζοντας τις αιχμηρές ματιές μας όταν αναφλέγονται οι χιτώνες όλοι της εκστάσεως των εσπερίων παρθένων, όταν οι μνήμες εκπυρσοκροτούν και βγαίνουν από τα μικρά παράθυρά τους υάκινθοι σε ρέουσες πεδιάδες που γητεύουν τα σουραύλια μεθυσμένων επιθυμιών… Όταν οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας σπινθηροβολώντας στις παλάμες γυναικών που ωράισαν τη διαύγεια σαν οι κόλποι ανοίγουνε κρυφό σφυγμό κι από τον κάθε χτύπο τους ένα κορίτσι βγαίνει τραγουδώντας μύρτα… Σκούνες γοργές του πόθου εξιστορήσετε το πέλαγος με ρόχθο και άνεμο για να πλεύσει κατά δω, στα πεζούλια των άστρων, μια αιωνιότητα! Ω σα θα μας ντύσουν οι ώρες το δικό τους ρίγος κι θα υψωθεί απ’ τον τέτοιον ύμνο το ενθουσιασμένο παρανάλωμα των κορμιών που κερδίζουν το αίμα τους σκύβοντας ολονυχτίς στις ρίζες της Χίμαιρας, όλος ο κόπος θα στάζει σε διαμάντια κι οι βηματισμοί των πόθων θα φλέγονται στις καυτερές αφές του γήινου κόσμου. Γιατί τρεμίσαμε τα βλέφαρα της κάθε μας συγκίνησης μέσα σε πανδαιμόνιο βόμβων και χρωματισμών. Κι αύριο είναι πρωί – μα εμείς σήμερα θα καλπάσουμε προς τις κρυψώνες του ήλιου και θα προσφέρουμε τις ώρες μας προσάναμμα στην αποφασισμένη προέλαση που ήβραν οι ώρες μας και πάλεψαν σώμα με σώμα ώσπου να λάμψει ο Έρωτας που μας παίρνει και μας ξαναδίνει σαν παιδιά μες στην ποδιά της Γης! Κι ας παν τα τραύματα της λύπης σ’ άλλο μούχρωμα, ας κρυφτούν οι κύκνοι των ευαισθησιών μεσ’ στη χλωρίδα μιας ψιθυρισμένης οάσεως πέρα απ’ το ακρωτήρι της καλής ανταύγειας, εκεί που φλέγονται τα αισθήματα  που όλα τα στήθη σφίγγουν, ακατανίκητα έπαθλα μιας καθαρής ζωής. Τα οργώματα της λεβεντιάς είναι για θούρια πρασινάδας λυγισμένης με άνεμο και λόγο!


 [Από το ελάχιστο φτάνεις πιο εύκολα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίζεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. Έτσι μπορεί να νιώσει κανείς την παρουσία της ηδονής ως μέσα στις κόρες των ματιών του, των ματιών του που ρέουνε από την πλάτη του έρωτα]

 Διόνυσος (από τη συλλογή ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1940)

α΄
Με δάδες που ξενύχτησαν μεσ’ στις οργιάζουσες πλαγιές των ξανθών ορχηστρίδων
Και με γαλάζιους σταλακτίτες που μεγάλωσαν μέσα σε παραμύθια με ύαινες
Αντάμα με χλωρές επαύλεις που ανοίγονται στο γέλιο τους και δε βρίσκουν πρωί
Με όλα τα πυροφάνια τις τρελαίνουν στέλνοντας τις οπτασίες τους άθικτες
Μαζί με τις υδρίες των όρθρων που συμπερπατούν φωτοσκιασμένες με ήλεκτρο
Και με τους πέπλους των ξεχτένιστων ελπίδων που ατενίζουν τον εαυτό τους πέρα στις μεταβλητές θωπείες των οριζόντων
Οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας



Σαν άσπρες ξεγνοιασιές ανεμόμυλων οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας
Με βήμα τελετουργικό σε λυγερή προϋπάντηση μαρτίων οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας!

β΄
Ποια φωτοστέφανα ειδυλλίων! Ζαρκάδια φύγετε απ’ εδώ φύγετε απ’ την ευθυμία του καταρράκτη
Που σπάζει όλο τον ήχο του τσαγρίζοντας τα μέτωπα των εσπερίων παρθένων
Ουράνια τόξα πλεύσετε μεσ’ στους κρυστάλλους και τους ουρανούς που έστειλαν ως εδώ κεχριμπαρένια πλοιάρια
Είναι μια μαγική φωτιά που ανοίγει τα ριπίδια των βουνοπλαγιών μέσα στα εμβρόντητα ταξίδια μας
Είναι μια χαίτη που κεντρίζεται απ’ την τυχερή κατηφοριά των λαγκαδιών μιας νεότητας
Γυαλίζοντας τις αιχμηρές ματιές μας όταν αναφλέγονται οι χιτώνες όλοι της εκστάσεως
Όταν οι μνήμες εκπυρσοκροτούν και βγαίνουν από τα μικρά παράθυρά τους υάκινθοι
Κυανοί και μυοσωτίδες με μικρούς ιβίσκους όλους χάρη όταν ταπεινώνονται
Σε ρέουσες πεδιάδες που γητεύουν τα σουραύλια μεθυσμένων επιθυμιών
Στα μεγάλα τόξα των μεγάλων θριαμβευτών δάσους εφήβου.

γ΄
Έλκηθρα δίδυμα σύρετε πυρσούς μέσα στο ανώνυμο τάνυσμα της ατμόσφαιρας
Σκούνες γοργές του πόθου εξιστορήσετε το πέλαγος με ρόχθο κι άνεμο
Μάγουλα των νυμφών νιφθείτε όλη την άνοιξη ανασαίνοντάς την
Κατά δω θα πλεύσει μια αιωνιότητα!
Σ’ όλες τις κρήνες σ’ όλες τις πηγές μια ιαχή θρυμματισμένη ξαναενώνεται
Ιαχή ζωής όλη ελιγμούς μεσ’ απ’ τις δροσιές ως την ηχώ της που σαπίζει
Στα πεζούλια των άστρων το γενναίο σύναγμα των άσπιλων χεριών

Των χεριών μας που έπλασαν με φως από καρδιά το ιδεατό τους σκίρτημα…
Ω να σας ντύσουν οι ώρες το δικό τους ριγος κι υψωθεί απ’ τον τέτοιον ύμνο το ενθουσιασμένο παρανάλωμα
Των κορμιών που κερδίζουν το αίμα τους σκύβοντας ολονυχτίς στις ρίζες της Χίμαιρας!

δ΄
Σαν τις φρεσκοχυμένες οπτασίες που στίλβουν την πολύεδρη τύχη των κυνηγητών τους μεσ’ στο ξάγναντο
Κι αφήνουν τα μαλλιά τους διθυραμβικά να πλέκονται μεσ’ στις λατάνιες φεγγερών στοών
Σε φρούτα σπάνια που γιορτάζουνε το χνούδι του πιο χλοερού των θριάμβου
Σπινθηροβολώντας στις παλάμες γυναικών που ωράισαν τη διαύγεια
Σα μύθοι που έσπασαν τις πύλες των βουβών ανακτόρων τους βοώντας μια καινούρια αλήθεια
Οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας
Μ’ ανοιξιάτικα χείλια και χορδές πτηνών που βγαίνουν απ’ το σφρίγος τους
Χαράζοντας μια νέα καμπύλη στο κενό οι ώρες έρχονται που αγάπησαν της ώρες μας…
Κι είναι όλος τους ο αιθέρας ποίημα που πλαταίνει κι ανοίγεται
Σαν η πρώρα του ύπνου μπαίνει στη ζωή που ορέγεται άλλη ζωή
Σαν οι κόλποι ανοίγουνε κρυφό σφυγμό κι από τον κάθε χτύπο τους ένα κορίτσι βγαίνει τραγουδώντας μύρτα

Τραγουδώντας μεσ’ στα τούλια των χρωματιστών ανέμων α! υπάρξεις περιούσιες….

ε΄
Πυρόξανθο μαστίγωμα! Πούπουλα εκτυφλωτικά σα στροβιλίζονται μέσα στ’ αλώνια
Κι ο άνεμος τα λυμαίνεται με θημωνιές που κρύβονται από τη μονομαχία του ήλιου
Όταν αρχίζει στα ξανθά κεφάλια των πρωτόβγαλτων περιπετειών
Εκρήξεις – όταν οι βηματισμοί των πόθων φλέγονται τραντάζοντας τις θυμωμένες γέφυρες
Κι όλος ο κόπος στάζει σε διαμάντια
Κι όλος ο κόπος πέφτει από τη δόξα ημέρας που εγνώρισε το αχόρταγο ξεδίπλωμα της νεότητας…
Αίμα στην πράξη αυτή! Αίμα στις πράξεις μας – στις καυτερές αφές του γήινου κόσμου αίμα!
Γιατί πετάξαμε μιαν αγκαλιά φλοιούς με χαραγμένα ονόματα στην αμμουδιά που ελπίζει πάντα
Γιατί λασκάραμε όλα μας τα χαλινάρια κατακτώντας τις νωπές κοιλάδες της νοτιάς
Γιατί τρεμίσαμε τα βλέφαρα της κάθε μας συγκίνησης μέσα σε πανδαιμόνιο βόμβων και χρωματισμών
Πιστέψαμε τα Βήματά μας – ζήσαμε τα Βήματά μας – είπαμε τα Βήματά μας άξια!

στ΄
Μόχθος περιστεριών οι πλάτες της ημέρας γέρνουν στην ευδία του ήλιου τους
Σύγκορμα τρέμουν τα’ απαράμιλλα πουλιά στα λατρευτά ροδάκινα
Είναι το φως που ενστερνιστήκανε και τ’ ανυψώνει ως τις καρδιές μιας ύπαρξης που αλλάζει
Όλους τους δρόμους των ζεφύρων προς τα εκεί που φλέγονται τα αισθήματα
Που όλα τα στήθη σφίγγουν τις εικόνες τους ακατανίκητα έπαθλα μιας καθαρής ζωής
Κι είναι η μεγάλη προσμονή σπόρος που σκίζει όλο το χώμα για να βρει την άνοιξη
Άπλωμα δύναμης βαθιά κι ως τ’ άστρα που αγναντεύουν!
Α τα γυμνά κορμιά στ’ αετώματα του χρόνου χαραγμένα – οι κύκλοι των ωρών
Που ήβραν τις ώρες μας και πάλεψαν σώμα με σώμα ώσπου να λάμψει ο Έρωτας
Ο Έρωτας που μας παίρνει και μας ξαναδίνει σαν παιδιά μεσ’ στην ποδιά της Γης!

ζ΄
Κι αύριο είναι πρωί – μα εμείς σήμερα θα καλπάσουμε προς τις κρυψώνες του ήλιου
Με χρυσές μπρατσέρες θα βγούμε στον κίνδυνο πιο πέρα απ’ το ακρωτήρι της καλής ανταύγειας
Προς τις σπαθωτές φιλίες των υποσχέσεων που έστησαν κιόσκια μες στη μέση της χαράς
Υψώνοντας τις φλόγες των σαν αλαφριά κορμιά της καλοσύνης
Θα ξαφνιάσουμε τις θαρραλέες σφενδόνες του οίστρου μιας ωκεανογραφίας
Χτυπώντας τις παλάμες μας ώσπου ν’ ακούσει η Γη κι ανοίξει όλα τα πέταλα των μυστηρίων της
Κι αύριο είναι πρωί – μα εμείς σήμερα θα προσφέρουμε τις ώρες μας προσάναμμα στην αποφασισμένη προέλευση
Κι ας παν τα τραύματα της λύπης σ’ άλλο μούχρωμα – σ’ άλλον λιμναίο καθρέφτη να σωπάσουν
Ας κρυφτούν οι κύκνοι των ευαισθησιών μες στη χλωρίδα μιας ψιθυρισμένης οάσεως
Τα οργώματα της λεβεντιάς είναι για θούρια πρασινάδας λυγισμένης με άνεμο και λόγο!
 

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Γιατί όντας αρνητικό του ονείρου φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα. Γι’ αυτό φεύγα ζαρκάδι, Πόθε κοντά στη λύτρωσή σου φεύγα ζωή σαν κορυφογραμμή]

 

Κική Δημουλά, Με γυροφέρνει η άνοιξη, για να μου δώσει ένα Μάιο παλιό αλλά εγώ πορεία δεν αλλάζω για ένα έαρ

$
0
0
Ας πούμε πως υπάρχει έαρ κι η γη αναρριγεί πάθη από τζάκι που τα περιμένει η λήθη, πεινασμένη πάντα. Ας πούμε πως υπάρχεις όπως το πολύ νερό σε μέρη ακατοίκητα, όπως το καλό σημάδι σε πουλιά βαλσαμωμένα. Περιττά...τα όνειρα που είδα κι ανυπόληπτα: πήγαν και μ’ άλλους ύπνους!

 [Ο διάλογος της συνείδησης με τη ματαιότητα, της μνήμης με το φευγαλέο της ύπαρξης, βρίσκει ΣΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ την καλύτερή της ίσως έκφρασή του σε ολόκληρη την ελληνική μεταπολεμική ποίηση, με τη λιτότητα του λόγου να συναγωνίζεται την πρωτοτυπία και τη δραστικότητά του. Χαρακτηριστικό και συνεχώς επανερχόμενο θεματικό στοιχείο σ’ αυτή τη συλλογή είναι η φωτογραφία, ως υποστασιοποιημένη μορφή της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στο ον και το μη ον, στη διάρκεια και στη φθορά… Ίσως τα ωραιότερα ποιήματα της ΔΗΜΟΥΛΑ είναι οι στοχασμοί της πάνω σε φωτογραφίες..]

 
Επεισόδιο με Φτερά (από τη συλλογή ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Εκδόσεις Στιγμή 1990)
Η θάλασσα του Σκαραμαγκά είναι δεμένη,
πηχτή. Από τα πετρελαιοφόρα
βγαίνει μαύρος καπνός ακινησίας.
Ας πούμε πως υπάρχεις.

 
Η διαδρομή ξεχειλώνει κρεμασμένη στο βλέμμα.
Λερώνει τους επάνω δρόμους ένα βρώμικο σύννεφο,
η καθαρή ψυχή κάτω αναβάλλεται πάλι.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
 
Το άλογο θα μείνει δεμένο στο δένδρο.
Στο μυαλό μου πολλοί τέτοιοι κόμβοι,
πολλά τέτοια δεσίματα.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
 
Στου αυτοκινήτου το καθρέφτη
κοιτάζεται ένα ξεροπήγαδο.
Στη γη εδώ-εκεί φρεσκοσκαμμένο.
Η ίδια φροντίδα
για τους νεκρούς και για τους σπόρους.
Η γη αναρριγεί.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
 
Στις Μυκήνες επιφωνήματα και τάφοι.
Πέτρα βασανισμένη από τη φήμη.
Πάθη από τζάκι και γι’ αυτό αξιοθύμητα.
Στα δικά μας τα πάθη
δεν θα ’ρθει κανείς επισκέπτης,
τα περιμένει η λήθη, πεινασμένη πάντα.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
 
Στο Ναύπλιο άλλο ένα πλοίο λευκό.
Όχι απόλυτα πλοίο κι όχι απόλυτα λευκό.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
 
Αφήσαμε τα διφορούμενα
και μπήκαμε σε καλλαμιές,
σε λεμονιές και κυπαρίσσια.
Εικόνα οπωροφόρα – σε ποτίζω.
Ας πούμε πως υπάρχεις
 
Μακριά στην ανηφόρα
κοντανασαίνει ένας μαύρος σιδηρόδρομος.
Σαν γλιτωμός που ξεκουρδίστηκε.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
Όπως το πολύ νερό σε μέρη ακατοίκητα,
όπως το καλό σημάδι σε πουλιά βαλσαμωμένα.
Περιττά!

 
Μεσιτείες (από τη συλλογή ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Εκδόσεις Στιγμή 1990)

Με γυροφέρνει η άνοιξη,
αλλά εγώ άλλη φορά
πορεία δεν αλλάζω για ένα έαρ.
Ας μοιάζει μ’ οτιδήποτε το σούρουπο.
Δεν θα ποτίζω με το αίμα μου ομοιότητες.
Τα όνειρα που είδα
αποδείχτηκαν ανυπόληπτα:
πήγαν και μ’ άλλους ύπνους.
 
Όχι δεν παίρνω άλλο διαταγές.
Όταν μου λέγανε τα σύννεφα ταξίδευε
ταξίδευα
κι όταν μου λέγανε τα όνειρα περίμενε
περίμενα.
Όχι, δεν παίρνω άλλο διαταγές.
Τα δούλεψα πιστά τα διαλυτά.
 
Με γυροφέρνει από χθες η άνοιξη.
Μια νεραντζιά με κοίταξε
με διάθεση υπόπικρη,
και μου ’κλεισε το δρόμο
μια μυρωδιά επιστροφής.
 
Με παζαρεύει η τοκογλύφος μνήμη:
για να μου δώσει έναν Μάιο παλιό,
μαζί και με τις νεραντζιές,
για να μου δώσει κυρίως τη μορφή,
που στη μεταφορά της
από σταθμό της λήθης σε σταθμό
χτυπήθηκε στα μάτια και στο στόμα
-γι’ αυτά πληρώνεις-
μου παίρνει ένα μέλλον.
 

[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ]

Οδυσσέα Ελύτη, Α τι ωραία που είναι να χαϊδεύεις το χέρι που σε χαϊδεύει και να κρατάς τον αέρα του, για να τον διαθέσεις στο μέλλον

$
0
0
Λίγο πιο ανοιχτό η πίκρα μου η άλλου ποτέ δεν μοιάζει ακόμη πιο ανοιχτό μια κρύα φωνή σαν μέλλον ο κρυφός ο κήπος με τα οπωροφόρα, το φιλί που αγριεύεται και σκοτεινιάζει, τα μάτια των ανήξερων των ζαρκαδιών ως το πολύ ανοιχτό μάτι κοπέλας του θανάτου… Ευτυχώς που τ’ αυτιά λαίμαργα μεγαλώνουν τον ήχο και τον μετατρέπουν σε χρώμα που κι αυτό πάλι μεθερμηνεύεται σε πολλαπλές αποχρώσεις, με ισάριθμα νοήματα, ικανά να μετατραπούν πάλι σε εικόνες και ούτω καθεξής. Που σημαίνει ότι ο άνθρωπος πορεύεται πάντοτε λίγο πριν και λίγο μετά τις αισθήσεις του.


Θ’ αρχίσω με μιαν ήχηση που να φτάνει από το πιο σκληρό μέταλλο έως την πιο λεπτή χορδή, χωρίς ούτε οι απολαύσεις ν’ αποκλείονται ούτε οι ενοχές να επιβάλλονται, αλλά η φύσις να παραμένει φύσις. Υπάρχει ένας τρόπος να μπαινοβγαίνουμε στα καθημερινά γεγονότα, έτσι που το ρούχο μας να μην πιάνεται από τα κλαδιά που απλώνει γύρω μας το συμφέρον, αυτό το επίμονο βήμα σημειωτόν πάνω στο θυμικό μας, η αφαίρεση ενός μικρότατου ευτυχισμού που ο άνθρωπος φυλάγει στα πιο ασφαλή θησαυροφυλάκια της ιδιωτικής του ζωής.

 
ΣΤΗ ΣΧΟΛΗ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ  (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ Εκδόσεις Ύψιλον/ βιβλία 1995)

Αέρας είναι αυτός δεν πιάνεται. Σύμφωνοι. Ο ίδιος όμως από πού πιάνεται; Από την άκρη του σεντονιού της θάλασσας, που τ’ ανασηκώνει κάποτε τόσο ψηλά ώστε για μια στιγμή να βλέπεις την γυμνή πλάτη του ουρανού γεμάτη αφρούς και κοχύλια; Απ’ τις αυλές και τους φωταγωγούς των παλαιών σπιτιών, όπου λουφάζει και μουγκρίζει ολονυχτίς, ώσπου με το πρώτο ξύπνημα ξεσπά και ξετυλίγει μια σειρά κατάλευκους φλόκους στην Πάρο, την Ίο, την Μύκονο; Ή μήπως απ’ τα ξεχαρβαλωμένα πορτοπαραθυρόφυλλα, όπου μάλιστα αν συμβεί και θυμώσει αρχίζει να μιλά και στην παλιομαραγκική; Μπορεί ωστόσο να ομιλεί και στην καθαρόαιμο Ελληνική, αν τύχει και επικρατήσει νηνεμία, οπόταν δεν ξέρεις παρά ν’ αφηγηθείς τα πάθια του Βέλθανδρου και της Χρυσάνζας, για να δεις ν’ απλώνεται γύρω σου μια ζωηρή μικρή θάλασσα, μαϊστρο-τραμουντάνα.

Α τι ωραία που είναι να χαϊδεύεις το χέρι που σε χαϊδεύει και να κρατάς τον αέρα του, για να τον διαθέσεις στο μέλλον, όπως οι παλαιές ανθοπώλισσες μέσα σε πανεράκια προσφέροντας σκουλαρίκια γιασεμιά και γαρδένιες βέρες της μιας στιγμής και του πάντοτε. Άνεμε άνεμε, ο μονογενής της Τήνου και πολύτεκνος των Κυκλάδων, που με λυτό μαλλί κοριτσιών ξέρεις να υπογράφεις και καρένες πλαταγιστές να τυμπανίζεις, κέρνα μας σωφροσύνη απ’ αυτήν που διδάσκει ο υιός της Ήρας. Έτσι ώστε ούτε ο κίνδυνος να γίνεται αντίπαλος του πλου ούτε ο πλους αντίπαλος του κινδύνου.

Μικρέ υιέ της Ήρας, μήπως είσαι και της Αφροδίτης; Μήπως τα ροδάκινα της θάλασσας θάλλουν και στο στήθος σου; Είσαι ο αφανής ευεργέτης των χρωμάτων, ο κλέφτης των συριγμών, ο επιτήδειος των θεσπέσιων θορύβων. Μαζί σου είναι που βλέπουμε σαν ν’ ακούμε κι ακούμε σαν να βλέπουμε κάτι μπλε Ποσειδώνος ή χρυσών Μυκηνών, γα να μην πω για κείνο το ιώδες Αριγνώτας ή τ’ αναπάντεχον οίνοπον ταραγμένου Αδραμυτικού. Ευτυχώς που τ’ αυτιά λαίμαργα μεγαλώνουν τον ήχο και τον μετατρέπουν σε χρώμα που κι αυτό πάλι μεθερμηνεύεται σε πολλαπλές αποχρώσεις, με ισάριθμα νοήματα, ικανά να μετατραπούν πάλι σε εικόνες και ούτω καθεξής. Που σημαίνει ότι ο άνθρωπος πορεύεται πάντοτε λίγο πριν και λίγο μετά τις αισθήσεις του.

Εφτά φορές τ’ αυτιά μεγαλωμένα
Δεν χορταίνουν πέλαγος
Τα εφτά λοϊσιμα πράσινα
Το σκούρο σιμωτινό συνάμα κι άπιαστο
Λίγο πιο ανοιχτό η πίκρα μου η άλλου ποτέ δεν μοιάζει
Ακόμη πιο ανοιχτό μια κρύα φωνή σαν μέλλον
Ο κρυφός ο κήπος με τα οπωροφόρα
Το φιλί που αγριεύεται και σκοτεινιάζει
Τα μάτια των ανήξερων των ζαρκαδιών
Ως το πολύ ανοιχτό μάτι κοπέλας του θανάτου

Του κάθε διαφορετικού δένδρου η φυλλωσιά έχει και τη δική της διάλεκτο, που αν έχεις βγάλει τις πρώτες τάξεις του δημοτικού στην Σχολή των Ανέμων κι έχεις περάσει τον «θρου», τον «ψίθυρο», την «αύρα» θα μπορείς σε μιαν ίσης δεκτικότητας εποχή να βρεις το ανάλογον ενός Φιλόδημου ή ενός Μελέαγρου, ενός Λόγγου ή ενός Λουκιανού. Και μην πει κανείς πως στην εποχή μας η φύση δεν μιλάει πλέον στους νέους της τεχνοκρατίας. Οι νέοι της τεχνοκρατίας δεν μιλούν πλέον στη φύση εξ ου και το ασύνδετο και ασύστατο των μέσων μαζικής επικοινωνίας, όπου σε μιαν εκφραστική φθογγολογικής ανεμοβλογιάς, αλλά προτείνει εις την ρωσική ο Σουηδός και άλλα του επιτάσσει εις την αγγλικήν ο Ιάπων.

Καημένε Αλέξανδρε, που πριν προλάβεις ν’ αποκληθείς Μέγας πήγες να λουστείς στα κατάψυχρα ύδατα ενός ασήμαντου ποταμού, για να αφήσεις ορφανούς από την πιο σημαντική γλώσσα την οικουμένη. Αφάνταστον, αλήθεια! Μ’ άλλα λόγια κάτι ασύλληπτον για τον οποιονδήποτε που δεν συμπίπτει να λέγεται MartinHaidegger. Αλλά ευτυχώς που υπάρχει πλάι στο αφάνταστον και το φανταστικόν, που γίνεται τόσο ευκολότερα κατανοητό για μας όσο δυσκολότερα είναι για την παραμεταγλώττισή του από την οποιαδήποτε μία στις υπόλοιπες αισθήσεις.

Στο βασίλειο της ακουστικής φαντασίας και από την άποψη της απλής ηχολαλιάς, δεν είναι μόνον η «επί φύλλου ανεμική που ανακαλεί κείμενα. Είναι η «εξ ύδατος άδουσα ροή», που αυτή πλέον εκβάλλει κατευθείαν στην εικόνα. Το κατρακυλητό, το μουρμούρισμα, το μινύρισμα με κάθε άκουσμα, προς τα εμπρός, μετατρέπονται σε πολλαπλά σχημάτων παιχνίδια, που, εάν δεν είσαι πρώτου βαθμού άξεστος στην κατηγορία των αισθήσεων, λαλούν με ποικίλους τρόπους και πλουτίζουν απροσδόκητα το οπτικό μας πεδίο. Θαυμάζουμε τον Klee, τον Rothko, χωρίς ν’ αναρωτηθούμε ποτέ με ποιον τρόπο επέτυχαν ν’ αυτοκαθαρθούν. Την απάτη ένας οφθαλμός την δέχεται. Την πονηρία ποτέ. Ευχάριστο δεν είναι το ωφελιμιστικό και ο ζωγράφος ξέρει.

Ψιλοβρέχει στον κατήφορο με τις φτελιές και σε λίγο θωρείς να κατεβαίνει σφυρίζοντας ο ποδηλάτης Ιανουάριος. Τα δυο πλοιάρια έγιναν ένα. Παράδεισος που να έχει κερδηθεί σε λαχείο δεν γίνεται. Στους απανταχού Ιερεμίες φωνάζω χαιρετίσματα. Η μουντζαλιά της Άνοιξης είναι πάντοτε τριανταφυλλιά.


[Κι όμως διαφορετικός θα ήταν ο Μάιος αν αντί να πληρώνουμε και τέλη για την εισπνοή του οξυγόνου του, λαλούσαμε πέτρα και λαλούσαμε νερό με την ελπίδα ν’ αναφανεί μια μέρα ένα καινούργιο άλσος, κατάλληλο να δεχθεί την ταφή μας. Έαρ χρειάζεται και ζωή πλήρης καθαρότητας, για ένα δώρο που κανείς άλλος δεν μπορεί να στο προσφέρει - Αποσπάσματα από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη: Ο ΚΗΠΟΣ με τις ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ]

Κική Δημουλά, Με αδημονία οργιώδη προσεύχεσαι ζητώντας άφεση απολαύσεων

$
0
0
Να σου πω καλά κάνεις και δεν κρατάς αναμνηστικά. Κατάλοιπο πιο σαρκοβόρο δεν υπάρχει… Εγώ σε γλώσσα βάναυση ανοικτίρμονα, στη μέσα γλώσσα των ενστίκτων θα σε αποκαλύψω, βουλιμία ερωτική: καταβροχθίζεις μέχρι μυελού κατασπαράζοντας μαζί όλα εκείνα τα ευχαριστήρια φιλιά, στα μάτια και στο μέτωπο, στο πριν και στο μετά, που δίνει η απόλαυση ευγνώμων!


 [Ανακινήστε καλά προ της χρήσεως… Προς τούτο εσωκλείονται οδηγίες. Αν τις διαβάσεις προσεκτικά – σύνθεση, προφυλάξεις, δοσολογία – θα δεις ότι τις ίδιες ακριβώς παρενέργειες επιφυλάσσει η μικρή δόση αγάπης και η μεγάλη. Οι λέξεις φταίνε, Αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν. Για του λόγου το αληθές… Ιδού…]

Μάντις η θρήσκα - religiosa(Ορθόπτερον, τύπος ακρίδος. Την προσωνυμίαν ως θρήσκου οφείλει εις το πρόσθιον ζεύγος των άκρων της, άτινα τηρεί προ του προθώρακος κατά τρόπον ομοιάζοντα προς την στάσιν προσευχομένου)

Ω  έντομο σκοτεινό αναδυόμενο
εκ της αβύσσου των ορθοπτέρων ενστίκτων
ως μάντιδα σε πίστευαν  οι πόθοι μου
σε τρέμανε σου κρύβονταν
μη και το ασίγαστο αδιάντροπο όνομά τους
εξοργίσει τον χρησμό σου.

 
Παράδειγμα εγκράτειας θρησκευτικής σε είχα
έτσι ασάλευτη όπως έμενες ώρες
γονατισμένη στα καυτά τοιχώματα του ήλιου
σα να προσεύχεσαι ζητώντας άφεση απολαύσεων
ότι κατέστησαν ερήμην του ενάρετου θανάτου
δικαιωμένες κι ευτυχείς
τις αμαρτίες.
 
Με ακινησία τρεφόσουνα και θαύμαζα
ότι νηστεύεις τα αρτύσιμα
όπως είναι η ανία
η απότομη στροφή του κεφαλιού
προς κάλεσμα ιδεοληπτικό
ο καύσων
η γουλιά
ο φλέγων κάποιος
κι άλλα λιγουρευτά μοσχοβολήματα
που έστελνε το γιασεμί
στο αμαρτάνον αεράκι.
 
Ακόμα εγώ, μωρά, πιστή σ’ αυτά που βλέπω.
 
Και πόσα με χλευάσανε όσα
μου είπε χθες σε γλώσσα επιστημονική
για το ποιον σου φίλος εντομολόγος.
 
Εγώ σε γλώσσα βάναυση ανοικτίρμονα
στη μέσα γλώσσα των ενστίκτων
θα σε αποκαλύψω.
 
Όταν το σούρουπο γκρεμίζει τα καυτά
τοιχώματα του ήλιου
εσύ αποσύρεσαι υπερθερμασμένη
στο μοναστηριακό κελί του σκοταδιού
και με αδημονία οργιώδη
έτσι ντυμένη όπως είσαι με τ’ αγιωτικά σου
περιπίπτεις σε βουλιμία ερωτική.
 
Κι ενώ ο εραστής σου παρέχεται αφθόνως
κατ’ επανάληψιν σου δίνει γενναιόδωρα
μέχρι μυελού την πλήρη εξάντλησή του
νυμφίδιο μανιακό η αχορτασιά σου
καταβροχθίζει και τη δόλια κεφαλή του
κατασπαράζοντας μαζί
όλα εκείνα τα ευχαριστήρια φιλιά
στα μάτια και στο μέτωπο
στο πριν και στο μετά
που δίνει η απόλαυση ευγνώμων.
 
Να σου πω
καλά κάνεις και δεν κρατάς αναμνηστικά.
Κατάλοιπο πιο σαρκοβόρο δεν υπάρχει.
 
Υπό την απειλή του θέλω (από τη συλλογή ΧΛΟΗ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟΥ)

Σου έτεινα προσέγγιση
αλλά ήδη χαιρετισμό μου έστελνε το χέρι σου
απογειωμένο σε ύψος ασφαλείας του
πάνω από δυο χιλιάδες πόδια υπολογίζω.
 
Άξιον απορίας τα κατάφερα
τηλαισθαντικός αεροπειρατής να μπω
στον εναέριο χώρο του
και σημαδεύοντάς το με το μακρύκανο
κυνηγετικόν αιφνιδιασμό
να χάσει ύψος το ανάγκασα
και μες το χέρι μου να προσγειωθεί.
 
Αναπαλαίωση (από τη συλλογή ΧΛΟΗ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟΥ)

Τα ακατόρθωτα –μη σε απασχολεί-
θα τα προμηθευτώ εγώ.
 
Εσύ φέρε μόνο το χέρι σου στον ώμο μου
δεσ’ το για σιγουριά από μια φλέβα του λαιμού
άδειασέ με όλη μέσα
αυτή είναι η σωστή αναλογία
σ’ ένα χέρι ένας άνθρωπος
ανακάτεψε καλά να γίνει λείο σφιχτό το μείγμα
τάχα να επισκευάσεις μια παράλειψη παλιά
 
να γίνει σαν καινούργια σου παράγγειλε
το κατορθωτό.
 

[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ]

Οδυσσέα Ελύτη, Προτείνω τη ζωή με την κάνη στον κρόταφο και περιμένω

$
0
0
Στο βάθος μια κινούμενη φευγαλέα οροσειρά εξακολουθητικά σου δίνει την εντύπωση ότι ταξιδεύεις: περνάν μπρος απ’ τα μάτια σου του κάτω κόσμου τ’ αγροκτήματα με τις μαύρες φράουλες και τ’ ασύμμετρα ορχεοειδή, τους κρωγμούς των ορνέων και την πλήρη απολίθωση όπου μέλλει να ενταχθείς…
 

[Από το ελάχιστο φτάνεις πιο εύκολα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίζεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. Για του λόγου το αληθές…]

Adlibidum 2o (από τη συλλογή ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕ ΣΗΜΑΙΑ ΕΥΚΑΡΙΑΣ, Ίκαρος 1982)

Ξέρω
δε θα μου το συγχωρήσει ο χρόνος
που τον έβαλα σε δοκιμασία: ή εγώ ή εκείνος

 
προτείνω τη ζωή με την κάνη στον κρόταφο
και περιμένω
 
σβήνονται οι μάχες οι μεγάλες της Ισσού της Πραισθλαύας του Αού στερλιτς
ευτυχώς δεν έχει μνήμη ο γύρω αέρας
επιμένει να μυρίζει ρόδο
και να σε τιμωρεί
την ώρα που πανάθλιος πεθαίνεις
 
έτοιμος στη σειρά πίσω από τους άλλους
για τον έλεγχο των διαβατηρίων
μ’ έναν σάκο αεροπορικό στον ώμο
γέρνεις λίγο απ’ το ένα μέρος
το μέρος της φθοράς
 
σε γλυκό χαμηλόφωνο τόνο ακούς μετά το καμπανάκι:
«αναχώρησις υπ’ αριθμ 330 πτήσις της Panamerican
δια Ριαντ Καράτσι Νέο Δελχί Χογκ-Κογκ»
 
αναλογίζεσαι τα όρια σου
πάντοτε μέσα στο σκοτάδι
που τ’ οδηγεί μια συνοδός εδάφους
αδιάφορη εντελώς για την προσωπική σου τύχη
 
ενώ στο βάθος μια κινούμενη φευγαλέα οροσειρά
εξακολουθητικά σου δίνει την εντύπωση ότι ταξιδεύεις
 
περνάν μπρος απ’ τα μάτια σου
του κάτω κόσμου τ’ αγροκτήματα
με τις μαύρες φράουλες και τ’ ασύμμετρα ορχεοειδή
 
τους κρωγμούς των ορνέων
και την πλήρη απολίθωση
 
όπου μέλλει να ενταχθείς
 
συ ο μικρός
να τα βάλεις με τα φυσικά φαινόμενα
μεγεθυμένος μόνο από τη σκέψη
 
(σάμπως θα ’παυε ποτέ της
ν’ αθροίζει φως μια λεύκα
επειδή από νου σου συ της το αφαιρούσες)
 
συ σι έλασσον
συ σι έλασσον
 
ελάχιστο κομμάτι μουσικής που αντέχει
ανάμεσα σε γαλαξίες και νεφελώματα
να δίνει σήμα και να κυματίζει
 
Adlibitum.
 

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Γιατί όντας αρνητικό του ονείρου φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα]

 

Κική Δημουλά, Ποτέ να μην σου μάθει όνειρο τι δεν πραγματοποιείται

$
0
0
Κανείς δεν ξέρει από μας να διαβάσει τι γράφει το μέλλον. Παρεκτός κάτι ελάχιστες γραμματιζούμενες ελπίδες. Τρέχα γύρευε

 [Ανακινήστε καλά προ της χρήσεως… Προς τούτο εσωκλείονται οδηγίες. Αν τις διαβάσεις προσεκτικά – σύνθεση, προφυλάξεις, δοσολογία – θα δεις ότι τις ίδιες ακριβώς παρενέργειες επιφυλάσσει η μικρή δόση αγάπης και η μεγάλη. Οι λέξεις φταίνε, Αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν. Για του λόγου το αληθές… Ιδού…]

 
Ο ΠΡΟ-ΔΗΜΙΟΣ (από τη συλλογή ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ 1981)

Όμοια μ’ εκείνο καθώς οι δίδυμοι.
Όμως αυτήν φοβάμαι πιο πολύ
γιατί έρχεται πιο γρήγορα από Εκείνο,
τρέχει κι έρχεται μαρτυριάρα του
ενώ σα μυστικό αμέριμνο βαδίζει ακόμα Εκείνο.
Δεν τη βλέπεις
αλλά περνάει το τρέξιμό της
σιφουνικό από μέσα σου,
κλυδωνισμός,
δεν πέφτεις μα γκρεμίζεσαι,
καπνοί σε ζώνουν πυρκαγιάς
ενώ χλωρό ακόμα είναι το δάσος
και το νερό που έχεις μαζέψει
σε στάμνες και παρασταμνάκια
πιωμένο πριν το πιεις.
Έρχεται μαρτυριάρα του πιο γρήγορα
όχι να σώσει να περισώσει
ούτε και να προετοιμάσει
γιατί κανείς ποτέ
αν και καλά προετοιμασμένος
προετοιμασμένος δεν βρέθηκε
δεν βρέθηκε έτοιμος να χάσει.
Με τον πιο γρήγορο ερχομό της
σαδιστικά προσυμβαίνει
αυτό που είναι να συμβεί.
Λες και δεν χάνεις γευστικά
χάνοντας μια φορά αυτό που χάνεις,
πρέπει και να προ-χάνεις
από το χέρι του προ-δήμιου
της Προαίσθησης
της μαρτυριάρας του Επερχόμενου.

 
ΤΡΕΧΑ ΓΥΡΕΥΕ (από τη συλλογή ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ 1981)

Πότε πότε μας θυμάται το μέλλον
όσο μακριά κι αν βρίσκεται,
όλο και κάποιο μήνυμα λαβαίνουμε,
γραμμένο πάντα βιαστικά
γιατί διαρκώς αναχωρεί
για πιο μακριά ακόμα.
Τι να το κάνεις;
Γραφτά που μένουνε αδιάβαστα.
Κανείς δεν ξέρει από μας
να διαβάσει τι γράφει το μέλλον.
Παρεκτός κάτι ελάχιστες
γραμματιζούμενες ελπίδες.
Τρέχα γύρευε.
 
ΤΑ ΜΙΣΑΝΘΗ ΧΕΡΙΑ (άγαλμα στον κήπο του Λουξεμβούργου – Παρίσι)

Σε παράγγειλαν υπεύθυνα νέα και δυνατή
κι η σάρκα σου παράδειγμα κανένα
απ’ τη δική μας σάρκα να μην πάρει.
Απαγορευτική να σμιλευτείς
σε κάθε αλλαγή και παραμόρφωση,
μια προστασία που δεν δόθηκε από καμία Τέχνη
στη δική μας ανθηρότητα και δύναμη.
Το ένα χέρι σου σμιλεύτηκε χτένα
στ’ ανάκατα μαλλιά σου, ενώ το άλλο
φαίνεται σαν μόνο του να διάλεξε το ρόλο:
ακουμπισμένο χάδι στην κοιλιά,
στην απαγορευμένη γονιμότητα
-δεν παραιτείται ούτε η πέτρα από τη μήτρα.
 
Υπεύθυνα άγρυπνη προπάντων σε παράγγειλαν,
ποτέ να μην σε πάρει ο ύπνος,
ποτέ να μην σου μάθε όνειρο
τι δεν πραγματοποιείται.
Άγρυπνη για να επιτηρείς τις ποικιλίες των ρόδων,
μη και τα κόψουν χέρια μισανθή.
Αχ, αγαλματένια μου επιστάτισσα,
άδικα ξαγρυπνάς και δεν κοιμάσαι και δεν αφήνεις
να σου μάθει τ’ όνειρο
τι δεν πραγματοποιείται:
δεν βρέθηκε ακόμα επιστάτης ούτε πλάνη,
ούτε καν ποιητής που να μπορέσει
τα μισανθή των φθινοπώρων χέρια να εμποδίσει
τις τόσες ποικιλίες των ρόδων και του βίου
μανιακά να αφανίζουν.

[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ]

Οδυσσέα Ελύτη, Ένα κορίτσι, δυο κορίτσια, γέρνουν στα γιασεμιά τους και ξαμώνουν την έμπνευση

$
0
0
Φαίνεται πως το τέτοιο πάθος τους είναι ανεπανόρθωτο και κανείς δεν ξέρει αν έρθει ο πόνος να γδυθεί μαζί τους. Ω μεθυσμένο μονοπάτι που έψαξες έψαξες την τρυφερότητα στα δάχτυλα του κόπου και σε τρόμαξαν οι αυγές που χάραξαν ριψοκινδυνεύοντας το φως τους τυλιγμένο δάσος κάτω απ’ τη σιωπή… Και κανείς δεν ξέρει από πού ανοίγει αυτό το στήθος, κανείς δεν ξέρει από πότε άρχισε να ζει


[Από το ελάχιστο φτάνεις πιο εύκολα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίζεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. Έτσι μπορεί να νιώσει κανείς την παρουσία της ηδονής ως μέσα στις κόρες των ματιών του, των ματιών του που ρέουνε από την πλάτη του έρωτα]

 Οι κλεψύδρες του αγνώστου (από τη συλλογή ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1940)

α΄
Θυμώνει ο ήλιος, ο ίσκιος του αλυσοδεμένος κυνηγάει τη θάλασσα
Ένα σπιτάκι, δυο σπιτάκια, η φούχτα που άνοιξε από τη δροσιά και μυρώνει τα πάντα
Φλόγες και φλόγες τριγυρνούν ξυπνώντας τις κλειστές πόρτες των γέλιων
Είναι καιρός να γνωριστούνε οι θάλασσες με τους κινδύνους
Τι θέλετε ρωτά η αχτίδα, και τι θέλετε ρωτά η ελπίδα
κατεβάζοντας τ’ άσπρο της πουκάμισο

Μα ο άνεμος στέρεψε τη ζέστη, δυο μάτια σκέπτονται
Και δεν ξέρουν πού να καταλήξουν είναι τόσο πυκνό το μέλλον τους.
 
Μια μέρα θα ’ρθει που ο φελλός θα μιμηθεί την άγκυρα και θα κλέψει τη γεύση του βυθού
Μια μέρα θα ’ρθει που ο διπλός εαυτός τους θα ενωθεί
Πιο πάνω ή πιο κάτω από τις κορφές που εράγισε το αποψινό τραγούδι
Του Εσπέρου, δεν έχει σημασία, η σημασία είναι αλλού
 
Ένα κορίτσι, δυο κορίτσια, γέρνουν στα γιασεμιά τους κι αφανίζονται
Μένει ένα ρυάκι να τα εξιστορήσει μα έσκυψαν να πιουν εκεί ακριβώς οι νύχτες
Μεγάλα περιστέρια και μεγάλα αισθήματα καλύπτουν τη σιγή τους
Φαίνεται πως το τέτοιο πάθος τους είναι ανεπανόρθωτο
Και κανείς δεν ξέρει αν έρθει ο πόνος να γδυθεί μαζί τους
Σπανίζουνε οι παγίδες, άστρα γνέφουνε στους εραστές τα μάγια τους
Όλα σκιρτούνε, συσπειρώνονται –ήρθε φαίνεται πια η αθανασία
Που ζητάνε τα χέρια σφίγγοντας τη μοίρα τους που άλλαξε το σώμα κι έγινε άνεμος
Δυνατός – η αθανασία φαίνεται ήρθε.
 

β΄
Υπερήφανα χόρτα, ο φίλος έχασε το φίλο του, όλα εκεί αναπαύονται
Μια σκληρή φωνή κατοίκησε σ’ αυτή την πεδιάδα
Μια βουλιαγμένη σαύρα σύρθηκε στην επιφάνεια
Εσείς πού ήσαστε όταν κόπηκε ο λαιμός μιας τέτοιας μέρας
Πού ήσαστε, φύλλα με φύλλα, σιγοπερπατάει ο κόσμος
Σκάζουν τα φρούτα στο κατώφλι ενός λυγμού
Κανείς δεν αποκρίνεται
 
Ω μεθυσμένο μονοπάτι που έψαξες έψαξες την τρυφερότητα
Στα δάχτυλα του κόπου και σε τρόμαξαν οι αυγές που χάραξαν
Ριψοκινδυνεύοντας το φως τους τυλιγμένο δάσος κάτω απ’ τη σιωπή
 
Μήτε ριγμένα ζάρια δεν ξαμώνουν κατά τέτοιο τρόπο την έμπνευση
Μήτε στυμμένοι θόρυβοι δεν εξαντλούνε κατά τέτοιο τρόπο την πνοή
πολύχρωμα φουγάρα πέμπουνε την άπιαστη μελαγχολία τους
Στις αψίδες που τρέμουν, τρέμουν τα πουλιά επιδίδονται στο μέτρημα των ονείρων τους
Ακούγεται η κωπηλασία στην τέφρα που άφησε σημάδια νεότητας
Και κανείς δεν ξέρει από πού ανοίγει αυτό το στήθος
Και κανείς δεν ξέρει από πότε άρχισε να ζει
Στις σγουρές αγωνίες τους νιώθουνται οι φωνές αποκεφαλισμένες
Που τρυπούνε το έδαφος πύρινα κλαδιά μιας πολιτείας υδάτινης
 
Ω Γαλήνη που λύνεσαι, ρευστή παρουσία στις κόρες των ματιών
Στις αρπάγες του ύπνου στα μελίσσια των χωρών της θύμησης!
 

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Γιατί όντας αρνητικό του ονείρου φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα. Γι’ αυτό φεύγα ζαρκάδι, Πόθε κοντά στη λύτρωσή σου φεύγα ζωή σαν κορυφογραμμή]

 

Κική Δημουλά, Ο ούριος άνεμος φέρνει τα όνειρα στα ορυχεία χαμένων ευκαιριών

$
0
0
Τι αντικοινωνικά που είναι τα όνειρα. Ούτε φιλίες ούτε δεσμοί, μόλις μα δουν σβήνουν σα σπίθα έκθετη σε θύελλα… Είχαν βλέπεις κι αυτά άλλα όνειρα… Αληθεύει άραγε η επιστροφή; Δευτερεύον πόθος. Προέχει αυτό το ονειρώδες πηγαινέλα των ονείρων ν’ αληθεύει!


[Ανακινήστε καλά προ της χρήσεως… Προς τούτο εσωκλείονται οδηγίες. Αν τις διαβάσεις προσεκτικά – σύνθεση, προφυλάξεις, δοσολογία – θα δεις ότι τις ίδιες ακριβώς παρενέργειες επιφυλάσσει η μικρή δόση αγάπης και η μεγάλη. Οι λέξεις φταίνε, Αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν. Για του λόγου το αληθές… Ιδού…]

Καμιά σχέση (από τη συλλογή ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ Εκδόσεις Ίκαρος 2007)
Κλαδεύουμε τα δένδρα προετοιμαστικά
ώστε ν’ ανέβει ευχερώς η άνοιξη σε λίγο
ανεβάζοντας εκ νέου
ακμαία τη μορφή τους με αναλλοίωτο
το σαρκώδες περσινό ης καταπράσινο
σαν να μην κιτρίνισε ποτέ
 
-καμία σχέση δηλαδή
με κείνο το πριονωτό ανεπίτρεπτο
που κλαδεύει εμάς –
 
τι έλεγα, ναι, στα πεζοδρόμια
ένθεν κακείθεν του δρόμου στοίβες
φύλλα πρασινοκίτρινα και κλάρες
υγρές ακόμα στάζοντας δακρυσμένες
ακριβώς στο σημείο
του αποχωρισμού τους από δένδρα.
Προσωρινά. Κι όμως δακρυσμένες.
 
Φαντάσου τώρα, τι αισθάνεται
η οριστικότης.

 
Μηδενός εξαιρουμένου

Τι αντικοινωνικά που είναι τα όνειρα.
Ούτε φιλίες ούτε δεσμοί
μόλις μα δουν σβήνουν
σα σπίθα έκθετη σε θύελλα.
 
Ανθρωποφοβία;
Ίσως τραυματισμένο γόητρο
επειδή δουλεύουν εκεί κάτω
στα ορυχεία χαμένων ευκαιριών.
 
Είχαν βλέπεις κι αυτά
άλλα όνειρα.
 
«Επέστρεφε και παίρνε με» (από τη συλλογή ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ Εκδόσεις Ίκαρος 2007)

Όχι ο ύπνος. Ο ούριος άνεμος
φέρνει τα όνειρα
 
αυτός που έστειλαν οι θεοί
να βυθίσει την άπνοια
ν’ αλυσοδέσει τη φουρτούνα
ώστε ταχύς κι ανεμπόδιστος
να πλεύσει ο χωρισμός του Οδυσσέα
από την Καλυψώ
 
σε κείνη δε αυστηρά διεμήνυσαν
«Φτάνει.
Έτη επτά τον κράτησες αιχμάλωτο
στου έρωτα σου τη σπηλιά.
Διάστημα μεγάλο που κουράζει
και το εφικτό και το ανέφικτο»
 
Υπέκυψε η Καλυψώ
αλλά εντός τη θρήνος.
Άκουγε εκείνος ο φταίχτης
ο ούριος για τους χωρισμούς άνεμος
τον έζωσε μια θυελλώδης ενοχή
 
μη δέρνεσαι
θα ναυπηγήσω όνειρα της έταξε
για την παράνομη επιστροφή του Οδυσσέα κοντά σου
νύχτα θα σου τον φέρνουνε
αφώτηγο θα σου τονε στερούν
 
Από τότε σιωπηρά καθιερώθηκε
με αυτό το μέσον
μέσω δηλαδή των τύψεων της πραγματικότητας
να εξυπηρετούνται πέρα δώθε
και τα δικά μας όνειρα.
 
Αληθεύει άραγε η επιστροφή;
 
Δευτερεύον πόθος.
Προέχει
αυτό το ονειρώδες πηγαινέλα
των ονείρων ν’ αληθεύει.
  

[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ]

Οδυσσέα Ελύτη, Είναι κάτι νύχτες που ακούω θροΐσματα υφασμάτων και λέξεις άγνωστες που μοιάζουν σαν αγριόχορτα

$
0
0
Στο χορό των μεταμφιεσμένων του Άδη, μπορεί κανείς, εφαρμόζοντας το μάτι του εκεί, να βλέπει στο διηνεκές, μια σκούρα θάλασσα κι ένα κορίτσι στ’ άσπρα να ίπταται απ’ αριστερά δεξιά, και να χάνεται στον αέρα

Από το ελάχιστο φτάνεις πιο εύκολα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίζεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. Για του λόγου το αληθές…

 Στη διαπασών η «Ραμόνα» (από τη συλλογή ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ Ύψιλον 1984)

Τετάρτη, 25
Είναι κάτι νύχτες τώρα τελευταία, που ακούω πέδιλα στις πλάκες θροΐσματα υφασμάτων και λέξεις άγνωστες που μοιάζουν πικρές και δυνατές σαν αγριόχορτα: «ύρφη» «σαραγάνδρα» «τίντελο» «δελεάνα»… Ώσπου πια «μου την έδωσε» χθες βράδυ και στάθηκα γυμνός μπρος στον καθρέφτη.

Αλήθεια, δεν έμοιαζα καθόλου. Είχα μαλλιά ριγμένα προς τα εμπρός και τα χαρακτηριστικά του προσώπου, σκληρά. Στο μεσαίο μου δάχτυλο φορούσα δαχτυλίδι βαρύ, με βούλα. Και στο βάθος του δωματίου μου έστεκαν δυο άλλοι γενειοφόροι, σοβαροί.

Κατά τα άλλα το τοπίο θύμιζε Κέρκυρα.
Έτσι αργά βουλιάζαμε όλοι μας όπως η νεότης. Ενώ από το ραδιόφωνο ακουγόταν, ανάμεσα σε άλλα παλιά τραγούδια, στη διαπασών, η «Ραμόνα».

 
Παρασκευή ,1Μ η Πρωτομαγιά

Πιάνω την άνοιξη με προσοχή και την ανοίγω:
 
Με χτυπάει μια ζέστη αραχνοΰφαντη
ένα μπλε που μυρίζει ανάσα πεταλούδας
οι αστερισμοί της μαργαρίτας όλοι αλλά
και μαζί πολλά σερνάμενα ή πετούμενα
ζουζούνια, φίδια σαύρες, κάμπιες και άλλα
τέρατα παρδαλά με κεραίες συρμάτινες
λέπια χρυσά λαμέ και πούλιες κόκκινες
 
Θα ’λεγες, έτοιμα όλα τους να παν
στον χορό των μεταμφιεσμένων του Άδη.
 
Σάββατο, 2Μ
Πέφτοντας η ζωή μου (ένα κομμάτι ελάχιστο από τη ζωή μου) πάνω στη ζωή των άλλων, αφήνει μια τρύπα.
 
Μπορεί κανείς, εφαρμόζοντας το μάτι του εκεί, να βλέπει στο διηνεκές, μια σκούρα θάλασσα κι ένα κορίτσι στ’ άσπρα να ίπταται απ’ αριστερά δεξιά, και να χάνεται στον αέρα.
 
Κυριακή, 3Μ
Κάποια καταπακτή θα άνοιξε. Πάνε κι έρχονται πλήθη αλλοφύλων με καπέλα πολυγωνικά κι αμφιέσεις ποδήρεις.
Ξάφνου ακούγεται η φωνή μου (αλλ’ εγώ δεν μιλώ): εσείς ωραίες μου Ρωμαίες laluceondesinfiorasustanzarimarraconvoietternalmentesiconelleora?
Κιύστερααπόκάμποσηώρα, σανηχώ, ηαπόκριση: tu non se in terra, si come tu credi… tu non se in terra… tu non se in terra…
Οπόταν άρχισαν από πέρα ν’ ακούγονται στροφές αλυσίδας κι οι αιχμές ενός μεγάλου, άγνωστου, περιστρεφόμενου Ζωδιακού να με περισφίγγουν.
Τα βουνά, στο βάθος, πήραν σιγά-σιγά να διαλύονται και ν’ ανεβαίνουν σαν αναμνήσεις.
 
Δευτέρα, 4Μ
Δυο πόντους πάνω από το έδαφος
έβλεπες, έστεκε το σπίτι κι έλαμπε σα διαμαντικό.
Πιο χαμηλά, μια λίμνη όλο άχνες ροζ
Ύστερα το Άγνωστο από συμπαγές άκαυστο φώσφορο
και παρά πίσω «η Χώρα» που λεν «των Λωτοφάγων»
Έχω κάνει εργάτης εδώ σ’ αυτά τα μέρη
χρόνους πολλούς κι απόμεινα με καμένα τα δάχτυλα
πάνω στην ώρα που ήθελα λιγάκι ακόμη
να δω από πέρα πώς ανθίζουν τα νερά
και πώς ανοίγουν, σιγοπερπατώντας, την ουρά οι Παράδεισοι.
 
Δευτέρα, 4Μβ
Απαλοί κόκκινοι λόφοι ακριβώς όπως μες τη ζωή μου.
 
Είναι τόση η ομοιότητα, που δεν ξέρω αν είναι αληθινή κείνη η λευκή οπτασία του νέου που περνάει, κρατώντας ένα μικρό καράβι, τους αιθέρες και μόλις αγγίζει τις κορυφές, ή απλώς εγώ έχω αποξενωθεί από τις συγκινήσεις, που ξαναβρίσκει ο εξωτερικός κόσμος την ισορροπία του και την ομαλή του διάταξη.
 
Πέμπτη, 7Μ
Από το πολύ να μην σκέφτομαι τίποτα και να μην συγκινούμαι από τίποτα, ξεθάρρεψε ο χρόνος και μ’ απόλυσε καταμεσής του Κρητικού πελάγους.

Έγινα χιλιάδων ετών και ήδη χρησιμοποιώ τη Μινωική γραφή με τόση άνεση που ο κόσμος απορεί και πιστεύει στο θαύμα.
Το ευτύχημα είναι ότι δεν καταφέρνει να με διαβάσει.
 
-Όλα χάνονται. Του καθενός έρχεται η ώρα
-Όλα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα.


[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Γιατί όντας αρνητικό του ονείρου φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα]

Οδυσσέας Ελύτης, Η Λύπη ομορφαίνει επειδή της μοιάζουμε

$
0
0
Εσείς άνθρωποι θα χαθείτε το χτένι μες στο χέρι σας θ’ ακινητήσει ένα πρωί στον αέρα κι ο καθρέφτης θα δείξει την υποδόρια υφή των ιστών όπου ο χρόνος όπως έντομο σε απελπισία παγιδεύτηκε… Ίρις Μαρία Νεφέλη, είσαι ωραία σαν φυσικό φαινόμενο, είσαι ωραία σαν απελπισία σαν τη ζωγραφική που απεχθάνονται οι αστοί και θα την αγοράσουν μεθαύριο με δισεκατομμύρια, Ίρις Μαρία Νεφέλη με την γοητεία του πισινού σου όταν καθίζει ξάφνου ανύποπτα πάνω σ’ ένα ξυράφι


 [Από το ελάχιστο φτάνεις πιο εύκολα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίζεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. Μάντεψε, κοπίασε, νιώσε: από την άλλη μεριά είμαι ο ίδιος. Για του λόγου το αληθές…]

 ΚΕΡΑΥΝΟΣ ΟΙΑΚΙΖΕΙ  (από την ποιητική συλλογή ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ, Ίκαρος 1978)

HΜαρία Νεφέλη λέει:

Τι είναι αυτό που μπερδεύεται μες τα μαλλιά μου
σαν τη νυχτερίδα και τινάζω με τρόμο το κεφάλι μου
άλλοτε σαν δίχτυ αόρατο ριγμένο από μακριά
με τραβάει κι αδύνατον να του ξεφύγω,
πιάνει τη σκέψη μου όπως ακούω πως πιάνουν οι παγίδες τα πουλιά
σταματώ να σκέφτομαι και μ’ αφήνει
τρέχω στους καθρέφτες και δεν βλέπω τίποτε.

Αλλού είναι ο θάνατος.

Κεραυνός οιακίζει.
 
Εσείς άνθρωποι θα χαθείτε
το χτένι μες στο χέρι σας θ’ ακινητήσει ένα πρωί στον αέρα
κι ο καθρέφτης θα δείξει την υποδόρια υφή
των ιστών όπου ο χρόνος
όπως έντομο σε απελπισία παγιδεύτηκε.
 
Αλλού είναι ο θάναοτος.
 
Μη μ’ αφήνετε να τρέξω γιατί θα χαθώ.
Δεν μου δόθηκε η χάρη να κλάψω αλλά φοβάμαι.
Δεν έχω συγγενείς απ’ όλη μου τη ζωή
προσπάθησα να φτιάξω μια πετρώδη νεότητα.
 
Γέμισα τον έρωτα σταυρούς
 
Η Λύπη ομορφαίνει επειδή της μοιάζουμε

 
ΥΜΝΟΣ ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ  (από την ποιητική συλλογή ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ, Ίκαρος 1978)

Και ο Αντιφωνητής:

Τώρα θα τεντώσω τ’ ανοιχτά μου μπράτσα
και στα ρεύματα μέσα που θα σχηματίσω
δίχως να σιμώσεις θα φανείς
Ίρις Μαρία Νεφέλη
πράσινη στα μεγάλα καταστήματα των νεωτερισμών
μενεξεδιά στα υπόγεια καφενεία
κόκκινη στις κηδείες των φτωχών
και γαλάζια στον ύπνο των νηπίων
 
Ίρις Μαρία Νεφέλη
με το νυχτικό στον άνεμο
ιπτάμενη και αποκοιμισμένη
σαν σε πίνακα της LeonoraFinni
χρυσαλλίδα του ύπνου μου.
 
Traunfioroelaltrodonato
Iinesprimibilenulla
 
Είσαι ωραία σαν φυσικό φαινόμενο
σ’ ό,τι μέσα σου οδηγεί στο χέλι και στον αγριόγατο
είσαι η νεροποντή μέσα στις πολυκατοικίες
η θεόπεμπτη διακοπή του ρεύματος
η αστρολογία θα προσέξει το κρεβάτι σου
και θα στηρίξει τα προγνωστικά της στην απελπισία σου
είσαι ωραία σαν απελπισία
σαν τη ζωγραφική που απεχθάνονται οι αστοί
και θα την αγοράσουν μεθαύριο με δισεκατομμύρια
Ίρις Μαρία Νεφέλη
με την γοητεία του πισινού σου όταν
καθίζει ξάφνου ανύποπτα πάνω σ’ ένα ξυράφι.
 
Ο τρομοκράτης είναι ο άξεστος των θαυμάτων
 

[από τη ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Γιατί όντας αρνητικό του ονείρου φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα]

Κική Δημουλά, Είπα να τσιμπήσω πρόχειρα απόψε μια σφραγισμένη λύση που υπήρχε.

$
0
0
… κατάλαβα πως είχανε χαλάσει έληξε η ισχύς τους. Μην τα πετάς με πρόλαβε η διορατικότης θα τύχει να περάσει από δω καμιά φτωχή ονειροπόληση, τα δίνεις. Τους αρέσουνε τα χαλασμένα πράγματα που έχουνε λήξει…


 [Το αληθινό θέμα της Δημουλά, και μαζί ο τρόπος της, υπήρξε ανέκαθεν η προσωποποίηση των αφηρημένων εννοιών (ΦΘΟΡΑ, ΛΗΘΗ, ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ, ΑΠΑΘΕΙΑ,  ΠΛΗΡΟΤΗΤΑ, ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ, ΑΠΟΣΤΑΣΗ, ΤΥΧΗ, ΑΝΑΠΟΛΗΣΗ κ.α.) και ο διάλογος μ' αυτές, σαν να ήταν υπαρκτά, ζώντα όντα. Δημιούργησε έτσι το ποιητικό σχήμα ενός νοητού σύμπαντος κυριολεκτικά πολυφωνικού, το σενάριο ενός εκφραστικού πανδαιμόνιου των ουσιών της σκέψης, μια περιοχή όπου οι έννοιες φορούσαν μάσκες ηρώων και ηρωίδων..]

 Έχουν αποδειχθεί (από τη συλλογή Η ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ Εκδόσεις Στιγμή 1994)
Μερικά έμειναν όπως ήταν στις ντουλάπες.
Τα άλλα τα μοίρασα ως είθισται σε μια φτωχιά
επιμονή μου ότι ζεις

 


Κι όπως τ’ αέριζα προχτές
για να βλέπει αυτή η παλιά συνήθεια
ότι δεν ζω συμβατικά μαζί τους
βρήκα σε τσέπη σου μια τόση δα απόδειξη
στριφτή σαν μακρουλό ελικοειδές κοχύλι.
Μέσα του αναδευόταν ακόμα ζωντανό
μαλάκιο χνούδι κάποιας χειραψίας με την τριβή.
Πόνος μεταφορέας δυνατός παρέτυχε εκεί
κι έσπρωξε λίγο να την σύρουμε στο φως
γιατί επάνω σε σημάδια κι αριθμούς
είχε γράψει μια θαμπάδα
τα απομνημονεύματά της.
 
Τέια δύο ύστερα ένα ποσόν χυμένο
από αδέξιο ως φαίνεται σερβίρισμα αθροίσματος
και παρα κάτω χαμηλά στη θέση του συνόλου
κάτι σαν χίλια εννιακόσια εβδομήντα.
 
Τι να ’ναι αυτό το χίλια εννιακόσια εβδομήντα.
Λεπτή φετούλα φεγγαριού σε σκούρο τσάι
η μάρκα της εξάτμισης η οδός της ρουφηξιάς;
Μήπως κανένα πρόστιμο επειδή
είχαμε δύσει από μισό-μισό ένα μεγάλο απόγευμα
ή μήπως πως παρκάραμε πάνω στους υδρατμούς
γιατί ήτανε πιασμένο το ψιλόβροχο απ’ το τζαμι;
 
Ξαναρίχνω το κοχύλι στην καταβύθισή του.
Δεν θέλω άλλη απόδειξη.
Υπάρχω εγώ συνολική.
Διάτρητη μάλιστα
Για την εγκυρότητα.
 
Κοινή υπαιτιότητι (από τη συλλογή Η ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ Εκδόσεις Στιγμή 1994)

Δεν είχα τίποτα για φαγητό απόψε
κι είπα να τσιμπήσω πρόχειρα
μια σφραγισμένη λύση που υπήρχε.
Με ημερομηνία παραγωγής,
της λήξης δυσανάγνωστη.
Κάτι γράμματα που βρέθηκαν.
Δος μου να στα διαβάσω εγώ
προθυμοποιήθηκε η απάθεια.
 
Κι έτσι ευχαρίστως που το δέχτηκα
κι έτσι απαίσια που τα διάβαζε εκείνη
με τη θηλυπρεπή φωνή της
σαν να ’χε αλλάξει φύλο και η σημασία τους
και ο αποστολέας
κατάλαβα πως είχανε χαλάσει
έληξε η ισχύς τους.
 
Μην τα πετάς με πρόλαβε η διορατικότης
θα τύχει να περάσει από δω
καμιά φτωχή ονειροπόληση, τα δίνεις.
Τους αρέσουνε τα χαλασμένα
πράγματα που έχουνε λήξει.

 [επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ]

Οδυσσέα Ελύτη, Τα έτοιμα ποιήματα στοιχίζουν τρεις ή δέκα λέξεις φθηνότερα, για να γίνει το Ναι Ίσως και τι Ίσως Πάντα

$
0
0
Της ευτυχίας ισχύουν όλα τα κρατούμενα μείον  που είναι αδύνατον να τα προσθαφαιρέσεις. Και η τελειότητα ένας είναι Παράδεισος που δεν εγνωρίσαμε ποτέ. Μόνο που την ιχνηλατούμε. Με κάτι αγριμόνια μικροσκοπικά ή χαδάκια γάτας κι άλλα πολλά ωραιούλια επιστρέφουμε και την ακινητούμε. Κρίνα, γιούλια και μαγνόλιες σωρεύει ο θερίζων και ποτέ προσκομίζων πλούτη Κύριος… Στα καταστήματα των νεωτερισμών τα έτοιμα ποιήματα στοιχίζουν τρεις ή δέκα λέξεις φθηνότερα, όσες ακριβώς θα χρειαζόντουσαν για να γίνει το ναι ίσως και το ίσως πάντα, χώρια εάν είσαι αγοραστής Μάιου σ’ εκείνες τις κατά την περίσταση ομοβροντίες πάνω σε τάπητα χλόης, όπως φρέσκιες παπαρούνες.


ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ αλλά χωρίς να χάνεις ποτέ την εικόνα του συνόλου. Κι η πιο απλή παράγκα θέλει το ρήμα της, τα ουσιαστικά και τα επίθετά της, όπως κάθε πρόχειρη γραφή τον Πικιώνη της. Η αφέλεια δεν δίνεται δωρεάν, σκηνοθετείται και παίζεται, εάν είσαι ο ένας από τα ελάχιστα εκατομμύρια που δικαιώνουν την ανθρωπότητα. Για του λόγου το αληθές

 
ΣΤΑ ΕΠΕΙΤΑ ΤΟΥ ΑΙΩΝΟΣ (από τη συλλογή ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία)

Από τα στιγμιότυπα που πρόφτασε να πάρει ο χρόνος και να εμφανίσει σε κατοπινούς αιώνες, επέτυχα να συγκεντρώσω μερικές μαθήτριες του Γυμνασίου της Σαπφώς:

-Εξακολουθεί να μετατοπίζεται σαν σκιά στο σεληνόφως της Λυδίας η Ατθίς, με ανασηκωμένο από το αριστερό πόδι τον χιτώνα της.

-Με μια καρότσα φτάνει καλεσμένη απ’ τη δούκισσα του Κεντ η Γυριννώ να πιεί το τσάι της, ανυποψίαστη για το τι τεκταίνεται στη Μικρά Ασία.

-Ναυτόπαις η Γογγύλα δουλεύει σε κορβέτα αγκυροβολημένη στα νερά των βραχονησίδων της Νύμου κι άγαμος.

-Η τύχη της Ανακτορίας αγνοείται. Τα ως τώρα δεδομένα συγκλίνουν με την άποψη ότι έχει απολεσθεί από αβλεψία του τυπογράφου.

-Όσο για την Αριγνώτα υπάρχουν διαφωνίες. Σύμφωνα με μιαν άποψη διέφυγε στην Αίγυπτο τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κατ’ άλλους επιβιοί και στις μέρες μας με το ψευδώνυμο Κυρά Παναγιά ή Μαρία.
 
Να ταΐζεις την Άνοιξη με απόσταγμα κυτίσου και βαθύ μπλε Βερονέζε.
 
Αν είσαι γεννημένος για τα τέτοια, φύλαχ’τα. Δεν ήρθε η ώρα ακόμη. Κάτι σαν βρυχηθμών βροχή διατρέχει το διάστημα τελευτώντος του εικοστού αιώνος.
 
Και διαμάντι στα δυο φτάνει να κόψει ένα μαχαίρι, αρκεί να ’ναι από συμφέρον.
 
Για τα κακά σημάδια υπάρχουν τα καλά λημέρια. Να πιάνεις κάθε ορτύκι από τη σκιά του ή στην ανάγκη να ζουπάς τα σκάγια στην παλάμη σου όπως τα κουκούτσια. Σ’ ένα τέτοιο κυνήγι ο σκύλος σου να ’ναι από ευγενές μέταλλο.
 
Πήρε τα φύλλα κίτρινα ο αέρας βροχερές κιθάρες.
 
Μάργαρον ύδωρ
 
Αν ο ύπνος σου είναι κατά το εν τέταρτο Βερμέερ με σε νοιάζει, μετά μία ή δύο χιλιετίες θα σου φανερωθεί ολόκληρος.
 
Της ευτυχίας ισχύουν όλα τα κρατούμενα μείον
Που είναι αδύνατον να τα προσθαφαιρέσεις.
 
Και η τελειότητα ένας είναι Παράδεισος που δεν εγνωρίσαμε ποτέ. Μόνο που την ιχνηλατούμε. Με κάτι αγριμόνια μικροσκοπικά ή χαδάκια γάτας κι άλλα πολλά ωραιούλια επιστρέφουμε και την ακινητούμε.
 
κρίνα, γιούλια και μαγνόλιες σωρεύει ο θερίζων

Και ποτέ προσκομίζων πλούτη Κύριος.
 
Στα καταστήματα των νεωτερισμών τα έτοιμα ποιήματα στοιχίζουν τρεις ή δέκα λέξεις φθηνότερα, όσες ακριβώς θα χρειαζόντουσαν για να γίνει το ναι ίσως και το ίσως πάντα, χώρια εάν είσαι αγοραστής Μάιου σ’ εκείνες τις κατά την περίσταση ομοβροντίες πάνω σε τάπητα χλόης, όπως φρέσκιες παπαρούνες.
 
Κι ένα άστρο που σε κρύβεται, μην τύχει κι ίσως ο ιδιοκτήτης του.
 
Σύκα της ωρίμανσης στον βυθό του Αυγούστου και πουλιά μη μου άπτου, σταλτά χωρίς καμιάν διεύθυνση.
 
Αν θες να ωτακουσθείς του ίδιου σου του εαυτού, φρόντισε να ’χεις περάσει μια πλήρη ζωή μικρού Βοτανικού Κήπου.
 
Για κάτι πιθανόν καλύτερο, που εάν δεν έσωσε να βγει
Πάλι ο κόπος μαρτυριέται
οποσακισούν.
 

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Επειδή το κόκκινο δεν είναι πάντοτε η προτεραία του μαύρου. Επειδή ως και η ευλάβεια σε ρευστή κατάσταση μπορεί να προκαλέσει ανίατα εγκαύματα… Επειδή απ’ τα είκοσι στα τριάντα σου ο δρόμος σου είναι πολύ πιο μακρύς απ’ ό,τι απ’ τα τριάντα σου στα ενενήντα σου. Επειδή το μωβ περιλαμβάνει όλα τα χρώματα πλην ενός, που καλείσαι να το βρεις και δεν το βρίσκεις ποτέ σου. Να διπλώνετε καλά τον αέρα στο ντουλάπι σας]
Viewing all 204 articles
Browse latest View live