Quantcast
Channel: ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΑ ενός λεπτού ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ: Τελευταίου Σώματος στο Λίγο του Κόσμου
Viewing all 204 articles
Browse latest View live

Κική Δημουλά, Εγώ, ο λυρικός μικρός πλανήτης, έπαθα ολική σχεδόν έκλειψη

$
0
0
Είχα ένα ιδιόκτητο διακριτικό στερέωμα προσωπικής χρήσεως που, διατρέχοντάς το έγραφα στίχους… Κάποτε όμως συστέλλομαι κι επανέρχομαι βίαια στη νόμιμη και παραδεκτή περιοχή, στην εγκόσμια πίκρα

 [Σημειώθηκε χθες διόγκωση της ματαιότητας. Αυτό, φυσικά, κανείς δεν το αντελήφθη. Κανείς από τους ελάχιστους «πλησίον μου»… Μονάχα εγώ που όρθια μπρος στο μεσίστιο μέλλον μου, σε στάση ανήμπορη αλλά κόσμια, άφησα να διαφύγει από το χώρο μου ένα ολόκληρο απόγευμα, σε μια ρευστότητα αθεράπευτη, γνωστή αλλ’ επιδεινωμένη… Ιδού…]

Έκλειψις (από τη συλλογή ΕΡΗΜΗΝ 1958)

Παρατηρήσατε το φαινόμενό μου;
Την ολική μου, επιτέλους, έκλειψη;

 

Είχα ένα ιδιόκτητο διακριτικό στερέωμα,
προσωπικής μου χρήσεως,
που, διατρέχοντάς το, έγραφα στίχους:
εν ολίγοις διένυα ευπρεπώς τη μοίρα μου

Χθες λοιπόν,

περί την δωδεκάτην βραδινήν,
χωρίς καμιά ορατή αιτία,
εγώ, ο λυρικός πλανήτης,
έπαθα ολική σχεδόν έκλειψη
 
Παρανομίες

Επεκτείνομαι και βιώνω
παράνομα
σε περιοχές που σαν υπαρκτές
δεν παραδέχονται οι άλλοι.
Εκεί σταματώ και εκθέτω
τον καταδιωγμένο κόσμο μου,
εκεί τον αναπαράγω
με μικρά κι απειθάρχητα μέσα,
εκεί τον αναθέτω
σ’ έναν ήλιο
χωρίς σχήμα, χωρίς φως,
αμετακίνητο,
προσωπικό μου.
Εκεί συμβαίνω.
 
Κάποτε, όμως,
παύει αυτό.
Και συστέλλομαι,
κι επανέρχομαι βίαια
(προς καθησυχασμόν)
στη νόμιμη και παραδεκτή
περιοχή,
στην εγκόσμια πίκρα.
 
Και διαψεύδομαι.
 
Υστερία

Απόψε
έντρομη
στο παράθυρο
τινάχθηκε η παραφορά μου
φωνάζοντας:
Βοήθεια, βοήθεια με πνίγουν!
 
Τούτο συνέβη ξαφνικά
την ώρα που καθίσαμε για βράδυ
στο τραπέζι
που βγάλαμε
τις πετσέτες από τις θήκες
για να μη λερώσουμε τα τετριμμένα,
κι αρχίσαμε να τρώμε
την τελευταία μπουκιά της ημέρας,
λέγοντας κάθε τόσο:
δαπανηρό φαϊ,
δαπανηρό φαϊ
πόσο η ζωή ακρίβυνε!
 

[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ ερήμην μου]

 

Οδυσσέα Ελύτη, Σαν από μικρό του θέρους ποτιστήρι βρέχει ανεπαίσθητα αγγίγματα και το μικρό έαρ του έαρος δεν έχει τελειωμό

$
0
0
Ζαλιστικά γλιστρούν και στροβιλίζονται πάνω στο όγδοο χρώμα τα ένστικτα όμοια φύλλα που τους απαγορεύτηκε το κίτρινο και σε μια ψιλή βροχή αλητεύουν… Ω γλυκείς ψιθυρισμοί, κραυγές άξαφνες και πάλι γαληνεμένοι αναστεναγμοί γόοι της μιας φοράς και των πολλών σφιγμών «αχ» κερασένια που καταπίνει ο άνεμος. Κάτι σαν σκίρτημα που πριν το νιώσεις έχει κιόλας στα δάχτυλα μοιράσει ρίγος ίδιο χίλιες φορές κι ας μην ποτέ τις μέτρησες

Πλησίον μια μικρή βροχή μ’ όλους των άκοπων ακόμη Οπωροφόρων τους στενούς συγγενείς και τα παιδιά Μαζί μωβ ανθύλλια όλα στραμμένα ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ. Σωστά μίλησε λοιπόν αυτός που κατοικεί Ροδαμών και Ήβης γωνία, μ’ αστραπές μιλάει το άωρο και μ’ αγράμπελη προ των φιλιών το επάνω χείλι. Ιδού

 ΓΙΑ ΜΙΑ VILLEDAVRAY (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ, Εκδόσεις Ίκαρος 1995)

Κακέκτυπον αν και εξαργυρόσιμον
Ως νόμισμα είναι. Που παρηχητικά μέσα στη ξένη γλώσσα
Μιαν αύριο δηλώνει εάν όχι ταύρου ισχυρά μουκανήματα
Ευρείς λεωφόρους διασχίζουν φευγαλέα οι ποδηλάτισσες και
Πολλές το μάθημά τους παν να επαναλάβουν σ’ ένα μικρό και για λαίμαργα
Χείλη ωδείον. Περαστικές ευδίες έχει όπως ο νους και η μισοκαλλυμένη κνήμη
Πριν την μετάληψη των εσωρούχων του άκρου θρου έμνοστη πιο
Γίνεται η σάρκα και γλυστρούν τα χτενάκια διαγώνια πάνω στ’ ανέγγιχτα
Ως την τελευταία στιγμή σεντόνια. Μια πλάνη που την πήρε ο ύπνος
Δια παντός και πλέον δεν ν’ αυτοκατα-
νοηθεί γίνεται

 
Φίλες εσείς του πιο μικρού παρεκκλησίου την επίσκεψη πουλιών
Γνωρίσατε;Είναι ροζ κι έχουν φούλια στικτά κάτω απ’ τα πούπουλα
Διαβαστό χνούδι και αχνών ακμή που με το πέρασμά του παρασύρει
Του ανοιχτού δωματίου το ρεύμα. Ω γλυκείς μικροί ψιθυρισμοί
Κραυγές άξαφνες και πάλι γαληνεμένοι αναστεναγμοί γόοι
Της μιας φοράς και των πολλών σφιγμών «αχ» κερασένια που
Καταπίνει ο άνεμος. Κάτι σαν σκήρτημα που πριν το νιώσεις
Έχει κιόλας στα δάχτυλα μοιράσει ρίγος ίδιο χίλιες φορές κι ας μην ποτέ τις μέτρησες
 
Όπως ένα κλωστήριο μια πόλις λειτουργεί που οι κάτοικοί της
Με τα δόντια στην κατάλληλη στιγμή κόβουν το νήμα
Σε μετάξι περιπατά η αφή και σε λευκής μασχάλης κορδελίτσα ο ίασμος
Και σαν από μικρό του θέρους ποτιστήρι βρέχει ανεπαίσθητα αγγίγματα
Μια σύντομη των δέκα μενεξέδων διακοπή που ισχύει για πάντοτε
Όπως ισχύει σαν κλειδί της ηδονής και γίνεται όρος απαράβατος:
Είναι στα γόνατα που θέλει ο σκύλος τον αφέντη του και
Τον μελισσοκόμο της η κορασίς κηφήνα
Εάν η ευλάβεια μ’ άλλο επίθετο είχε βαπτιστεί και των ναών οι κώδωνες τίναζαν περιστέρες
Θα ’χαν απαιχμαλωτισθεί κι απ’ τον κλήρο τ’ αέρος οι δέσμιοι απαχθεί
Σ’ απαλών θωπειών δώματα
 
Να τι ζητούσε ο Ιωάννης ο νεώτερος μέσα στου τετράγωνου του
Τον κύκλο. Να εισέρχονται και με κοθόρνους κτυπώντας το δάπεδο
Οι ως Αίαντες ή ως Επίσκοποι μιας μυστικής χαράς την ιδιαιτερότητα διεκδικώντας
Θύσσανοι του ασημί πράο του σκοτεινού της χλόη στήθη του εύδερμου
Στην δική σας έχω πόλη ζήσει κι εγώ
 
Ζαλιστικά γλιστρούν και στροβιλίζονται πάνω στο όγδοο χρώμα

Τα ένστικτα όμοια φύλλα που τους απαγορεύτηκε το κίτρινο και
Σε μια ψιλή βροχή αλητεύουν ώσπου στα σγουρά κι αρμυρά
Χλωροφύλλη μυστική χύνουν από σπουργίτη έως κρινολανθό

Έτσι
της αύριον η αύρα πνέει
Το μικρό έαρ του έαρος δεν έχει τελειωμό.
 

[ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ λέξεων από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη: ΤΑ ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ: Ας είναι άγιον εκείνο που εννοώ. Θέλει να ’χε άγριες πείνες άπνοιας ο Αύγουστος για να ζητήσει μελτέμι ώστε στο φρύδι τ’ ουρανού ν’ αφήνει ένα μπλε που το όνομά του μέσα στα πολλά τ’ ακούς ευώνυμο, δρέποντας η Ευ-Μορφία μανταρίνια ή φιλοσόφων ρύακες πληθαίνει και μεγαλώνει ο άνθρωπος στον καθρέφτη του στο βάθος όμως είναι μια κινούμενη πολίχνη μελισσών πάνω στην Ήβη. Ας είναι, μαύρον ήλιο κάνουν τα σταφύλια, μισό από μίσος και όνειρο και μισό από νοσταλγία

Κική Δημουλά, Είναι μεγάλη ανάγκη να της ουρλιάξω ένα μήνυμα

$
0
0
Α, δαιμόνια θλίψη για πότε ακινητοποιείς αυτό το κάποτε, σκύβεις κάτι του λες στο αυτί, κάτι ρίχνει εκείνο στην τσέπη σου με τρόπο, τα μεσιτικά σου είναι για τη συμφωνία αίφνης να στραφεί να σταθεί μέρες να μας κοιτάζει, να μας ακολουθεί σαν θρόισμα ομίχλης… Να σου πω κι άλλη προσοδοφόρα αφορμή σου;

Πώς πήγε αλήθεια η μεγάλη εκείνη επιχείρηση αισθήματος που άνοιξες; Μαθαίνω σε γονάτισε. Τουλάχιστον ξεμπέρδεψες με τις υποχρεώσεις; Βοήθησες τη λήθη να χτίσει; Χρόνια ονειρευότανε δική της οικογένεια, δικό της σπιτικό, μακριά-μακριά από τη μνήμη όσων τις αγάπησαν και τις δυο (ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ)

Πόθεν Έσχες (από τη συλλογή ΗΧΟΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ, Εκδόσεις Ίκαρος 2001)

Δυσανασχετεί έξω η καλλιγράφος πρωία
δε διαβάζονται κάτι σημειώσεις μου
άτσαλες αχνές με σομόν μαρκαδόρο
που μου δάνεισε ευγενώς σκεπτικής
πικροδάφνης το χρώμα.
 
Δυο τρεις αράδες διερευνητικές
περί του «πόθεν έσχες» θλίψη
τόσα εισοδήματα αφορμών ενώ δηλώνεις
άστεγη ότι διαμένεις
πότε εδώ και πότε εκεί που τίποτα δεν μένει.


Εκτός εάν σιωπηρά κληρονομήσεις
κάποιας πλουσίας ωραιότητος ολόκληρον
τον τεράστιο θάνατό της.

 
Αδήλωτα μας αποκτάς.
 
Βγαίνεις από σπηλιά ομίχλης
και σαν θρόισμα κουρελιών εισχωρείς
στην έτοιμη πάντα ψυχή μας να ελεεί
κάθε περιφερόμενη αλήτισσα πληγή της
κι αν έχει να σου δώσει της ζητάς
κανένα πόνο της παλιό να μην τον χρειάζεται
ας είναι και λιωμένος.
 
Λιωμένον, πώς τον μεταμορφώνεις
σε ταραχή αγνώριστη καινούργια.
Η σαστισμένη γύρω-γύρω της περιστροφή μας
σαν τα πεταλουδάκια γύρω από το φως
θελγόμενα λες από αυτό που τα καίει
κρυφό έσοδο σου γίνεται θλίψη.
 
Να σου πω κι άλλη προσοδοφόρα αφορμή σου.
 
Μια και το διάστημα που ζήσαμε
για άνθρωπο δεν ήτανε δειλό
γενναία τυχαίνει καμιά φορά να διασταυρωθούνε
μ’ ένα παλιό μας κάποτε.
 
Βιαστικά μας αποφεύγει κοιτάζει αλλού
σαν ξένο σαν ανώνυμο
κι ας είναι συνονόματο με τον ηρωισμό μας
-λέγονται χρόνος και τα δυο.
 
Α, δαιμόνια θλίψη
για πότε ακινητοποιείς αυτό το κάποτε
σκύβεις κάτι του λες στο αυτί
κάτι ρίχνει εκείνο στη τσέπη σου με τρόπο
τα μεσιτικά σου είναι για τη συμφωνία
αίφνης να στραφεί να σταθεί μέρες να μας κοιτάζει
να μας ακολουθεί σαν θρόισμα ομίχλης.
 
-το λέω τώρα κι ακόμα ταράζεται σύγκορμη
η γραφή μου.
 
Κι αυτήν κρυφά στην τσέπη σου τη βάζεις
θλίψη.
 
Σας άφησα μήνυμα (από τη συλλογή ΗΧΟΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ, Εκδόσεις Ίκαρος 2001)

Εμπρός εμπρός με ακούτε; Εμπρός
από μακριά τηλεφωνώ. Δεν ακούγομαι
τι, ξεφορτίστηκε η απόσταση;
Από κινητό διάστημα μιλάτε;
Να ξαναπατήσω το μηδέν; Κι άλλο;
Με ακούτε τώρα;
Ναι μου δίνετε σας παρακαλώ τη μαμά μου;
Τι αριθμό πήρα; Τον ουρανό
αυτόν μου έχουν δώσει. Δεν είναι εκεί;
Μπορώ να της ουρλιάξω ένα μήνυμα;

Είναι μεγάλη ανάγκη πείτε της
είδα στον ύπνο μου ότι πέθανε κι εγώ
μικρό παιδί κατουρημένο γοερά
μούσκεμα ο φόβος ως επάνω
κι ακόμα να στεγνώσει.
 
Να ’ρθει να τον αλλάξει.
 
Αν δεν μπορέσει, της λέτε ακόμα ότι
ωρίμασε εκείνη η παλιά φοβέρα της
πως θα με φάει ο γέρος αν δεν τελειώσω
το φαγητό μου
 
Ωρίμασε έγινα γεύμα γήρατος
Όχι σε ταβερνάκι ονείρου
Σε κάποιο λαϊκό μαγέρικο που άνοιξε
ο καθρέφτης.


Αντί για υακίνθους είπα να σου φέρω σήμερα ηλιοτρόπια να έχει η φροντίδα μου πιο ευθυτενές κοτσάνι και το οστεώδες πλέον νόημά της να μου φανεί στρογγυλοπρόσωπο ηλιόπσορους γεμάτο. Ηλιοτρόπια. Συσσωρευτές λάμπουσας θερμότητας. Ευχήθηκα να επωφεληθείς. Κι αφού τακτοποίησα σε ύψος ομοιόμορφο αισθητικά το χρέος μου στο βάζο κοντοστάθηκα λίγο να βεβαιωθώ ότι τα ηλιοτρόπια θα τραπούν εκεί που επαγγέλνει το όνομά τους. Κατάπληκτη να στρε΄φουνε τα είδα προς της ευχής μου την παράφρονα εκπλήρωση κοιτάζοντας αντί τον ήλιο εσένα. Τιμής ένεκεν. Υπήρξες χιλιάδες έτη φωτός απέχεις (ΕΚΤΡΟΠΗ)

 

Οδυσσέα Ελύτη, Καμιά φωνή δεν πάει χαμένη στους κόρφους του ουρανού

$
0
0
Χέρι με χέρι πάνε οι ερωτευμένοι όταν χτυπάνε οι καμπάνες του ήλιου: κάτω στης μαργαρίτας το αλωνάκι στήσαν χορό τρελό τα μελισσόπουλα, ιδρώνει ο ήλιος τρέμει το νερό, φωτιάς σουσάμια σιγοπέφτουνε στάχια ψηλά λυγίζουνε τον μελαψό ουρανό

Ο ουρανός μου είναι βαθύς και ανάλλαχτος. Έρχονται σιγανές βροχές ραγδαία χαλάζια, περνάν δαρμένες οι στεριές στα νύχια του χιονιά που μελανιάζει στα βαθιά μ’ αγριεμένα κύματα. Βουτάνε οι λόφοι στα πηχτά μαστάρια των νεφών: ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα, ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα. Φεύγω με μια ματιά, ματιά πλατιά όπου ο κόσμος ξαναγίνεται από την αρχή στα μέτρα της καρδιάς. Ιδού

 Χτυπήσανε τη μέρα σε καλή μεριά  (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ, Εκδόσεις Ίκαρος 1974)

Χτυπήσανε τη μέρα σε καλή μεριά
Ξύπνησε το νερό μέσα στο χώμα
Κρύα φωνή νεογέννητη
Που σμίγει από μακριά τη γειτονιά των βρύων
 
Με χάδι από λιοτρόπι δεν φοβάται
Το περιβόλι μήπως βγει στην άβυσσο
Χέρι με χέρι παν οι ερωτευμένοι
Όταν χτυπάνε οι καμπάνες του ήλιου.

 
Υγεία ηχώ φοράδα
Πέταλο και φτερό πλαγιάς
Σύννεφο και χορτάρι αθέριστο
Γλαυκές οργιές του ανέμου
 
Λοξά τ ανήλικα πουλιά
Παν να σημάνουν άνοιξη στα σύννεφα
Κι όσα η χαρά ποτές δεν ονομάτισε
Τώρα διψούν την ευτυχία του κόσμου.
 
Δίψα του κόσμου η αντρική στολή σου πάει
Θα πας να βρεις τη θηλυκή σου κοίτη
Αναποδογυρίζοντας ένα λιβάδι
Έναστρο που του φύγαν οι ανεμώνες
 
Κάτω στης Μαργαρίτας το αλωνάκι  (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ, Εκδόσεις Ίκαρος 1974)

Κάτω στης μαργαρίτας το αλωνάκι
Στήσαν χορό τρελό τα μελισσόπουλα
Ιδρώνει ο ήλιος τρέμει το νερό
Φωτιάς σουσάμια σιγοπέφτουνε
Στάχια ψηλά λυγίζουνε τον μελαψό ουρανό.
 
Με χείλια μπρούτζινα κορμιά γυμνά
Τσουρουφλισμένα στο τσακμάκι του οίστρου
Εε! εε! Τραντάζοντας διαβαίνουν οι αμαξάδες
Στο λάδι της κατηφοριάς τ’ αλόγατα βουλιάζουν
Τ’ αλόγατα ονειρεύονται
Μια πολιτεία δροσερή με γούρνες μαρμαρένιες
Ένα τριφύλλι σύννεφο έτοιμο να χυθεί
Στους λόφους των λιγνών δενδρών που ζεματάν τ’ αυτιά τους
Στα ντέφια των μεγάλων κάμπων που χοροπηδάν τις καβαλίνες τους
 
Πέρα μεσ’ τα χρυσά νταριά κοιμούνται αγοροκόριτσα
Ο ύπνος τους μυρίζει πυρκαγιά
Στα δόντια τους ο ήλιος σπαρταράει
Απ’ τη μασχάλη τους γλυκά στάζει το μοσχοκάρυδο
Κι η άχνα πιωμένη με βαριές χτυπιές παραπατά
Στην αζαλιά στην έλισσα και στη μοσχοϊτιά!
 
Έζησα τ’ όνομα το αγαπημένο  (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ, Εκδόσεις Ίκαρος 1974)

Έζησα τ’ όνομα το αγαπημένο
Στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς
Στον ρόθρο της ισόβιας θάλασσας.
 
Εκείνοι που με λιθοβόλησαν δεν ζούνε πια
Με τις πέτρες τους έχτισα μια κρήνη
Στο κατώφλι της έρχονται χλωρά κορίτσια
Τα χείλια τους κατάγονται από την αυγή
Τα μαλλιά τους ξετυλίγονται βαθιά στο μέλλον.
 
Έρχονται χελιδόνια τα μωρά του ανέμου
Πίνουν πετούν να πάει μπροστά η ζωή
Το φόβητρο του ονείρου γίνεται όνειρο
Η οδύνη στρίβει το καλό ακρωτήρι
Καμιά φωνή δεν πάει χαμένη στους κόρφους του ουρανού.
 
Ω αμάραντο πέλαγο τι ψιθυρίζεις πες μου
Από νωρίς είμαι στο πρωινό σου στόμα
Στην κορυφή όπου προβάλλει η αγάπη σου
Βλέπω τη θέληση της νύχτας να ξεχύνει τ’ άστρα
Τη θέληση της μέρας να κορφολογάει τη Γη.
 
Σπέρνω στους κάμπους της ζωής χίλια μπλαβάκια
Χίλια παιδιά μέσα στο τίμιο αγέρι
Ωραία γερά παιδιά που αχνίζουν καλοσύνη
Και ξέρουν ν’ ατενίζουν τους βαθιούς ορίζοντες
Όταν η μουσική ανεβάζει τα νησιά.
 
Χάραξα τ’ όνομα το αγαπημένο
Στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς
Στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας.
 

[ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ λέξεων από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη: ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ, όπου καμιά φωνή δεν πάει χαμένη στους κόρφους τ’ ουρανού και πίσω από όλα χαμογελάς και ξαναβρίσκεις την αθάνατή σου ώρα… Έτσι, του πόθου το όραμα ξυπνάει μια μέρα σάρκα κι εκεί όπου πριν δεν άστραφτε παρά γυμνή ερημιά, τώρα χαμογελάει μια πολιτεία ωραία καθώς τη θέλησες. Δώσε το χέρι σου να πάμε πριν η Αυγή την περιλούσει με ιαχές θριάμβου

Κική Δημουλά, Για να ξημερώσει σ’ ένα δάσος πρέπει πρώτα να βγει στον άμβωνα του κόσμου ένα πουλί και να ζητήσει τον άρτον τον επιούσιον…

$
0
0
Δηλητηριώδης αφθονία αντιθέτων στο καμπουριασμένο μονοπάτι που παραπατάει και γράφεται: η εξοχή βρισκότανε στην ήβη και το πράσινο ασελγούσε, το δάσος υποσχότανε πουλιά και φίδια, το φως έπεφτε καταπέλτης σ’ ό,τι δεν ήταν φως κι η ερωτομανής λαμπρότης παράφορα φιλούσε κι ό,τι δεν ήταν έρωτας, να τρέξει ένα αμήν από δένδρο σε δένδρο, ψίθυρος ανιδιοτελείας δήθεν… σαν ένα δεν βαριέσαι!

 [Ο διάλογος της συνείδησης με τη ματαιότητα, της μνήμης με το φευγαλέο της ύπαρξης, βρίσκει ΣΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ την καλύτερή της ίσως έκφρασή του σε ολόκληρη την ελληνική μεταπολεμική ποίηση, με τη λιτότητα του λόγου να συναγωνίζεται την πρωτοτυπία και τη δραστικότητά του. Χαρακτηριστικό και συνεχώς επανερχόμενο θεματικό στοιχείο σ’ αυτή τη συλλογή είναι η φωτογραφία, ως υποστασιοποιημένη μορφή της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στο ον και το μη ον, στη διάρκεια και στη φθορά… Ίσως τα ωραιότερα ποιήματα της ΔΗΜΟΥΛΑ είναι οι στοχασμοί της πάνω σε φωτογραφίες..]

 
Επεισόδιο με Φτερά (από τη συλλογή ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Εκδόσεις Στιγμή 1990)

Ασεβής ευθυμία πουλιών
με ξύπνησε τόσο νωρίς
ενώ ονειρευόμουν λύπες.
Ήχοι περιστροφών
με ξύπνησαν τόσο νωρίς.
Περιστροφών και κύκλων
που γράφουν τα πουλιά
στον άγραφο χώρο.

 
Οι κύκλοι με ξύπνησαν.
Γύρω-γύρω όλοι, παίζουν τα πουλιά
-ασεβής ευθυμία-
γύρω-γύρω όλοι,
άφρενους κύκλους γράφουν τα πουλιά,
γύρω-γγύρω όλοι
γύρω-γύρω όλα,
γύρω-γύρω κανείς
-επίφοβο σχήμα-
γύρω-γύρω τίποτα
και στη μέση εσύ.
 
Αλλά έρχεται το φως
κι έρχεται η ευκρίνεια σαν προδότης
 
Πήρε αποτυπώματα των κύκλων,
πήρε τις μαρτυρίες των πουλιών,
ανάκρινε τους ήχους και τους οίστρους.
Και πήρε τα στοιχεία σου.
Ότι δεν είσαι κι ότι δεν ονομάζεσαι,
και ότι εγεννήθης εν καιρώ εξερημώσεως.
Κι έμεινε εκεί το πράγμα.
 
Δεν βαριέσαι (από τη συλλογή ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Εκδόσεις Στιγμή 1990)

Για να ξημερώσει σ’ ένα δάσος
πρέπει πρώτα να βγει στον άμβωνα του κόσμου
ένα πουλί
και να ζητήσει τον άρτον τον επιούσιον,
δήθεν πως κελαϊδάει.
 
Να τρέξει ένα αμήν από δένδρο σε δένδρο,
ψίθυρος ανιδιοτελείας δήθεν.
Απ’ τις μεγάλες πέτρες
θ’ ανέβει ένα λιβάνι ήμαρτον.
Από κει και πέρα ξεμυτίζει η λεπτομέρεια
κι η βεβαιότης πως αφήσαμε πίσω την νύχτα.
 
Λίγο σαν περισκόπια υψώνονται
οι άκρες των τηλεγραφόξυλων
μήπως πλέει μακριά καμιά είδηση,
βγάζει απ’ τη θήκη του το αγκάθι ο πυράκανθος,
κι ένα καμπουριασμένο μονοπάτι
παραπατάει και γράφεται.
Από τους γύρω όγκους πέφτει η μάσκα
και ησυχάζεις: ξεκαθαρίζει
τι είναι Πεντέλη, τι Υμηττός
και τι απομένει μύτη φόβου.
 
Το χρώμα της ελιάς,
μουντό κι ολιγόλογο,
βλεφαρίζει στα φύλλα
κι είναι ευκαιρία μ’ αυτό να προσδιορίσεις
μάτια ακαθορίστου χρώματος που λέμε.
Επουσιώδης βέβαια εκκρεμότης
μα, που όσο να ’ναι βασανίζει.
Έτσι και τα προσδιορίσεις,
μας έρχεται ολόκληρο το φως
κι αστενοχώρητο
σαν ένα δεν βαριέσαι.
 
Ζούγκλα (από τη συλλογή ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Εκδόσεις Στιγμή 1990)

Πρωί κι όλα του κόσμου
στημένα
στην ιδεώδη απόσταση μιας μονομαχίας.
Τα όπλα έχουν διαλεχθεί,
τα ίδια πάντα,
οι ανάγκες σου, οι ανάγκες μου.
Αυτός που θα μέτραγε ένα, δύο, τρία, πυρ
καθυστερούσε,
κι ώσπου να ’ρθει
καθίσαμε στην ίδια καλημέρα
και χαζεύαμε τη φύση.
 
Η εξοχή βρισκότανε στην ήβη
και το πράσινο ασελγούσε.
Κραυγές τροπαιοφόρου θηριωδίας
έσερνε ο Ιούνιος της υπαίθρου.
Πιανόταν και πηδούσε
από κλαδί δένδρων και αισθήσεων,
Ταρζάν ταινίας μικρού μήκους
που κυνηγάει αθέατα θηρία
στη μικρή ζούγκλα μιας ιστορίας.
Το δάσος υποσχότανε πουλιά
και φίδια.
Δηλητηριώδης αφθονία αντιθέτων.
Το φως έπεφτε καταπέλτης
σ’ ό,τι δεν ήταν φως,
κι η ερωτομανής λαμπρότης
παράφορα φιλούσε κι ό,τι δεν ήταν έρωτας,
μέχρι και τη δική σου συνοφρύωση.
 
Στη μικρή εκκλησία άλλος κανείς
εκτός από το πολύ όνομά της, Ελευθερώτρια.
Ένας Χριστός περίφροντις
μέτραγε με το πάθος του φυλάργυρου
το βιος του:
καρφιά κι αγκάθια.
Επόμενο ήταν να μην έχει ακούσει
τους πυροβολισμούς.
 

[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ]

Οδυσσέα Ελύτη, Στήθος με στήθος προς τον άνεμο κλάψαν όλη τη νύχτα οι προσδοκίες

$
0
0
Πού να πηγαίνει ένας άνθρωπος που δεν είναι άλλο από άνθρωπος λογαριάζοντας με τις δροσιές τις πράσινες στιγμές του, γράφοντας όνομα πιο γλαυκό στους όρμους γύρω απ’ την αγάπη και στηρίζοντας σε μια θάλασσα ανοιχτή κι ανήλεη το άπειρο κέρδος του ήλιου  

 [Από το ελάχιστο φτάνεις πιο εύκολα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίζεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. Έτσι μπορεί να νιώσει κανείς την παρουσία της ηδονής ως μέσα στις κόρες των ματιών του, των ματιών του που ρέουνε από την πλάτη του έρωτα]

 Επέτειος  (από τη συλλογή ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1940)

       (… even the weariest river winds somewhere safe to sea!)
Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Στο σημάδι τούτο που παλεύει
Πάντα κοντά στη θάλασσα
Νιάτα στα βράχια επάνω, στήθος
Με στήθος προς τον άνεμο
Πού να πηγαίνει ένας άνθρωπος
Που δεν είναι άλλο από άνθρωπος
Λογαριάζοντας με τις δροσιές τις πράσινες
Στιγμές του, με νερά τα οράματα
Της ακοής του, με φτερά τις τύψεις του
Α, Ζωή
Παιδιού που γίνεται άνδρας
Πάντα κοντά στη θάλασσα όταν ο ήλιος
Τον μαθαίνει ν’ ανασαίνει κατά κει που σβήνεται
Η σκιά ενός γλάρου.

 
Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Άσπρο μέτρημα μελανό άθροισμα
Λίγα δένδρα και λίγα
Βρεμένα χαλίκια
Δάχτυλα ελαφρά για να χαϊδέψουν ένα μέτωπο
Ποιο μέτωπο
Κλάψαν όλη τη νύχτα οι προσδοκίες και δεν είναι πια
Κανείς δεν είναι
Ν’ ακουστεί ένα βήμα ελεύθερο
Ν’ ανατείλει μια φωνή ξεκούραστη
Στο μουράγιο οι πρύμνες να παφλάσουν γράφοντας
Όνομα πιο γλυκό μεσ’ τον ορίζοντά τους
Λίγα χρόνια λίγα κύματα
Κωπηλασία ευαίσθητη
Στους όρμους γύρω απ’ την αγάπη.
 
Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Χαρακιά πικρή στην άμμο που θα σβήσει
-Όποιος είδε δυο μάτια ν’ αγγίζουν τη σιωπή του
Κι έσμιξε τη λιακάδα τους κλείνοντας χίλιους κόσμους
Ας θυμίσει το αίμα του στους άλλους ήλιους
Πιο κοντά στο φως
Υπάρχει ένα χαμόγελο που πληρώνει τη φλόγα-
Μα εδώ στο ανήξερο τοπίο που χάνεται
Σε μια θάλασσα ανοιχτή κι ανήλεη
Μαδά η επιτυχία
Στρόβιλοι φτερών
Και στιγμών που δέθηκαν στο χώμα
Χώμα σκληρό κάτω απ’ τα ανυπόμονα
Πέλματα, χώμα καμωμένο για ίλιγγο
Ηφαίστειο νεκρό.
 
Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Πέτρα ταμένη στο υγρό στοιχείο
Πιο πέρα απ’ τα νησιά
Πιο χαμηλά απ’ το κύμα
Γειτονιά στις άγκυρες
-Όταν περνάν καρίνες σκίζοντας με πάθος
Ένα καινούργιο εμπόδιο και το νικάνε
Και μ’ όλα τα δελφίνια της αυγάζ’ η ελπίδα
Κέρδος του ήλιου σε μι’ ανθρώπινη καρδιά-
Τα δίχτυα της αμφιβολίας τραβάνε
Μια μορφή από αλάτι
Λαξεμένη με κόπο
Αδιάφορη άσπρη
Που γυρνάει προς το πέλαγος τα κενά των ματιών της
Στηρίζοντας το άπειρο.
 

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Γιατί όντας αρνητικό του ονείρου φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα. Γι’ αυτό φεύγα ζαρκάδι, Πόθε κοντά στη λύτρωσή σου φεύγα ζωή σαν κορυφογραμμή]

 

Κική Δημουλά, Τι είναι προτιμότερο να σε σκέφτομαι ή να ’ρχεσαι καλύτερα απ’ έξω που είναι ασφαλέστερο ποτέ;

$
0
0
Δαχτυλικά αποτυπώματα σιωπής: απ’ ότι άργησε να ’ρθει κι από το τι δεν ήρθε χειρότερα μας φέρθηκε αυτό που περιμέναμε τι είναι μη γνωρίζοντας… αχ έτι και έτι ψάχνω όλα τα πιστευτά του κόσμου αλωνίζω να βρω μια δεύτερη φωνή. Απίστευτο πουλάκι έλα μέσα

 [Ανακινήστε καλά προ της χρήσεως… Προς τούτο εσωκλείονται οδηγίες. Αν τις διαβάσεις προσεκτικά – σύνθεση, προφυλάξεις, δοσολογία – θα δεις ότι τις ίδιες ακριβώς παρενέργειες επιφυλάσσει η μικρή δόση αγάπης και η μεγάλη. Οι λέξεις φταίνε, Αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν. Για του λόγου το αληθές… Ιδού…]

 Ομιχλώδης η λύτρωση (από τη συλλογή ΧΛΟΗ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟΥ, Εκδόσεις Ίκαρος 2005)

Κυμαίνομαι
στους τοίχους του διλήμματος χτυπώ.
Τι είναι προτιμότερο
 
να σε σκέφτομαι
ή να ’ρχεται καλύτερα απ’ έξω
που είναι ασφαλέστερο ποτέ;
 
Σ’ αυτό το σπίτι αδειανός να παραμείνω
ή να μεταφερθώ σε άλλο αδειασμένος;
Σε τούτο έχω αφήσει
δαχτυλικά αποτυπώματα σιωπής.
Το άλλο θα έχει ακουστική;
 
Γράφτηκα δωρητής των οφθαλμών μου –
πού να τους δωρίσω
στην αιωνιότητα να βλέπει
τι υπναράδες θε μου τη μονοπωλούν,
ή καλύτερα στις αλκυονίδες
μήπως τις ξαναδώ; - πού ξέρεις,
ο διάβολος το άγνωστο η ελπίδα κι ο θεός
μπορεί να έχουνε τον ίδιο δικηγόρο.
 
Στον έρωτα πάντως μάτια δεν χαρίζω
Αυτός τυφλός και φεύγει
φαντάσου και να βλέπει.
 
Αιχμάλωτο κλεισμένον στη δική μου όραση
σε κρατά η φαντασίωση
Τι είναι προτιμότερο
να κάνω πως δε βλέπω και να υφίσταμαι
έτσι δωρεάν μόνον αυτή να σε κοιτάζει
ή να ζητήσω λύτρα
από τα καρφωμένα μάτια της απάνω σου;
 
Όχι όχι δίλημμα, πλεονεξία μάλλον.
Θέλεις δικά σου να κρατήσεις
κι αυτό που μοιάζει προτιμότερο
και τ’ άλλο που σου τάζει εφεδρεία.
 
Δεν αντέχεις να στερηθείς
ούτε το χλωμό ουράνιο τόξο του ενός
ούτε την ομιχλώδη λύτρωση του άλλου.
 
Άλλωστε κι από μόνα τους αυτά
αρνούνται να χωρίσουν. Ριζωμένα
στο ίδιο αναποφάσιστο
μακροχρόνιο χώμα
σιγά σιγά μονιάζουν αγαπιούνται
μοιράζονται και τρώνε τη σύνταξη που παίρνει
η παχυλή εκκρεμότητά τους –ποτέ να μην πεθάνει-
κι απ’ την πολλή συνάφεια με το κέρδος
μοιάζουνε πια σα δύο προτιμότερα να έχεις.
 
Και τότε ο έχων δύο έδωσε ποτέ το ένα
στο Θείο εκείνο κήρυγμα
 
πότε από τους περισσότερους του ενός που είσαι
δόθηκε ποτέ ο ένας στον άλλον;
 
Και να δόθηκες σιγά σιγά το παίρνεις πίσω.
 
Απ’ ό,τι άργησε να ’ρθει
κι από το τι δεν ήρθε
χειρότερα μας φέρθηκε
αυτό που περιμέναμε
τι είναι μη γνωρίζοντας

 
Νυν απολύεις (από τη συλλογή ΧΛΟΗ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟΥ, Εκδόσεις Ίκαρος 2005)

Βροχή
μια διασκεδάστρια είσαι άβουλη
του σύννεφου που πλήττει μες στο μαύρο.
 
Αν είσαι μάγισσα όπως πίστευα
πριν ξαστερώσει ο παγετός της ηλικίας
χαρίσου πέφτοντας
πάνω σ’ αυτό που σκέφτομαι
ν’ ανθίσει ανάγκασέ το
κι ένα πουλί ξελόγιασε
επάνω στα κλαδιά της ακοής μου
πείσε το να καθίσει
με μάγια τη φωνή του ανακάτεψε
να κελαηδάει νυχθημερόν κατάφερέ το
κι ας ενοχλείται το αφύσικο
και ας του λέει πάψε θα σε σκοτώσω
εκείνο να μην παύει
να κελαηδάει ατρόμητο γενναία
 
από το στρες που προκαλεί η γενναιότης
ξερό να πέφτει χάμω
 
κι ενώ εσύ βροχή μόλις το δεις
να παύεις λυπημένη να κάνεις δεύτερη
-σεκόντο- φωνή
εκείνο να μην παύει
απτόητο να κελαηδά με δύναμη
ακόμα πιο μοναχική
 
αχ
έτι και έτι ψάχνω
όλα τα πιστευτά του κόσμου αλωνίζω
να βρω μια δεύτερη φωνή
 
απίστευτο πουλάκι έλα μέσα
 

[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ]

Οδυσσέα Ελύτη, Παρά ένα ψηφίο η λέξη σου διαφεύγει. Ποίηση όμως πίνουμε κάθε φορά που πίνουμε κι από λίγο ξυπνητόν ύπνο.

$
0
0
Ένα καλά γραμμένο συνθετικό ποιητικό έργο δεν διαφέρει και τόσο από ένα σωστά στρωμένο τραπέζι. Το ίδιο ορθογώνιο σχήμα, οι ίδιες επιφάνειες που λάμπουν όπως τ’ ασήμια, οι ίδιες στιγμές αυτοσυνείδησης που τρέμουν μες στα ποτήρια. Μια περίπτωση που σου ανοίγει την όρεξη να φας ως και το χαρτί όπου γράφεις και να μεταβληθείς σ’ έναν παχύσαρκο των γραμμάτων. Μ’ άλλα λόγια, να υποστείς την καταδίκη του μέσου όρου. Κάτι που ακριβώς απεχθάνεσαι.

Θ’ αρχίσω με μιαν ήχηση που να φτάνει από το πιο σκληρό μέταλλο έως την πιο λεπτή χορδή, χωρίς ούτε οι απολαύσεις ν’ αποκλείονται ούτε οι ενοχές να επιβάλλονται, αλλά η φύσις να παραμένει φύσις. Υπάρχει ένας τρόπος να μπαινοβγαίνουμε στα καθημερινά γεγονότα, έτσι που το ρούχο μας να μην πιάνεται από τα κλαδιά που απλώνει γύρω μας το συμφέρον, αυτό το επίμονο βήμα σημειωτόν πάνω στο θυμικό μας, η αφαίρεση ενός μικρότατου ευτυχισμού που ο άνθρωπος φυλάγει στα πιο ασφαλή θησαυροφυλάκια της ιδιωτικής του ζωής.

 
ΤΥΧΑΙΑ ΤΑΧΑ  (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ Εκδόσεις Ύψιλον/ βιβλία 1995)

Η έκπληξη δεν κοιτάζεται ποτέ στον καθρέφτη. Και η τρικυμία φοριέται απ’ έξω, χωρίς εσώρουχα. Συμβαίνει κάποτε οι αφηρημένες έννοιες ν’ αποδίδονται με τρόπο ευγλωττότερο από τις συγκεκριμένες, που άλλα ξεκινούν ενίοτε να πουν κι άλλα λένε. Ακόμη κι ένας φωτογράφος είναι δυνατόν επάνω στην εμφάνιση να βρει άλλα πράγματα που μήτε τα είχε φανταστεί. Αλλά αυτό ακριβώς έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

1.   Μια πελώρια διάφανη σταγόνα μωβ, που σίγουρα διατέλεσε καρφίτσα στο καπέλο κυρίας του δέκατου ενάτου αιώνα.

2.   Ένα καφενείο, που πληροί κατ’ αναλογίαν τις προϋποθέσεις ενός άρτιου και συνθετικού ποιητικού έργου.

3.   Μια θέα-Κόρη, όπως μόλις διαγράφεται μέσα σε μια κατά τα άλλα αφηρημένη τέμπερα και που μάταια προσπαθώ μια ζωή ολόκληρη να την απεικονίσω με το δικό μου τρόπο.

4.   Σόλο κιθάρας τη νύχτα στα σύνορα της αναγάλλιας και των δακρύων.

Καρφώνω στην τύχη μερικές από τις έννοιες που απροετοίμαστα μας έρχονται και κολλάν επάνω όπως οι τσουκνίδες στο παντελόνι μετά που περάσαμε κάποιον χωματόδρομο, με σκοπό να φανερώσουν τη συνειρμική τους καταγωγή.

1.   Fiesole. Αγορά υπαίθριων αρχαιοπωλών.

2.   Το καφενείο Rivoire, στην πλατεία της Σινιορίας στην Φλωρεντία.

3.   Βιτρίνα σε μικρή γκαλερί της RuedesCrangesστην Γενεύη.

4.   Πλατειούλα στην συνοικία SantaCruzτης Σεβίλλης.

Κάθε τέχνη έχει τα δικά της μυστικά, που έρχεται η στιγμή να ενηλικιωθούν κι εκείνα όπως οι άνθρωποι. Κάποτε αργούν στη διαδρομή τους, σαν τροχοφόρα που μείνανε χωρίς οδοδείχτη και φθάνουν στον προορισμό τους καταταλαιπωρημένα με αποτέλεσμα να μην εισπράττει ο αποδέκτης το νόημα της αποστολής. Παρά ένα ψηφίο η λέξη σου διαφεύγει. Χρειάζεται τάξη και τάξη δεν σημαίνει να βάζεις απλώς στη σειρά δώδεκα ποτήρια. Σημαίνει, σε μιαν άλλη κλίμακα, να απομιμείσαι την συναρμογή των μορίων της ύλης ως το σημείο να επιτυγχάνεις μπροστά σου ένα διάφανο κρύσταλλο ή ένα έργο τέχνης, που κάνει το ίδιο.

Εγγύς είμαστε εκεί όπου τα δύο άκρα των αντιθέτων αγγίζονται. Να συνυπάρχουν η πιο άγρια αίσθηση ελευθερίας με την πιο αυστηρή έννοια της τάξης, ανεξάρτητα εντελώς από τη μορφή. Η απόσταση ανάμεσα στο χαρτί που τσαλακώνεις και το χαρτί που ισιώνεις είναι μηδαμινή συνάμα και τεράστια. Η απόσταση όπως θα λέγαμε ανάμεσα στο πιο φοβερό μικρόβιο και στον πρώτο αριθμό του λαχείου. Ας σημειωθεί ότι ο παράγων τύχη μήτε αποκλείεται μήτε επιβάλλεται. Υπάρχει εντός κι ανεξαρτήτως των όρων του παιχνιδιού.

Εκεί που κάθεσαι, μια σταγόνα μωβ αιωρείται πάνω απ’ τα μάτια σου. Ο Δαβίδ σε κοιτάζει. Τα δάχτυλα σου κινούνται πάνω σ’ ένα πολυχρωμικής υφής ορθογώνιο. Μια πολύ νεαρή θέαινα προσπαθεί ν’ ανοίξει και να βγει από το εικονοστάσιο σου. Ακούγεται από μακριά, ή μήπως από το διπλανό σου δωμάτιο, μια κιθάρα Ανδαλουσιανούς;

Ασφαλώς η ίδια δύναμη, που απαιτείται για την προΰπαρξη των δύο αντιθέτων, απαιτείται για την σύλληψη των δύο αναλογιών. Όσο κι αν οι δύο όροι της παρομοίωσης μοιάζουν απομακρυσμένοι. Ούτε γράφουμε όπως τρώμε όπως γράφουμε. Ποίηση όμως πίνουμε κάθε φορά που πίνουμε κι από λίγο ξυπνητόν ύπνο.

Ένα καλά γραμμένο συνθετικό ποιητικό έργο δεν διαφέρει και τόσο από ένα σωστά στρωμένο τραπέζι. Το ίδιο ορθογώνιο σχήμα, οι ίδιες επιφάνειες που λάμπουν όπως τ’ ασήμια, οι ίδιες στιγμές αυτοσυνείδησης που τρέμουν μες στα ποτήρια. Μια περίπτωση που σου ανοίγει την όρεξη να φας ως και το χαρτί όπου γράφεις και να μεταβληθείς σ’ έναν παχύσαρκο των γραμμάτων. Μ’ άλλα λόγια, να υποστείς την καταδίκη του μέσου όρου. Κάτι που ακριβώς απεχθάνεσαι.

Όπου ανθεί ο μέσος όρος παύω να υπάρχω. Μου είναι αδύνατον να ευδοκιμήσω μέσα στην μάζα της εκάστοτε πλειοψηφίας. Οι ωραίες μειοψηφίες είναι το κάτι άλλο. Ή τις κάνω σμαράγδι να φωτίζουν τη νύχτα μου ή τις τρώω με σοκολάτα σαντιγί. Γι’ αυτό και καμιά ολιγαρχία που εκτιμώ δεν έρχεται ποτέ στα πράγματα. Όμως γι’ αυτό ακριβώς την επιλέγω. Για να μην έρχεται ποτέ στα πράγματα. Έρχομαι κι όχι μία μόνο αλλά εκατό φορές σ’ ένα οποιδήποτε Verve, στο Laterreestbluecommeuneorange, στην Παρθένο της Σικίνου πριν να υπάρξει στο EaudeVervene, στο PoeminOctober, στον Ναυτίλο του PatekPhilippe, στην Μικρή Πράσινη Θάλασσα. Ακριβές μειοψηφίες, σπάνια βιβλία, ιδίως αν το χαρτί είναι VelenpurefilLafumaή πάπυρος του 1600 όπως τα βρίσκουμε στα παλαιοπωλεία των μικρών πόλεων της Ευρώπης.

Α συ Κόρτνοβα με τα μπαλκονάκια σου και με τα πυργάκια σου, Βενετία των παλάτσων και των γεφυρών, Λωζάννες των συνεδρίων και Κανταβριγίες των Πανεπιστημίων, Αβινιόν των παπών και Κάνες των καζίνων. Μικρές πολιτείες που με τον καιρό γίνατε η μαγιά της μελλοντικής Ευρώπης, εκείνης που γαλουχήθηκε, μεγάλωσε κι ανδρώθηκε στη θηλή της Ελληνικής γραμματείας. Πλην τη στιγμή που θέλει να θυμάται, θέλει να το ξεχνά. Αλήθεια, είναι μια καταδίκη ν’ αγαπάς κάποιον που μισείς, γιατί δεν υπάρχει άλλος ν’ αγαπήσεις.

I love all waste
and solitary places, where we taste
the pleasure of believing what we see
in boundless, as we wish souls to be

 

[Κι όμως διαφορετικός θα ήταν ο Μάιος αν αντί να πληρώνουμε και τέλη για την εισπνοή του οξυγόνου του, λαλούσαμε πέτρα και λαλούσαμε νερό με την ελπίδα ν’ αναφανεί μια μέρα ένα καινούργιο άλσος, κατάλληλο να δεχθεί την ταφή μας. Έαρ χρειάζεται και ζωή πλήρης καθαρότητας, για ένα δώρο που κανείς άλλος δεν μπορεί να στο προσφέρει - Αποσπάσματα από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη: Ο ΚΗΠΟΣ με τις ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ]

Οδυσσέα Ελύτη, Αν κάποιος από μας αμάρτησε πρέπει να είναι ο Θεός –ό,τι πιο τέλειο πιο ανεπίδεκτο φθοράς ποτέ του υπήρξε

$
0
0
Ο άνθρωπος είναι σα να ’ρχεται απ’ αλλού μ’ ένα θυμητικό κατακερματισμένο αλλά εφεκτικό στα θαύματα όπως το αμύγδαλο του κόσμου που γνώρισε πολλές φουρτούνες ώσπου κάποτες φτάνει η στιγμή που εμφανίζεται στα σύννεφα σ’ έναν αιώνα ουσιαστικά χρυσόν η αλήθεια της ζωής που νοείται σαν κάτι το απροσμέτρητο

[Από το ελάχιστο φτάνεις πιο εύκολα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίζεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. Για του λόγου το αληθές…]

Το αμύγδαλο του κόσμου είναι πικρό (5οαπόσπασμα από τη συλλογή ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕ ΣΗΜΑΙΑ ΕΥΚΑΡΙΑΣ, Ίκαρος 1982)
(Ακόμα ένα τσιγάρο
που να βαστάει ωσότου ξεψυχήσουμε
δυο-τρία λεπτά ζωή
με στιγμές αλήθεια υπέροχες
αυλές όπου ακατανόητα μεγαλώσαμε
 
κι εσύ πικρέ που το ’βαλες γινάτι
να βρεις να κόψεις λέει το αμύγδαλο του κόσμου
και σου απόμεινε το χέρι
γράφοντας κάτι ποιήματα
λευκά στη μαύρη τη σελίδα επάνου
 
ποιος ποτέ κατάλαβε
τα δειλινά που τ’ άντεχες μην και δακρύσεις;
υπάρχει ένα προδότης μέσα σου
που η ώρα του θα ’ρθει να τιμωρηθεί
 
ω φίλοι
αν κάποιος από μας αμάρτησε
πρέπει να ’ναι ο Θεός
χαλάλι του
ψάξαμε ψάξαμε όσο γίνεται
να ’μαστε άνθρωποι σωστοί
σε μια ταράτσα πάνω από τη θάλασσα
κοίταξε:
σπαν τ’ αστέρια ένα-ένα
και το ύστερο πάει φωσάκι του τσιγάρου σου
κι εκείνο σώνεται το χάμου
αντίο)
 
Το αμύγδαλο του κόσμου είναι πικρό (6οαπόσπασμα)

Θε μου
αν η αλήθεια γίνεται
κάποτε μουσική που τρώει την ύλη
πρέπει να ’μαι ψεύτης αλλά πιο πιστευτός
απ’ όλα τα όντα
που βομβούν επάνου στον πλανήτη
άκου
ο άνθρωπος είναι σα να ’ρχεται απ’ αλλού
γι’ αυτό και ηχεί παράτονα
μ’ ένα θυμητικό κατακερματισμένο αλλ’
εφεκτικό στα θαύματα
 
ίσως και να ’χω λάθος και να ’ναι που δεν ξέρω από γραφή και ανάγνωση
ολομόναχος κρέμομαι
απ’ τους καιρούς του Ηράκλειτου
όπως το αμύγδαλο του κόσμου
από έναν κλώνο του βορείου Αιγαίου
αρχαίος ψαράς με το τρικράνι του
που εγνώρισε πολλές φουρτούνες ώσπου να:
κάποτες η στιγμή φτάνει
τα νερά γύρω του γίνονται αγλαά
ψυχρά
τριανταφυλλένια
μισοκλείνει το βλέφαρα
είναι που η αντανάκλαση
όλο κάλος απόλυτο
δείχνει με ποιον προσώρας είχε
άθελά του  συνάντηση εμπιστευτική.
 
Το αμύγδαλο του κόσμου είναι πικρό (7οαπόσπασμα)

Μπρος λοιπόν
λησμονήσετέ με αν κοτάτε-
οι σαύρες των μνημείων αγνοούν και γλύπτες και αρχιτέκτονες
 
τρεις  μετά τα μεσάνυχτα
είναι σα να ’χω γεννηθεί χρόνους μετά
που οι άνθρωποι διακρίνονταν στην πάλη και το εμπόριο
 
αξιωματικά ζω πέραν απ’ το σημείο που βρίσκομαι
άλλωστε
συνεχίζοντας ίσια τη μητέρα μου
θα με συναντήσετε και μετά θάνατον
 
(είναι να μην ασχημονήσεις ειδεμή
εμφανίζεται στα σύννεφα – όπως επάνω στο χαρτάκι
ουρώντας
το σάκχαρο του διαβητικού-
ένας μαύρος κέλης με το πόδι εμπρός
η ματαιοδοξία
και το μέσα της ανέφικτο)

πού; ποιον; πότε;
ζητήσετε και ευρήσετε
την μικρή Κυνηγέτιδα
που απάγει το αμύγδαλο του κόσμου
ψηλά στα όρη και ύπταται
σ’ έναν αιώνα ουσιαστικά χρυσόν
 
αλήθεια
 
χρήματα εκεί διόλου δεν υπάρχουν
 
η ζωή νοείται σαν κάτι το απροσμέτρητο
 
στέκω και θεωρώ τα κύματα
ό,τι πιο τέλειο πιο ανεπίδεκτο φθοράς
ποτέ του υπήρξε.
 
[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Γιατί όντας αρνητικό του ονείρου φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα]

 

με εικόνα

Κική Δημουλά, Αυτές τις πολυώροφες ανθρώπινες σχέσεις ποιος θα τις κατοικήσει;

$
0
0
Ξένο φθινόπωρο βιάζει εκτάσεις ιερόδουλες. Πέφτει μια ξένη βροχή από μια ξένη τάση κι η τάση για ζωή πέφτει… Αστράφτει σ’ ένα απόμακρο φυλάκιο τ’ ουρανού, καίγονται οι ασφάλειες του Θεού, βραχυκυκλώνεται το σώσον. Τρομάζει μια μικρή λιποψυχία στο παράθυρο αφήνει αργά το κουρτινάκι της να πέσει… ακόμη και τώρα που γράφω αυτό το κατάδικό μου ποίημα. Κατάδικο ποίημα!

 [Ανακινήστε καλά προ της χρήσεως… Προς τούτο εσωκλείονται οδηγίες. Αν τις διαβάσεις προσεκτικά – σύνθεση, προφυλάξεις, δοσολογία – θα δεις ότι τις ίδιες ακριβώς παρενέργειες επιφυλάσσει η μικρή δόση αγάπης και η μεγάλη. Οι λέξεις φταίνε, Αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν. Για του λόγου το αληθές… Ιδού…]

ΑΚΑΙΡΙΑ (από τη συλλογή ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ 1981)

Απερήμωση.
Κανείς δεν είναι εδώ, ούτε εδώ, ούτε εκεί κάτω;
Κανείς;
Κι αυτές τις πολυώροφες ανθρώπινες σχέσεις
ποιος θα τις κατοικήσει;
Φύγατε όλοι, όλα; Ή ποτέ δεν σας είχα;
Ανεπιβεβαίωτα μένουν τα δυο κυπαρίσσια
στην είσοδο της καλησπέρας που έλεγες.
Έλεγες ή ζωγράφιζα φθόγγους και στόματα
στων βραδινών ωρών τις ξώπορτες;
Ποιες βραδινές ώρες; Έρχονταν;  Διθέσιες;

 
Ακαιρία.
Ηρεμούν ερημώνοντας όλα.
Δεν κράτησε η διάρκεια το λόγο της,
πέφτουν των παρατάσεων τα φύλλα
από τεράστιους κορμούς καιρών κομμένων
-υλοτόμε.
 
Ακαιρία.
Οι θάλασσες κουλουριαστήκανε στα κάδρα
Κίτρινο αφροδίσιο,
πυώδεις κάμποι ξένου.
 
Ξένο φθινόπωρο βιάζει
εκτάσεις ιερόδουλες.
Πέφτει μια ξένη βροχή
από μια ξένη τάση
κι η τάση για ζωή πέφτει.
Ξένα αυτά ή τα ’χω ξαναφοβηθεί;
Αστράφτει σ’ ένα απόμακρο φυλάκιο τ’ ουρανού,
καίγονται οι ασφάλειες του Θεού,
βραχυκυκλώνεται το σώσον.
Τρομάζει μια μικρή λιποψυχία στο παράθυρο
αφήνει το κουρτινάκι της να πέσει.
 
Απερήμωση.
Και αυτές τις πολυώροφες ανθρώπινες σχέσεις
ποιος τις γκρέμισε;
Κι εγώ πώς μένω εδώ,
πού με οδηγούν κλεισμένη
αυτές οι ξένες ανεξήγητες συνέχειες;
Ξένες ανεξήγητες συνέχειες
ακίνητες, από παντού κλειστές,
να μην μπορείς να βγεις
κι αλλιώς να συνεχίσεις,
και δεν μπορώ να βγω
κι ακόμα μέσα είμαι
μέσα σ’ αυτό το ξένο μέσα συνεχίζομαι
ακόμα και τώρα που γράφω
αυτό το δικό μου
το μόνο δικό μου
δικό μου ποίημα
καταδικό μου.
Κατάδικο ποίημα.

[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ]

Οδυσσέα Ελύτη, Χαμένοι αυτοί που πιάνονται από τ’ Άπιαστα

$
0
0
Πάλι μες την κοιλιά της θάλασσας το μαύρο εκείνο σύννεφο: σου ’ρχεται να πετάξεις ψηλά κι από κει να μοιράσεις δωρεάν την ψυχή σου

Από το ελάχιστο φτάνεις πιο εύκολα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίζεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. Για του λόγου το αληθές…

 Μου χαμογέλασε η θεούλα με τη μοβ κορδέλα (από τη συλλογή ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ Ύψιλον 1984)

Μ. Σάββατο, 25
Περαστική από τη χθεσινή αϋπνία μου
λίγο για μια στιγμή μου χαμογέλασε
η θεούλα με τη μοβ κορδέλα
που από παιδάκι μου κυκλοφοράει τα μυστικά

 
Ύστερα χάθηκε πλέοντας δεξιά
να πάει ν’ αδειάσει τον κουβά με τ’ απορρίμματά μου
-της ψυχής αποτσίγαρα κι αποποιημάτακια-
εκεί που βράζει ακόμη όλο παλιά νεότητα
και αγέρωχο το πέλαγος
 
Μ. Σάββατο, 25β

Πάλι μες την κοιλιά της θάλασσας το μαύρο εκείνο σύννεφο που ανεβάζει κάπνες
όπως φωνές επάνω από ναυάγιο
 
Χαμένοι αυτοί που πιάνονται από τ’ Άπιαστα
 
Όπως εγώ προχθές του Αγίου Γεωργίου ανήμερα
που πήα να παραβγώ μ’ αλόγατα όρθια
και θωρακοφόρους
και μου χύθηκε όλη, όξω απ’ τη γης, η ερωτοπαθής ψυχή μου.
 
Κυριακή (Πάσχα), 26

Καθαρή διάφανη μέρα. Φαίνεται ο άνεμος που ακινητεί με τη μορφή βουνού κει κατά τα δυτικά. Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμένα, πολύ χαμηλά, κάτω απ’ το παράθυρο.
 
Σου ’ρχεται να πετάξεις ψηλά κι από κει να μοιράσεις δωρεάν την ψυχή σου. Ύστερα να κατέβεις και, θαρραλέα, να καταλάβεις τη θέση στον τάφο που σου ανήκει.
 
Κυριακή (Πάσχα), 26β

Ανεμόεσσα κόρη ενήλικη θάλασσα
πάρε το κίτρο που μου ’δωκε ο Κάλβος
δικιά σου η χρυσή μυρωδία
 
Μεθαύριο θα ’ρθουν τ’ άλλα πουλιά
θα ’ναι πάλι ελαφρές των βουνών οι γραμμές
μα βαριά η δική μου καρδία.
 

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Γιατί όντας αρνητικό του ονείρου φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα]

Κική Δημουλά, Στους ομοίους μου ομιλώ, στους διαφορετικούς εμίλησα παλιότερα γελώντας πως υπάρχουν

$
0
0
Επιτέλους, πρώτη φορά σας είδατε νεότητα να μην ομοιάζει διόλου με την απώλειά της; Κι εγώ αν είχα το ελεύθερο να ήμουνα εικόνα καθ’ ομοίωσιν της νεότητάς μου, το ίδιο ακριβώς θα έκανα Χριστέ μου

[Ανακινήστε καλά προ της χρήσεως… Προς τούτο εσωκλείονται οδηγίες. Αν τις διαβάσεις προσεκτικά – σύνθεση, προφυλάξεις, δοσολογία – θα δεις ότι τις ίδιες ακριβώς παρενέργειες επιφυλάσσει η μικρή δόση αγάπης και η μεγάλη. Εύγε σου ηχώ. Έμαθες απ’ έξω τα λόγια της δυνατής κραυγής. Οι λέξεις φταίνε, Αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν. Για του λόγου το αληθές… Ιδού…]

 ΕΠΕΙΓΟΝ (από τη συλλογή ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙ Εκδόσεις Ίκαρος 1998)

Μου ζήτησε ταυτότητα για το γνήσιον της μορφής.
 
Νεαρόν το έτος της εκδόσεως
με σφραγίδα της αστυνομίας, νόμιμα
καμάρωνε της γεφυρούλας μύτης το σηκωμένο φρύδι.
 
Μας κοίταξε καχύποπτα ο υπάλληλος
φορώντας αμέσως χειροπέδες
στις μεγάλες διαφορές μην του ξεφύγουν.
Ύστερα μας άδειασε και τις δυο
στο εκκοκκιστήριο της συγκρίσεως
γέμισε ο τόπος αποφλοίωση.
Μια κοίταζε στα γρήγορα εμένα
και μια εκείνη επίμονα σα να τη ρωτούσε
αν με γνώριζε. Μα η φωτογραφία για να λάβει
το ύπατο χρίσμα της αμετάβλητης
δίνει όρκο βαρύ να μη γνωρίζει μήτε τα πριν
μήτε τα έπειτά της.
 
Γέμισε ο τόπος αποφλοίωση.
 
Σκυμμένος στο καθήκον ο ανακριτής
πήρε αργά-αργά να ξεβιδώνει
μια-μια τις εσοχές της αμυδρότητας
μην ήταν εκεί μέσα κρυμμένη η ομοιότης.
Τρέμοντας εγώ μήπως χαθούνε τα βιδάκια
ύψωσα φωνή αγανακτήσεως
συντομεύετε κύριε μου συντομεύετε
όσο αργείτε τόσο χειροτερεύει
το δύσβατο έργο της αναγνώρισης.
Μη ξεχνάτε ότι μετά το μεσονύχτιο
πέφτει διπλή ταρίφα ο χρόνος στο ρολόγι
διπλά και τρίδιπλα κυλάνε τα χιλιόμετρα
στο πρόσωπο.
 
Επιτέλους, πρώτη φορά σας είδατε νεότητα
να μην ομοιάζει διόλου με την απώλειά της;
 
Στους όμοιούς μου ομιλώ.
Στους διαφορετικούς εμίλησα παλιότερα
γελώντας πως υπάρχουν.

 
ΠΛΑΓΙΟΣ ΥΜΝΟΣ (από τη συλλογή ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙ Εκδόσεις Ίκαρος 1998)

Γεμάτη μέσα η πίστη.
Βγαίνουν στην πόρτα λιβάνια
ημιλιπόθυμα από την ιερότητα της ζέστης.
 
Μπήκα κι εγώ να προσκυνήσω τα πάθη μου
τ’ ανθεκτικά Χριστέ μου
-τα δικά μου ως εκλείπει καπνός εκλιπέτωσαν.
 
Ότε την προσοχή του θρήνου μου απέσπασε
ο ιερεύς, εκεί μπροστά στην πύλη όπου ανεπέμπετο
ως ύμνος λυγερός το παράστημά του
καλόγερο στάχυ ταμένο σε μονή ομορφιάς.
 
Ωχρά η ηλικία του, φθινόπωρο που είναι
στα μισά ακόμα του χρυσοκίτρινου δρόμου.
 
Το πετραχήλι της μορφής κεντημένο
με λίθους πολύτιμους οφθαλμών
σαν γκριζωπά αμφίβια βραχάκια εντός
απόμερου κολπίσκου όπου ελούονταν
ολόγυμνες σκιάσεις άπιστων ρεμβασμών.
 
Πένθιμα σφαγμένο στη μέση το μέτωπο
απ’ το δρεπανηφόρο καλυμμαύχι.
 
Α, το ακάλυπτο ήμισυ, το διασωθέν
ως σπάνια ύβρις ευωδίαζε
κατά παντός θανάτου. Αμήν.
 
Αμήν της φωνής του ο παφλασμός
σαν ελαφρά ηδονική οδύνη θαλασσινού νερού
όταν το χειρουργεί αθέατο αφέγγαρο
το πέρασμα μιας μεσονύκτιας βάρκας.
 
Τρέμοντας υψώνει το ενσαρκωμένο δισκοπότηρο
σα ν’ ανεβάζει προς το φως
εύθραυστο πηγούνι κοριτσιού καλά κρυμμένο
σ’ ενός ερωτικού βλέμματος το ημίφως.
 
Τι μυσταγωγική αρρενωπότης ένα τικ που
θήλαζε κρυφά λαίμαργη φυγή μεσ’ απ’ το μάγουλό του
δαγκώνοντας με ρυθμό θυμώδη τους μυς των τροπαρίων
και των ψαλμών εφ’ ων ίσως αθέλητα ετάχθη.
 
Ακατανίκητη η έλξη της συσπάσεως το δε
σχηματιζόμενο εξ αυτής λακκάκι
μεγάθυμη κοιλότης πειρασμού. Τόσο ώστε
της μάνας σου Χριστέ μου η νεάνις απεικόνιση
σε παράτησε βρέφος ακόμα παιδί της
κι έσκυψε και τον φίλησε εκεί
στις όχθες του αγιάσματός του.
 
Και  γω αν είχα το ελεύθερο να ήμουνα εικόνα
καθ’ ομοίωσιν της νεότητάς μου
το ίδιο ακριβώς θα έκανα Χριστέ μου.
 

[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙ στο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ της Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ. ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθος μας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ]

Οδυσσέας Ελύτης, Η χώρα όπου κανένας πλέον δεν κατοικεί εξακολουθεί να υπάρχει

$
0
0
Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα… Ω μουσική ω Κυριακή συννεφιασμένη στον μέσα κόσμο του καθρέφτη εκεί που βηματίζω ψάχνοντας την αληθινή μου μέρα, που κρατώ κι ανοίγω σαν ομπρέλα παλαιή τη θάλασσα πάνω από το κεφάλι μου λάμπει ο βυθός με τα χρωματιστά του βότσαλα σαν άστρα…

 [Από το ελάχιστο φτάνεις πιο εύκολα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίζεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. Μάντεψε, κοπίασε, νιώσε: από την άλλη μεριά είμαι ο ίδιος. Για του λόγου το αληθές…]

THROUGHTHEMIRROR (από την ποιητική συλλογή ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ, Ίκαρος 1978)

HΜαρία Νεφέλη λέει:
Ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα
κι είναι στη μυρωδιά της μέσα που το ψάρι αστράφτει
μάταια μην ψάχνεις
 
Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη
πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα.
 
Υπερούσιος πας ενώ πάνω από το κεφάλι σου
απλώνεται ο βυθός με τα χρωματιστά του βότσαλα σαν άστρα.
 
Ω μουσική ω Κυριακή συννεφιασμένη
σε μια συνοικία μακρινή με σπίτια δίπατα κλειστά
κάτω απ’ την επιφάνεια του νερού όπου γερνώ
σαν σε καθρέφτη και κοιτάζομαι
ώρες πολλές πώς να περάσω μέσα
να περάσω από
την άλλην όψη των πραγμάτων
με το ελικτικό μαλλί μου ξετυλίγοντας
κύκλους διαδοχικά
να κατέβω και τους εφτά ουρανούς εωσότου
 
η αντανάκλαση
των αγγέλων μ’ αρπάξει
ο Γιάννης η Άννα ο Νίκος με πελώριες
φτερούγες όπως του Θεοτοκόπουλου
μετεωρισμένοι αρχίσουν σιγανά
μια ψαλμωδία κι ανοίξουν πάλι τα παράθυρα
επικοινωνήσουν οι ανθοπώλες με τεράστιες ανεμώνες
περασμένες στ’ αυτιά τους σαν ακουστικά
 
σήματα λέξεις μυστηριώδεις
«Αστεροβαδών» Ϊδιολάθης» «Μίκυον» - όπου σημαίνει
έχει συντελεστεί το θέλημά σας κι η φωνή της γης
επαληθεύεται ήδη στα λουλούδια. Όπου να ’ναι θα φανεί
στον πλήρη κόσμο τον ολόιδιον της αντιύλης
όπως μας λένε οι επιστήμονες –και που είναι το αίσθημα
γινωμένο απτό
μια συναυλία που εδέησε να μεταβληθεί σε κήπο.
 
Κι εγώ που ’μουν πλασμένη για να κυνηγάω το θαύμα
σ’ ένα ύψωμα επιβλητικό σαν το Εσκοριάλ
τώρα ν’ ανακαλύπτω τι;
το μαρτύριο του Αγίου Μαυρικίου
ο οποίος ξενάγησε στις μέρες μας υπό άλλο ένδυμα
πάλι και πάλι χιλιάδες φορές.
Οι εξέχοντες επίσημοι με τα χρυσά στους ώμους
και τα μαύρα τους όργανα
σε δυσώδη καγκελοφραγμένα υπόγεια πάλι και πάλι.
Ο συγγραφέας που κρύβει τα χειρόγραφά του –πού;-
από ποιον; -
ποιος είναι αυτός – ποια είναι αυτή που τη λέμε ανώτερη
δύναμη ελεώ Θεού ή ελέω τεθωρακισμένων.
Ω
μουσική ω Κυριακή συννεφιασμένη
στον μέσα κόσμο του καθρέφτη εκεί που βηματίζω
ψάχνοντας την αληθινή μου μέρα
που κρατώ κι ανοίγω σαν ομπρέλα παλαιή τη θάλασσα
πάνω απ’ το κεφάλι μου
λάμπει ο βυθός με τα χρωματιστά του βότσαλα σαν άστρα
 
Παιδιά κι αγγόνια της απάρνησης είναι όλα τους μπάσταρδα.


Η ΑΙΓΗΙΣ  (από την ποιητική συλλογή ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ, Ίκαρος 1978)

Και ο Αντιφωνητής:
Δεν ξερω πού, δεν είναι στο όνειρο
δεν είναι σε καιρούς παλιούς ίσως ούτε στη γη αυτή
αλλά κι αν είναι
τρεις κλίμακες πιο κάτω
απ’ όσα γίνεται να σοφοστεί το μαύρο δάχτυλο του ανθρώπου
η χώρα όπου κανένας πλέον δεν κατοικεί
εξακολουθεί να υπάρχει.
 
Εν αγνοία μας εκεί
το Δίκαιο
διατυπωμένο στη γλώσσα των πουλιών
αναπαράγεται ολοένα ξεχειλίζοντας από τα τείχη
σπιθοβολώντας από μια σε άλλη συνείδηση
κενή από σώμα καθώς κύμα
ερτζιανό μη βρίσκοντας κεραία να το δεχτεί  αλλά όμως
μεταφέροντας το μήνυμα το θείο
την αμβροσίοδμη μουσική.
 
κι αυτή συντελεσμένη
σ’ όλους των ήχων τους συνδυασμούς από τα κρεμαστά νερά
πέφτοντας έως τα ξημερώματα «δυνάμει»
όπως θα λέγαμε υπάρχουν εκεί
από ίασπι και ορείχαλκο
μπλε κοβαλτίου τερακότα και ώχρα τα έργα τέχνης όλα
που θα μπορούσε ο άνθρωπος με μόχθο
αφάνταστο να αποσπάσει από το Πλήρες και Άφθαρτο αλλ’ αδύνατον.
 
Τάχα να μην
είχα κάποτε κι εγώ ανεβεί
κείνα τα σκαλοπάτια του ατελεύτητου καλοκαιριού
μιαν αψηλή βουνίσια θάλασσα
να μην είχα για χάρη του Βασιλέα Ευήνορα
φορέσει τον μανδύα τον κυανό
να δικάσω τους άλλους και απ’ αυτούς να δικαστώ
την κάθετη ώρα του μεσονυκτίου…
 
Ζούνε ακόμη ζούνε μέσα μου
μια για πάντα ιδωμένοι
από ψηλά οι αγροί χαρακωμένοι ευθείς σαν πίνακες του Mondrian
 
οι περίβολοι της εκκλησιάς με τα κορίτσια ολόγυμνα κρατώντας μύρτα
 
και το τύμπανο το τύμπανο
«ήλιος-νερό» «ήλιος-νερό»
καθώς οι νόμοι της βαρύτητας έχοντας ατονήσει πλέον
ο νους τραβούσε τα πουλιά κι όλο το δεντροκόμι του ουρανού ως τα ύψη.
 
Αυτά.
Και τώρα μόνον
ό,τι διασώζεται μες τις προλήψεις
ό,τι από το πρωτόγαιο το ασκίαστο
ξορκίζουμε τις νύχτες όρθιοι κατάντικρυ
της ταραγμένης θάλασσας ξέμπαρκοι ναυτικοί
που χάσαμε το θείο ναυάγιο για πάντα.
 
Φτασμένες οι προλήψεις σε μια καθαρότητα μαθηματική θα μας βοηθούσανε να κατανοήσουμε τη βαθύτερη δομή του κόσμου
 

[από τη ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Γιατί όντας αρνητικό του ονείρου φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα]

Κική Δημουλά, Αβλαβές είναι μόνο το άβιο. Απόδειξη τι καπνό φουμάρει εκ γενετής η ανυπαρξία. Έπαθε τίποτα;

$
0
0
Βρέχει με απόλυτη ειλικρίνεια. Άρα δεν είναι φήμη ο ουρανός, υπάρχει και δεν είναι το χώμα λοιπόν η μόνη λύση όπως ισχυρίζεται ο κάθε τεμπέλης νεκρός.

[Ανακινήστε καλά προ της χρήσεως… Προς τούτο εσωκλείονται οδηγίες. Αν τις διαβάσεις προσεκτικά – σύνθεση, προφυλάξεις, δοσολογία – θα δεις ότι τις ίδιες ακριβώς παρενέργειες επιφυλάσσει η μικρή δόση αγάπης και η μεγάλη. Οι λέξεις φταίνε, Αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν. Για του λόγου το αληθές… Ιδού…]

Επιβλαβής καπνός και ο βίος (από τη συλλογή ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ Εκδόσεις Ίκαρος 2007)

«Το κάπνισμα βλάπτει
σοβαρά την υγεία»
 
αλήθεια τι ν’ απέγινε
ο διάσημος εκείνος ωραίος ηθοποιός
ξεχνώ τ’ όνομά του
εκείνος με το καουμπόικο καπέλο
ο αφηνιασμένος καβαλάρης του Μάρλμπορο
να διασχίζει καλπάζοντας
την αχανή αφίσα της διαφήμισης
να υπερπηδά το πανύψηλο εμπόδιο
της προειδοποίησης
«το κάπνισμα βλάπτει σοβαρή την υγεία»
να κεντρίζει με του καπνού τα σπιρούνια
τον κίνδυνο να τρέξει πιο γρήγορα
αφηνιάζοντας το τσιγάρο στο στόμα
 
πώς τον έλεγαν αλήθεια ξεχνώ
 
ιδού η λήθη
μη δε βλάπτει κι αυτή σοβαρά τη ζωή;
το υγιές νόημα – νήμα του βίου
μη δεν ξεχνιέται – κόβεται
σα να ’ταν όλο βλαβερό;
 
Αβλαβές είναι μόνο το άβιο.
Απόδειξη τι καπνό φουμάρει
εκ γενετής η ανυπαρξία.
Έπαθε τίποτα;

 
Πρόσεχε (από τη συλλογή ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ Εκδόσεις Ίκαρος 2007)

Όταν στρώνει το τραπέζι
πριν καθίσεις
να ελέγχεις σχολαστικά
την αντικρινή σου καρέκλα
 
αν είναι γερή μήπως τρίζει
μήπως χαλάρωσαν οι εγκοπές
μήπως φαγώθηκαν οι αρμοί
αν υποσκάπτει το σκελετό
σκουλήκι
 
γιατί εκείνος που δεν κάθεται
γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο βαρύς.
 
[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ]

Κική Δημουλά, Η κακοκαιρία των προσχημάτων νοικοκυριά εν ολίγοις ολόκληρης ψυχής για μία ματαιότητα καλύτερη

$
0
0
Το ανέβαλες. Κακοκαιρία μεγάλη, πέσανε χιόνια, κλείσανε οι δρόμοι, πάγοι, μεγάλη ολισθηρότης. Καλά έκανες. Εάν δεν είναι ολισθηρή η επιθυμία προς τι να έρθει;


 [Το αληθινό θέμα της Δημουλά, και μαζί ο τρόπος της, υπήρξε ανέκαθεν η προσωποποίηση των αφηρημένων εννοιών (ΦΘΟΡΑ, ΛΗΘΗ, ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ, ΑΠΑΘΕΙΑ,  ΠΛΗΡΟΤΗΤΑ, ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ, ΑΠΟΣΤΑΣΗ, ΤΥΧΗ, ΑΝΑΠΟΛΗΣΗ κ.α.) και ο διάλογος μ' αυτές, σαν να ήταν υπαρκτά, ζώντα όντα. Δημιούργησε έτσι το ποιητικό σχήμα ενός νοητού σύμπαντος κυριολεκτικά πολυφωνικού, το σενάριο ενός εκφραστικού πανδαιμόνιου των ουσιών της σκέψης, μια περιοχή όπου οι έννοιες φορούσαν μάσκες ηρώων και ηρωίδων..]

 
Έκθεση Ιδεών (από τη συλλογή Η ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ Εκδόσεις Στιγμή 1994)

Διαπραγματεύσεις μεταξύ δυσδιάκριτου και αγνώστου.
Τελεσφορεί το ενδιάμεσο.
 
Έμοιαζε νύχτα εκτός κι αν ήταν
τεράστια κηλίδα εγκατάλειψης που
άδειασε μολύνοντας το πέρασμά του ο χρόνος
Άγνωστη μετακίνηση με πήρε και μ’ απόθεσε
μπροστά σε πρόσφατο παράθυρο
άχνιζε ακόμα ο μπουχός από την υπερθέρμανση
που δέχτηκε το όνειρο ως να πετύχει ρήγμα.
 
Κι είδα να μαίνεται έξω πόλεμος
Ποιος ο επιδρομέας ποιος ο στόχος άγνωστο
κι οι δυο ταμπουρωμένοι μες στη μεγάλη απειλή.
Πυρά εκ των άνω αποδεκάτιζαν σκοτάδια
και στη στιγμιαία φωταγώγηση του ολέθρου
επέπλεαν για λίγο στον αέρα
πολύ γνωστά σ’ όλους μας συντρίμμια
νοικοκυριά εν ολίγοις ολόκληρης ψυχής
οι κόποι της για μια ματαιότητα καλύτερη.
Αφηνιασμένοι προβολείς βυθίζονταν
στ’ απόμακρα ψαχνά των ουρανών-
τι ν’ αφανίσουν έψαχναν.
 
Εν τω μεταξύ καθ’ όλη τη διάρκεια του μεγάλου επικινδύνου
την πλάτη μου ξαράχνιαζε
ερωτική η ανάσα ενός άνδρα.
Δεν τον είδα. Έτσι από μόνο του
αναζωπυρώθηκε το φύλο του στην καχυποψία μου
παρ’ όλο που είχα ζήσει μια μακρά
περίοδο ειρήνης.
 
Έφραξα ευθύς με το χέρι μου
το στόμα της συναίνεσης
να μην κραυγάσει φωταψίες
να κρατήσει την ψυχραιμία της η συσκότιση.
Ρίγη φλογερού συγκρατημού με διαπερνούσαν
μήπως ήτανε το όνειρο ο στόχος
εκείνου του μαινόμενου που έβλεπα πολέμου.
 
Κι έμεινα μεταξύ
διαπραγματεύσεων και ατελέσφορου
για το καλό του ονείρου.
Αν θέλεις να διασώζεται θέλει να το στερείται.
 
Ήταν ακριβώς η επόμενη νύχτα
μετά απ’ όλες προηγήθηκαν.


 
















Σαν να διάλεξες (από τη συλλογή Η ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ Εκδόσεις Στιγμή 1994)

Παρασκευή είναι σήμερα θα πάω στη λαϊκή
να κάνω έναν περίπατο στ’ αποκεφαλισμένα περιβόλια
να δω την ευωδιά της ρίγανης
σκλάβα σε ματσάκια.
 
Πάω μεσημεράκι που πέφτουν οι τιμές των αξιώσεων
βρίσκεις το πράσινο εύκολο
σε φασολάκια κολοκύθια μολόχες και κρινάκια.
Ακούω εκεί τι θαρρετά εκφράζονται τα δένδρα
με την κομμένη ανάσα των καρπών
ρήτορες σωροί τα πορτοκάλια και τα μήλα
και παίρνει να ροδίζει λίγη ανάρρωση
στις κιτρινιάρικες παρειές
μιας μέσα βουβαμάρας.
 
Σπάνια να ψωνίσω. Γιατί εκεί σου λένε διάλεξε.
Είναι ευκολία αυτή ή πρόβλημα; Διαλέγεις και μετά
πώς το σηκώνεις το βάρος το ασήκωτο
που έχει η εκλογή σου.
Ενώ εκείνο το έτυχε τι πούπουλο. Στην αρχή.
Γιατί μετά σε γονατίζουν οι συνέπειες.
Ασήκωτες κι αυτές. Κατά βάθος είναι σαν να διάλεξες.
Το πολύ ν’ αγοράσω λίγο χώμα. όχι για λουλούδια.
Για εξοικείωση.
Εκεί δεν έχει διάλεξε. Εκεί με κλειστά τα μάτια.
 

[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ]

με εικόνα από το ΦΑΚΕΛΟ


Κική Δημουλά, Το λάθος αίσθημά μου κι ο κόσμος του όλος είναι ο σωστός μου κόσμος

$
0
0
Η μέρα θέλει σήμερα λιτά να ξοδευτεί σαν τρεμουλιαστό ανέβασμα ελάχιστου καπνού από μονοήμερο ταξίδι επάνω ακριβώς στα τελευταία χείλη του ασπασμού

 [Τα εύρετρα είναι, εσύ μου τα έδωσες επειδή σε βρήκα..Τα ξεφύλλιζες, κοντοστεκόσουν κάθε τόσο, διάβαζες τάχα κάτι σε διαπερνούσε, αδιάβαστες κρυφογελούσαν οι σελίδες. Μετά τα ζύγιασες όλα στη χούφτα σου σα να ήταν κέρματα, χοντρικά τα εξετίμησες, ουκ ολίγα είπες. Έκπληκτος πώς τ’ απέκτησες με ρωτάς, Υποκριτή, γραμμή δε διάβασες, αλλιώς θα το ’βλεπες το γράφω εδώ μέσα πρώτο πρώτο: Τα εύρετρα είναι, εσύ μου τα έδωσες επειδή σε βρήκα]

 Η ομορφιά του απογοητευτικού (από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΑ ΕΥΡΕΤΡΑ Εκδόσεις Ίκαρος 2010)

Ω βλέμμα
 
λάθος κόσμο μου γνώρισες,
Δεν ήταν αυτός.
 
Ω αντίληψη
 
εάν ο κόσμος που μου γνώρισες εσύ
είναι ο σωστός
 
δεν ήταν αυτός.
 
Το λάθος αίσθημά μου
κι ο κόσμος του όλος
 
είναι ο σωστός μου κόσμος.

 
Άσπρες πασχαλιές φιλούν έφηβο (από ΤΑ ΕΥΡΕΤΡΑ της Κικής Δημουλά)

Αδρανούσε ξαπλωμένος
πάνω στην μόλις ηλικία του
 
σκεπασμένη
με κάτι ανάρμοστα σκληρό
ανάξιο για την ευαίσθητη ομορφιά του
 
κι αν ήταν ξύλο απλό
ίσως να το μετέπειθε μιλώντας του η θλίψη
μα ήτανε καπάκι και δε μετανοούσε
 
λευκό βαμμένο
μα αυτό
αντί να εξημερώσει το άγριο θέλημά του
το εξαγρίωνε χειρότερα
 
τι κι αν ήτανε ταιριασμένο
με τα ολόασπρα λουλούδια
 
τίποτα
αυτό το άσπρο επάνω στο λευκό
τα μαύριζε όλα
 
Ο πατέρας. Σκυφτός. Απασχολημένος
βάναυσα να πνίγει
μέσα στη γούρνα των δακρύων του
ένα-ένα τα αθώα του αναφιλητά
 
μη και τα’ ακούσει το παιδί
και καταλάβει πως δεν κοιμάται.
 
Αίφνης, ενώ βουβά η συντριβή
στη σειρά με τάξη αποχαιρετούσε
τον αποχωρισμό
 
μια γροθιά χτυπώντας άγρια το καπάκι
επάνω ακριβώς στα τελευταία χείλη
του ασπασμού
 
ταρακούνησε το θαύμα ουρλιάζοντας
σήκω
 
αλλά δεν φάνηκε Λάζαρος κανείς.
 
Μονοήμερη μέρα (από ΤΑ ΕΥΡΕΤΡΑ της Κικής Δημουλά)

Ας κρυφτεί ο ήλιος
πίσω απ’ τον καπνό που βγάζει
το φουγάρο ενός ταξιδιού
με καράβι
ή με επιστολή
ή με την καύση της επιστολής
 
και πίσω απ’ τον καπνό
που ανεβαίνει πουθενά
ας κρυφτεί η ώριμη αυτή πράξη
 
ας κρυφτεί ο ήλιος
και πίσω από το τείχος
το αποδημητικό
που χτίζουν στον αέρα τα πουλιά
 
ας κρυφτεί και πίσω από έναν άνθρωπο
που δεν ξυπνά
 
μπορεί ποτέ να μην χορταίνεται ο ύπνος
 
-ένας υπναράς να είναι ο θάνατος
 
ας κρυφτεί ο ήλιος
η μέρα θέλει σήμερα
λιτά να ξοδευτεί
 
σαν τρεμουλιαστό ανέβασμα
 
ελάχιστου καπνού από μονοήμερο ταξίδι
πολύ κοντινό
ως το φάρο του γλάρου
 

[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Σε μέτρησα και ήσουνα πολλά, ξαναμετρώ κι ήσουν αλλιώς. Το άφησα να είσαι κι απ’ τα δύο. Δεν σου αφαίρεσα ούτε μία απ’ τις χιλιάδες ωραιότητες που είχες, ούτε μισή απ’ τις ασκήμιες σου ΚΟΣΜΕ]

Οδυσσέα Ελύτη, Μια Δευτέρα πρωινή ο έρωτας φάνηκε στα γείσα κι απ’ τ’ αρτεσιανά των υακίνθων γυμνή περιχυόταν η ομορφιά

$
0
0
Ε πού πας Γυναίκα με το μυτερό καπέλο και άλλο δεν αντέχω που έφτασαν άνθρωποι κακοί κι από τα χρόνια μου έκλεψαν μια μέρα

Έφερνα γύρους μεσ’ στον ουρανό και φώναζα με κίνδυνο ν’α γγίξω μια ευτυχία. Σήκωσα πέτρα και σημάδεψα μακριά: μιλημένη από τον ήλιο η Μοίρα έκανε πως δεν έβλεπε. Και το πουλί του κοριτσιού πήρε ένα ψίχουλο θαλάσσης και αναλήφθη. Ιδού

 
ΧΩΡΙΣ ΓΙΑΣΜΑΚΙ  (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη Το Φωτόδενδρο και η δέκατη τέταρτη Ομορφιά, Εκδόσεις Ίκαρος 1974)

Ποιος νικούσε στο πρόσωπο που για να δεις μισόκλεινες τα μάτια
Τέτοιο ανέβα θεϊκό από μίλια κοράλλια
Στα τρεμάμενα τα σκουλαρίκια κομματάκια θάλασσας
Η Κιλικία η μακρινή μελαχρινή χωρίς γιασμάκι


 
Και το χρυσαφένιο φτυάρι που άδειαζε μες στους ουρανούς την άμμο
Μια Δευτέρα πρωινή και χτύπησε το όστρακο
Είδαμε να τινάζονται βέργες ήλιου και η Πεντάτευχος
Επάνω στα νερά μα ο έρωτας φάνηκε στα γείσα
 
Είναι αυτός που νικούσε και σε μάγουλα εννύχευε
την ώρα που
Από τ’ αρτεσιανά των υακίνθων μόσχος
Ολονύχτιος έφτανε και τη φρέσκια ζέστη με κουβάδες
Περιχυόταν η ομορφιά γυμνή σαν ένα μόνο διαμάντι
 
ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΑΛΟΓΟ  (από την ίδια ποιητική συλλογή)

Στον τοίχο που ανατρίχιασε κι όλη μου την αφή γύρισε πίσω ιστορημένη σε άλογο κόκκινο άκουγα τον καλπασμό τλακ-τλακ μέσα στον άλλο κόσμο:

-Ε πού πας Γυναίκα με το μυτερό καπέλο και άλλο δεν αντέχω
-Στις τζιτζιφιές τις κόκκινες πηγαίνω και στα κρεμαστά νερά που βαφτισμένον σ’ έχω
-Έφτασαν άνθρωποι κακοί κι από τα χρόνια μου έκλεψαν μια μέρα
-Δώσε φιλάκι του Χριστού στο πιο μικρό λουλούδι πες να με θυμάται
-Πώς μίκρυνε θα πω η αυλή και το παιδί που σ’ έκοψε κοιμάται
-Μαστόροι εσείς και παραγιοί φέρτε μου έναν κουβά με ασβέστη
-Κι εγώ πηγαίνω του Θεού να πω Γεια κι αληθώς Ανέστη.
 

[ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ λέξεων από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη: ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ: Έχοντας ερωτευθεί και κατοικήσει αιώνες μεσ’ τη θάλασσα έμαθα γραφή κι ανάγνωση ώστε τώρα να μπορώ σε μεγάλο βάθος πίσω τις γενιές απανωτές  όπως αρχίζει ένα βουνό προτού τελειώσει το άλλο να κοιτάζω. Και μπροστά πάλι το ίδιο: το βαθύ σκούρο μπουκάλι και η νέα στο μπράτσο Ελένη με το πλάι επάνω στον ασβέστη να γεμίζει κρασί της Παναγίας, το μισό το σώμα της φευγάτο κιόλας στην Ασία την αντικρινή και το κέντημα όλο μετατοπισμένο μεσ’ τον ουρανό με τα διχαλωτά πουλιά τα κιτρινάκια και τους ήλιους

Κική Δημουλά, Μέσα του έκρυβε έναν άνεμο που ’σκιζε τα χάρτινα όνειρά μου

$
0
0
Πάει καιρός που είχα μεταλάβει το χαμό του σε ποτήρι επιχρυσωμένο με φθινόπωρο, που σκέπασα τη φωτογραφία του μ’ ένα σούρουπο, κι έβαλα σύρτη στα τραγούδια μου. Τόσος καιρός που ξεχαστήκαμε.

[Ανακινήστε καλά προ της χρήσεως… Προς τούτο εσωκλείονται οδηγίες. Αν τις διαβάσεις προσεκτικά – σύνθεση, προφυλάξεις, δοσολογία – θα δεις ότι τις ίδιες ακριβώς παρενέργειες επιφυλάσσει η μικρή δόση αγάπης και η μεγάλη. Οι λέξεις φταίνε, Αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν. Για του λόγου το αληθές… Ιδού…]

 
Αναζήτησις (από τη συλλογή ΕΡΕΒΟΣ 1956)
Φεύγω
Για πού δεν θα σου πω
Έτσι θα καμωθώ
πως κάποιο μυστικό έχω από σένα.

 
Θα κρυφοκοιτάξω τους βυθούς
θα συμφιλιωθώ με τη θάλασσα
εμπιστεύοντάς της την αντάρα μου,
θ’ ανακατέψω τ’ άστρα με το ύψος μου,
θα παραμερίσω με τις προσευχές μου
το ενιαίο του ουρανού,
μήπως και μέσα σ’ όλα αυτά
είναι κρυμμένη η αποστολή σου:
αν ήρθες για να ξανοίξεις τα χρώματα
και τους χειμώνες να καθαιρέσεις,
ή για να στρίψεις αρνητικά
τους διακόπτες του λογισμού μου
σκορπίζοντας η φυγή σου.
 
Σαν θα τη βρω και είν’ ηλιόλουστη,
θα τρέξω ολοπόρφυρη κι απέραντη
να την ξαναδιαβάσω στα μάτια σου.
Αν πάλι μέσα στην κακοκαιρία κρύβεται
θα προσποιηθώ πως δεν τη διάβασα.
Κι αν μάταια πάλι έψαξα,
θα πιέσω με την καρτερία το στήθος σου
ώσπου μονάχος σου να την προδώσεις.
 
Χθες (από τη συλλογή ΕΡΕΒΟΣ 1956)

Ξανάρθε
Τυλιγμένος μιαν απόχρωση ακαθόριστου.
Τα μάτια του βυθός χωρίς επιφάνεια,
τα χείλη του τομή μυστηρίου,
ψιλόβροχο η φωνή του.
Τα λόγια του τράπουλα
που πέφτει έτσι, πέφτει αλλιώς.
Θαμπός.
Το σώμα του θυμίαμα,
και τα μαλλιά του λουσμένα με νιότη.
Το γέλιο του χάλασμα ψυχής.
Μέσα του έκρυβε έναν άνεμο
που ’σκιζε τα χάρτινα όνειρά μου.
Μέσα μου έκλαιγε ένα αύριο.
 
Πάει τόσος καιρός
που είχα μεταβάλει το χαμό του
σε ποτήρι επιχρυσωμένο με φθινόπωρο,
που σκέπασα τη φωτογραφία του μ’ ένα σούρουπο,
κι έβαλα σύρτη στα τραγούδια μου.
Τόσος καιρός που ξεχαστήκαμε.
 
Ξανάρθε.
Μια μέρα θα ’ταν
που ξεχώσαμε τις περγαμηνές της μνήμης  μας
και υπογράψαμε μια θεία συνέχεια,
που αγαπηθήκαμε.
 
Χθες χωριστήκαμε.
 

[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ]

Οδυσσέα Ελύτη, Μόνον ο Ποιητής, ο Ιησούς του ήλιου, ο μετά κάθε Σάββατο ανατέλλοντας, Αυτός, ο Είναι, ο Ήταν και ο Ερχόμενος

$
0
0
Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω… χλωμός και με ύφος ένοχο,  που έχοντας πάρει τέλος οι δεήσεις όλες πιάνω και σβήνω ένα ένα τα ερυθρά αιμοσφαίρια μέσα μου… Αλλά πώς με τι γίνεται τρόπο να φανερωθεί το «μη λεγόμενον», μισάνοιχτο να μείνει το Ακοίταχτο, στου μικρού παραθύρου σου το μαρμαράκι, που τέτοιας νύχτας την αγρύπνια πέρασες. Γιατί σε είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός

Κείνο το πράσινο κόρης οφθαλμού που πρώτο- ΕΙΣΕΡΧΕΤΑΙ στον έρωτα και τ’ άλλο το χρυσό που όπου κι αν το τοποθετείς ιουλίζει. Έφιππος φτάνει, την υποχθόνια Άνοιξη, εκείνος που θα κοιμίσει τον άγγελο στο στήθος σου,  να κυνηγιούνται τα νερά κάτω απ’ τα χορτάρια, με το λίγο της ψυχής κυανό η Όξω Πέτρα μέσα από τη μαυρίλα ν’ αρχίσει ν’ αναδύεται. Τόσο μεγάλος ο ουρανός και τόσο η γης μικρή για δυο ανθρώπων μόνο. Προχωρώ από ένστικτο μην ξέροντας ποια μέρα η Διοτίμα νοερά τραγουδώντας έφτασε να μεταβάλει το νου του ανθρώπου ώστε εκείνοι που αγαπιούνται να’ ναι κι εδώ κι εκεί των δυο αστέρων και του ενός μονάχα πεπρωμένου. Ιδού

 
 «ΣΟΛΩΜΟΥ ΣΥΝΤΡΙΒΗ και ΔΕΟΣ»  (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ, Εκδόσεις Ίκαρος 1991)
Μισόβγαινε απ’ το ύπνο η πολιτεία. Των καμπαναριών αιχμές
Κοντοί σημαιών και κάτι πρώτα πρώτα τριανταφυλλιά
Στου μικρού παραθύρου σου –που ακόμα φώταγε- το μαρμαράκι
Α κει μονάχα να ’ταν
Ένα κλωνάρι με δαφνόκουα να σου άφηνα για καλημέρα
Που τέτοιας νύχτας την αγρύπνια πέρασες. Και τη γνωρίζω
Πάνω σ’ άσπρα χαρτιά πιο δύσβατα κι απ’ του Μεσολογγιού τις πλάκες
 
Ναι. Γιατί σ’ είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός
 
Και τι μυστήριο να μιλάς κι οι φούχτες στο ν’ ανοίγονται
Που και η πέτρα να ποθεί νέου να ’ναι το αγκωνάρι
Και το κοράλλι θάμνους λείους να βγάνει για ν’ απομιμηθεί το στέρνο σου
 
Όμορφο πρόσωπο! Καμένο στης λαλιάς που πρωτάκουσες την αντηλιά και ανεξήγητα τώρα
Γινωμένο μέσα μου δεύτερη ψυχή. Τη στιγμή που η πρώτη
Σε μια γη μπλε της βιολέτας μ’ άγριες χαίτες τρικυμίας
Όστρακα κι άλλα του ήλιου ευρήματα να γυαλίζει καταγίνονταν
Ωσάν τα εκμαγεία του νου σου να μην είχαν κιόλας
Φύση βγάνει περασμένη απ’ όλες του θυμού των θεών τις αστραψιές
Ή για λίγο να μην είχε από δική σου χάρη μέσα μου
Μισάνοιχτο μείνει το Ακοίταχτο!
Αλλ΄ο λέων περνάει σαν ήλιος. Οι άνθρωποι μόνο ιππεύουν
Κι άλλοι πεζοί πάνε, ώσπου μέσα στις νύχτες χάνονται. Παρόμοια.
 
Κείνα που σκυφτός επάνω στο γραφείο μου ζητούσα να διασώσω αλλ’
Αδύνατον. Πώς αλλιώς. Που και μόνο η σκέψη σου γινωμένη από καιρό ουρανός
Και μόνο η σκέψη σου μου ’καψε όλα τα χειρόγραφα
Και μια χαρά που η δεύτερη ψυχή μου
Πήρε σκοτώνοντας την πρώτη κίνησε με τα κύματα να φεύγει
Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω
Φοβερά μαλώνοντας οι άνεμοι
Ενώ του ήλιου η λόγχη πάνω στο σφουγγαρισμένο πάτωμα όπου
Σφάδαζα
μ’ αποτελείωνε.

 
«LAPALLIDAMORTE»  (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ, Εκδόσεις Ίκαρος 1991)

Άοσμος κι όμως πιάνεται
Όπως ανθός απ’ τα ρουθούνια
Ο θάνατος. Μεσολαβούν κτίρια σιωπηλά, τετράγωνα
Με απέραντους διαδρόμους αλλ’ επίμονα
Η οσμή περνά πτυχές από λευκά σεντόνια ή βυσσινιά
Παραπετάσματα σ’ όλο του δωματίου το μάκρος
Κάποτε μία ξαφνική αντανάκλαση φωτός
Ύστερα πάλι μόνον οι τροχοί απ’ τ’ αμαξίδια
Και η παλιά λιθογραφία με την εικόνα
Του Ευαγγελισμού όπως φαίνεται μες απ’ τον καθρέφτη.
 
Οπόταν, με το χέρι απλωμένο Εκείνος
Που όπως αγγέλλει σιωπά, όπως μοιράζει παίρνει
Χλωμός και με ύφος ένοχο (σαν να μην ήθελε αλλά πρέπει)
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα ερυθρά
Αιμοσφαίρια μέσα μου. Ίδια ο νεωκόρος τα κεριά την ώρα
Που έχουν πάρει τέλος οι δεήσεις όλες
Υπέρ ευκρασίας αέρος και του σύμπαντος κόσμου ή
Προπαντός, υπέρ ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει
Το εκκλησίασμα διαλύεται
 
Ω και αν έχω! Αλλά πώς με τι
Γίνεται τρόπο να φανερωθεί το «η λεγόμενον»
Που ενώ με τις ίριδες και με τ’ ανεμοκλείτια ευλαλούν οι Μάιοι
Και με χλόες παν κατεβατές έως τη θάλασσα
Τη στιγμή που κι εκείνη ψιθυριστά κάτι απ’ τα αρχαία της μυστικά
Ολοένα εκμυστηρεύεται, άφωνος μένει ο άνθρωπος
Η ψυχή μόνον. Αυτή
Σαν μητέρα νεοσσών όπου κίνδυνος κάνει φτερούγα
Και από τις καταιγίδες μέσα λίγα ψίχουλα
Γαλήνης υπομονετικά συνάζει, ώστε αύριο, μεθαύριο
Κείνα που κατά διάνοιαν έχεις με καινούργιο στιλπνό πτίλωμα
Στους αιθέρες ν’ ανοιχτούν κι ας ανοιγοκλιεούν οι θύρες άδικα
Στα ουράνια κοιμητήρια
 
Ξέρει ο Άγγελος. Και δειλά το δάχτυλο αποσύρει
Που ξανά κυανό το χρυσό γίνεται και μια ευωδία
Σμύρνας καιούμενης ανεβαίνει ως το ρόδινο θόλο
Μονομιάς ανάβουν τα κεριά σ’ όλα τα μανουάλια
Ύστερα όλοι ακολουθούν. Πατημασιές επάνω στα βρεμένα φύλλα
Επειδή και οι άνθρωποι αγαπούν τους τάφους και με ευλάβεια σωρεύουν όμορφα λουλούδια εκεί
Όμως απ’ αυτούς, ο θάνατος, κανένας δεν γνωρίζει τίποτε να πει
Μόνον ο Ποιητής. Ο Ιησούς του ήλιου. Ο μετά κάθε Σάββατο ανατέλλοντας
Αυτός. Ο Είναι, ο Ήταν και ο Ερχόμενος
 

[ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ λέξεων από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη: ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ, για το οποίο η Κική Δημουλά σε μια ομιλία της είπε: «Τι διαφορετικό είχε λοιπόν προστεθεί στα ΕΛΕΓΕΙΑ; Αν δεν με παρασύρουν τα συμφέροντα της ιδιοσυγκρασίας μου, νιώθω ότι αυτά τα ποιήματα γράφτηκαν με ένα άλλο ήθος χρόνου, λιγότερο ταχύ, λιγότερο περαστικό. Σαν σε κάθε στίχο που έγραφε ο Ελύτης να κοντοστεκόταν, να περίμενε, να γύριζε πίσω, να κοίταζε να δει αν έρχεσαι: εσύ, ο όποιος ευπρόσδεκτος… Έτσι, εδώ, δεν είναι συνεχώς ηλιόλουστα τα θαυμαστικά επιφωνήματα κι ο στοχασμός σαν να εξερευνά με όργανα πιο τελειοποιημένης επιμονής την απεραντοσύνη της ανησυχίας που μας περιβάλλει…

Κική Δημουλά, Κι ούτε ένα λάθος γέλιου για ν’ αντέξει της έκπληξής της το σπασμό

$
0
0
Υπάρχουν θάλασσες, καράβια νευρικά, που σπρώχνουν λύσεις στο ανεμπόδιστο; Κι άνεμοι που ξεριζώνουνε τα στάσιμα; Κι αυτά τα εύληπτα που πίνει χρώματα το αλκοολικό απόγευμα υπάρχουν;

 [«Κάθε τι ΜΙΑ φορά, ΜΙΑ φορά μόνο. ΜΙΑ φορά και ποτέ πια. Κι εμείς ΜΙΑ φορά μόνο. Δεύτερη ποτέ! Μα τούτη η μια φορά για να ’χει υπάρξει, δεν είναι κάτι που παίρνεται πίσω» R.M.RILKE- Νύχτωσε πάλι όπως χθες. Πάλι όπως χθες νύχτωσε. Χθες. Πάλι. Προσπάθεια μάταιη να χτυπηθεί το νόημα, η αλληλεγγύη του καημού, με όποια μετάθεση των λέξεων με όποια αποδέσμευσή του… Λοιπόν, καλύεταρα να παραμείνουν σε μια πεπατημένη πρόταση και εκ πρώτης όψεως αναίμακτη: Νύχτωσε πάλι όπως χθες]

 
Βιογραφικός πίνακας (από τη συλλογή ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ 1963)

Το σπίτι
κοιτάζει το δημόσιο δρόμο
και τη θάλασσα
με λογική τεσσάρων παραθύρων,
χαμογελώντας στερεότυπα
μ’ ένα πλατύ πορτοκαλί
μπαλκόνι

 
Σ’ αυτό το μπαλκόνι
σ’ αυτό το χαμόγελο
τ’ απογεύματα, η μάνα μου
το δυσανάγνωστό της πρόσωπο
εκθέτει.
 
Ο χρόνος το συνέγραψε
χωρίς έξαρση
από νύχτα σε νύχτα
σε γλώσσα πόνου ρέουσα
γεμίζοντας
κατεβατά φθοράς.
Κι ούτε ένα λάθος γέλιου.
 
Κάθεται
άκρη άκρη στην καρέκλα
να μην επιβαρύνει το απόγευμα
 
μ’ όλο το βάρος της κατάκοιτης καρδιάς της,
ίσα ίσα να υπάρχει
σταματημένη μέσα στη ζωή της
από μιαν άπνοια τύχης,
ίσα ίσα για ν’ αντέξει τώρα
της έκπληξής της το σπασμό:
 
«Υπάρχουν θάλασσες
καράβια νευρικά
που σπρώχνουν λύσεις
στο ανεμπόδιστο;
Κι άνεμοι που ξεριζώνουνε τα στάσιμα;
Κι αυτά τα εύληπτα που πίνει χρώματα
το αλκοολικό απόγευμα
υπάρχουν;» Δεν το ’ξερε.
Δεν το ’ξερε η ζωή της
 
Τώρα
αποτολμά μια κίνηση παράξενη:
λίγο το σώμα ρίχνει εμπρός,
το ξαναφέρνει πίσω,
βαριά κωπηλασία μνήμης κάνει,
γιαλό γιαλό τα δάκρυά της.
 
Σιγά σιγά
απόγευμα, πρόσωπο και μπαλκόνι
από το σούρουπο υποσκάπτονται.
Το σχήμα τους παραφρονεί.
Σε χώρο θάμπους κλείνονται
να μην μπορούν να μπουν άλλο τα μάτια μας.
Νυχτώνει.
 

 [επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ ερήμην μου]
Viewing all 204 articles
Browse latest View live