Quantcast
Channel: ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΑ ενός λεπτού ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ: Τελευταίου Σώματος στο Λίγο του Κόσμου
Viewing all 204 articles
Browse latest View live

Κική Δημουλά, Ας ανέβει η Γη ση θέση του ουρανού σ’ αυτήν να καθρεφτίζεται ο Θεός γήινος, πιο καθημερινός, πιο αναγκαίος

$
0
0
Πόσο έχω επιθυμήσει δεμένη μπρούμυτα, στο ένα έστω φτερό μεγάλου ταξιδιωτικού πουλιού, να φωτογραφίσω αν είναι από το ίδιο υλικό φτιαγμένες οι σκεπές μας κι εσύ με ταπεινώνεις, μου λες ότι κανένα πουλί με αχρηστευμένο το ένα του φτερό δεν διακινδυνεύει τέτοιο ταξίδι… Λάθος κάνεις, έχω πολλές φορές ψηλά πετάξει στο βάρος μου δεμένη κι ας περιμένει δεύτερη χαμένη ανυπαρξία όλα όσα σου έγραψα…

 [Τα εύρετρα είναι, εσύ μου τα έδωσες επειδή σε βρήκα..Τα ξεφύλλιζες, κοντοστεκόσουν κάθε τόσο, διάβαζες τάχα κάτι σε διαπερνούσε, αδιάβαστες κρυφογελούσαν οι σελίδες. Μετά τα ζύγιασες όλα στη χούφτα σου σα να ήταν κέρματα, χοντρικά τα εξετίμησες, ουκ ολίγα είπες. Έκπληκτος πώς τ’ απέκτησες με ρωτάς, Υποκριτή, γραμμή δε διάβασες, αλλιώς θα το ’βλεπες το γράφω εδώ μέσα πρώτο πρώτο: Τα εύρετρα είναι, εσύ μου τα έδωσες επειδή σε βρήκα]

 
Λάθος Διάταξη (από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΑ ΕΥΡΕΤΡΑ Εκδόσεις Ίκαρος 2010)
Στα θαρραλέα φτερά μιας σκέψης
που έχει σχέση ατρόμητη
και με τα πιο επίφοβα
παντοδύναμα ύψη
 
ανέθεσα
μια και μπαινοβγαίνει στο Θεό
με τόση οικειότητα
 
να του μεταφέρει
ότι αυτή η διάταξη
 
απάνω ο ουρανός
ολόκληρος να τίθεται σκεπή
των αοράτων

 
ενώ η γη κατάχαμα αφημένη
ολόκληρη ξεσκέπαστη να είναι
ξέσκεπα αφήνοντας κι όλα τα ορατά
 
πώς να το πω
δεν είναι χριστιανική
 
πρέπει
να κατέβει κάτω εδώ ο ουρανός
η γη να καθρεφτίζεται σ’ αυτόν
να ομορφαίνει
 
κι επειδή πεθαίνει
ακόμα κι ο καθρεφτισμός της ομορφιάς
 
μέσα στη γη να θάβεται
κι αυτός
 
κι αν σπάζει ο καθρέφτης- ουρανός
κατά τη μετακίνηση
κι όλα τα γύρω ύψη
στο θρυψάλιασμά του παρασέρνει
 
εδώ να ενταφιάζονται
χάμω κι αυτά τα θρύψαλα
δίπλα σε κάθε γήινο τσακισμένο
 
έτσι πρέπει
δίπλα στην επιδιόρθωσή της να κείται
η αρμονία του κόσμου
 
κι αν ο καθρέφτης είναι
σε κάθε παραλήρημα απαραίτητος
κι όχι μονάχα στο δικό μου ετούτο
 
ας ανέβει η γη
στη θέση του ουρανού
σ’ αυτήν να καθρεφτίζεται ο Θεός
γήινος, πιο καθημερινός, πιο αναγκαίος

 
Αντισώματα (από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΑ ΕΥΡΕΤΡΑ Εκδόσεις Ίκαρος 2010)

Να τα σκίσεις σου ζητώ.
Θα τα πάρω μαζί μου με καθησυχάζεις.
 
Μαζί σου;
Κι αν τα διαβάσει
καμιά τυμβωρύχος θυμηδία;
 
και καλά να τα διαβάσει
η θυμηδία
 
αλλ’ αν τ’ ανακαλύψει
η λήθη εκεί κάτω
η πεινασμένη για μνήμη
και τα θυμηθεί;
 
και καλά να τα θυμηθεί
η λήθη
 
μα αν τα βρει εκεί κάτω
η μνήμη
για ζωή πεινασμένη
και τα ζήσει
 
σκέψου τι δεύτερη χαμένη ανυπαρξία
όσα σου έγραψα τα περιμένει.
 
Υπέρβαση (από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΑ ΕΥΡΕΤΡΑ Εκδόσεις Ίκαρος 2010)

Πόσο έχω επιθυμήσει
δεμένη στο ένα έστω φτερό
κάποιου μεγάλου ταξιδιωτικού πουλιού
 
ξαπλωτή όχι ανάσκελα
γιατί τα υπεράνω μου
όλα σχεδόν τα έχω δει
 
μπρούμυτα δεμένη στο ένα φτερό
 
να φωτογραφίσω
αν είναι από το ίδιο υλικό φτιαγμένες
οι σκεπές μας
 
κι εσύ με ταπεινώνεις, μου λες
 
ότι κανένα πουλί
με αχρηστευμένο το ένα φτερό του
από το βάρος μου
δε διακινδυνεύει τέτοιο ταξίδι
 
λάθος κάνεις
 
έχω πολλές φορές ψηλά πετάξει
στο βάρος μου δεμένη
 

[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Σε μέτρησα και ήσουνα πολλά, ξαναμετρώ κι ήσουν αλλιώς. Το άφησα να είσαι κι απ’ τα δύο. Δεν σου αφαίρεσα ούτε μία απ’ τις χιλιάδες ωραιότητες που είχες, ούτε μισή απ’ τις ασκήμιες σου ΚΟΣΜΕ]

Οδυσσέα Ελύτη, Ευθύς και στο βλέμμα τίμιος είσαι περαστικέ του Έαρος και του μισού χειμώνος

$
0
0
Η κάθε σου περπατησιά κι απ’ ένας οίακας. Έλα να περάσουμε μέσ’ απ’ τα πήλινα τα θυμιατήρια και στων ριπών του Σεπτεμβρίου το σκίρτημα, η φωνή σου αντιστοιχεί στα κυπαρίσσια κι ο χαμός σου σε μια γυμνή ερημονησίδα. Γιατί έτσι ζούμε εδώ, σε τέτοια ποικιλία και σπανιότητα, που πραγματικά δεν θα μπορούσε κανείς άλλης χώρας κάτοικος να βρει μαζί Κόρη και Αετό, βόρειον άνεμο και ζέστη σαράντα βαθμών, θυμιατά, σκίνα, λαγουδέρες.


Όπου υπάρχει η Ποίηση, εκεί και ο Θεός. Την ομορφιά εστιάζει. Επιτυγχάνει να συμβούν η αγαλλίαση κι ο τρόμος, η θλίψη και η ηδονή, η αδιάκοπη μεταβολή και η αιωνιότητα. Η Ποίηση αφαιρεί από τα πράγματα το πέπλο της συνήθειας, καθιστά ορατή την αθέατη όψη του κόσμου. Χάρη στην επικράτειά της συνενώνονται όλα τα ασυμβίβαστα. Καθετί που μέσα στο φως της κινείται, ενσαρκώνει το πνεύμα που η ίδια εμπνέει. Μ’ ένα είδος αλχημείας, μετατρέπει σε πόσιμο χρυσό τα δηλητηριώδη νερά που ρέουν από το θάνατο στη ζωή.

 
ΟΝΟΥ ΑΙΝΟΣ (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη 2 χ 7 ε, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία 1996)
Ένας ελαφρύς αέρας πεύκου πρώτου βαθμού μαζί και καβαλίνας με χτυπά καταπρόσωπο, καθώς έχω πάρει καβάλα τον ανήφορο και λικνιστικά προχωρώ ανάμεσα στις δυο πελώριες γκριζόμαυρες αυτάρες, προς τις πρώτες υπώρειες του νησιού, όπου ενδημούν τα ύστατα πτερόεντα κατοικίδια. Μύγες πρασινοχρυσίζουσες και πεταλουδίτσες μωβ, καθώς και άλλες παραπλανημένες μέλισσες, ψάχνοντας από θάμνο σε θάμνο, που ’ναι όλοι τους φουντωτοί και μουντοί, με κάποια εδώ κι εκεί ξανθά φεγγίσματα, κρυφακουπεράσματα του ενός βλεφαρίσματος κι όχι πάντα.


Ήδη από εδώ, καθώς έχουμε κερδίσει σε ύψος, τα μεγέθη προς τα κάτω αλλάζουν, όλα τους γίνονται πιο μικροσκοπικά, κι ο γύρω χώρος δείχνει να χωράει ολοένα και περισσότερα πράγματα. Το βαποράκι που περνάει μοιάζει με παιχνίδι, ενώ οι κολπίσκοι στο βάθος σαν ν’ ανασηκώνονται πιο ανάγλυφοι. αποκαλύπτονται καινούριες αναδιπλώσεις της γης πάνω απ’ το νερό, καινούριες προεξοχές, καινούριοι πορθμοί και ισθμοί και ακρωτήρια.

Κι όμως, όπου να ’ναι, αυτά όλα θα χαθούν επάνω στη στροφή, για να φανεί σε διαφορετικό βαθμό κυανού η άλλη θάλασσα.

Έτσι ζούμε εδώ, με διαφορές μεγάλες ανάμεσα σε ζερβί και δεξί χέρι. Από λεπτουργημένες εκκλησίτσες έως υπερμεγέθη βροντερών φωνών ακρωτήρια. Σε τέτοια ποικιλία και σπανιότητα, που πραγματικά δεν θα μπορούσε κανείς άλλης χώρας κάτοικος να βρει μαζί Κόρη και Αετό, βόρειον άνεμο και ζέστη σαράντα βαθμών, θυμιατά, σκίνα, λαγουδέρες.

Τα προνόμια, όσο δεν τα ΄χουμε, κλαιγόμαστε, κι όσο τα ’χουμε τα αγνοούμε. Στα παιδικά μου χρόνια, που η ερημιά σ’ αυτά τα μέρη έμοιαζε να ’ναι ακόμη αρχαϊκή, θα μπορούσα με το σημερινό μου το μυαλό να ζωγραφίσω, ακόμη και να χτίσω, αυτά που έγιναν αργότερα κατά λάθος παρά ένα.

Πού να βρίσκεται τώρα το τρεχαντήρι του μπάρμπα-Κωνσταντή, το ψαροκάικο του Κοσμά, το σπιτάκι με το ζωγραφιστό ταβάνι; Όλα γίνονται στις μέρες μας πιο τέλεια και πιο άσχημα. Κι όμως, πόσο πιο ανθρώπινο είναι να χαϊδεύεις τον παχουλό λαιμουδάκο ενός ζωντανού που δεν ζητάει ποτέ το κακό σου;

Ανήκω στους γεννήτορες ενός τέτοιου αιωνόβιου εικοσιτετράωρου, που τώρα μένουν άνεργοι μαζί με τους άνδρες του ιππικού, τους τελωνοφύλακες, τους αγωγιάτες, τις παραμάνες. Η ζωή παριστάνεται και ως άνθρωπος και ως ζώο. Οι αναμνήσεις ούτε θανατώνουν ούτε διαιωνίζουν. Και ο όνος, άπαξ και υπήρξε μια φορά, υπάρχει δια παντός.

Ευθύς και στο βλέμμα τίμιος είσαι περαστικέ του

Έαρος και του μισού χειμώνος. Κρόκων έχεις και πολλών βολβών τα κουδουνάκια

Η κάθε σου περπατησιά κι απ’ ένας οίακας. Έλα γίνε μου

Ζωηρούλης μαζί να περάσουμε μεσ’ απ’ τα πήλινα τα θυμιατήρια

Τις χάντρες και τα καθρεφτάκια στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής

Και στων ριπών του Σεπτεμβρίου το σκίρτημα

Η φωνή σου αντιστοιχεί στα κυπαρίσσια κι ο χαμός σου σε μια γυμνή ερημονησίδα

Έλα να γονατίσουμε μαζί και να προσευχηθούμε
Η ζωή σε όλους ανήκει. Κόψε λουλούδι και θυμήσου το.


[επιλογές λέξεων από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη: 2χ7ε: Σκοπός της Ποίησης είναι η κρυμμένη ομορφιά, μ’ άλλα λόγια η απώτερη ουσία του κόσμου. Τα πάντα υπάρχουν έτσι όπως συλλαμβάνονται ή τουλάχιστον σε σχέση με όποιον τα προσλαμβάνει. Ο νους βρίσκεται μέσα σ’ ένα δικό του χώρο. Μπορεί να φτιάξει έναν Παράδεισο από Κόλαση ή μια κόλαση από Παράδεισο. Έτσι, η Ποίηση μας απαλλάσσει απ’ το να είμαστε δέσμιοι τυχαίων γεγονότων. Δημιουργεί μιαν άλλη ύπαρξη μέσα στην ύπαρξή μας, που σημαίνει, δημιουργεί απ’ αρχής τον κόσμο

Κική Δημουλά, Μελαγχολικός της ζωής άνεμος είμαι που νυχτώθηκα κι έμεινα σ’ ένα χθες ανάλγητο

$
0
0
Σ’ ένα υπόγειο καφενείο, που αφάνεια συμπαθητική προσέφερε, ώρες μεσημεριάτικες συντονιστήκαμε. Σε λίγο το έντονο του έρωτα φορέσαμε, που όπως φαίνεται μας πήγαινε πολύ. Γιατί μια ζωγραφιά του Αβέρωφ και μια φωτογραφία του ιδιοκτήτη (που διέκοπταν ηρωικά του τοίχου την ανία) μας έτερπαν περίσσια (ΜΕΣΗΜΕΡΙ)

[Ανακινήστε καλά προ της χρήσεως… Προς τούτο εσωκλείονται οδηγίες. Αν τις διαβάσεις προσεκτικά – σύνθεση, προφυλάξεις, δοσολογία – θα δεις ότι τις ίδιες ακριβώς παρενέργειες επιφυλάσσει η μικρή δόση αγάπης και η μεγάλη. Οι λέξεις φταίνε, Αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν. Για του λόγου το αληθές… Ιδού…]

 Γράμμα (από τη συλλογή ΕΡΕΒΟΣ 1956)

Ο ταχυδρόμος,
σέρνοντας στα βήματά του την ελπίδα μου,
μου ’φερε και σήμερα ένα φάκελο
με τη σιωπή σου.
Τ’ όνομά μου γραμμένο απ’ έξω με λήθη.

Η διεύθυνση μου ένας ανύπαρκτος δρόμος.
Όμως ο ταχυδρόμος
τον βρήκε αποσυρμένο στη μορφή μου,
κοιτώντας τα παράθυρα που έσκυβαν μαζί μου,
διαβάζοντας τα χέρια μου
που έπλαθαν κιόλας μιαν απάντηση.
Θα τον ανοίξω με την καρτερία μου,
και θα ξεσηκώσω με τη μελαγχολία μου
τ’ άγραφά σου.
Κι αύριο θα σου απαντήσω
στέλνοντάς σου μια φωτογραφία μου.
Στο πέτο θα έχω σπασμένα τριφύλλια,
στο στήθος σκαμμένο
το μενταγιόν της συντριβής.
Και στ’ αυτιά μου θα κρεμάσω –συλλογίσου-
τη σιωπή σου.
 
Παράκλησις (από τη συλλογή ΕΡΕΒΟΣ 1956)

Αυτή τη μέρα
άφησε να σου εμπιστευθώ την ιστορία μου:
Μελαγχολικός της ζωής άνεμος είμαι
που νυχτώθηκα κι απόμεινα σ’ ένα χθες ανάλγητο.
 
Έλα λοιπόν, και με τα μάτια σου,
που ’ναι καταχνιά και ενάστρωση,
το σύθαμπο και το πρωί
σε μιαν αλλόκοτη σύγκλιση,
ανάστειλε τη νύχτα μου.
 
Έλα.
Κι ας είναι μοιραίο πως αργότερα,
όταν ανάμεσά μας θ’ αναδεύεται.
σε ανυπόφορη μεγέθυνση,
το μυστικό μας το αδυσώπητο
-πως σημερινοί είμαστε και ξένοι-
με τον υποβολέα της πίκρας μου
παμπάλαιο κατευόδιο θ’ απαγγείλω πάλι
στις ώρες τις αγέρωχες,
που ανεβασμένες στη σχεδία του ανέκκλητου
προς ένα αδηφάγο αύριο θα λάμνουν.
 

[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ]

Οδυσσέα Ελύτη, Έχοντας ερωτευθεί και κατοικήσει αιώνες μεσ’ στη θάλασσα έμαθα με λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε μανταρίνι κι άψινθο

$
0
0
Για να σε κοιμηθώ παράνομα και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά μου κομμάτια πέτρες τα λόγια των θεών, κομμάτια πέτρες τ’ αποσπάσματα του Ηράκλειτου.

Έφερνα γύρους μεσ’ στον ουρανό και φώναζα με κίνδυνο ν’α γγίξω μια ευτυχία. Σήκωσα πέτρα και σημάδεψα μακριά: μιλημένη από τον ήλιο η Μοίρα έκανε πως δεν έβλεπε. Και το πουλί του κοριτσιού πήρε ένα ψίχουλο θαλάσσης και αναλήφθη. Ιδού

ΜΙΚΡΗ ΠΡΑΣΙΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ  (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη Το Φωτόδενδρο και η δέκατη τέταρτη Ομορφιά, Εκδόσεις Ίκαρος 1974)
Μικρή πράσινηθάλασσαδεκατριώ χρονώ
Που θα’ θελα να σε υιοθετήσω
Να σε στείλω σχολείο στην Ιωνία
Να μάθεις μανταρίνι και άψινθο
Μικρή πράσινηθάλασσαδεκατριώ χρονώ
Στο πυργάκι του φάρου το καταμεσήμερο
Να γυρίσεις τον ήλιο και ν’ ακούσεις
Πώς η μοίρα ξεγίνεται και πώς
Από λόφο σε λόφο συνεννοούνται
Ακόμα οι μακρινοί μας συγγενείς
Που κρατούν τον αέρα σαν αγάλματα
Μικρή πράσινηθάλασσαδεκατριώ χρονώ
Με τον άσπρο γιακά και την κορδέλα
Να μπεις απ’ το παράθυρο στη Σμύρνη
Να μου αντιγράψεις τις αντιφεγγιές στην οροφή
Από τα Κυριελέησον και τα Δόξα σοι
Και με λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε
Κύμα το κύμα να γυρίσεις πίσω
Μικρή πράσινηθάλασσαδεκατριώ χρονώ
Για να σε κοιμηθώ παράνομα
Και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου
Κομμάτια πέτρες τα λόγια των Θεών
Κομμάτια πέτρες τ’ αποσπάσματα του Ηράκλειτου.

 
Η ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ  (από την ίδια ποιητική συλλογή)

Έχοντας ερωτευθεί και κατοικήσει αιώνες μεσ’ στη θάλασσα έμαθα γραφή κι ανάγνωση
 
Ώστε τώρα να μπορώ σε μεγάλο βάθος πίσω τις γενιές απανωτές όπως αρχίζει ένα βουνό προτού τελειώσει το άλλο
 
Να κοιτάζω Και μπροστά πάλι το ίδιο:
 
Το βαθύ σκούρο μπουκάλι και η νέα στο μπράτσο Ελένη με το πλάι επάνω στον ασβέστη
 
Να γεμίζει κρασί της Παναγίας το μισό το σώμα της φευγάτο κιόλας στην Ασία την αντικρινή
 
Και το κέντημα όλο μετατοπισμένο  μεσ’ στον ουρανό με τα διχαλωτά πουλιά τα κιτρινάκια και τους ήλιους
 

[ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ λέξεων από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη: ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ: Έχοντας ερωτευθεί και κατοικήσει αιώνες μεσ’ τη θάλασσα έμαθα γραφή κι ανάγνωση ώστε τώρα να μπορώ σε μεγάλο βάθος πίσω τις γενιές απανωτές  όπως αρχίζει ένα βουνό προτού τελειώσει το άλλο να κοιτάζω. Και μπροστά πάλι το ίδιο: το βαθύ σκούρο μπουκάλι και η νέα στο μπράτσο Ελένη με το πλάι επάνω στον ασβέστη να γεμίζει κρασί της Παναγίας, το μισό το σώμα της φευγάτο κιόλας στην Ασία την αντικρινή και το κέντημα όλο μετατοπισμένο μεσ’ τον ουρανό με τα διχαλωτά πουλιά τα κιτρινάκια και τους ήλιους

 

Κική Δημουλά, Σε συναντώ χρόνια τώρα μόνη, κατάμονη, Θεά Αφροδίτη, σε μια διασταύρωση θνητών

$
0
0
Εις επήκοον της μοναξιάς: ΧΡΟΝΟΣείναι ό,τι μεσολαβεί και μετατρέπει, ό,τι διαιρείται σε στιγμές. ΣΤΙΓΜΗείναι ένα τίποτε του χρόνου που όμως χωράει τ’ αποκορυφώματα… ΜΟΝΑΞΙΑδε είναι αυτή που φαίνεται στο βάθος πίσω ακριβώς από κάποιους ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣπου κουβεντιάζουνε μαζί σου σαν άγαλμα προς άγαλμα.

 [«Κάθε τι ΜΙΑ φορά, ΜΙΑ φορά μόνο. ΜΙΑ φορά και ποτέ πια. Κι εμείς ΜΙΑ φορά μόνο. Δεύτερη ποτέ! Μα τούτη η μια φορά για να ’χει υπάρξει, δεν είναι κάτι που παίρνεται πίσω» R.M.RILKE- Νύχτωσε πάλι όπως χθες. Πάλι όπως χθες νύχτωσε. Χθες. Πάλι. Προσπάθεια μάταιη να χτυπηθεί το νόημα, η αλληλεγγύη του καημού, με όποια μετάθεση των λέξεων με όποια αποδέσμευσή του… Λοιπόν, καλύεταρα να παραμείνουν σε μια πεπατημένη πρόταση και εκ πρώτης όψεως αναίμακτη: Νύχτωσε πάλι όπως χθες]

 Ορισμοί (από τη συλλογή ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ 1963)

Μ’ αρέσουνε οι διάφοροι θεοί
που συναντώ στα πάρκα, στα μουσεία,
και στων σπιτιών τους κήπους,
πάλαι ποτέ θεοί και τώρα τέχνη,
γνώσις μυθολογίας κι εξωραϊσμός.

 
Έτσι κι εσύ, θεά Αφροδίτη.
Σε συναντώ χρόνια τώρα,
μόνη, κατάμονη,
γωνία Κοδριγκτώνος και Κυψέλης
-μια διασταύρωση θνητών-
σ’ ενός σπιτιού τον κήπο,
ελάχιστον, όσο για να χωράει
το ξάφνιασμα που προκαλείς
κι ένα φυτό αναρριχώμενο που,
όταν του βάζει λόγια ο ήλιος,
σου αφήνει
μικρά σημάδια από σκιά
στο σχήμα και στο μέγεθος του φύλλου.
 
Και τώρα ήρθε πια η στιγμή,
Θεά Αφροδίτη, να μιλήσουμε
σαν ίσος προς ίσον. Θέλω να πω
σαν άγαλμα προς άγαλμα.
Λένε η Γη πως στρέφεται
περί τον πολυμήχανο άξονά της,
κι εκείνος μέσα μας.
Για να το καταλάβεις,
άξονας ή μοίρα
είναι αυτό που συνετέλεσε
ώστε να κουβεντιάζουμε τώρα οι δυο μας
σαν ίσος προς ίσον:
σαν άγαλμα προς άγαλμα.
Στρέφεται, λες ένα στρογγυλό
επίμονο κυνηγητό
της νύχτας πίσω από τη μέρα,
κι έτσι τελεσφορούν τα εικοσιτετράωρα.
Οξύ το πρόβλημα των εικοσιτετραώρων,
Θεά Αφροδίτη,  ή και του χρόνου.
 
Χρόνος είναι
ό,τι μεσολαβεί και μετατρέπει.
Διαιρείται σε στιγμές.
Στιγμή είναι, βέβαια,
ένα τίποτε του χρόνου.
Όμως χωράει τ’ αποκορυφώματα,
Θεά Αφροδίτη.
Κι εκτός που διαιρείται σε στιγμές,
εκτός που τις μεγάλες ιστορίες
στο έλεος της μνήμης τις αφήνει,
απαραιτήτως διαιρείται
(όπως ίσως σου έδειξε
το αναρριχώμενο φυτό)
σε τέσσερις μεγάλες εποχές:
στο χειμώνα, στην άνοιξη
στο καλοκαίρι και, τέλος,
στο περίλυπο φθινόπωρο,
που υπερασπίζεται πολύ τ’ αγάλματα
και κάποιους φθινοπωρινούς ανθρώπους.
Φθινοπωρινοί άνθρωποι
είναι αυτοί
που κουβεντιάζουνε μαζί σου
σαν άγαλμα προς άγαλμα.
Εις επήκοον της μοναξιάς.
Μοναξιά δε είναι, Θεά Αφροδίτη,
αυτή που φαίνεται στο βάθος:
πίσω ακριβώς κι από τις δυο μας.
 

 [επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ ερήμην μου]

Οδυσσέα Ελύτη, Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή λες αρχίζει, να: Σάββατο Κυριακή Δευτέρα Τρίτη

$
0
0
Κοιμούνται οι άνθρωποι στο ένα τους πλευρό, τ’ άλλο τους ανοιχτό να βλέπεις που ανεβαίνει κύματα-κύματα η ζωή και να ’ναι τεντωμένο το χέρι σου σαν του νεκρού τη στιγμή που του παίρνεται η πρώτη αλήθεια, μια πυρκαγιά ομορφιάς λευκής ύστερα που οι Ήρωες έφυγαν και φωνήεντα, Όμικρον άλφα κι έψιλον απ’ τα Παντοτινά, φθάνουν Σάββατο Κυριακή Δευτέρα Τρίτη πλην οι Χρησμοί, Τετάρτη Πέμπτη δρουν με ασήμι της Μαρίας τις νύχτες που έχουν ελεύθερο οι αισθήσεις


Κείνο το πράσινο κόρης οφθαλμού που πρώτο- ΕΙΣΕΡΧΕΤΑΙ στον έρωτα και τ’ άλλο το χρυσό που όπου κι αν το τοποθετείς ιουλίζει. Έφιππος φτάνει, την υποχθόνια Άνοιξη, εκείνος που θα κοιμίσει τον άγγελο στο στήθος σου,  να κυνηγιούνται τα νερά κάτω απ’ τα χορτάρια, με το λίγο της ψυχής κυανό η Όξω Πέτρα μέσα από τη μαυρίλα ν’ αρχίσει ν’ αναδύεται. Τόσο μεγάλος ο ουρανός και τόσο η γης μικρή για δυο ανθρώπων μόνο. Προχωρώ από ένστικτο μην ξέροντας ποια μέρα η Διοτίμα νοερά τραγουδώντας έφτασε να μεταβάλει το νου του ανθρώπου ώστε εκείνοι που αγαπιούνται να’ ναι κι εδώ κι εκεί των δυο αστέρων και του ενός μονάχα πεπρωμένου. Ιδού

Περασμένα μεσάνυχτα  (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ, Εκδόσεις Ίκαρος 1991)
Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή
 
Σαν σε χαμηλωμένο Γαλαξία το κεφάλι μου βαρύ
Κοιμούνται οι άνθρωποι με το ασημένιο πρόσωπο, άγιοι
Που άδειασαν από τα πάθη κι ολοένα τους φυσάει ο αέρας μακριά
Στον κάβο του Μεγάλου Κύκνου. Ποιος ευτύχησε, ποιος όχι
Και ύστερα;
Ίσα τερματίζουνε όλοι στερνά μένουν
Ένα σάλιο πικρό και στο αξύριστό σου πρόσωπο
Χαραγμένα ψηφία ελληνικά που το ένα στο άλλο ν’ αρμοστούν

αγωνίζονται ώστε

Η λέξη της ζωής σου η μία εάν…
 
Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή
 
Περνάν τα οχήματα της Πυροσβεστικής, για ποιαν από τις πυρκαγιές
Κανείς δεν ξέρει. Σ’ ένα δωμάτιο τέσσερα επί πέντε ντουμάνιασε ο καπνός. Προεξέχουν μόνον
Η κόλλα το χαρτί και η γραφομηχανή μου. Πλήκτρα
Χτυπά ο θεός και αμέτρητα είναι τα βάσανα έως το ταβάνι
Κοντά να ξημερώσει
μια στιγμή φανερώνονται οι αρχές με κάθετα
Πάνω τους τα βουνά σκούρα και μωβ. Αλήθεια θα ’ναι φαίνεται
Ζω για τότε που δεν θα υπάρχω
 
Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή
 
Κοιμούνται οι άνθρωποι στο ένα τους πλευρό, τ’ άλλο τους
Ανοιχτό να βλέπεις που ανεβαίνει κύματα
Κύματα η ζωή και να ’ναι τεντωμένο το χέρι σου
Σαν του νεκρού τη στιγμή που του παίρνεται η πρώτη αλήθεια.
 
Παρασκευή που πάντα βρέχει  (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ, Εκδόσεις Ίκαρος 1991)

Τι, παλαιότερο απ’ το χρόνο σαν χρυσού κοίτασμα
Μες στην ιλύ του νου σου πιθανόν έλαμψε ώστε
Άσταλτα κι άπιαστα ορατά γίνονται τώρα
Και χωρίς έτος να έχουν χρώματα ή οσμές
Η ζωή σου λες αρχίζει, να:
Σάββατο Κυριακή Δευτέρα Τρίτη
 
Μα γαλάζιο το πιο συγκινητικό, Τετάρτη Πέμπτη
Φτάνει ο ήχος απ’ τα ζώα που πίνουν προχωρημένα μέσα στο χρυσάφι
Κει βάλλει Μυκηναίος Θεός
Μια πυρκαγιά ομορφιάς λευκής ύστερα που οι ήρωες έφυγαν
Κι οι φθόγγοι άτεγκτοι φθάνουν
Σάββατο Κυριακή Δευτέρα Τρίτη
 
Χλώρης της ουρανίας Μέδουσα και Γη
Σαν άτρακτος από άνθη μες στα κύματα
Των μουσικών φωνών η αγάπη τρέμει
Το ένα ή δύο που χάνονται κι άπρακτος μένει ο αέρας
Πριν σε κάμινο ύσγινη ακουσθεί
Σάββατο Κυριακή Δευτέρα Τρίτη
 
Πλην οι χρησμοί, Τετάρτη Πέμπτη, δρουν με ασήμι της Μαρίας και όοστρακα
Τις νύχτες που έχουν το ελεύθερο οι αισθήσεις
Ίδιες νόμοι του σύμπαντος πιστεύεις είναι
Δω ή εκεί το μεγάλο κεφάλι του Ιερέα και ύστερα
Η καμπάνα της σελήνης πάνω απ’ τα κιγκλιδώματα
Όμικρον άλφα κι έψιλον απ’ τα Παντοτινά.

[ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ λέξεων από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη: ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ, για το οποίο η Κική Δημουλά σε μια ομιλία της είπε: «Τι διαφορετικό είχε λοιπόν προστεθεί στα ΕΛΕΓΕΙΑ; Αν δεν με παρασύρουν τα συμφέροντα της ιδιοσυγκρασίας μου, νιώθω ότι αυτά τα ποιήματα γράφτηκαν με ένα άλλο ήθος χρόνου, λιγότερο ταχύ, λιγότερο περαστικό. Σαν σε κάθε στίχο που έγραφε ο Ελύτης να κοντοστεκόταν, να περίμενε, να γύριζε πίσω, να κοίταζε να δει αν έρχεσαι: εσύ, ο όποιος ευπρόσδεκτος… Έτσι, εδώ, δεν είναι συνεχώς ηλιόλουστα τα θαυμαστικά επιφωνήματα κι ο στοχασμός σαν να εξερευνά με όργανα πιο τελειοποιημένης επιμονής την απεραντοσύνη της ανησυχίας που μας περιβάλλει…

Κική Δημουλά, Όλοι οι άγιοι έχουν το ίδιο πρόσωπο

$
0
0
Ας το πούμε βοριαδάκι, κι ας το πούμε απόγευμα αυτό το σκούρο είδος που είναι έξω από το σπίτι. Ό,τι είναι μέσα στο σπίτι ας το πούμε πρέπει.

 [Τα κείμενα, που περιέχονται στο βιβλίο ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ της Κικής Δημουλά, είναι, όπως γράφει η ίδια στον ΕΠΙΛΟΓΟ, που προτάσσει ως εισαγωγή στο βιβλίο της, ο επίλογος πράγματι μιας εκκρεμότητας που έμεινε για σαράντα χρόνια στο συρτάρι]

Πρέπει (από τα ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ της Κικής Δημουλά, Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ 2004)
Ας το πούμε βοριαδάκι, κι ας το πούμε απόγευμα αυτό το σκούρο είδος που είναι έξω από το σπίτι. Ό,τι είναι μέσα στο σπίτι ας το πούμε πρέπει.

Πρέπει να παρακολουθήσω τη μελέτη των απογόνων. Η μικρή ασκείται στο 5. Της λέω ότι μοιάζει με κρεμάστρα. Ο μεγαλύτερος διαβάζει το Δωδεκάθεον. Της μαθήσεως προηγείται η περιέργεια. Και ποιος κάνει τώρα όλες αυτές τις δουλειές που έκαναν οι δώδεκα θεοί; Και τι γίνανε τώρα οι δώδεκα εκείνοι θεοί, αφού μου λες ότι ο θεός είναι αιώνιος; Και γιατί δεν τον βαφτίσανε αυτόν τον δικό μας θεό;

Κι εγώ από αδυναμία να δικαιολογήσω τους μύθους και τις παραλήψεις περιμένω την εξ ύψους σωτηρία. Κι ακούγεται τότε, κουλουράααα…ς, κουλούρια ζεστάαααα…

Από Θεού αυτά τα κουλούρια! Βγαίνω στο παράθυρο, βοριαδάκι, και φωνάζω τον κουλουρά. Ανεβαίνει επάνω, ξεφορτώνεται τα κουλούρια, τ’ ακουμπάει κάτω.

-Κοψομεσιάστηκα.

-Είναι φρέσκα τα κουλούρια;

-Καίνε.

Πιάνω τα κουλούρα. Ξύλα.

-Χριστιανέ μου, αυτά είναι του ψυγείου. Τι καίνε μου λες.

-Σοβαρολογείς μαντάμ; Μα καλά, θα σε γελάσω τώρα για ένα κουλούρι; Αν δε θέλεις μην παίρνεις, αλλά όχι ότι είναι μπαγιάτικα τα κουλούρια. Σα να μου λες ότι δεν ξέρω τη δουλειά μου…

Βγαίνουν και οι απόγονοι έξω, παίρνουν μέρος στην πραγματεία, προστατεύουν τα κουλούρια. Μη! τους λέω εγώ. Ας’ τα παιδιά να παίξουν, αδελφέ, μου λέει εκείνος.

-Έχεις παιδιά;

-Έχω ένα γιο. Θα πάει στο Πολυτεχνείο. Γι’ αυτό πρέπει να πουλήσω κανένα κουλούρι… Είναι καλός στο σχέδιο. Να δεις πορτρέτο, να πεις, να πεις τώρα θα μου μιλήσει. Η μάνα του παινιέται πως ο παππούς της ζωγράφιζε αγίους κι από κει τάχα πήρε το παιδί… Κι εγώ της λέω πως χαρά στο πράμα που ζωγράφιζε αγίους, όλοι οι άγιοι όμοιοι είναι, έχουν το ίδιο πρόσωπο. Δεν το ’χεις και του λόγου σου προσέξει; Άντε να πηγαίνω. Καλή είναι η κουβέντα, αλλά πρέπει…

Μπαίνω μέσα μ’ ένα μάτσο κουλούρια και σε λίγο τον ακούω να φωνάζει, κουλούρια ζεστάααα!

-Γιατί, μαμά, όλοι οι άγιοι έχουν το ίδιο πρόσωπο;

Γιατί έτσι πρέπει.


[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Σε μέτρησα και ήσουνα πολλά, ξαναμετρώ κι ήσουν αλλιώς. Το άφησα να είσαι κι απ’ τα δύο. Δεν σου αφαίρεσα ούτε μία απ’ τις χιλιάδες ωραιότητες που είχες, ούτε μισή απ’ τις ασκήμιες σου ΚΟΣΜΕ]

Οδυσσέα Ελύτη, Θέλει να ’χε άγριες πείνες άπνοιας ο Αύγουστος για να ζητάει μελτέμι

$
0
0
Δρέποντας μανταρίνια ή φιλοσόφων ρύακες αν όχι και κινούμενη πολίχνη μελισσών πάνω στην ήβη. Ας είναι! Μαύρον ήλιο κάνουν τα σταφύλια και λευκό πιο το δέρμα. Ποιος πλην του θανάτου μας διεκδικεί; Ποιος επ αμοιβή πράττει το άδικο; Έτσι με κάτι τέτοια πιάνεται ο κισσός και μεγαλώνει το φεγγάρι να βλέπουν οι ερωτευμένοι σε τι μπλε Ιουλίτας γίνεται τ’ αραχνοΰφαντο του πεπρωμένου να διαβάζεις ώστε πιο ευφυής πιο εύφωνος να κελαϊδάει ο μέσα μας κορυδαλλός απ’ το δικό του άμβωνα… Έτσι ομήλικος γίνεσαι στου κήπου τ’ άπατα να γαργαλιέσαι με τις εξαδέλφες σου. Αύριο θα μας ραντίσει νυχτολούλουδα περαστικός οργανοπαίχτης και θα μείνουμε παρ’ όλα αυτά μη ευτυχείς όπως συνήθως στην αγάπη. Όμως απ’ τη μαστίχα του πηλού της γης μια γεύση αιρετική ανεβαίνει μισή από μίσος κι όνειρο μισή από νοσταλγία... Εάν εξακολουθούμε να ’μαστε αντιληπτοί ως άνθρωποι που διαβιούμε κάτω από θόλους κατάστικτους με σμαραγδίσκων τρίτονες τότε η ώρα θα ’ναι μισό δεύτερον λεπτού μετά τη μεσημβρία και η τελειότης η άκρα συντελεσμένη σ’ ένα κήπο με υακίνθους!

Πλησίον μια μικρή βροχή μ’ όλους των άκοπων ακόμη Οπωροφόρων τους στενούς συγγενείς και τα παιδιά Μαζί μωβ ανθύλλια όλα στραμμένα ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ. Σωστά μίλησε λοιπόν αυτός που κατοικεί Ροδαμών και Ήβης γωνία, μ’ αστραπές μιλάει το άωρο και μ’ αγράμπελη προ των φιλιών το επάνω χείλι. Ιδού

 ΣΕ ΜΠΛΕ ΙΟΥΛΙΤΑΣ  (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ, Εκδόσεις Ίκαρος 1995)

Και σε θραύσμα Βρισηίδας και σε κοχύλι Ευρίπου
Εκείνο που εννοώ. Θέλει να ’χε άγριες πείνες άπνοιας ο Αύγουστος
Για να ζητάει μελτέμι ώστε στο φρύδι ν’ αφήνει λίγο αλάτι και
Στον ουρανό ένα μπλε που το όνομά του μέσα στα πολλά τ’ ακούς ευώνυμο
Στο βάθος όμως είναι μπλε Ιουλίτας
Λες και έχει ανάσας βρέφους πέρασμα προπορευτεί
Που βλέπεις τόσο καθαρά να πλησιάζουν απ’ αντίκρυ τα όρη
Και μια φωνή παλιού περιστεριού να σκίζει κύμα και να χάνεται.

 
Αν είναι άγιον το του αγαθού πάλι απ’ τον αέρα
Του επιστρέφεται. Τόσο από τα ίδια της παιδιά η Ευ-
Μορφία πληθαίνει και μεγαλώνει ο άνθρωπος πριν δυο και τρεις φορές
Τον παραστήσει ο ύπνος
Στον καθρέφτη του. Δρέποντας μανταρίνια ή φιλοσόφων ρύακες αν όχι και
Κινούμενη πολίχνη μελισσών πάνω στην ήβη. Ας είναι
Μαύρον ήλιο κάνουν τα σταφύλια και λευκό πιο το δέρμα
Ποιος πλην του θανάτου μας διεκδικεί; Ποιος επ αμοιβή πράττει το άδικο;
Μια συγχορδία η ζωή
όπου ένα τρίτος ήχος παρεμβάλλεται
Και είναι αυτός που λέει στ’ αλήθεια τι πετά ο φτωχός
Και τι μαζεύει ο πλούσιος; χαδούλια γάτας εύπλεκτα της λυγαριάς
Αψιθιές με κάπαρη λέξεις εξελικτικές με βραχύ το έναν φωνήεν
Ασπασμούς από τα Κύθηρα. Έτσι με κάτι τέτοια πιάνεται
Ο κισσός και μεγαλώνει το φεγγάρι να βλέπουν οι ερωτευμένοι
Σε τι μπλε Ιουλίτας γίνεται τ’ αραχνοΰφαντο του πεπρωμένου να διαβάζεις
 
Αχ! Δύσεις έχω δει πολλές κι αρχαίων διαβεί θεάτρων τα
Διαζώματα. Όμως δεν ποτέ ομορφιά που εδανείστηκεν ο χρόνος

Και κατά του μελανιού νίκη να επιτύχει και αγάπης έκταση να επιμηκύνει ώστε
Πιο ευφυής πιο εύφωνος να κελαϊδάει ο μέσα μας κορυδαλλός
Απ’ τον δικό του άμβωνα
Σύννεφο συνοφρυωμένο που τ’ ανεβάζει πούπουλο ένα σκέτο «μη»
Κι ύστερα πάλι πέφτει και χορταίνεις χορταίνεις χορταίνεις βροχή
Ομήλικος γίνεσαι του ανέγγιχτου χωρίς να το γνωρίζεις και
Συνεχίζεις στου κήπου τ’ άπατα να γαργαλιέσαι με τις εξαδέλφες σου
Αύριο θα μας ραντίσει νυχτολούλουδα περαστικός οργανοπαίχτης
Και θα μείνουμε παρ’ όλα αυτά λιγάκι μη ευτυχείς όπως συνήθως στην αγάπη
Όμως απ’ την μαστίχα του πηλού της γης μια γεύση αιρετική ανεβαίνει
Μισή από μίσος κι όνειρο μισή από νοσταλγία.
 
Εάν εξακολουθούμε να ’μαστε αντιληπτοί ως άνθρωποι που
Διαβιούμε από θόλους κατάστικτους με σμαραγδίσκων τρίτονες τότε

Η ώρα θα ’ναι μισό δεύτερον λεπτού μετά τη μεσημβρία
Και η τελειότης η άκρα
συντελεσμένη σ’ έναν κήπο με υακίνθους
Όπου τους αφαιρέθηκεν ο μαρασμός για πάντα. Κάτι φαιό
Που μια σταξιά μονάχα λεμονιού αιθριάζει οπόταν
Βλέπεις κείνο που απ’ την αρχή εννοούσα με στοιχεία καθαρά
Να χαράζεται
πάνω σε μπλε Ιουλίτας.
 

[ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ λέξεων από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη: ΤΑ ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ: Ας είναι άγιον εκείνο που εννοώ. Θέλει να ’χε άγριες πείνες άπνοιας ο Αύγουστος για να ζητήσει μελτέμι ώστε στο φρύδι τ’ ουρανού ν’ αφήνει ένα μπλε που το όνομά του μέσα στα πολλά τ’ ακούς ευώνυμο, δρέποντας η Ευ-Μορφία μανταρίνια ή φιλοσόφων ρύακες πληθαίνει και μεγαλώνει ο άνθρωπος στον καθρέφτη του στο βάθος όμως είναι μια κινούμενη πολίχνη μελισσών πάνω στην Ήβη. Ας είναι, μαύρον ήλιο κάνουν τα σταφύλια, μισό από μίσος και όνειρο και μισό από νοσταλγία

Οδυσσέα Ελύτη, Να αναλύεις ένα σκίρτημα ή να το καθηλώνεις σε μια στιγμή οιονεί αιώνια

$
0
0
Να δίνεις την ευχέρεια στην ύλη να χάνει τόση απ’ τη βαρύτητά της όση της χρειάζεται για να επιχειρεί μαζί σου πτήσεις, είναι μια ευχαριστία. Πουθενά δεν επιστρέφει μεταμελημένος, παρεχτός εκεί που ευτύχησες μα δεν το δήλωσες, ο Θεός… Α παιδιά της πέτρας και του μετάλλου, αλλά και του ρυθμού και του ιλίγγου. Για μια χούφτα ευ ζούμε όλοι μας κι ας όψεται η απροσεξία του χρόνου… Είναι ανάγκη στις εκατό στροφές του μηδενός το περιούσιον άσμα ν’ ακουστεί της μιας στιγμής η μία χαρά!


Θ’ αρχίσω με μιαν ήχηση που να φτάνει από το πιο σκληρό μέταλλο έως την πιο λεπτή χορδή, χωρίς ούτε οι απολαύσεις ν’ αποκλείονται ούτε οι ενοχές να επιβάλλονται, αλλά η φύσις να παραμένει φύσις. Υπάρχει ένας τρόπος να μπαινοβγαίνουμε στα καθημερινά γεγονότα, έτσι που το ρούχο μας να μην πιάνεται από τα κλαδιά που απλώνει γύρω μας το συμφέρον, αυτό το επίμονο βήμα σημειωτόν πάνω στο θυμικό μας, η αφαίρεση ενός μικρότατου ευτυχισμού που ο άνθρωπος φυλάγει στα πιο ασφαλή θησαυροφυλάκια της ιδιωτικής του ζωής.

 
Βηματισμοί α LaTchaikovsky (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ Εκδόσεις Ύψιλον/ βιβλία 1995)
Ν’ αναλύεις ένα σκίρτημα ή να το καθηλώνεις μέσα σε δέκατα του δευτερολέπτου, χωρίς η πραγματικότητα να παρουσιάζει το πραγματικό ρήγμα, είναι ήδη πολύ. Όμως να δίνεις την ευχέρεια στην ύλη να χάνει τόση απ’ τη βαρύτητά της όση της χρειάζεται για να επιχειρεί μαζί σου πτήσεις, είναι μια ευχαριστία.

Πουθενά δεν επιστρέφει μεταμελημένος, παρεχτός εκεί που ευτύχησες μα δεν το δήλωσες, ο Θεός. Αθρόο φαίνει ο αθώος φως. Και η φύσις πληρώνει.

ρόδια μικρά κλειστά περιστρεφόμενα
επειδή και τα δένδρα δεν γνωρίζουν δύση
στου Γιουδαπάν τα πάνω περιβόλια
αλλά διαδοχικά το φως διανύει
του πήδου και της απλωσιάς μηνύματα ευαφύπνιστα
τις διαβαθμίσεις όλες
παιδάκια ωρολογιακά των δένδρων
ενός μεταξένιου μπλε μωβ bassocontinuo
τι με το πόδι το δεξί τ’ αριστερού την τύχη κυνηγάτε;
από τ’ ανεξακρίβωτα νερά της Οδησσού
εδώ εγεννήθηκεν πανσές εκεί μωβ εκκλησάκι
ως τα της Οδυσσείας τα διάφανα
παντού μικρών καημών τα ωά
φανάρια των υπτίων νυχτών που σβήνουν και όχι
και πουθενά η αγάπη
εμπρός των Ρως και των Γραικών
και η αγάπη πουθενά
combrioτο πρόσταγμα
φοράδες ήχου ετάχυναν τα χτυποκάρδια του νερού
σαν να θωρείς ν’ ανάβουνε άξαφνα
στους λόφους του Σβολέν που ανάψανε
στα σκοτεινά
κόκκινα παλιό της πλέον αιφνίδιας μέρας
ρόδια μικρά κλειστά περιστρεφόμενα.

Αυτό ο χείμαρρος ο ανεβατός πού πάει; Κι ο σταματημός της μιας στιγμής, ο οιονεί αιώνιος. Υπάρχουν άνθρωποι της παλαιής λαλιάς κι υπάρχουν κι εγκαταλελειμμένοι ανθώνες. Ροδάκι του άσσου κι άλφα μούρλια! Στενεύεται ο χρόνος κι αναγκάζεται να εξαργυρώνει: να κορίτσια! να γοβάκια! να γυαλί τετραγωνάκια! Είναι ανάγκη στις εκατό στροφές στεναχώριας να παράγουμε και μία χαράς. Δικαιοσύνη.

το λι το λι το λίκνισμα
το κα το επάνω χέρι
Δύο τρία πέντα οχτώ
μαύρο μου ’γινες λευκό

Φύσα εδώ και φύσα εκεί
το σπαγκάκι το γατί
βασιλέα κάνε με
φουστανάκι μου άνεμε

Το λυ το λυ το λύγισμα
λίγου που αγγίζει αγκώνα
ένα δύο πέντε οχτώ
δεκαέξι ευχαριστώ
 
Η φιλία δύο αισθήσεων  είναι συχνά και η έναρξη μιας ερωτικής ιστορίας. Όταν εγγίζεις βλέπεις κι όσα κατεβάζει ο νους μας έρχονται από τους διαφορετικούς ορόφους. Α παιδιά της πέτρας και του μετάλλου, αλλά και του ρυθμού και του ιλίγγου. Για μια χούφτα ευ ζούμε όλοι μας κι ας όψεται η απροσεξία του χρόνου. Θα τιμωρηθεί. Αν ίσως δεν σηκωθεί ξάφνου δυνατός άνεμος κι ακουστεί του μηδενός το περιούσιον άσμα.


[Κι όμως διαφορετικός θα ήταν ο Μάιος αν αντί να πληρώνουμε και τέλη για την εισπνοή του οξυγόνου του, λαλούσαμε πέτρα και λαλούσαμε νερό με την ελπίδα ν’ αναφανεί μια μέρα ένα καινούργιο άλσος, κατάλληλο να δεχθεί την ταφή μας. Έαρ χρειάζεται και ζωή πλήρης καθαρότητας, για ένα δώρο που κανείς άλλος δεν μπορεί να στο προσφέρει - Αποσπάσματα από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη: Ο ΚΗΠΟΣ με τις ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ]

Κική Δημουλά, Φυτεύομαι άνθη, ανθίζω συναισθήματα και είμαι πολύ καλά εις άπλετον προορισμόν

$
0
0
Η νύχτα ενταφιάζει αθόρυβα στον τύμβο της σιωπής της το σώμα της ημέρας, της μάνας των έργων μου. Κι εγώ, τα ορφανά κι ανήλικα τούτα έργα μου μαζεύω γύρω μου, και τα προετοιμάζω για την άγνωστη μητριά τους: την αυριανήν ημέρα (ΜΕΤΑΘΕΣΙΣ)

 [Σημειώθηκε χθες διόγκωση της ματαιότητας. Αυτό, φυσικά, κανείς δεν το αντελήφθη. Κανείς από τους ελάχιστους «πλησίον μου»… Μονάχα εγώ που όρθια μπρος στο μεσίστιο μέλλον μου, σε στάση ανήμπορη αλλά κόσμια, άφησα να διαφύγει από το χώρο μου ένα ολόκληρο απόγευμα, σε μια ρευστότητα αθεράπευτη, γνωστή αλλ’ επιδεινωμένη… Ιδού…]

 Τη… και εν… (από τη συλλογή ΕΡΗΜΗΝ 1958)

Κατακλυσμός του ανέφικτου
με παρέσυρε κι εξέλιπα
χωρίς ενθύμια και λυπημένους.

 

Ύστερα,
σαν μια μικρή αποζημίωσης,
τούτο το ανέφικτο
έγινε φέρετρο.
Δυο χειροδύναμες λύπες το σήκωσαν,
και βρέθηκα στον τάφο μου
απ’ όπου ανωνύμως σας γράφω.
Ταυτότητά μου μην αναζητήσετε.
Δεν ωφελεί.
Απ’ τη φωτογραφία το ύφος υπέκυψε.
 
Το βλέμμα τρελάθηκε ήσυχα.
Όμως ό,τι για μένα
θα θέλατε να ξέρετε,
εκ ποίων δηλαδή πατρός και μητρός,
γεννηθείσα τη… και εν…,
οικοκυρά ή επιστήμων,
και προπαντός ορισμένη,
αυτά, απλώς αυτά,
του κατακλυσμού επέζησαν.
 
Ουτοπίες (από τη συλλογή ΕΡΗΜΗΝ 1958)

Καθ’ οδόν
(7 και 30΄πρωινή προς εργασίαν)
συναντώ τον Μάρτιο
ευδιάθετον,
υπαινιγμών πλήρη
περί ανοίξεως και λοιπά.
 
Αναβάλλω την υπόστασή μου
ανακόπτω τη σύμβασή μου
με το χειμώνα,
και διασπείρομαι σε χώμα.
Μια μικρή γη φυσική συντελούμαι,
ξαπλωμένη, απλωμένη
απέναντι στο
καθ’ όλα σύμφωνο
σύμπαν.
Φυτεύομαι άνθη,
ανθίζω συναισθήματα,
και είμαι πολύ καλά
εις άπλετον προορισμόν
και τοποθέτησιν.
 
«Απαγορεύεται η άνοιξις»!
ξάφνου μια πινακίδα – σύννεφο
απειλεί. Αμέσως
μια βροχή άρχισε κι έλεγε
εις βάρος της ανοίξεως
και εις βάρος μου,
ένας δύσθυμος άνεμος
μου κατάσχει τα άνθη,
μου κατάσχει τα συναισθήματα
και μ’ οδηγεί στο Γραφείο.
 
Παράβασις, λοιπόν, βαρεία,
και μάλιστα καθ’ οδόν,
από κυρία σχεδόν ώριμη,
με οικογενειακές υποχρεώσεις,
και πολυετή θητείαν
εις Δημοσίαν θέσιν
και χειμώνες.
 
Ασυμβίβαστα (από τη συλλογή ΕΡΗΜΗΝ 1958)

Όλα τα ποιήματά μου για την άνοιξη
ατέλειωτα μένουν.
 
Φταίει που πάντα βιάζεται η άνοιξη,
φταίει που πάντα αργεί η διάθεσή μου.
 
Γι’ αυτό αναγκάζομαι
κάθε σχεδόν ποίημά μου για την άνοιξη
με μια εποχή φθινοπώρου
ν’ αποτελειώσω.
 

[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ ερήμην μου]

Οδυσσέα Ελύτη, Νονά των άσπρων μου πουλιών Γοργόνα Ευαγγελίστρα μου, αχ με τι βιόλες θα κάρφωνα έλεος μιαν ευχή στα στήθια σου

$
0
0
Χύσε φωτιά στο λάδι και φωτιά στο στήθος. Δεν είναι φρόνιμη γωνιά η παλαίστρα της ψυχής. Η τύχη παίρνει ένα παράξενο ύφος ηλιομάντισσας, χορεύει για την άνοιξη κι η ζάλη του Μαγιού στης φουσκοθαλασσιάς τα χαμομήλια σκίζει το χρόνο, ανοίγει διάπλατα τα φύλλα των δρυμών, τα ρόδα του μυρίζουν αιωνιότητα που ζητάει εκδίκηση… Μια πεταλούδα πέταξε απ’ τα στήθια μας, ήτανε πιο λευκή απ’ το μικρό λευκό κλαδί της άκρης των ονείρων μας… Το βράδυ ανάψαμε φωτιά και τραγουδούσαμε γύρω-τριγύρω: φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα, μη φτάσεις ως τη στάχτη, καίγε μας λέγε μας τη ζωή!

Ο ουρανός μου είναι βαθύς και ανάλλαχτος. Έρχονται σιγανές βροχές ραγδαία χαλάζια, περνάν δαρμένες οι στεριές στα νύχια του χιονιά που μελανιάζει στα βαθιά μ’ αγριεμένα κύματα. Βουτάνε οι λόφοι στα πηχτά μαστάρια των νεφών: ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα, ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα. Φεύγω με μια ματιά, ματιά πλατιά όπου ο κόσμος ξαναγίνεται από την αρχή στα μέτρα της καρδιάς. Ιδού

 
Ναυτάκι του περιβολιού  (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ, Εκδόσεις Ίκαρος 1974)
Με όρτσα ψυχή με άρμη στα χείλια
με ναυτικά και με σαντάλια κόκκινα
Σκαλώνει μεσ’ στα σύννεφα
Πατάει τα φύκια τ’ ουρανού,
Η αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της
Μια πλώρη έρχεται αφρίζοντας
Άγγελοι! Σία τα κουπιά
Ν’ αράξει εδώ η Ευαγγελίστρια!

 
Κάτω στη γη πώς καμαρώνει το αρχοντολόι του περιβολιού!
Όταν γυρίζει ο αλάδανος το αχτένιστο κεφάλι του
Οι χαβούζες ξεχειλίζουνε
Κι η Ευαγγελίστρια μπαίνει
Γυμνή σταλάζοντας αφρούς με αστερία στο μέτωπο
Με αγέρι μοσχοκάρφης στα λυτά μαλλιά
Κι ένα καβούρι που τρικλίζει ακόμη στον ηλιοκαμένον ώμο της!
 
Νονά των άσπρων μου πουλιών
Γοργόνα Ευαγγελίστρια μου!
Τι μπάλες  θαλασσιά γαρούφαλλα ρίχνουν στο μώλο τα κανόνια σου
Πόσες αρμάδες κοχυλιών βουλιάζουνε οι φωτιές σου
Και πώς λυγάς τις φοινικιές όταν τρελαίνεται ο γαρμπής
Και σούρνει άμμους και βότσαλα!
 
Περνάν οι ελπίδες μεσ’ στα μάτια της
Με βάρκες από σουπιοκόκκαλο
Στα τρία δελφίνια που χοροπηδούν
Πίσω της φλοκωτές παντιέρες ανεμίζουνε!
-Αχ με τι βιόλες με τι πασχαλιές
Θα κάρφωνα έλεος μιαν ευχή στα στήθια σου
Να όριζες άλλο ριζικό μου εμένα!
Δεν την αντέχω τη στεριά
Δεν με βαστάνε οι νεραντζιές
Δώσε να πάω για τ’ ανοιχτά  με μπαλωθιές και σήμαντρα!
 
Γρήγορα Παναγιά μου γρήγορα
Κιόλας ακούω τραχιά φωνή ψηλά πάνω από τις ντάπιες
Χτυπάει χτυπάει στις χάλκινες αμπάρες
Χτυπάει χτυπάει κι αντρειεύεται
Στράφτουν σαν ήλιοι τα τσαπράζια της

Αχ και προστάζει –δεν ακούς;-
Αχ και προστάζει: η Μπουμπυλίνα!
 
Κι η Παναγία χαίρεται η Παναγία χαμογελά
Το πέλαγο έτσι που κυλάει βαθιά πόσο της μοιάζει!
-Ναι βρε κεφάλι αγύριστο
Ναι, βρε ναυτάκι του περιβολιού
Στον ύπνο σου προσμένουν τρία τρικάταρτα!
 
Τώρα με ψάθα γυριστή και με σαντάλια κόκκινα
Μ’ ένα σουγιά στο χέρι
Πάει το ναυτάκι του περιβολιού
Κόβει τα κίτρινα σκοινιά
Λασκάρει τα’ άσπρα σύννεφα
Η αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της
Μπαρούτι σκάει στα όνειρα
Λαμπρή στα φύκια του ουρανού!
 
Άνεμοι ξυπόλυτοι άνεμοι
Μισοβουλιαγμένες βάρκες
Ξύλα που πρήζονται με απόλαυση
Άνεμοι ξυπόλητοι άνεμοι
Στα σοκάκια που κουφάθηκαν
Πέτρινοι κατήφοροι
Ο μουγκός ο τρελός
Η μισοχτισμένη ελπίδα.
 
Μεγάλα νέα καμπάνες
Στις αυλές άσπρες μπουγάδες
Στις παραλίες οι σκελετοί
Μπογιές κατράμι νέχφτι
Ετοιμασίες της Παναγίας
Που για να γιορτάσει ελπίζει
Άσπρα πανιά και γαλανές σημαιούλες.
 
Κι εσύ στα πάνω περιβόλια
Κτήνος της αγριαχλαδιάς
Λιγνό άγουρο αγόρι
Ο ήλιος ανάμεσα στα σκέλια σου
Να παίρνει μυρωδιά
Κι η κοπελίτσα στην αντικρινή στεριά
Να σιγοκαίγεται απ’ τις ορτανσίες.
 
Τη μοίρα μας δεν θα την πει κανένας
Αυτός ο αγέρας που χαζεύει μεσ’ στις κυδωνιές
Το ζουζούνι αυτό που πιπιλάει τα κλήματα
Η πέτρα που ο σκορπιός φοράει κατάσαρκα
Κι αυτές οι θημωνιές μέσα στ’ αλώνια
Που καμώνουνται το γίγα σε μωρά παιδιά ξυπόλητα
 
Οι ζωγραφιές του ανάστα ο Θεός
Στον τοίχο που έξυσαν τα πεύκα με τα δάχτυλά τους
Ο ασβέστης που βαστάει στη ράχη του τα μεσημέρια
Και τα τζιτζίκια τα τζιτζίκια μεσ’ στ’ αυτιά των δένδρων.
Μεγάλο καλοκαίρι από κιμωλία
Μεγάλο καλοκαίρι από φελλό
Τα κόκκινα πανιά λοξά στα σαγανάκια
Στον πάτο ζώα κατάξανθα σφουγγάρια
Των βράχων φυσαρμόνικες
Πέρκες από τις δαχτυλιές ακόμη του κακού ψαρά
Ξέρες περήφανες στις πετονιές του ήλιου.
 
Ένα και δυο: τη μοίρα μας δεν θα την πει κανένας
Ένα και δυο: τη μοίρα του ήλιου θα την πούμε εμείς.
 
Είμαστε από καλή γενιά
Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα
Με τις γυναίκες τους ήλιους τα σκυλιά μας
Παίξαμε τραγουδήσαμε ήπιαμε νερό
Φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες
 
Το απομεσήμερο για μια στιγμή καθήσαμε
Και κοιταχτήκαμε βαθιά μέσα στα μάτια
Μια πεταλούδα πέταξε απ’ τα στήθια μας
Ήτανε πιο λευκή
Απ’ το μικρό λευκό κλαδί της άκρης των ονείρων μας
Ξέραμε πως δεν ήταν να σβηστεί ποτές
Πως δεν θυμότανε καθόλου τα σκουλήκια έσερνε.
 
Το βράδυ ανάψαμε φωτιά
Και τραγουδούσαμε γύρω-τριγύρω:
 
Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα
Φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη στάχτη
Φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας, λέγε μας τη ζωή.
 
Εμείς τη λέμε τη ζωή την πιάνουμε απ’ τα χέρια
Κοιτάζουμε τα μάτια της που μας ξανακοιτάζουν
Κι αν είναι αυτό που μας μεθάει μαγνήτης το γνωρίζουμε
Κι αν είναι αυτό που μας πονάει κακό το ’χουμε νιώσει
Εμείς τη λέμε τη ζωή πηγαίνουμε μπροστά
Και χαιρετούμε τα πουλιά της που μισεύουνε
 
Είμαστε από καλή γενιά
 
Είναι πολύχρωμα πανιά όπου κολπώνει ο αετός τη νίκη του
Χύσε φωτιά στο λάδι
Και φωτιά στο στήθος
Δεν είναι φρόνιμη γωνιά η παλαίστρα της ψυχής
Η τύχη παίρνει ένα παράξενο ύφος ηλιομάντισσας
Χορεύει για την άνοιξη
Κι η ζάλη του Μαγιού στης φουσκοθαλασσιάς τα χαμομήλια
Σκίζει το χρόνο ανοίγει διάπλατα τα φύλλα των δρυμών
Τόσο που η καρδιά του επαίτη σφίγγεται
Τα ρόδα που πετούν αγκάθια για τους χορτασμένους
Τα ρόδα που μυρίζουν αιωνιότητα
Τα ρόδα του κρύβουνε στις ίνες
Έντιμο αίμα που ζητάει εκδίκηση.

Χύσε φωτιά στο λάδι

Λόγχισε το βαρύ έγκυο νέφος
Όπου λουφάζει ο μόχτος της βροχής
Η αμυγδαλιά πλυμένη ανοίγεται αντιλάμποντας
Τα παιδιά ξαχύνονται στους κάμπους
Οι φωνές τους δεν είναι πια κουρέλια
Είναι πολύχρωμα πανιά όπου κολπώνει ο αετός τη νίκη του.
 

 [ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ λέξεων από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη: ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ, όπου καμιά φωνή δεν πάει χαμένη στους κόρφους τ’ ουρανού και πίσω από όλα χαμογελάς και ξαναβρίσκεις την αθάνατή σου ώρα… Έτσι, του πόθου το όραμα ξυπνάει μια μέρα σάρκα κι εκεί όπου πριν δεν άστραφτε παρά γυμνή ερημιά, τώρα χαμογελάει μια πολιτεία ωραία καθώς τη θέλησες. Δώσε το χέρι σου να πάμε πριν η Αυγή την περιλούσει με ιαχές θριάμβου

Κική Δημουλά, Κάθε αλήθεια δεν είναι όλη χρυσός μήτε όλο πολύτιμοι λίθοι

$
0
0
Ρίχνεις το φταίξιμο στο φο μπιζού. Δεν πρόκειται για μόδα. Είναι παλιά προτίμηση το ψεύτικο. Περίτεχνο αντίγραφο αυθεντικής πραγματικότητας, τέλεια επεξεργασμένο από τη μεγάλη ζήτηση. Δεν αλλοιώνεται. Η αφθονία του αμετάβλητη, η εύκολη τιμή του το κάνει προσιτό σε κάθε μικρομεσαία πλάνη. Και να το χάσεις, πάλι συμφέρει σου έρχεται φθηνότερα να κλαις για ένα ψέμα.


Πώς πήγε αλήθεια η μεγάλη εκείνη επιχείρηση αισθήματος που άνοιξες; Μαθαίνω σε γονάτισε. Τουλάχιστον ξεμπέρδεψες με τις υποχρεώσεις; Βοήθησες τη λήθη να χτίσει; Χρόνια ονειρευότανε δική της οικογένεια, δικό της σπιτικό, μακριά-μακριά από τη μνήμη όσων τις αγάπησαν και τις δυο (ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ)
 
Τα αγνοούμενα  (από τη συλλογή ΗΧΟΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ, Εκδόσεις Ίκαρος 2001)

Πώς δηλαδή με ποιο ασφαλέστερο μέσον
να έφευγες.
Μέσα μιας χειραψίας;
Διάβασε το φάκελό της να φρίξεις
πόσα χέρια χάσανε τη ζωή τους
στους παγετώνες της θαμμένα πόσα
στους καύσωνές της αποτεφρώθηκαν
και πόσα ακόμα τα αγνοούμενα
-τα ’χουνε πια ξεγράψει οι δικοί τους.

 


Σκέφτομαι
τόσες φορές φιλήθηκε με το Θεό
η ελπίδα όταν
ποιος εγκατέλειπε τον άλλον
δεν έγινε γνωστό
σε βαρυχειμωνιά δημόσια φιλήθηκε
ενώπιον ανθρωπότητος
διάτρητης από πίστη καταρρακτώδη
 
αναρωτιέμαι την κακολόγησε κανείς
την επιλήψιμη ελπίδα;
Κανείς. Εκτός από εκείνη
την παλαιών αρχών απελπισία.
 
Αληθινή απάντηση  (από τη συλλογή ΗΧΟΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ, Εκδόσεις Ίκαρος 2001)

Αγαπητή φίλη
 
Το γράμμα σου κακός Ερμής μαντατοφόρος.
Χρεοκοπία σου μου αναγγέλλει.
 
Να λυπηθώ έχω να σου δώσω. Αν όμως μου ζητάς
δάνειο παρηγορίας δε μου ’χει μείνει λέξη.
Με βρήκανε και μένα πολλών λαθών πτωχεύσεις.
 
Ήτανε λάθος σου να ανοίξεις σε μια ξένη χώρα
μπουτίκ μ’ αληθινά κοσμήματα –αντίγραφα περίτεχνα
αυθεντικής προγόνου ελληνικότητας.
 
Ρίχνεις το φταίξιμο στο φο μπιζού.
 
Δεν πρόκειται για μόδα.
Είναι παλιά προτίμηση το ψεύτικο
Περίτεχνο αντίγραφο αυθεντικής πραγματικότητας.
Τέλεια επεξεργασμένο από τη μεγάλη ζήτηση.
Δεν αλλοιώνεται. Η αφθονία του αμετάβλητη.
Η εύκολη τιμή του το κάνει προσιτό
σε κάθε μικρομεσαία πλάνη.
Και να το χάσεις, πάλι συμφέρει
σου έρχεται φθηνότερα να κλαις για ένα ψέμα.
 
Αγανακτείς να συνωστίζονται τόσοι θαυμαστές
απ’ έξω μόνο, στη βιτρίνα σου
και μέσα ψυχή να μην μπαίνει.
 
Έτσι γίνεται. Απ’ έξω μόνο στη βιτρίνα
θορυβούμε οι λάτρεις της αλήθειας.
Ποια ψυχή διαθέτει το μη αναγραφόμενο
κόστος της απόκτησης.
 
Εξάλλου ας μην κρυβόμαστε.
Κάθε αλήθεια δεν είναι όλη χρυσός
μήτε όλο πολύτιμοι λίθοι.
 
Δεν σ’ αγαπώ.
 
Χρυσή αλήθεια είναι αυτό
ή ουράνιο που σου ασπρίζει το αίμα;
Πολύτιμοι λίθοι είναι
ή άγριος λιθοβολισμός;
 
Ρίξου λοιπόν στα φο μπιζού.
 
Τι λες, κουτός είναι ο θάνατος
που προτιμά την ψεύτικη ζωή μας;
Χρυσή αλήθεια


Αντί για υακίνθους είπα να σου φέρω σήμερα ηλιοτρόπια να έχει η φροντίδα μου πιο ευθυτενές κοτσάνι και το οστεώδες πλέον νόημά της να μου φανεί στρογγυλοπρόσωπο ηλιόπσορους γεμάτο. Ηλιοτρόπια. Συσσωρευτές λάμπουσας θερμότητας. Ευχήθηκα να επωφεληθείς. Κι αφού τακτοποίησα σε ύψος ομοιόμορφο αισθητικά το χρέος μου στο βάζο κοντοστάθηκα λίγο να βεβαιωθώ ότι τα ηλιοτρόπια θα τραπούν εκεί που επαγγέλνει το όνομά τους. Κατάπληκτη να στρε΄φουνε τα είδα προς της ευχής μου την παράφρονα εκπλήρωση κοιτάζοντας αντί τον ήλιο εσένα. Τιμής ένεκεν. Υπήρξες χιλιάδες έτη φωτός απέχεις (ΕΚΤΡΟΠΗ)

Οδυσσέα Ελύτη, Το νήμα της Αριάδνης δεν ξετυλίχθηκε ποτέ ως το τέλος

$
0
0
Άλλη μια φοράχάνεται από την υπόστασή σου Έλληνα σκληροτράχηλε να εμπνέεσαι άντε αγνοώντας πόσο άχρηστο είναι να επαγγέλλεσαι τον σκοτεινό καταμεσής στη Δήλο Απόλλωνα ολοένα τον εαυτό σου έχοντας μεταβάλει σε ομοίωμα κέρινο απ’ αυτά που βλέπεις στο  Μουσείο της Κυρίας Τυσσώ το σόι πολιτισμένοι θα ’μασταν αν ο νους μας δεν πήγαινε ολοένα στην Κιμμερία τη δύσμοιρη που κατάντησε στα χρόνια μας να θωρείται λέει κι αξιοζήλευτη


 [Από το ελάχιστο φτάνεις πιο εύκολα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίζεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. Για του λόγου το αληθές…]

Adlibidum 3o (από τη συλλογή ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕ ΣΗΜΑΙΑ ΕΥΚΑΡΙΑΣ, Ίκαρος 1982)
Πάει καιρός που δεν έχω πει μια λέξη
σα να μ’ αγνόησαν τα γεγονότα
ή και το αντίστροφο

 
φαινόμενο φαίνεται στάθηκα
γι’ αυτούς που ακούν τη νύχτα
πώς μια πένα γρατζουνίζει
όμοια γάτος επάνου
στην κλειστή πόρτα του Αγνώστου
 
οι φύλακες
ανέκαθεν υπήρξανε πρόσωπα αισχρά
personaeturpesόπως λεν στα Νομικά
και η τέχνη sinere
 
αν έτεινε αποκλειστικά να υποκατασταθεί στο εκάστοτε
φυλασσόμενο ιερό
πρόσωπο ή κι εξανδραποδισμένο σύνολο
 
είναι που μια ζωήν ολόκληρη
έξω απ’ τα τείχη κυνηγάω φωνές
συγκεκριμένα: μία φωνή
 
που ελευθερώνεται
σαν κόρη ωραία και βάλνεται
να τρέχει
 
με τους μικρούς γλουτούς και τα μεγάλα
ξέπλεκα μαλλιά
νερά του Ιορδάνη
 
χυμένα επάνου στον νυχτερινό ουρανό
 
Ad libitum
 
Ad libidum 4o 

Έτσισυμβαίνει
να παραστρατίζω κάποτε
για το καλό μου
έτυχε κι έχανα το νήμα
της Αριάδνης δεν εξετυλίχθηκε ποτέ ως το τέλος
 
ποιος να συνεχίσει
 
μέσα σ’ επαναστάσεις και πολέμους μεγαλώσαμε όλοι
εξ ου στο μέτωπό μας
το σημάδι της σφαίρας που δεν έπεσε
ανά πάσα στιγμή εξακολουθεί να προκαλεί το θάωατο
 
εννοείτε κείνο που εννοώ
 
κάτι συμβαίνει που δεν έσωσε ποτέ να το εντοπίσουμε
τις νύχτες τις γλυκιές όταν το γιασεμί σ’ εξουθενώνει
κι από νερά τρεχούμενα
κάπου
κάποιο ανεξήγητο ανατρίχιασμα
δίνει ώθηση στα χόρτα
θα ’λεγες ανεβαίνει από μια κινητή
κλίμακα κι ολοένα καταπάνω σου
μεγαλώνει να: η θεά Φυτώ με το τεράστιο τούμπανο
κι οι ξυπόλυτες δούλες με το μαλλί τους δάδα
μπουμ το πόδι αριστερά μπουμ το πόδι δεξιά
 
η φιλότης το νείκος
η φιλότης το νείκος
η παλιά ευρυθμία
 
σαράντα τόσα μέτρα ψηλά πάνου απ’ τη θάλασσα
το σπίτι με τα τρία του τόξα
κι οι μεγάλοι όρθιοι φοίνικες με τα’ άδεια τους ακρόκλωνα
σαλεύοντας στον ύπνο μου
τον άνεμο τον βόρειο
 
Ad libidum

Adlibidum5o 

Είναι γεγονός
έχω μπει για τα καλά μέσα στο ναρκοπέδιο
δι’ ο και δεν φοβάμαι να μιλήσω
να μη λύσω το αίνιγμα
που ευχήθηκαν οι εχθροί μου κάποτε
 
αγνοώντας πόσο άχρηστο είναι να επαγγέλλεσαι τον σκοτεινό
καταμεσής στη Δήλο Απόλλωνα
ολοένα τον εαυτό σου έχοντας
μεταβάλει σε ομοίωμα κέρινο
απ’ αυτά που βλέπεις στο  Μουσείο της Κυρίας Τυσσώ
το σόι πολιτισμένοι θα ’μασταν
αν ο νους μας δεν πήγαινε ολοένα
στην Κιμμερία τη δύσμοιρη
που κατάντησε στα χρόνια μας
να θωρείται λέει κι αξιοζήλευτη
 
όταν εδώ ένας Όμηρος πάντοτε με την πρέπουσα
σε φορέα της ελληνικής αξιοπρέπεια
έστεργε απλώς να συμπονεί:
Κιμμερίων ανδρών δήμός τε πόλις τε
ηέρι και νεφέλη κεκαλυμμένοι
ουδέ ποτ’ αυτούς Ηέλιος φαέθων καταδέρκεται ακτίνεσσιν… αλλ’
επί νυξ ολοή
τέταται δειλοίσι βροτοίσι
το λοιπόν
για φως και για γαλάζια πέλαγα τώρα να μιλάμε;
αμέ για ηλοιτρόπια; για Ελένες;
 
μ’ όλο που
από τις τοιχογραφίες της Θήρας κι από τα ψηφιδωτά
λάμποντα της Ραβέννας άγγελμα θεϊκό εξακολουθεί
να εξαποστέλλεται άμεσα
 
όμως κείνο το κάτι επί πλέον κι ασύλληπτο
που για μια στιγμή ο γηραιός αλιέας
αντιλαμβάνεται άστραψε
ύστερα τ’ αλησμονάει πάει στην Αγορά κι από το πανέρι του
άχνα χρυσή εξακολουθεί ν’ ανέρχεται
 
η ποίηση ανέρχεται
 
άλλη μια φορά
χάνεται από την υπόστασή σου Έλληνα σκληροτράχηλε
να εμπνέεσαι άντε
 
Ad libidum
 

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Γιατί όντας αρνητικό του ονείρου φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα]


Κική Δημουλά, Φεγγάρια υπνοβατικά μεσουρανούν στο χείλος ονείρων από ερωτευμένη ζέστη

$
0
0
Έρχεται πάντα από το ίδιο Σαββατόβραδο η Κυριακή και φέρνει λίγο ύπνο παραπάνω το πρωί και το θεό, όσο τον δίνουν οι ορθρινές καμπάνες. Λίγο να σταθείς στ’ ανοιχτά παράθυρα και να κοντοσταθείς σ’ αυτά που δεν συμβαίνουν, περνάει η ώρα με κάτι εύφλεκτα τραγούδια που λένε άλλ’ αντ’ άλλων σ’ άλλες Κυριακές! Ποίημα πάνω σε ποίημα σαν ν’ ακούμπησε, σιγά-σιγά η Κυριακή μεσουρανεί σαν τρομαγμένη απορία που στέκει προσοχή στον ήλιο. Μη γελάς έαρ δεν γίνεται με ρίμες: ήλιοι-Απρίλιοι ομοιοκατάληκτες στιγμές, χρόνος χρωμάτων σπέρματα φωτός, χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσουν…
 

 [Ο διάλογος της συνείδησης με τη ματαιότητα, της μνήμης με το φευγαλέο της ύπαρξης, βρίσκει ΣΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ την καλύτερή της ίσως έκφρασή του σε ολόκληρη την ελληνική μεταπολεμική ποίηση, με τη λιτότητα του λόγου να συναγωνίζεται την πρωτοτυπία και τη δραστικότητά του. Χαρακτηριστικό και συνεχώς επανερχόμενο θεματικό στοιχείο σ’ αυτή τη συλλογή είναι η φωτογραφία, ως υποστασιοποιημένη μορφή της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στο ον και το μη ον, στη διάρκεια και στη φθορά… Ίσως τα ωραιότερα ποιήματα της ΔΗΜΟΥΛΑ είναι οι στοχασμοί της πάνω σε φωτογραφίες..]

 Καλοκαίρι (από τη συλλογή ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Εκδόσεις Στιγμή 1990)

Το καλοκαίρι αυτό
μπήκε σαν ζωγραφιά μικρού παιδιού,
που πρώτη του φορά σκηνοθετεί
τοπία κι εποχές
και δεν γνωρίζει
ποια θέση, ποιαν απόσταση,
ποιαν έμφαση κυρίως να δώσει
στα χρώματα και τα στοιχεία.
Και από άγνοια ευφάνταστη
τα ’χει όλα παρατάξει πρώτο πλάνο,
με επική αταξία,
με μιαν αφθονία ξαφνική, σαν
κάποιο περιπλανώμενο τοπίο
να ’ρθε γελώντας και ν’ αδειάστηκε ακατάπαυστα
μέσα σ’ άλλο τοπίο.

 
Φεγγάρια υπνοβατικά στο χείλος των ονείρων,
απ’ τη δική τους μυρωδιά άρρωστα σκίνα,
καλαμποκιές στητές και τεταμένες
ωσάν ανίδεες ή ηρωικές,
ελαιώνες προσευχόμενοι
σ’ όλο το μάκρος και το φέγγος της ματιάς
-θεέ μου, παρελθέτω από μας-
άσπρα πετούμενα ξωκλήσια
σούρουπα βραδυκίνητα ξοπίσω τους
σαν ιερείς που απαύδησαν να κρούουν εσπερινούς,
θάλασσα καλοπιαστική
γύρω στο πείσμα των βουνών το ασύμμετρο
κι όρθια μεσημέρια
που στέκουν προσοχή στον ήλιο.
Κι απάνω σύννεφα από ερωτευμένη ζέστη.
 
Το καλοκαίρι αυτό
δεν το περίμενε κανείς
ήρθε σαν κάποιος που τον είχαμε νεκρό.
Κι έφερε μιαν αμηχανία πάλι,
μια ξεχασμένη ένταση
και μιαν αϋπνία
για πράγματα που τα ’χαμε κι αυτά
νεκρά.

(Έκανε τόση ζέστη μες στα μάτια,
ήτανε κάτι εξατμισμένα καφενεία,
κάτι ξυνίχτικα εύφλεκτα τραγούδια,
κάτι πιωμένα χέρια που χορεύανε
κι έλεγαν άλλων αντ’ άλλων σ’ άλλα χέρια.
Ψηλά
ποιήτριες νύχτες έγραφαν)
 
Το καλοκαίρι αυτό,
σαν ζωγραφιά μικρού παιδιού,
συμπληρωμένη από κάποιον
με πράγματα που τα ’χε για νεκρά,
ποίημα πάνω σε ποίημα σαν να ακούμπησε.
 
Τώρα
το καλοκαίρι αυτό
αίμα ξερό πάνω στις μέρες.
Το βρήκαμε νεκρό
μέσα σε κάποιον ένσφαιρο μονόλογο.
 
Οι λυπημένες φράσεις (από τη συλλογή ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Εκδόσεις Στιγμή 1990)

Με ημέρα αρχίζει η εβδομάδα
με ημέρα τελειώνει.
Κι η Κυριακή, κόμπος σφιχτός
να μη λυθούν οι εβδομάδες.
Έρχεται πάντα από το ίδιο Σαββατόβραδο
που φέρνει λίγο ύπνο παραπάνω το πρωί
και το θεό, όσο τον δίνουν οι ορθρινές καμπάνες.
Λίγο να σταθείς στ’ ανοιχτά παράθυρα
και να κοντοσταθείς σ’ αυτά που δεν συμβαίνουν,
περνάει η ώρα.
Δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα
«ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει»,
σιγά-σιγά η Κυριακή μεσουρανεί
σαν τρομαγμένη απορία.
 
Στις γειτονιές
περνάνε γύφτισσες να πω το ριζικό σου,
«ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει»,
δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα, ριζικά.
Πιο πέρα κάποιο ντέφι, ένα αρκουδάκι
«δείξε μας πώς βάζουν πούδρα τα κορίτσια
στον καθρέφτη, πώς γδύνεται η Μονρόε…»
Μη γελάς. Βρέθηκε κάποτε νεκρή η Μονρόε.
Με πράγματα που δεν αντέχουν μη γελάς.
 
Αχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
πώς μοιάζουν στους τυφλούς οργανοπαίχτες
στους δρόμους τους εμπορικούς, τις Κυριακές.
 
Να είχαμε μιαν άνοιξη.
Μη γελάς.
Με πράγματα που δεν υπάρχουν μη γελάς.
Ας λένε τα πουλιά κι οι μυρωδιές στα πλάγια
πως είναι Απρίλης.
Το λένε τα πουλιά κι οι έρωτες των άλλων.
Εμένα μ’ εξαπατούνε οι θεοί
κάθε που αλλάζει ο καιρός,
κάθε που δεν αλλάζει.
Μη γελάς.
Έαρ δεν γίνεται
με ρίμες
ήλιοι – Απρίλιοι,
ήλιοι – Απρίλιοι,
ομοιοκατάληκτες στιγμές,
χρόνος χρωμάτων,
στρέμματα φωτός
χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσουν.
Δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα
«ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει»,
και όλα τα άλλα τρόποι
για να πεθαίνουνε ανώδυνα τα ημερολόγια.
 
Την Κυριακή τραβάει σε μάκρος
των τραγουδιών η αγωνία
«ποια γυναί- ποια γυναί- …»,
 
Αχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
στους δρόμους τους εμπορικούς,
τις Κυριακές τις ανοιξιάτικες.
 

[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ]

Οδυσσέα Ελύτη, Ένα κορίτσι, δυο κορίτσια, γέρνουν στα γιασεμιά τους και ξαμώνουν την έμπνευση

$
0
0
Φαίνεται πως το τέτοιο πάθος τους είναι ανεπανόρθωτο και κανείς δεν ξέρει αν έρθει ο πόνος να γδυθεί μαζί τους. Ω μεθυσμένο μονοπάτι που έψαξες έψαξες την τρυφερότητα στα δάχτυλα του κόπου και σε τρόμαξαν οι αυγές που χάραξαν ριψοκινδυνεύοντας το φως τους τυλιγμένο δάσος κάτω απ’ τη σιωπή… Και κανείς δεν ξέρει από πού ανοίγει αυτό το στήθος, κανείς δεν ξέρει από πότε άρχισε να ζει

 [Από το ελάχιστο φτάνεις πιο εύκολα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίζεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. Έτσι μπορεί να νιώσει κανείς την παρουσία της ηδονής ως μέσα στις κόρες των ματιών του, των ματιών του που ρέουνε από την πλάτη του έρωτα]

 Οι κλεψύδρες του αγνώστου (από τη συλλογή ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1940)

α (είναι καιρός να γνωριστούνε οι θάλασσες με τους κινδύνους)
Θυμώνει ο ήλιος, ο ίσκιος του αλυσοδεμένος κυνηγάει τη θάλασσα
Ένα σπιτάκι, δυο σπιτάκια, η φούχτα που άνοιξε από τη δροσιά και μυρώνει τα πάντα
Φλόγες και φλόγες τριγυρνούν ξυπνώντας τις κλειστές πόρτες των γέλιων
Είναι καιρός να γνωριστούνε οι θάλασσες με τους κινδύνους
Τι θέλετε ρωτά η αχτίδα, και τι θέλετε ρωτά η ελπίδα
κατεβάζοντας τ’ άσπρο της πουκάμισο
Μα ο άνεμος στέρεψε τη ζέστη, δυο μάτια σκέπτονται
Και δεν ξέρουν πού να καταλήξουν είναι τόσο πυκνό το μέλλον τους.

 
Μια μέρα θα ’ρθει που ο φελλός θα μιμηθεί την άγκυρα και θα κλέψει τη γεύση του βυθού
Μια μέρα θα ’ρθει που ο διπλός εαυτός τους θα ενωθεί
Πιο πάνω ή πιο κάτω από τις κορφές που εράγισε το αποψινό τραγούδι
Του Εσπέρου, δεν έχει σημασία, η σημασία είναι αλλού
 
Ένα κορίτσι, δυο κορίτσια, γέρνουν στα γιασεμιά τους κι αφανίζονται
Μένει ένα ρυάκι να τα εξιστορήσει μα έσκυψαν να πιουν εκεί ακριβώς οι νύχτες
Μεγάλα περιστέρια και μεγάλα αισθήματα καλύπτουν τη σιγή τους
Φαίνεται πως το τέτοιο πάθος τους είναι ανεπανόρθωτο
Και κανείς δεν ξέρει αν έρθει ο πόνος να γδυθεί μαζί τους
Σπανίζουνε οι παγίδες, άστρα γνέφουνε στους εραστές τα μάγια τους
Όλα σκιρτούνε, συσπειρώνονται –ήρθε φαίνεται πια η αθανασία
Που ζητάνε τα χέρια σφίγγοντας τη μοίρα τους που άλλαξε το σώμα κι έγινε άνεμος
Δυνατός – η αθανασία φαίνεται ήρθε.
 

β (μεθυσμένο μονοπάτι που έψαξες την τρυφερότητα)
Υπερήφανα χόρτα, ο φίλος έχασε το φίλο του, όλα εκεί αναπαύονται
Μια σκληρή φωνή κατοίκησε σ’ αυτή την πεδιάδα
Μια βουλιαγμένη σαύρα σύρθηκε στην επιφάνεια
Εσείς πού ήσαστε όταν κόπηκε ο λαιμός μιας τέτοιας μέρας
Πού ήσαστε, φύλλα με φύλλα, σιγοπερπατάει ο κόσμος
Σκάζουν τα φρούτα στο κατώφλι ενός λυγμού
Κανείς δεν αποκρίνεται
 
Ω μεθυσμένο μονοπάτι που έψαξες έψαξες την τρυφερότητα
Στα δάχτυλα του κόπου και σε τρόμαξαν οι αυγές που χάραξαν
Ριψοκινδυνεύοντας το φως τους τυλιγμένο δάσος κάτω απ’ τη σιωπή
 
Μήτε ριγμένα ζάρια δεν ξαμώνουν κατά τέτοιο τρόπο την έμπνευση
Μήτε στυμμένοι θόρυβοι δεν εξαντλούνε κατά τέτοιο τρόπο την πνοή
πολύχρωμα φουγάρα πέμπουνε την άπιαστη μελαγχολία τους
Στις αψίδες που τρέμουν, τρέμουν τα πουλιά επιδίδονται στο μέτρημα των ονείρων τους
Ακούγεται η κωπηλασία στην τέφρα που άφησε σημάδια νεότητας
Και κανείς δεν ξέρει από πού ανοίγει αυτό το στήθος
Και κανείς δεν ξέρει από πότε άρχισε να ζει
Στις σγουρές αγωνίες τους νιώθουνται οι φωνές αποκεφαλισμένες
Που τρυπούνε το έδαφος πύρινα κλαδιά μιας πολιτείας υδάτινης
 
Ω Γαλήνη που λύνεσαι, ρευστή παρουσία στις κόρες των ματιών
Στις αρπάγες του ύπνου στα μελίσσια των χωρών της θύμησης!

Κανένα κύμα δεν κρατάει στο στήθος του κακία
 
Διψώ ένα στόμα να μου πει: ΟΥΡΑΝΟΣ και να παλεύουμε μαζί στο Δέλτα των Ελπίδων. Να σαλπάρουν αν τους πει ο Έρωτας – τα λόγια, που μαζεύω – σήμερα είμαι νέος, αυτό μου αρκεί, αυτό μου δίνει το αίμα μου πιο κόκκινο, ένα χελιδόνι κόκκινο, ένα γράψιμο κόκκινο, θα ’ρθουν πολλές γυναίκες να το μοιραστούν ώσπου να γίνουν διάφανες, θα ’ρθουν πολλές ματαιότητες για να τις μοιραστούμε… κι όλο το μυστικό αληθεύεται σιγά σιγά, γλυκά γλυκά γίνεται μέρα, σώμα ζωντανό, ύπαρξη, άνθρωπος (κι έτσι) βρίσκει ένα νόημα η ζωή να μετριέται με σφυγμούς κι η χαρά της με απέλπιδες χειρονομίες… Ω χαρά τραυματισμένη, μιας στιγμής χωρητικότητα που κλονίζει αιώνες!

γ (θα ’ρθουν πολλές ματαιότητες να τις μοιραστούμε)
Πιο μακριά πολύ μακριά το πράο τραπεζομάντηλο – η συνάντση
Καλημέρα ποταμάκι μου, είμαι μονάχος, είμαστε κι οι δυο μονάχοι μας
Τα κρύσταλλα ευωδιάσανε, τώρα μας λείπει μόνο ένα καράβι
Ένα μαντίλι μόνο για να διαγνώσουμε το τέλος
Γιατί τόσους φακέλους έλαβα γεμάτους σύννεφα και θύελλες
Που διψώ ένα στόμα να μου πει: ουρανός, και να πλεύσουμε μαζί στο δέλτα των ελπίδων…
 
Έτσι θα βγούμε απ’ το μυαλό μας, οι κισσοί μεγάλωσαν τους τοίχους του απογέματος
Με άμμο βαφτίστηκαν τα λόγια στις καρίνες βάφτηκαν κατράμι έτοιμα
Να σαλπάρουν αν τους πει ο Έρωτας – τα λόγια
 
Ω ποταμάκι ποταμάκι, καλημέρα του ήλιου απάνθισμα της εξοχής
Κατά πού θαυμάζεται ο άνεμος πες μου κατά πού ξεχύνονται οι κελαηδισμοί
Ποιαν όχθη αρέσουν, σήμερα είμαι νέος
Είμαι καλός ως τις πηγές του γέλιου μου, εκτοξεύω χίμαιρες
Ριπίδια δυσανάγνωστα, τεφτέρια κάτασπρα καμωμένα γι’ αγγέλους
Κι από κάθε αδιαφορία σέρνεται μια ξεσχισμένη ευχή
Που μαζεύω – σήμερα είμαι νέος, αυτό μου αρκεί
Αυτό μου δίνει το αίμα μου πιο κόκκινο, ένα χελιδόνι κόκκινο, ένα γράψιμο κόκκινο
Θα ’ρθουν πολλές γυναίκες να το μοιραστούν ώσπου να γίνουν διάφανες
Θα ’ρθουν πολλές ματαιότητες  για να τις μοιραστούμε
Η εύθυμη φασαρία μοιάζει ατέλειωτη, σπίθες αγγίζουν τα μετέωρα μέτωπα
Κι όλο το μυστικό αληθεύεται σιγά σιγά, γλυκά γλυκά γίνεται μέρα
Σώμα ζωντανό, ύπαρξη, άνθρωπος

δ (κι όμως πρέπει να βρει ένα νόμισμα η ζωή)
Ποιο μέταλλο να είναι αυτό που κρυώνει τα μάτια ποια χαμένη νεότητα
Που μαζεύει το έλεος λίγων στιγμών σε μια κλωστή ασυγκίνητη – ποια να ’ναι
Δένδρα σώπασαν, πέτρες μοιάσανε στις πέτρες, καβαλάρηδες έφυγαν
Ψάχνουν τα μάνταλα μιας άλλης πύλης, μα ποια να ’ναι αυτή
Σε ποιο καρδιόχτυπο άραγε να βρίσκεται, κλείνουν οι ελπίδες τα παράθυρα, βραδιάζει ο πόνος


Ποιος είναι εδώ, κανείς δεν είναι – χώμα ηχολογάει το χώμα
 
Κι όμως πρέπει να βρει ένα νόμισμα η ζωή
 
Αφού δεν είναι ο έρωτας, αφού δεν είναι ο έρωτας
Ο έρωτας ποιος είναι – η ζωή μετριέται με σφυγμούς, η χαρά με απέλπιδες χειρονομίες
Μύλοι απάνω στις κορφές άσπρισαν τα ταξίδια τους
Η ζωή μετριέται με παλμούς, πάλλεται η λυμένη ζώνη της εσπέρας
Φεγγίζουν γοητείες στα μάκρη, μια βαρκούλα χάνεται ευχαριστημένη
Κανένα κύμα δεν κρατάει στο στήθος του κακία
Οι άνθρωποι μοιάζουν, παρομοιάζονται με τις κραυγές των φάρων
Φεύγουνε για να παν αλλού και βγαίνουνε στη θάλασσα
Ποια θάλασσα
Να ’ναι αυτή που δε θυμάται τις λευκές στιγμές της μα ξαναμασάει τα λόγια της
Αυτές που γίνανε σεντόνια και χτυπούν στον άνεμο
για να στεγνώσουν και ξαναχτυπούν στον άνεμο για να ’ναι οι γλάροι
Δίπλα τους, στο πλευρό τους, ποιες να είν’ αυτές
Ποιος κόπος ήρεμος, ποια σπασμένη ενότητα, ποιος θρήνος
 
Ω χαρά τραυματισμένη, μιας στιγμής χωρητικότητα που κλονίζει αιώνες

ε (όχι δεν είναι σήμερα η στερνή μας λέξη)
Είναι κοντά η πτυχή του ανέμου που θροεί το γαλάζιο της περιστερεώνα – η χυλώδης πτυχή
Που ζυγίζει στο χνούδι τις ερεθισμένες αιώρες
Όταν τα γέλια μυτερά σπάνε τα τσόφλια της αυγής αγγέλλοντας το ηλιόβγαλμα
Κι όλο το πρόσωπο της γης λάμπει από μαργαρίτες
Όχι, δεν είναι σήμερα η στερνή μας λέξη, δεν τελειώνει ο κόσμος
Δεν λιώνει σήμερα η ελπίδα μου, με χλωρά σπαρτά γεμίζει τις φωλιές των ήχων
 
Εύθυμα στόματα φίλησαν κορίτσια, στα κεράσια κρέμασαν την ηδονή
Δένδρα μεγάλα στάζουνε ήλιο είναι άκακα και σκέπτονται σαν ήσκιοι που τρέχουνε
Για κάτι ωραίο –σήμερα είναι ωραίο το προβαλλόμενο όραμα
 
Δροσερό μεσημέρι αφησμένο σα βάρκα που έπλευσε όλο το πάθος
Στοιβαγμένη τραγούδια και σινιάλα που τρέμουν σε βουνοκορφές
Μακριά-μακριά είναι οι μαρμάρινες επαύλεις των γυμνών γυναικών
Η καθεμιά τους ήτανε άλλοτε σταγόνα
Η καθεμιά τους είναι τώρα φως
Περνούνε το φουστάνι τους όπως περνά η μουσική στους λόφους το στεφάνι της
Και ζούνε μες στον ύπνο τους κισσούς που ζώνουν
Μακριά-μακριά είναι οι καπνοί των λουλουδιών οι οριζόντιες λίμνες των ναρκίσσων
Τιμονιέρηδες κεφάτοι οδηγούν εκεί τα σκάφη των γοητειών
Γερμένοι στο’ να τους πλευρό – το άλλο τους είναι θαλερός τόπος ευωχιών
Τόσες δα μέλισσες και τόσες δα κλεψύδρες ιστορούνε κι υφαίνουνε το ανθρώπινο είδος
 
Σ’ ένα πελώριο διάστημα χύνεται το φως
Γεμίζει οράματα γλυπτά κι είδωλα φέγγους
Είναι τα μάτια πια που κυριαρχούν – η γη τους είναι απλή και κορυφαία
Καλοσύνης κοιτάσματα ένα-ένα, σα φλουριά κομμένα μες τον ήλιο
Μεσ’ στα χείλια, μεσ’ στα δόντια, ένα-ένα τ’ αμαρτήματα
Της ζωής, αγαθά ξεφλουδισμένα.
 
στ (υπάρχει ένα στήθος που χωράει τα πάντα)

Νυχτερινό υφαντούργημα
Των κρίνων φλοίσβος που γυμνώνει τα αυτιά και διασκορπίζεται
Νιώθω στους ώμους της ζωής το σκίρτημα που βιάζεται ν’ αδράξει το έργο
Νιότη που θέλει άλλη μια ευκαιρία αιωνιότητας
Και στην εύνοια των ανέμων ρίχνει το κεφάλι της αδιαφορώντας
 
Υπάρχει ένα στήθος που χωράει τα πάντα, μουσική που κυριεύει, στόμα που ανοίγει
Σ’ άλλο στόμα – κόκκινο παιχνίδι κλαδεμένο απ’ τον ίλιγγο
Ακόμα ένα φιλί και θα σου πω για ποιο σκοπό τις σιωπές μου μάτωσα έτσι
Ακόμα ένα χιλιόμετρο και θα σου δείξω γιατί βγήκα σ’ ένα τέτοιο αγνάντεμα
Όπου πεθαίνεται ο λυγμός ζητώντας άλλα αστέρια
Ψάχνοντας με φθαρτές χειρονομίες την άμμο που άφησαν ανασκαμμένη των ερώτων οι σπασμοί
 
Δόθηκαν τα φτερά στα δευτερόλεπτα
 
Φεύγει ο κόσμος, άλλος έρχεται, στην παλάμη του διαβάζει ρόδα και γιορτές
Φεύγει ο κόσμος είμαι σ’ ένα κύμα του, εμπιστεύομαι όλος στη φορά του
Μέτωπα φέγγουν, δάχτυλα ερευνούν τον ύπνο που πιστεύουμε
Μα ποια βουή, ποιο σπήλαιο είναι αυτό που καλεί την αγνότητα
Γλάρου στιγμή οριζόντια επάνω από τα πάθη, βάρκα ευτυχισμένη, ορμητήριο αναπάντεχο
 
Θα βγω στις άσπρες πύλες του μεσημεριού χτυπώντας με λαλιές τα γαλανά αναστάσιμα
Κι όλα τα κρύα νησιά θ’ ανάψουν τα μαλλιά τους για να σεργιανίσουν
Με αθώες φλόγες και με βότσαλα τα ερωτικά πελάγη
Θα μηνύσω στα γυμνά καλοκαίρια την πιο σίγουρη στιγμή της πλώρης
Που χαρούμενη σχίζει τις υγρές ελπίδες των απλών καλών ανθρώπων.
 

ζ  (εφαρμόζει ο πόθος της εικόνες τους)
Στην άγνοια ξεκουράζεται ο ουρανός
Στην κουπαστή του ύπνου ο άνθρωπος

Τυχερός αιχμάλωτος μιας φλόγας που αθωώνεται
γράφοντας τ’ αρχικά της στο σκοτάδι
Απλωμένο σ’ άλλον κόσμο των κλειστών βλεφάρων προνομιούχο
 
Πιο κοντά στην κλειδαριά
Μεγάλου μυστικού που ανύποπτο σαλεύει προς τη λύτρωση
Εφαρμόζει ο πόθος της εικόνες του, ζωή που υπάρχει σ’ άλλη ζωή
Αίμα που τρέχει από τα μάτια μου, στις πράξεις των ηρώων του (άστρο εχέμυθο)
Και τρέμει ο μόχθος των χεριών μου, υψώνεται ως τα χρώματα του θυρεού της λήθης
Βλέπω το γέλιο που έγραψε τη μοίρα του
Βλέπω το χέρι που έδωσε το ρίγος του
Και τυλίγομαι σύννεφα που εύκολα ξεδιαλύνει μια φτυαριά ουρανού καθάριου
 
Έμπιστο φως ξαναγεμίζεις το άλσος μου, έτοιμος είμαι στο προσκάλεσμά σου
Είμαστε δυο, και παρακάτω η ακροθαλασσιά πάλι με τις πιο γνώριμες κραξιές των γλάρων
Όπου κι αν βάλω πλώρη εδώ αράζω, το σκοτάδι με χρωστάει στο φως
Η γη στη θάλασσα, η φουρτούνα στη γαλήνη
Κρεμασμένος απ’ τα κρόσσια μιας αυγής που εξάγνισε τα νύχτια παρελθόντα
Γεύομαι τους καινούργιους ήχους, άθλους της δροσιάς που επίστεψαν στα δένδρα
Μια χλωρή παρουσία προχωράει στις ρίζες της κι αποκτάει τη μέρα
Σαν καρδιά που μπαίνει πια στη θέση της
Σα γυναίκα που νιώθει πια τα νιάτα της

Και χαράζει ανοίγοντας τους κόσμους των ματιών της ηδονή ανεξάντλητη
 
Μέρα ξανθή, του ήλιου ανταμοιβή και του Έρωτα
 

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Γιατί όντας αρνητικό του ονείρου φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα. Γι’ αυτό φεύγα ζαρκάδι, Πόθε κοντά στη λύτρωσή σου φεύγα ζωή σαν κορυφογραμμή]

 

Κική Δημουλά, Εμείς οι άνθρωποι είμαστε επί της γης τα μόνα πλάσματα που κλαίμε

$
0
0
Σκέφτομαι απόψε να στείλω τη μελαγχολία μου να κοιμηθεί μαζί σου, να μείνω λίγο μόνη. Εξάλλου εσύ τίποτα δεν θα αντιληφθείς! Θα διαβάσεις μόνο το πρωί κάτι συνθηματικά χείλη γραμμένα στο διπλανό ποτήρι σου με ολονύχτιο νερό – θείο πλάσμα. Αγάπα με του λες και σ’ αγαπάει… Βέβαια, πώς αγαπάς νυχτιάτικα τον άλλον χωρίς να τον ρωτήσεις. Άκου, προστακτική φωνή ήταν ο έρωτας πριν ανακαλυφθεί η ικεσία.

[Ανακινήστε καλά προ της χρήσεως… Προς τούτο εσωκλείονται οδηγίες. Αν τις διαβάσεις προσεκτικά – σύνθεση, προφυλάξεις, δοσολογία – θα δεις ότι τις ίδιες ακριβώς παρενέργειες επιφυλάσσει η μικρή δόση αγάπης και η μεγάλη. Οι λέξεις φταίνε, Αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν. Για του λόγου το αληθές… Ιδού…]

Προστιθέμενη αξία (από τη συλλογή ΧΛΟΗ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟΥ, Ίκαρος 2005)
Διάβασα μιαν άκρως ενδιαφέρουσα
επιστημονική εξακρίβωση
 
ότι εμείς οι άνθρωποι
είμαστε επί της γης τα μόνα πλάσματα
που κλαίμε.
 
Κι ένιωσα υπερήφανη που
μόνον η δική μας εσωστρέφεια διαθέτει
τόσο εκδηλωτικούς συνάνθρωπους αδένες.
 
Λέω –υπόθεση κάνω-
αν ήμουνα δενδράκι με λεμονανθούς
κι έδενε ο ανθός μου σε λεμόνι
κι ένας καυτός αέρας διψασμένος
για κάτι ζουμερό
στρίβοντας το λαρύγγι του κλαδιού
έκλεβε το λεμόνι
το έκοβε στη μέση
με της μικρής κλοπής το παιδικό
αθώο σουγιαδάκι
το ζούλαγε με δύναμη
να στάξουν οι χυμοί
στο στόμα της φριγμένης
ορθάνοιχτης πνοής του
και κατά λάθος απ’ το ζούληγμα
σταγονιδίων τσούξιμο αψάδα πεταγόταν
στο μακρινό σου μάτι
-όσο μακριά θέλεις
πετάγεται η ευχή-
 
ίσως –υπόθεση κάνω-
να την εισάκουγαν
οι δακρυγόνοι αδένες μου

 
Δεν έχεις τι να χάσεις (από τη συλλογή ΧΛΟΗ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟΥ, Ίκαρος 2005)

Καλά τα βγάζει πέρα η μοναξιά
φτωχικά αλλά τίμια.
Αλλού κοιμάται αυτή
κι αλλού το εγκρατές σκεπτικό εάν.
 
Μόνο καμιά φορά
σε πειραματισμούς την παρασύρει
η περιέργεια
-όφις προγενέστερος
και πιο φανατικός
απ’ τον νερόβραστον εκείνον της μηλέας.
 
Δοκίμασε της λέει, μη φοβάσαι
δεν έχεις τι να χάσεις
και την πείθει
να κουλουριάζεται πνιχτά
να τρίβεται σαν γάτα ανεπαίσθητη
πάνω στον διαθέσιμο αέρα
που αφήνεις προσπερνώντας.
 
Απόλαυση πολύ μοναχικότερη
από τη στέρησή της.
 
Τίποτα δε θ’ αντιληφθείς (από τη συλλογή ΧΛΟΗ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟΥ, Ίκαρος 2005)

Σκέφτομαι απόψε να στείλω τη μελαγχολία μου
να κοιμηθεί μαζί σου
να μείνω λίγο μόνη.
 
Στην τσάντα της θα βάλω
κάτω απ’ τα βραδινά της φάρμακα
δήθεν κατά λάθος μια φωτογραφία της
πώς ήτανε μικρή
μη και τη νανουρίσεις
και κάτω απ’ το νανούρισμα θα κρύψω
μια δεύτερη αλλαξιά
μη και αλλάξουνε τα πράγματα
και την κρατήσεις κι αύριο βράδυ.
 
Βέβαια, πώς αγαπάς νυχτιάτικα τον άλλον
χωρίς να τον ρωτήσεις. Άκου
προστακτική φωνή ήταν ο έρωτας
πριν ανακαλυφθεί η ικεσία.
 
Εξάλλου εσύ τίποτα δεν θα αντιληφθείς.
Θα ξάπλωνε όχι δίπλα σου ακριβώς
το ακριβώς είναι άξενο.
 
Σε παραπλήσια άνετη προθυμία
θ’ αποκοιμιόταν γέρνοντας
πλάι και κολλητά
στο μη αντιληπτόν.
 
-θείο πλάσμα. Αγάπα με του λες και σ’ αγαπάει.
 

[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ]

Οδυσσέα Ελύτη, Στον Εύξεινο των δημητριακών άμε να ζέψεις θύελλες

$
0
0
Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τι άσμα περιέχει ο θόρυβος προτού μεταφραστεί σε κατάλευκο ατίθασο άτι του απάτητου όρθρου και του δίχως τέλους δειλινού της Οίας, μένει ωστόσο ακόμη απ’ έξω μια κραυγή που ξέφυγε απ’ την ακατέργαστη ανθρωπότητα: «κοίτα να κόβεις κάθε τόσο τα νύχια της ιστορίας, επειδή έτσι και μεγαλώσουν θα πνίξουν κι εσένα και την αλήθεια»


ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ αλλά χωρίς να χάνεις ποτέ την εικόνα του συνόλου. Κι η πιο απλή παράγκα θέλει το ρήμα της, τα ουσιαστικά και τα επίθετά της, όπως κάθε πρόχειρη γραφή τον Πικιώνη της. Η αφέλεια δεν δίνεται δωρεάν, σκηνοθετείται και παίζεται, εάν είσαι ο ένας από τα ελάχιστα εκατομμύρια που δικαιώνουν την ανθρωπότητα. Για του λόγου το αληθές

 
ΒΑΡΥ ΤΟ ΧΩΜΑ ΚΙ ΑΓΝΩΣΤΟΣ Ο ΛΟΓΟΣ ΠΟΥ ΜΕΤΑΤΟΠΙΖΕΤΑΙ ΤΟ ΚΩΔΩΝΟΣΤΑΣΙΟ (από τη συλλογή ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία)

Χέρι και πέτρα τόσο πλάι παραπλανούν το θάνατο
Οι μπιγκόνιες του Αγίου Μαρτίνου των αγρών στενάζουν
Λίγο ακόμα και θα παίξουμε Παρασκευή για όργανο
Πλησίον μια μικρή βροχή μ’ όλους των άκοπων ακόμη οπωροφόρων
Τους στενούς συγγενείς  και τα παιδιά μαζί
Μωβ ανθύλλια όλα στραμμένα
Δυτικά της Λύπης

Ντανγκ ίσως και να σημαίνει εγώ ίσως εσύ. Στο ένα πόδι
Ξεκινήσαμε όλοι μας αλλά για δύο περπατηξιές. Μια του απάτητου όρθρου
Και μια του δίχως τέλους δειλινού της Οίας. Όπου σημαίνει
Μέσα μας συμπυκνωμένα ημερονύχτια δρουν τα πιο πολλά εν αγνοί μας
Και τι πράο το χόρτο τι τραχιά η σπασμένη άδικα πέτρα
Έτσι ο κόσμος ο Ελευθέριος ο Μαρτής ο Ιωσήφ η Άρτεμις ο Κήρυκος
Η Μελισσινή και τ’ άγουρο εγγόνι της Βατάνας
Η ακή του χρόνου φτάνει έως τον Ήφαιστο.
 
Στο αγώνισμε των πέντε δυσκολιών έχασες τη μία για πάντα.
 
Σαν την απωλεσμένη καθ’ οδόν μέλισσα που θυσιάζεται. Πλησιάζει ο χρόνος και την τρώει η βουλιμία.
 
Το κατά λάθος λάθος μπορεί να σ’ οδηγήσει και σ’ άλλα επόμενα, δεν σε επαναφέρει όμως στο σωστό ποτέ.
 
Η τρέχουσα ευφυΐα είναι μια ισορροπία ανάμεσα στο χείριστο και το βέλτιστο.
 
Η καταιγίδα που κατά καιρούς ξεσπά μ’ αστραπόβροντα και μουγκρητά προς στιγμήν σε απόσταση από τη Βρετανία είναι η φύσις που για λογαριασμό της ανθρωπότητας επίμονα ζητά να της επιστραφεί το κεφάλι της Μαρίας Στιούαρτ.
 
Κοίτα να κόβεις κάθε τόσο τα νύχια της ιστορίας, επειδή έτσι και μεγαλώσουν θα πνίξουν κι εσένα και την αλήθεια.
 
Κάπου θα συνεχίζεται το είδωλο που έβλεπε στις διόπτρες του ο Ναύαρχος Νέλσον. Μένει ωστόσο απ’ έξω μια κραυγή που ξέφυγε απ’ την ακατέργαστη ανθρωπότητα.
 
Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τι άσμα περιέχει ο θόρυβος προτού μεταφραστεί σε κατάλευκο άτι.
 
Οι δυνάμεις που απαιτούνται για να ολοκληρωθεί ένα καρπούζι τον Αύγουστο είναι κατά πολύ ανώτερες απ’ τις άλλες που συντρέχουν για να συντελεστεί ένα κακούργημα σε οποιαδήποτε στιγμή του χρόνου.
 
Κουράγιο χρειάζεται. Ανάμεσα στον δείκτη του χεριού σου και την άκρη του τετραδίου σου απλώνεται τεραστίου μήκους έκταση που έχεις να διανύσεις.
 
Αποτελώ ένα εύδρομον που συγκρούεται συνεχώς με το κοινό αίσθημα των μελετητών. Ποιος υποβαθμίζει τον άλλον θα φανεί κάποτε. Για την ώρα χάνω πάντα από την έλλειψη στις μέρες μας κατάλληλων οργάνων ναυσιπλοϊας.
 
Στον Εύξεινο των δημητριακών άμε να ζέψεις θύελλες.



[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Επειδή το κόκκινο δεν είναι πάντοτε η προτεραία του μαύρου. Επειδή ως και η ευλάβεια σε ρευστή κατάσταση μπορεί να προκαλέσει ανίατα εγκαύματα… Επειδή απ’ τα είκοσι στα τριάντα σου ο δρόμος σου είναι πολύ πιο μακρύς απ’ ό,τι απ’ τα τριάντα σου στα ενενήντα σου. Επειδή το μωβ περιλαμβάνει όλα τα χρώματα πλην ενός, που καλείσαι να το βρεις και δεν το βρίσκεις ποτέ σου. Να διπλώνετε καλά τον αέρα στο ντουλάπι σας]

Κική Δημουλά, Άναψα ένα κερί στους άγιους Λόγους κάθε Πτώσης

$
0
0
Μια αγωνία ωρίμαζε στην έτσι κι έτσι μοίρα και σάπιζε τρομάζοντας μια απευκταία ολοκλήρωση… Ερείπια και ερείπια του ανατρέχω, αναποδογυρισμένοι θρόνοι, βιογραφίες των νερών που ήπιες και δεν ήπιες, το χαρακίρι με ονόματα και λεπτοδείκτες που έκανες, αυτοκράτορες ίσκιοι, το Πολυχρόνιο του Τότε στο λαχάνιασμα της Ιστορίας – κι ούτε που ταράχτηκα που το δικό σου θρόνο καλόβλεπε μιαν αράχνη…

[Ανακινήστε καλά προ της χρήσεως… Προς τούτο εσωκλείονται οδηγίες. Αν τις διαβάσεις προσεκτικά – σύνθεση, προφυλάξεις, δοσολογία – θα δεις ότι τις ίδιες ακριβώς παρενέργειες επιφυλάσσει η μικρή δόση αγάπης και η μεγάλη. Οι λέξεις φταίνε, Αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν. Για του λόγου το αληθές… Ιδού…]
 
ΧΡΟΝΙΚΟ ΚΑΡΠΩΝ ΚΑΙ ΑΚΑΡΠΩΝ (από τη συλλογή ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ 1981)

Στη Σπάρτη,
τα πορτοκάλια πάνω που φεύγαν απ’ το άγουρο.
Για να γλυκάνουν.
Τη μεταβατική απόφασή τους
συνόδευε ως πιο κάτω
το πριν χρώμα,
που σαν να τη φοβόταν τη βιάση προς το ώριμο
κι όλο κοντοστεκόταν
βαθύ δύσπιστο πράσινο.
Το πήγαινε έλα του χυμού
στον επαμφοτερίζοντα καρπό,
στην έτσι κι έτσι φλούδα,
ζητούσε μια απευκταία ολοκλήρωση.

 
Όχι μόνο στα πορτοκάλια.
Κάποια παρεμφερής διεργασία και σ’ εμένα.
Κάτι ελευθερωνότανε τρομάζοντας.
Μια αγωνία ωρίμαζε και σάπιζε σε κόπο.
Για να γλυκάνω.
Το πήγαινε έλα του πικρού
στην επαμφοτερίζουσα πληγή,
στην έτσι κι έτσι μοίρα,
ζητούσε ένα φτάνει πια.
 
Στον Μυστρά,
λαχάνιασμα της Ιστορίας,
αποθέωση της πέτρας.
Ερείπια
και ερείπια του ανατρέχω.
Τα σκαλοπάτια ως απάνω
και τα όχι σκαλοπάτια ως επάνω.
Αναποδογυρισμένοι θρόνοι
και χρόνοι μαρμάρινοι,
καμάρες και θόλοι,
ρόλοι εκθρονισμένοι.
 
Για να γλυκάνω.
Να βγω απ’ τα χαλάσματα,
το χαλασμό,
από τα χαλασμένα όλα
μ’ ένα τραγούδι.
Μα τα τραγούδια
είναι γυαλιά σπασμένα όπου πατήσεις,
βιογραφίες των νερών που ήπιες
και δεν ήπιες,
το χαρακίρι με ονόματα και λεπτοδείκτες
που έκανες.
 
Ρόλοι εκθρονισμένοι.
Στην εκκλησία της Περιβλέπτου
το Πολυχρόνιο του Τότε.
Αυτοκράτορες  ίσκιοι.
Έκανα πως δεν είδα τους Παλαιολόγους
κι ούτε ταράχτηκα
που το δικό σου θρόνο καλόβλεπε μιαν αρ΄χνη.
Κι άναψα ένα κερί στους άγιους Λόγους
κάθε Πτώσης.
 
ΤΑ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΣΥΝΗΘΕΙΑΣ (από τη συλλογή ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ 1981)

Με φόρεσες – σε φόρεσα
εκλογή μονοφόρι.
Πρώτα απ’ την καλή.
Με γύρισες μετά το μέσα έξω,
είχαν παρατριφτεί οι άκρες και οι μόστρες,
είχαν στραβοστομιάσει κι οι κουμπότρυπες
-θυμίζανε στροφές ξεχειλωμένες-
απ’ το πολύ κούμπωνε ξεκούμπωνε
την προφύλαξη, την επιφύλαξη,
τη διαφύλαξη κούμπωνε ξεκούμπωνε
τις ασταθείς των ημερών θερμοκρασίες
στα βαριά της χρονικότητας κλίματα.
Σκιστήκανε κι οι τσέπες,
χώναν εκεί τα ξυραφάκια τους
οι σκέψεις των χεριών.
Πάλι με γύρισες μετά – σε γύρισα
πάλι το έξω μέσα,
σάμπως οι πριν φθορές
να ’χαν στο μεταξύ ξεκουραστεί
και γιάνει,
και μια που το παλιό
δεν έχει πια καλή κι ανάποδη.
Όσο για το πού θα χτυπήσεις
και πού θα χτυπηθείς,
κανένα πρόβλημα.
Ούτε και τούτο έχει πια
όψη κι ανάποδη.
Έχει κι αυτό παλιώσει
-μέσα έξω γυρισμένες
τόσες φορές οι σφαίρες.

[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ]

Οδυσσέας Ελύτης, Δεν ωφελούν πια οι μυώνες θέλει αγάπη θηριώδη και πήδημα τίγρισσας μες στις ιδέες

$
0
0
Από το στοχασμό σου πήζει ο ήλιος μες στο ρόδι κι ευφραίνεται αλλά μακριά μέσα στα απώτατα βάθη του αμνού ο πόλεμος συνεχίζεται… Κάθε καιρός κι ο Τρωικός του πόλεμος, κάθε καιρός κι η Ελένη του: όπου σημαίνει ότι αν καταφέρνουμε να ζούμε βέβαια ζούμε από τις εξαιρέσεις. Προσποιούμαστε ότι δεν συμβαίνει τίποτε ακριβώς για να συμβεί επί τέλους κάτι έξω και πάνω από τη χλεύη… Γι’ αυτό και, όσο υπάρχουνε Αχαιοί, θα υπάρχει μία ωραία Ελένη κι ας είναι αλλού το χέρι αλλού ο λαιμός. Κάθε καιρός κι ο Τρωικός του πόλεμος… με τις κοινωνικές του θεωρίες, κάθε καιρός κι η Ελένη του κραδαίνοντας απλώς λουλούδια!

[Από το ελάχιστο φτάνεις πιο εύκολα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίζεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. Μάντεψε, κοπίασε, νιώσε: από την άλλη μεριά είμαι ο ίδιος. Για του λόγου το αληθές…]

 Ο ΤΡΩΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ  (από την ποιητική συλλογή ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ, Ίκαρος 1978)

HΜαρία Νεφέλη λέει:
Τουλάχσιτον αν ζούσαμε από την ανάποδη
να τα βλέπαμε όλα ίσια; Μπα. Η αναποδιά
έχει μια μονιμότητα πεισματική
αποτελεί όπως λέμε τον κανόνα.
Όπου σημαίνει ότι αν καταφέρνουμε να ζούμε
βέβαια ζούμε από τις εξαιρέσεις.
Προσποιούμαστε ότι δεν συμβαίνει τίποτε
ακριβώς για να συμβεί επί τέλους κάτι
έξω και πάνω από τη χλεύη.
Ένα κεράσι την ώρα που χειμάζονται
μέσα τους όλες οι αθλιότητες
κι αυτό στο πείσμα τους καθάριο παντοδύναμο
άψογο λάμπει δείχνοντας
ποια θα μπορούσε να ’ταν η υπεροχή του ανθρώπου.

 
Η σταγόνα το αίμα κάθε Απρίλιο
δωρεάν και για όλους.
 
Δυστυχείς εμπροσθοφύλακες και ανάστροφοι
οδηγοί των βαρέων αρμάτων τ’ ουρανού
ως και τα σύννεφα είναι νομοθετημένα
το νου σας: από μας η άνοιξη εξαρτάται.
 
Να ξαναδώσουμε στα πόδια μας το χώμα.
Το πράσινο στο πράσινο τον άνθρωπο του Νεάντερνταλ
στον άνθρωπο του Νεάντερνταλ. Δεν ωφελούν πια οι μυώνες
θέλει αγάπη θηριώδη
θέλει πήδημα τίγρισσας μες στις ιδέες.
Όσο υπάρχουνε αχαιοί θα υπάρχει μια ωραία Ελένη
και ας είναι αλλού το χέρι αλλού ο λαιμός.
 
Κάθε καιρός κι ο Τρωικός του πόλεμος.
 
Μακριά μέσα στα απώτατα βάθη του Αμνού ο πόλεμος συνεχίζεται
 
Η ΕΛΕΝΗ  (από την ποιητική συλλογή ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ, Ίκαρος 1978)

Και ο Αντιφωνητής:
Η Μαρία Νεφέλη αναμφισβήτητα
είναι κορίτσι οξύ
αληθινή απειλή του μέλλοντος
κάποτε λάμπει σαν μαχαίρι
και μια σταγόνα επάνω της
έχει την ίδια σημασία που είχε άλλοτε
το Λάμδα της Ιλιάδας.
 
Η Μαρία Νεφέλη πάει μπροστά
λυτρωμένη από την απεχθή έννοια του αιώνιου κύκλου.
 
Και μόνο με την ύπαρξή της
αποτελειώνει τους μισούς ανθρώπους.
 
Η Μαρία νεφέλη ζει στους αντίποδες της Ηθικής
είναι όλο ήθος.
 
‘Όταν λέει «θα κοιμηθώ μ’ αυτόν»
εννοεί ότι θα σκοτώσει ακόμη μια φορά την Ιστορία.
Πρέπει να δει κανείς τι ενθουσιασμός που πιάνει τότε τα πουλιά.
 
Εξ άλλου με τον τρόπο της
διαιωνίζει τη φύση της ελιάς.
Γίνεται ανάλογα με τη στιγμή
πότε ασημένια πότε βαθυκύανη.
 
Γι’ αυτό και οι αντίπαλοι ολοένα
εκστρατεύουν – κοιτάξετε:
άλλοι με τις κοινωνικές τους θεωρίες
πολλοί κραδαίνοντας απλώς λουλούδια
 
Κάθε καιρός κι η Ελένη του.

Ο τρομοκράτης είναι ο άξεστος των θαυμάτων
 
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΝΕΦΕΛΗΣ
«Κρίμας το κορίτσι» λένε
το κεφάλι τους κουνάν
Τάχατες για μένα κλαίνε
δε μ’ απαρατάν!
 
Μες στα σύννεφα βολτάρω
σαν την όμορφη αστραπή
κι ό,τι δώσω κι ό,τι πάρω
γίνεται βροχή.
 
Βρε παιδιά προσέξετέ με
κόβω κι απ’ τις δυο μεριές
το πρωί που δε μιλιέμαι
βρίζω Παναγιές
 
και το βράδυ όπου κυλιέμαι
στα γρασίδια καθενού
λες και κοντοροχτυπιέμαι
ντρούγκου-ντρουγκου-ντρου.
 
Τη χαρά δεν τη γνωρίζω
και τη λύπη την πατώ
Σαν τον άγγελο γυρίζω
πάνω απ’ τον γκρεμό.
 

[από τη ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Γιατί όντας αρνητικό του ονείρου φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα]

Article 8

$
0
0
Επτά μέρες ολόιδιες σαν χάνδρες κατάμαυρες κομπολογιών προσπαθώντας μια λάμψη ας είναι και από τον άνεμο… Θα ταξιδέψουμε κάπου, έτσι από ανία ή για να πούμε πως κι εμείς ταξιδέψαμε… Δε μπορεί, Θε μου, να φύγει κανείς ποτέ μονάχος του.

[Μες τη κλειστή μοναξιά μου έσφιξα τη ζεστή παιδική σου άγνοια, στην αγνή παρουσία σου καθρέφτισα τη χαμένη ψυχή μου. Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένανε κι ούτε κανένας με γνώριζε… Για του λόγου το αληθές…]

 Χειμώνας 1942 (από τη συλλογή ΕΠΟΧΕΣ)

Ξεμέρωσεν ο δείχτης πάλι Κυριακή.
 
Εφτά μέρες
Η μια πάνω απ’ την άλλη
Δεμένες
Ολόιδιες
Σα χάνδρες κατάμαυρες
Κομπολογιών του Σεμιναρίου.

 
Μια, τέσσερεις, πενήντα δυο.
Έξι μέρες όλες για μια
Έξι μέρες αναμονή
Έξι μέρες σκέψη
Για μια μέρα
Μόνο για μια μέρα
Μόνο για μιαν ώρα.
Απόγευμα κι ήλιος.
 
Ώρες
Ταυτισμένες
Χωρίς συνείδηση
Προσπαθώντας μια λάμψη
Σε φόντο σελίδων
Με πένθιμο χρώμα.
 
Μια μέρα αμφίβολης χαράς
Ίσως μόνο μιαν ώρα
Λίγες στιγμές.
Το βράδυ αρχίζει πάλι η αναμονή
Πάλι μιαν εβδομάδα, τέσσερεις, πενήντα δυο

…………………………………………..
Σήμερα βρέχει απ’ το πρωί.
Ένα κίτρινο χιονόνερο.
 
Αναμονή (από τη συλλογή ΕΠΟΧΕΣ)

Πόσα χρόνια να γυρίσει…
Κι όμως η μυρουδιά της χυμένη παντού
Ξεχασμένη σ’ όλο το δωμάτιο στις πιο απίθανες γωνιές
Σάμπως να ζει ακόμα ανάμεσά μας!
 
Όμως πρέπει να γύρισε ύστερα από τόσα χρόνια
Αυτές τις ώρες την προσμένω κάθε βράδυ
Σχεδιάζοντας με το μολύβι κόκκινα στόματα απάνω στο χαρτί
Όπως και να ’τανε έπρεπε να τρίξει η πόρτα
Ας είναι κι απ’ τον άνεμο.
 
Ας είν’ με δυο ημικύκλια στεγνά πάνω στα χείλη
Στο μέτωπο κατάμαυρες ραβδώσεις
Φθάνει που θα’ ρθει μοναχά ύστερα από χρόνια
Μόνο που θα ’ρθει!...
Σχεδιάζοντας κόκκινα φλογερά στόματα απάνω στο χαρτί.
 
… Νόμισα πως θα πνιγόμουνα!

Απροσδιόριστη χρονολογία (από τη συλλογή ΕΠΟΧΕΣ)
Αυτή η μέρα πέρασε χωρίς καμιάν απόχρωση
Τόσο διαφορετική από τις άλλες μέρες
(ίσως η απαρχή ομοίων ημερών)
Έσβησεν έτσι ανάλαφρα όπως ήρθε
Χωρίς να παιχνιδίσει ο ήλιος στα κλαδιά
Τράβηξε τις κουρτίνες της με διάκρισην η νύχτα.
 
Μια μέρα τόσο διάφορη απ’ τις άλλες
Χωρίς τα σύμβολα του «πλην» και του «συν» π’ αυλακώνουν τη σκέψη
Χωρίς να βαραίνει καν τη ζυγαριά της μνήμης
Πες σα μια σαπουνόφουσκα που τρυπήσαμε με την καρφίτσα
Σαν τον καπνό τσιγάρου χωρίς άρωμα.
 
Έτσι έπεσε ένα φύλλο από το καλαντάρι
Δίχως τον παραμικρότερο ήχο
(Χάθηκε και δεν ψάξαμε να το βρούμε)
Έμεινε το συρτάρι μας όπως τ’ αφήσαμε.
 
Ίσως –λες- πως δεν ήτανε καν μια μέρα
Μόνο που σήμερα φωνάζουν αρνητικά οι αριθμοί
Το ρολόι γυρισμένο ένα ακόμη εικοσιτετράωρο
-Λες – πως περάσαμε ασυνείδητα τα μεσάνυχτα
Έναν ολόισιο ασφαλτοστρωμένο δρόμο.
 
Θα ’ρθει μια μέρα… (από τη συλλογή ΕΠΟΧΕΣ)

Θα ’ρθει μια μέρα που δε θα ’χουμε πια τι να πούμε
Θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια
Η σιωπή μου θα λέει: πόσο είσαι όμορφη, μα δε βρίσκω άλλο τρόπο να στο πω
Θα ταξιδέψουμε κάπου, έτσι από ανία ή για να πούμε πως κι εμείς ταξιδέψαμε.
 
Ο κόσμος ψάχνει σ’ όλη του τη ζωή να βρει τουλάχιστο τον έρωτα, μα δε βρίσκει τίποτα.
Σκέφτομαι συχνά πως η ζωή μας είναι τόσο μικρή που δεν αξίζει καν να την αρχίσει κανείς.
Απ’ την Αθήνα θα πάω στο Μοντεβίδεο ίσως και στη Σαγκάη, είναι κάτι κι αυτό δε μπορείς να το αμφισβητήσεις.
 
Καπνίσαμε –θυμίσου- ατέλειωτα τσιγάρα συζητώντας ένα βράδυ
-Ξεχνώ πάνω σε τι –κι είναι κρίμα γιατί ήταν τόσο μα τόσο ενδιαφέρον.
 
Μια μέρα, ας ήτανε, να φύγω μακριά σου αλλά κι εκεί θα ’ρθεις και θα με ζητήσεις
Δεν μπορεί, θε μου, να φύγει κανείς ποτέ μονάχος του.

……………………………………………….
Τον πρώτο Μάρτη, στον πόλεμο, γνώρισα έναν Εγγλέζο θερμαστή
Που μου διηγήθηκεν ολόκληρη την ιστορία του Σαμ Ντέυλαν
«Είναι αργά» μου είπε κάποτε «θα ’πρεπε πια να πηγαίνουμε
Μα δεν είναι ανάγκη επιτέλους να κλαίτε τόσο πολύ για έναν άνθρωπο που σκοτώθηκε.
Πέθανε στην αγκαλιά μου και ψιθύριζε ένα γυναικείο όνομα
Είναι πολύ γελοίο να πεθαίνεις και να ψιθυρίζεις ένα γυναικείο όνομα».
Το μούτρο του άσπριζε παράξενα. Ύστερα δεν τον ξαναείδα.
 

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Μανόλη Αναγνωστάκη, ΠΑΡΕΝΘΕΣΕΙΣ και ΣΤΟΧΟΙ για τη ΣΥΝΕΧΕΙΑ της αγάπης, το φόβο που μας ενώνει με τους άλλους, ΕΠΙΛΟΓΟΣ για τη σιωπή, αυτό το δισταγμό ζωής, που δεν μας αφήνει να παραδεχθούμε την ήττα. Πόσα κρυμμένα τιμαλφή όμως μπορούμε να σώσουμε, πόσες φωλιές νερού να συντηρήσουμε μέσα στις φλόγες; Όρθιοι και μόνοι σαν και πρώτα θα περιμένουμε]

 
Viewing all 204 articles
Browse latest View live