Είχα ένα ιδιόκτητο διακριτικό στερέωμα προσωπικής χρήσεως που, διατρέχοντάς το έγραφα στίχους… Κάποτε όμως συστέλλομαι κι επανέρχομαι βίαια στη νόμιμη και παραδεκτή περιοχή, στην εγκόσμια πίκρα
που, διατρέχοντάς το, έγραφα στίχους:
εν ολίγοις διένυα ευπρεπώς τη μοίρα μου
Χθες λοιπόν,
περί την δωδεκάτην βραδινήν,
χωρίς καμιά ορατή αιτία,
εγώ, ο λυρικός πλανήτης,
έπαθα ολική σχεδόν έκλειψη
Παρανομίες
σε περιοχές που σαν υπαρκτές
δεν παραδέχονται οι άλλοι.
Εκεί σταματώ και εκθέτω
τον καταδιωγμένο κόσμο μου,
εκεί τον αναπαράγω
με μικρά κι απειθάρχητα μέσα,
εκεί τον αναθέτω
σ’ έναν ήλιο
χωρίς σχήμα, χωρίς φως,
αμετακίνητο,
προσωπικό μου.
Εκεί συμβαίνω.
Κάποτε, όμως,
παύει αυτό.
Και συστέλλομαι,
κι επανέρχομαι βίαια
(προς καθησυχασμόν)
στη νόμιμη και παραδεκτή
περιοχή,
στην εγκόσμια πίκρα.
Και διαψεύδομαι.
Υστερία
στο παράθυρο
τινάχθηκε η παραφορά μου
φωνάζοντας:
Βοήθεια, βοήθεια με πνίγουν!
Τούτο συνέβη ξαφνικά
την ώρα που καθίσαμε για βράδυ
στο τραπέζι
που βγάλαμε
τις πετσέτες από τις θήκες
για να μη λερώσουμε τα τετριμμένα,
κι αρχίσαμε να τρώμε
την τελευταία μπουκιά της ημέρας,
λέγοντας κάθε τόσο:
δαπανηρό φαϊ,
δαπανηρό φαϊ
πόσο η ζωή ακρίβυνε!
[Σημειώθηκε χθες διόγκωση της ματαιότητας. Αυτό, φυσικά, κανείς δεν το αντελήφθη. Κανείς από τους ελάχιστους «πλησίον μου»… Μονάχα εγώ που όρθια μπρος στο μεσίστιο μέλλον μου, σε στάση ανήμπορη αλλά κόσμια, άφησα να διαφύγει από το χώρο μου ένα ολόκληρο απόγευμα, σε μια ρευστότητα αθεράπευτη, γνωστή αλλ’ επιδεινωμένη… Ιδού…]
Έκλειψις (από τη συλλογή ΕΡΗΜΗΝ 1958)
Παρατηρήσατε το φαινόμενό μου;
Την ολική μου, επιτέλους, έκλειψη;Είχα ένα ιδιόκτητο διακριτικό στερέωμα,
προσωπικής μου χρήσεως,που, διατρέχοντάς το, έγραφα στίχους:
εν ολίγοις διένυα ευπρεπώς τη μοίρα μου
Χθες λοιπόν,
περί την δωδεκάτην βραδινήν,
χωρίς καμιά ορατή αιτία,
εγώ, ο λυρικός πλανήτης,
έπαθα ολική σχεδόν έκλειψη
Παρανομίες
Επεκτείνομαι και βιώνω
παράνομασε περιοχές που σαν υπαρκτές
δεν παραδέχονται οι άλλοι.
Εκεί σταματώ και εκθέτω
τον καταδιωγμένο κόσμο μου,
εκεί τον αναπαράγω
με μικρά κι απειθάρχητα μέσα,
εκεί τον αναθέτω
σ’ έναν ήλιο
χωρίς σχήμα, χωρίς φως,
αμετακίνητο,
προσωπικό μου.
Εκεί συμβαίνω.
Κάποτε, όμως,
παύει αυτό.
Και συστέλλομαι,
κι επανέρχομαι βίαια
(προς καθησυχασμόν)
στη νόμιμη και παραδεκτή
περιοχή,
στην εγκόσμια πίκρα.
Και διαψεύδομαι.
Υστερία
Απόψε
έντρομηστο παράθυρο
τινάχθηκε η παραφορά μου
φωνάζοντας:
Βοήθεια, βοήθεια με πνίγουν!
Τούτο συνέβη ξαφνικά
την ώρα που καθίσαμε για βράδυ
στο τραπέζι
που βγάλαμε
τις πετσέτες από τις θήκες
για να μη λερώσουμε τα τετριμμένα,
κι αρχίσαμε να τρώμε
την τελευταία μπουκιά της ημέρας,
λέγοντας κάθε τόσο:
δαπανηρό φαϊ,
δαπανηρό φαϊ
πόσο η ζωή ακρίβυνε!
[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ ερήμην μου]