Quantcast
Channel: ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΑ ενός λεπτού ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ: Τελευταίου Σώματος στο Λίγο του Κόσμου
Viewing all 204 articles
Browse latest View live

Κική Δημουλά, Σκέφτεσαι θυμάσαι νομίζεις αγαπάς υπαγορεύεις. Ό,τι λες στην πένα το γράφει

$
0
0
Με αφοσίωση σ’ ακούνε οι λέξεις, αίσθημα του δριμύ χειμώνα δρέπουν και το στρέφουν να μαζεύει χαμομήλια και κάπως έτσι να γλυκαίνει ο καιρός. Κι άλλα πολλά και τερατώδη γράφουν οι λέξεις που δεν είπες, που και νεκρός να είσαι ντρέπεσαι να τα πεις με το γυμνό όνομά τους

 [Ανακινήστε καλά προ της χρήσεως… Προς τούτο εσωκλείονται οδηγίες. Αν τις διαβάσεις προσεκτικά – σύνθεση, προφυλάξεις, δοσολογία – θα δεις ότι τις ίδιες ακριβώς παρενέργειες επιφυλάσσει η μικρή δόση αγάπης και η μεγάλη. Οι λέξεις φταίνε, Αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν. Για του λόγου το αληθές… Ιδού…]

Επώδυνη Αποκάλυψη (από τη συλλογή ΧΛΟΗ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟΥ, Εκδόσεις Ίκαρος 2005)

Ό,τι λες στην πένα το γράφει.
Σκέφτεσαι θυμάσαι νομίζεις αγαπάς υπαγορεύεις.
 
Μερικά τα αποσιωπάς.
Όχι πως είσαι υποκριτής αλλά
λιγάκι σα να ντρέπεσαι που είναι τόσο λίγα
και σαν να κομματιάζεσαι τόσα πολλά που είναι.
 
Με αφοσίωση σ’ ακούνε οι λέξεις
σε αντιγράφουν και η πένα διψασμένη
ρουφάει όσο μελάνι αφήνουν πίσω τους
-σαν τις σουπιές – τα συνταρακτικά
θολώνει η σύλληψή τους.
 
Όπως σου υπαγόρευσε η μοίρα να τα ζήσεις
γραμμένα σε δικό της απορροφητικό χαρτί
έτσι ακριβώς κι εσύ τα υπαγορεύεις
στην άγνωστη ποιότητα του μέσου που διαθέτεις.


Καμιά φορά όταν η πένα μπάζει κρύο
γιατί οι προφυλάξεις έχουνε πετσικάρει
απ’ των δεινών την παλαιότητα
λίγο παραμορφώνεις την εικόνα –
αίσθημα που δριμύ χειμώνα δρέπει
το στρέφεις να μαζεύει χαμομήλια

και κάπως έτσι γλυκαίνει του κειμένου ο καιρός.
 
Όλα ετούτα κι άλλα μαζί
τα παίρνει φεύγοντας ο χρόνος
σα να ’τανε δικά του.
Κάποια στιγμή του τα ζητάς τ’ ανοίγεις
θέλεις να δεις αν θυμάται το χαρτί όσα
του υπαγορεύεις γιατί ακόμα
και της άψυχης εγγύησης η μνήμη
με τον καιρό κι αυτή αδυνατίζει.
 
Ταράζεσαι χλομιάζεις βλέπεις
να ’χουν γραφεί πράγματα που δεν είπες
τον εαυτό σου αγνώριστο
κι οι πράξεις του θρασύδειλες
να ενοχοποιούν άλλων την προδοσία
ενώ η δική σου
σε ανύψωση
να θριαμβεύει ως θύμα
 
κι άλλα κι άλλα τερατώδη, επονείδιστα
που και νεκρός να είσαι
ντρέπεσαι να τα πεις
με το γυμνό όνομά τους.
 
Φρίττεις κι ερμηνεύεις
πως όλα είναι βγαλμένα
τάχα απ’ της γραφής το άρρωστο μυαλό.
 
Σε λιγοστεύει σε ταπεινώνει να παραδεχτείς
πώς όλα αυτά τα ανίδεα που γράφουμε
γνωρίζουνε για μας περισσότερα
και πιο αβυσσαλέα
απ’ όλα μισοξέρουν όσα ζήσαμε.
 

[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ]

Οδυσσέα Ελύτη, Αυτούσιος πηγαιμός μιας Προσευχής που την γειτονεύουν ψίθυροι άστρων, πιστό καθρέπτισα των σωθικών μας

$
0
0
Είσαι παντού ω αναλλοίωτη φωτοχυσία, μοιράζεσαι τις σκοτεινές μας άρπες άυλο περίβλημα και στην ενωμένη μοναξιά των άστρων  έλαμψε καθαρή στιγμή αισθήματα

 [Από το ελάχιστο φτάνεις πιο εύκολα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίζεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. Έτσι μπορεί να νιώσει κανείς την παρουσία της ηδονής ως μέσα στις κόρες των ματιών του, των ματιών του που ρέουνε από την πλάτη του έρωτα]


Ωρίων  (από τη συλλογή ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1940)

       -α-
Συμβιβάστηκε με την πικρία ο κόσμος
Διάττοντα ψεύδη αφήσανε τα χείλια
Η νύχτα ελαφρωμένη
Από το θόρυβο και τη φροντίδα
Μέσα μας μετασχηματίζεται
Κι η καινούργια σιωπή της λάμπει αποκάλυψη


 
Βρίσκομε το κεφάλι μας στα χέρια του θεού
 
       -β-
Μια προσευχή μεταμορφώνει τα ύψη της
Αλλάζει κοίτη ο χρόνος
Και γυμνούς από έγνοια επίγεια
Σ’ άλλα νοήματα μας οδηγεί
 
Πού είναι ο σφυγμός του εδάφους
Το αίμα στη μνήμη των προσώπων μας
Ο αυτούσιος πηγαιμός;
 
       -γ-
Των φθαρτών δακρύων απόγονοι
Κωπηλάτες των ματαίων λιμνών
Αφήσαμε το γήινο δέρμα
Και στον ψίθυρο των δένδρων ψαύσαμε
Τα λόγια μας
Για τελευταία φορά
 
Τώρα στα μέτωπά μας γειτονέψανε άστρα!
 

       -δ-
Εικόνα ω αναλλοίωτη
Φωτοχυσία
Ντύνεις κάθε μετέωρη έννοια
Που προσεγγίζει την ελπίδα μας
Προς την απραξία
 
Εκεί το ερωτηματικό που μας αποχωρίζεται
 
Είσαι παντού Μοιράζεσαι
Τις σκοτεινές μας άρπες
Άυλο περίβλημα
 
       -ε-
Φύγαν τα μάτια μας αλλά προπορεύονταν οι ψυχές μας
Στη συνάντησή τους μεσ’ στους ουρανούς
Έλαμψε καθαρή στιγμή
Τρεμούλιασμα εναγώνιο
Το πιστό καθρέπτισα των σωθικών μας
 
Πιο ψηλά
Στην ενωμένη μοναξιά των άστρων της
Θρονιάζεται η Γαλήνη
 
Γιατί την απαλλάξαμε από το κορμί μας
Γιατί την εξαντλήσαμε από τις ελπίδες μας
Γιατί της φέραμε τάμα την Ιδέα μας
 
Ξαναγεννάει αισθήματα.
 
       -στ-
Μέσα μας αναλύθηκε η Σιωπή
Ο αρχάγγελός της άγγιξε τα μύχια
Σ’ ακατοίκητο χάος κύλησε τη μνήμη
Όταν χαριστήκαμε σε μιαν απίστευτη όχθη
 
Όχθη των ελαφρών σκιών
Ονειρεμένη άλλοτε από δάκρυα
Τα χρυσά στίγματα μας κοίταζαν
Τόσο που αποσπαστήκαμε απ’ το βάρος μας
Όπως αποσπαστήκαμε από την αμαρτία!
 
       -ζ-
Νοητή λάμψη
Κυανό διάστημα
Κάθαρση της ψυχής!
Σα να ’λειψε ο επίγειος θόρυβος

Σα να σταμάτησε η κακία της μνήμης
Καθαρό πάλλεται
Το καινούργιο μας όνειρο
Μας τραβάει απ’ το χέρι αόρατο χέρι
 
Όπου η Γαλήνη γίνεται ο αθώος ουρανός
Όπου η Ψυχή ελέγχεται αναλλοίωτη.
 

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Γιατί όντας αρνητικό του ονείρου φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα. Γι’ αυτό φεύγα ζαρκάδι, Πόθε κοντά στη λύτρωσή σου φεύγα ζωή σαν κορυφογραμμή]


Κική Δημουλά, Το πλησιέστερο κλαδί είναι ο θάνατός σου η ζωή μου, ο άλλος χώρος ξέφραγο αμπέλι.

$
0
0
Αν ήξερα εγώ πού είναι το Πλησιέστερο ότι έχει και βαθμό συγκριτικό το ανύπαρχτο Πλησίον, θα ’τρεχα να το πιάσω πρώτη εγώ, όλο κι ανυποχώρητο, κι ας ψόφαγαν πουλάκια δίκια και προτεραιότητες. Παρά να με πάρει ο χρόνος, καλύτερα να με πάρει άνεμος από ορειχάλκινες λέξεις, πήλινο ενδεχόμενο «κρατήσου επάνω μου»

 [Ανακινήστε καλά προ της χρήσεως… Προς τούτο εσωκλείονται οδηγίες. Αν τις διαβάσεις προσεκτικά – σύνθεση, προφυλάξεις, δοσολογία – θα δεις ότι τις ίδιες ακριβώς παρενέργειες επιφυλάσσει η μικρή δόση αγάπης και η μεγάλη. Οι λέξεις φταίνε, Αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν. Για του λόγου το αληθές… Ιδού…]

Το πλησιέστερο (από τη συλλογή ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ 1981)

Κάτι πρωτόβγαλτα ως φαίνεται
τον κόσμο και στους νόμους του πουλάκια
κι εν τούτοις ήδη κουρασμένα
γιατί δεν είναι τα φτερά
άπτωτη εύνοια και προνόμιο,
ρωτούν εμένα, ποιον εμένα,
πού είναι το πλησιέστερο κλαδί
για ν’ ακουμπήσουν.
Δεν είμαστε καλά. Αν ήξερα εγώ
πού είναι το Πλησιέστερο
ότι έχει και βαθμό συγκριτικό
το ανύπαρκτο Πλησίον,
θα ’τρεχα να το πιάσω πρώτη εγώ,
όλο κι ανυποχώρητο,
κι ας ψόφαγαν πουλάκια
δίκια και προτεραιότητες
-κλαδιά σπασμένα το αλληλέγγυο.



Ας πάνε τα πουλάκια
τη μεγάλη Πείρα να ρωτήσουν
ν’ ακούσουν ό,τι είπε και σ’ εμένα
όταν ξεθεωμένη από κούραση άφτερη
τη ρώτησα πού είναι ν’ ακουμπήσω
το πλησιέστερο κλαδί.

Δεν είμαστε καλά είχε καγχάσει
η μεγάλη Πείρα:αν ήξερα εγώ

πού είναι το Πλησιέστερο
θα ’τρεχα να το πιάσω πρώτη,
όλο κι ανυποχώρητο,
κι ας ψόφαγες εσύ
γιατί το πλησιέστερο κλαδί
είναι ο θάνατός σου η ζωή μου.
 
Η αποδυνάμωση (από τη συλλογή ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ 1981)
Αεροταραχή επάνω.
Τεράστια κύματα ανέμου αγριεμένου
σηκώνονται και καταπίνουν
των σκουπιδιών την ιεράρχηση.
Σαν αητός ο αέρας
αρπάζει με το ράμφος του
το στερεό έδαφος,
το ανεβάζει ψηλά, το αφήνει,
πέφτει και σκάζει σαν καρπούζι
το στερεό έδαφος.

Όλα τα έχει περιγράψει μια Αρπαγή:
ξεριζώνει τις ταράτσες,
σκίζει την απλωμένη τάξη
που πλένουν κάθε μέρα
οι κινήσεις των ανθρώπων
οι πλύστρες.
Παλεύει με καρέκλες,
πετάει χάμω την ευστάθεια,
το εδώ μου και το εκεί σας
ξέφραγο αμπέλι,
γκρεμισμένος ο αχυρένιος φράχτης,
ο άλλος χώρος ξέφραγο αμπέλι.
Πολύ δυνατός αέρας.
Θα ρίξει τη μέρα ολόκληρη
από τη χρονοστήλη
και θα τη σπάσει.
Ξερογλείφεται η θραύση.
Σφοδρός αέρας για έναν κόσμο
που παίρνεται με το παραμικρό,
Τον συγκρατεί το σπαγγάκι μιας γέννησης μόνο
κι ενός θανάτου η κλωστούλα.
Παρτός κόσμος.

Όσα βαρίδια κι αν του βάλαμε,
μέλλον και σθένος
κουδουνίστρες του έρωτα
ορειχάλκινες λέξεις
θεούς επιούσιους
συσκευές τηλεφώνων
ποτιστήρια φωνής
γελωτοποιές αδιαλλαξίες
λήθες ογκολιθικές
μνήμες ανοξείδωτες
πήλινα ενδεχόμενα
πίστη που χαμογελάει

-ίδια απ’ όποιο σημείο
κι αν την κοιτάξεις, σαν τη Τζοκόντα-
μέτρα και αμετροέπειες
-βαρίδια και τα δύο-
παρτός είναι.
Αετοταραχή και καταπίνει
των παρτών την ιεράρχηση.
Επομένως θα πάρει κι εμένα,
που παρτή είμαι
και δεν με κρατάει κανένα
κρατήσου επάνω μου.
Ας με πάρει.
Παρά να με πάρει ο χρόνος
καλύτερα να με πάρει ο άνεμος.

[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ]


Οδυσσέα Ελύτη, Τρομερές γυναίκες απέχοντας απ’ το λυτό μαλλί τους όσο η βροντή απ’ τη λάμψη της

$
0
0
Ποίηση, μια έκλειψη ολική την ώρα που κοιμούνται οι πάντες: πού μα πού λοιπόν δένει μια τέτοια λάμψη τον καρπό της; Χρειάζεται να ’μαστε μνήμονες του πιο τρομερού αγαθού που εκδόθηκε ποτέ από ’να σ’ άλλον άνθρωπο: Η ΑΓΑΠΗ

[Από το ελάχιστο φτάνεις πιο εύκολα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίζεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. Για του λόγου το αληθές…]

Το αμύγδαλο του κόσμου είναι πικρό (2οαπόσπασμα από τη συλλογή ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕ ΣΗΜΑΙΑ ΕΥΚΑΡΙΑΣ, Ίκαρος 1982)

Α ναι παρά τη θέλησή μου
έγινε ο κόσμος έτσι που
γράφω σα να ’χω αποσχιστεί απ’ τη μοίρα μου
 
το αμύγδαλο του κόσμου
είναι πικρό και δεν
γίνεται να το βρεις παρεκτός αν
κοιμηθείς μισός έξω απ’ τον ύπνο
 
μεγεθύνονται τα σπίτια
τρομερές γυναίκες απέχοντας απ’ το
λυτό μαλλί τους όσο η βροντή από τη λάμψη της


παν μοιράζοντας τις άχνες
δω κι εκεί τ’ ουρανού
οι οπές
παραπλανούν τον θάνατο
 
τις νύχτες
που μιλάω σα ν’ ανασκαλεύω αστερισμούς
πάνω στη θράκα την επάνω μια στιγμή σχηματίζεται
η όψη που θα μου έδινε
ο Θεός αν ήξερε
πόσο η γη στ’ αλήθεια μου στοιχίζει
σε απόγνωση
σε διάφορα ψιθυρισμένα μες στη νύχτα «επέπρωτο»
σε κυπαρίσσια
αιωνόβια σαν ποιήματα
που ζητώντας να φκιάσω απραγματοποιήθηκα.
 
3o (Το αμύγδαλο του κόσμου πάλλει μες στα φυλλώματα του Παραδείσου ερήμην)

Έλα τώρα
δεν πα’ να μην αρέσεις
το παν είναι η ρότα σου
κόντρα στην κοινωνία τούτη
την ανασχετικήν ηλιθιότητα
σγουρά μαλλιά που βγάνουνε σπινθήρα
τόμου τα χτενίσεις
 
θαύμα
 
έλα μπρος δεύτερε και κρυφέ
μου εαυτέ καιρός
να προφέρεις με δέος τα λόγια
που αρμόζουν στην περίσταση
και δη τα ωραία και τ’ απαγορευμένα
 
ποίηση
πού μα πού λοιπόν
δένει μια τέτοια λάμψη τον καρπό της;
κάτι το δίχως άλλο
πρέπει
με τρόπο να ’χει αφαιρεθεί
από την υδρόγειο
για ν’ ασθμαίνει τόσο
να χλομιάζει
και το πένθος ν’ απλώνεται
 
άδικα των αδίκων
το αμύγδαλο του κόσμου
πάλλει μες στα φυλλώματα
του Παραδείσου ερήμην
πάλλω κι εγώ μέσα στα λόγια που εν αγνοία μου αφαιρώ
από κάποιο τέλειο επίτευγμα
ώσπου τέλος μου απομένουν
δύο ή τρεις κολόνες
και στους τοίχους μια νωπογραφία
θα ’λεγες Κρητομινωϊκή (εάν στο αναμεταξύ
δεν μου είχαν απαλείψει
τις θάλασσες και τις ωραίες εκείνες γυμνόστηθες γυναίκες)
σώζονται ακόμα κάτι κρίνοι
ασύλληπτοι απ’ τους συγχρόνους μου
όπως άλλωστε κι οι στίχοι αυτοί:
 
μια έκλειψη ολική
την ώρα που κοιμούνται οι πάντες μες στ’ Αστεροσκοπεία.
 
4o (Ψηλά σε κάτι ουράνιες Αίτνες κάτι πέλαγα ορεινά σε απόσταση ψυχής εημικής θάλλει φαίνεται ακόμη το αμύγδαλο του κόσμου)

Όλα να τα ’χεις
πάντα κάτι λείπει
αρκεί να μη συντελεστεί το Ακέραιο
και η Τύχη νιώθει ευτυχής
 
τις νύχτες που εμφανίζονται στην ίδια θέση
τα μάτια τα εχθρικά σαν άστρα
διαγράφονται οι σκιές που κατεβαίνουν
μία-μία στον Άδη
όπως τα μαύρα εκείνα στις πλευρές αρχαίου αγγείου
που το παν σκυφτές παρθένες
 
χρειάζεται
να ’μαστε μνήμονες του πιο τρομερού αγαθού που εκδόθηκε ποτέ
από ’να σ’ άλλον άνθρωπο

η αγάπη
μοιάζει με δυο ποτήρια σε στιγμή ενθουσιασμού

ντριγκ
λάμψη
θρύψαλα…


που να παρ’ η ευχή
βρέθηκε πάντα να ζητάμε
ίσα-ίσα εκείνο που δεν γίνεται
 
ψηλά σε κάτι ουράνιες Αίτνες κάτι πέλαγα ορεινά
σε απόσταση ψυχής ερημικής
θάλλει φαίνεται ακόμη
 
το αμύγδαλο του κόσμου
 
άμε δάκρυ μου άμε
πάρε τους δρόμους τ’ ουρανού
για σένα η αγρύπνια ετούτη


[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Γιατί όντας αρνητικό του ονείρου φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα]

Κική Δημουλά, Ένα τραγούδι ευσυγκίνητο κομίζει συλλαβές ίδιες σχεδόν μ’ αυτές που λείπουν από το καλοκαίρι

$
0
0
Κάτω η θάλασσα πάντοτε περιμένει έναν άνεμο να την ρυτιδώσει… (Άθως Δημουλάς, «Υπέρτατη γενίκευση). Ποια θάλασσα; Καιρός να επικρατήσει η λογική του σώματος ετούτου που διαθέτεις (Κική Δημουλα)

[Ανακινήστε καλά προ της χρήσεως… Προς τούτο εσωκλείονται οδηγίες. Αν τις διαβάσεις προσεκτικά – σύνθεση, προφυλάξεις, δοσολογία – θα δεις ότι τις ίδιες ακριβώς παρενέργειες επιφυλάσσει η μικρή δόση αγάπης και η μεγάλη. Εύγε σου ηχώ. Έμαθες απ’ έξω τα λόγια της δυνατής κραυγής. Οι λέξεις φταίνε, Αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν. Για του λόγου το αληθές… Ιδού…]

ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΘΕΡΙΝΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ (από τη συλλογή ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙ Εκδόσεις Ίκαρος 1998)
Κάτι ορθάνοιχτα παράθυρα
ανεβάζουν καλοκαίρι με το γερανό της μύγας.


Μετρώ και λείπουνε μια δυο συλλαβές του
και το πόδι του λάμδα σπασμένο.
Κουνιότανε από πέρυσι.
 
Τώρα πού θα καθίσει τόση ελάττωση
κι όλη η συνοδεία των ευνούχων της.
 
Πάντως είναι στέρεο το ελαττούμενο
σηκώνει τόνους άλγη. Κάτσε άφοβα.
 
Καλού κακού θα προσθέσω στον κατάλογο
μια ξαπλώστρα εις αντικατάστασιν
του σπασμένου λάμδα.
 
Χρειάζομαι επίσης
τραντζιστοράκι κολλητό στ’ αυτάκια των κυμάτων
ν’ ακούνε μουσική από σταθμούς πειρατικούς της άμμου.
Ένα τραγούδι ευσυγκίνητο κομίζει συλλαβές
ίδιες σχεδόν μ’ αυτές που βρέθηκαν να λείπουνε από
το καλοκαίρι και παραπανίσιες μάλιστα. Μην τύχει
να θυμηθείς και άλλους. Να έχουν να καθίσουν.
 
Γυαλιά απορροφητικά, μη θυμηθώ περισσότερους.
Αν και φορώ πότε-πότε καπνούς επαφής.
 
Καπέλο για τον ήλιο
παρόλο που δεν καίει όπως τότε
που ήσουν μέρα νύχτα εφευρέτης του.
Να δοκιμάσω από περιέργεια ένα έγκαυμα παλιό
να δω αν ξεφλούδισε ο τρελός
έρωτας της πλάτης μου για δαύτο.
 
Μαγιό καινούργιο –πάχυνε πολύ η κάθοδός μου.
Να πω την αλήθεια λιγουρεύομαι
κι ένα καινούργιο σώμα να κάθομαι στα μίλια του
και να χαϊδεύω τις αέρινες  ρυτίδες της θαλάσσης.
Αλλά θα επικρατήσει τελικά η λογική
του σώματος ετούτου που διαθέτω.
 
Άπαντα τα λάμδα της θαλάσσης
προσεκτικά να τα’ ανεβάζει ένα-ένα
μέσα σε διάφανα μπλε σταγονίδια μη σπάσουν
ο γερανός του γλάρου.
 
Ποια θάλασσα;
Σκέτο νερό πειρατής οφθαλμαπάτης.
Πρόσφυγας εκ μακρινής κοσμογονίας.
Εκμαυλιστικά απέραντο χάρη στις βαραθρώσεις
σχιζοειδείς οξυθυμίες αρχικά του σύμπαντος.
Οφθαλμοπόρνος της ιερόδουλης φυγής.
 
Ποια θάλασσα;
Καιρός να επικρατήσει η λογική
του σώματος ετούτου που διαθέτεις.
 
Ντύσου και κολύμπα.
 
(απαγορεύεται η ρίψις δακρύων.
Είναι που είναι από μόνη της αλμυρή
λύσσα η ωριμότης).
 

[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙ στο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ της Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ. ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθος μας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ]

Οδυσσέα Ελύτη, Ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται σα να ’ταν αιώνιοι και αναθρώσκουν το «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν»

$
0
0
Το παν εξαρτάται από μια στιγμή, τη στιγμή που μόλις πας να την αδράξεις, χάνεται. Υπάρχουν πολλά ζώα που δεν έσωσε ακόμη να βγουν από την Κιβωτό και δείχνουν αδημονία.

Από το ελάχιστο φτάνεις πιο εύκολα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίζεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. Για του λόγου το αληθές…

 Τα καινούργια μεσάνυχτα, συμπαγή και συσκευασμένα (από τη συλλογή ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ Ύψιλον 1984)

Κυριακή, 19β
Φτάνοντας το καράβι μεγάλωσε κι έφραξε το λιμάνι. Καμιά κίνηση στα καταστρώματα. Ίσως να μεταφέρει τα καινούργια μεσάνυχτα, συμπαγή και συσκευασμένα. Ίσως και μια μόνο ψυχή, λεπτή σαν καπνό και αναγνωρίσιμη από την οσμή του καμένου

Όπως και να ’ναι υπάρχουν πολλά ζώα που δεν έσωσε ακόμα να βγουν από την Κιβωτό και δείχνουν αδημονία. Ως και το πλήθος που κατακλύζει το μουράγιο και ρίχνει ανήσυχα βλέμματα, σιγά-σιγά συνειδητοποιεί ότι το παν εξαρτάται από μια στιγμή –
τη στιγμή ακριβώς που μόλις πας να την αδράξεις χάνεται.
 
Κυριακή, 19γ

Άσπρα σπασμένα τ’ ουρανού μέσα στη νύχτα πάω μ’ από κοντά τον σκύλο της σελήνης μου
Κάποιος άγνωστος Γαβριήλ μου κάνει νοήματα
-Σύμφωνοι, θα πεθάνουμε όλοι μας, αλλά προς τι;
Ψηλά κοιτάω σαν άστρο το βορινό παράθυρο
που το ξεχάσανε ανοιχτό και μ’ αναμμένο φως
Οι άλλοι κοιμούνται ή προσωρινά ή αιώνια
ύπτιοι, με πρόσωπο ακάλυπτο στον ουρανό.
Πάω μ’ από κοντά τις μετρημένες μέρες μου

-Σύμφωνοι, ναι, αλλά η ζωή αυτή δεν έχει τέλος…


Μ. Δευτέρα ,20
Κατάκοπος από τις ουράνιες περιπέτειες, έπεσα τις πρωινές ώρες να κοιμηθώ.
Στο τζάμι, με κοίταξε η παλαιά Σελήνη, φορώντας την προσωπίδα του Ήλιου.
 
Μ. Τρίτη, 21
Μόλις σήμερα βρήκα το θάρρος και ξεσκέπασα το κηπάκι σαν φέρετρο. Με πήραν κατάμουτρα οι μυρωδιές, λεμόνι, γαρίφαλο.
Ύστερα παραμέρισα τα χρόνια, τα φρέσκα πέταλα και να: η μητέρα μου, μ’ ένα μεγάλο άσπρο καπέλο και το παλιό χρυσό ρολόι της κρεμασμένο στο στήθος.
Θλιμμένη και προσεκτική. πρόσεχε κάτι ακριβώς πίσω από μένα.

Δεν πρόφτασα να γυρίσω να δω γιατί λιποθύμησα.
 
Μ. Τετάρτη, 22
Ολοένα οι κάκτοι μεγαλώνουν κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται σα να ’ταν αιώνιοι. Όμως το μέσα μέρος του Ύπνου έχει όλο φαγωθεί και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι σημαίνει εκείνος ο μαύρος όγκος που σαλεύει.

Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός
Και τώρα μαύρος αιώνας.
 
Μ. Πέμπτη, 23
Μέρα τρεμάμενη όμορφη σαν νεκροταφείο
με κατεβασιές ψυχρού ουρανού
Γονατιστή Παναγία και αραχνιασμένη
Τα χωματένια πόδια μου άλλοτε
(Πολύ νέος ή και ανόητα όμορφος θα πρέπει να ήμουν)
Οι και δυο και τρεις ψυχές που δύανε
Γέμιζαν τα τζάμια ηλιοβασίλεμα.
 
Μ. Πέμπτη, 23β
Σωστός Θεός. Όμως κι αυτός έπινε το φαρμάκι του
γουλιά γουλιά καθώς του έχει ταχθεί
έως ότου ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη.
Χάθηκαν τα βουνά. Και τότε αλήθεια φάνηκε
πίσω από το πελώριο πηγούνι ο κύλικας.
Κι αργότερα οι νεκροί μες στους ατμούς, εκτάδην.
 
Μ. Παρασκευή, 24
Σα να μονολογώ σωπαίνω.
Ίσως να ’μαι σε κατάσταση βοτάνου ακόμη
φαρμακευτικού ή φιδιού μιας κρύας Παρασκευής
Ή μπορεί και ζώου από κείνα τα ιερά
με το αυτό το μεγάλο γεμάτο ήχους βαρείς
και θόρυβο μεταλλικό από θυμιατήρια.
 
Μ. Παρασκευή, 24β
Πένθιμος πράος ουρανός μες στο λιβάνι
αναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ορθές σαν κηροπήγια
τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σε ανάπαυση
μικρά σκάμματα ορθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.
Σαν να ’μαι, λέει, ο θάνατος ο ίδιος αλλ’
ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινά
κι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμπος των κεριών
το «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν».


[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Γιατί όντας αρνητικό του ονείρου φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα]

Κική Δημουλά, Βλέπεις τόσο μόνο έως παραπλεύρως, πιο μακριά ο άνθρωπος από αυτό που φτιάχτηκε δεν πάει

$
0
0
Κύριε μη μας πάρεις κι άλλο τις απώλειες μας. Δεν έχουμε πού αλλού να μείνουμε (ΤΟ ΠΡΟΒΜΗΜΑ ΤΗΣ ΣΤΕΓΗΣ)

[Ανακινήστε καλά προ της χρήσεως… Προς τούτο εσωκλείονται οδηγίες. Αν τις διαβάσεις προσεκτικά – σύνθεση, προφυλάξεις, δοσολογία – θα δεις ότι τις ίδιες ακριβώς παρενέργειες επιφυλάσσει η μικρή δόση αγάπης και η μεγάλη. Οι λέξεις φταίνε, Αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν. Για του λόγου το αληθές… Ιδού…]


Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως (από τη συλλογή ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ Εκδόσεις Ίκαρος 2007)

Μετά την απόφαση
-τίνος;-
να μεταφερθεί παραπλεύρως
στην ισόγεια μνήμη του θανάτου
το όνομά σου
 
σείστηκε το διατηρητέο νόημα
του παλιού σπιτιού
 
σα χαλασμένο δόντι έτοιμο να πέσει
κουνιόντουσαν οι τοίχοι
 
άδειαζαν τα κάδρα
ένας πανικός μαδούσε
τα ανοιξιάτικα τοπία
ψυχραιμία παρακαλώ ψυχραιμία
συμβούλευε η νεκρή τους φύση
 
εκκενώστε το ταβάνι, βυθίζεται
ειδοποιούσα τις απλανείς μας εκεί πάνω
αναχωρήσεις


και μεταφερθήκαμε παραπλεύρως
 
ακριβώς
δυο τρία σπίτια παρά κει
πολύ κοντά
 
πιο μακριά ο άνθρωπος
από αυτό που φτιάχτηκε
δεν πάει
 
κι έτσι δεν απομακρύνθηκα
κάθε πρωί να βλέπω
 
της βυσσινί ρόμπας σου
το λιωμένο χέρι
ν’ ανοίγει της συνήθειας το παλιό παράθυρο
 
κι όλο κάθε πρωί να λέω: έλιωσε πάει
να θυμηθώ αύριο εξάπαντος
 
κάθε πρωί το ίδιο λιωμένο χέρι
της ρόμπας σου
 
κι όλο αρνούμαι, αναβάλλω
να αντικαταστήσω
αυτή την παλιά εφθαρμένη οδύνη
με μια καινούργια
 
βλέπεις τόσο μόνο, έως παραπλεύρως
λίγο πριν την αλήθεια.
Πιο πέρα
δειλιάζει ο άνθρωπος δεν μεταφέρεται
 

[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ]


Οδυσσέας Ελύτης, Θε μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε

$
0
0
Στο χωριό της γλώσσας μου τη Λύπη τηνε λένε Λάμπουσα (κάτι πρέπει να ήξερε  Αυτός που εδέησε να διαβεί τα Επάνω Μονοπάτια)

 [Από το ελάχιστο φτάνεις πιο εύκολα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίζεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. Μάντεψε, κοπίασε, νιώσε: από την άλλη μεριά είμαι ο ίδιος. Για του λόγου το αληθές…]

 
ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΚΑΛΛΟΥΣ  (από την ποιητική συλλογή ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ, Ίκαρος 1978)

HΜαρία Νεφέλη λέει:
Φοβηθείτε
αν θέλετε να σας ξυπνηθεί το ένστικτο του ωραίου
ή αν όχι τότε μια που ζούμε στον αιώνα της φωτογραφίας
ακινητήσετέ το: αυτό που δίπλα μας
ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα:
το Ασύλληπτο!

α] δύο χέρια γυναίκας (ή και ανδρός) που να ’χουν εξοικειωθεί με τα αγριοπερίστερα
β] ένα σύρμα που οι αναμνήσεις του όλες να ’ναι από ρεύμα
ηλεκτρικό και ανύποπτα πουλιά
γ] μια κραυγή που να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αιώνια επικαιρότητα
δ] το παράλογο φαινόμενο της ανοιχτής θαλάσσης.

 
Θα ’χετε καταλάβει βέβαια τι εννοώ
 
Είμαστε το αρνητικό του ονείρου
γι’ αυτό φαινόμαστε μαύροι κι άσπροι
και ζούμε τη φθορά
πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα. Όμως
Das reine ΚυρίεςκαιΚύριοι
kann sich nur darstellen im Unreinen
und versuchst du das Edle zu geben
ohne Gemeines
so wird es als das Allerunnaturlichste
λέει Αυτός που εδέησε να διαβεί
τα Επάνω Μονοπάτια.
 
Και κάτι πρέπει να ήξερε
 
Η ΝΕΡΟΣΤΑΓΟΝΑ  (από την ποιητική συλλογή ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ, Ίκαρος 1978)

Και ο Αντιφωνητής:
Καίνε τα χείλη μου και η λύπη λάμπει
σταγόνα καθαρού νερού πάνω απ’ την αποβάθρα
τα σκοτεινά γεμάτα χόρτα, μόνο η ψυχή
αναμμένη σαν παλιά εκκλησία
δείχνει ότι θα πεθάνουμε άνοιξη…
 
Ντιγκ-ντιγκ το χαμομήλι: κουράστηκα να ελπίζω
ντιγκ-ντιγκ το μολοχάνθι: βαρέθηκα ν’ ανασυχώ
ντιγκ-ντιγκ: τέτοιος ανέκαθεν
ο άνθρωπος
και να μην το γνωρίζω!

Εκείνα τα πατήματα στα ξερά φύλλα
μουκανώντας το βόιδι του Καιρού
 
η πελασγική τοιχοποιία σ’ όλο το μάκρος της ζωής μου
πλάι-πλάι να την περπατώ
εωσότου η μαύρη θάλασσα φανεί
κι επάνω της ανάψουν σαν βεγγαλικά τα τρία μου άστρα!
 
Όλα μία σταγόνα
ομορφιάς τρεμάμενη σαν Άθως κρεμάμενος από τον ουρανό
με απέραντη ορατότητα
όπου τα πάντα γίνονται ξεγίνονται
 
γονατίζει ο Χάρος και ξανασηκώνεται πιο δυνατός
και πάλι πέφτει ανίσχυρος βυθίζεται στα βάραθρα.
 
Μόνη της η σταγόνα σθεναρή πάνω απ’ τα βάραθρα.
 

[από τη ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Γιατί όντας αρνητικό του ονείρου φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα]

Κική Δημουλά, Όταν σας ζητάνε αγκαλιά μολών λαβέ μωρό μου, μολών λαβέ έμμονη ιδέα αναμνηστική

$
0
0
Φυσικά και ονειρεύομαι. Δυναμώνουν έτσι τα αποσιωπητικά άγονης επιθυμίας… Αλλά σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν σαλεύεις. Κάνεις πως κοιμάσαι υπολογίζοντας στην αδιάκοπη κίνηση της Σιωπής, στα νοικοκυριά εν ολίγοις ολόκληρης ψυχής στ’ απόμακρα ψαχνά των ουρανών…

 [Το αληθινό θέμα της Δημουλά, και μαζί ο τρόπος της, υπήρξε ανέκαθεν η προσωποποίηση των αφηρημένων εννοιών (ΦΘΟΡΑ, ΛΗΘΗ, ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ, ΑΠΑΘΕΙΑ,  ΠΛΗΡΟΤΗΤΑ, ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ, ΑΠΟΣΤΑΣΗ, ΤΥΧΗ, ΑΝΑΠΟΛΗΣΗ κ.α.) και ο διάλογος μ' αυτές, σαν να ήταν υπαρκτά, ζώντα όντα. Δημιούργησε έτσι το ποιητικό σχήμα ενός νοητού σύμπαντος κυριολεκτικά πολυφωνικού, το σενάριο ενός εκφραστικού πανδαιμόνιου των ουσιών της σκέψης, μια περιοχή όπου οι έννοιες φορούσαν μάσκες ηρώων και ηρωίδων..]

Το σπάνιο δώρο (από τη συλλογή Η ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ Εκδόσεις Στιγμή 1994)
Καινούργιες θεωρίες.
Τα μωρά δεν πρέπει να τα’ αφήνετε να κλαίνε.
Αμέσως να τα παίρνετε αγκαλιά. Αλλιώς
υπόκειται σε πρόωρη ανάπτυξη
το αίσθημα εγκατάλειψης ενηλικιώνεται
αφύσικα το παιδικό τους τραύμα
βγάζει δόντια μαλλιά νύχια γαμψά μαχαίρια.
 
Για τους μεγάλους ούτως ειπείν τους γέροντες
-ό,τι δεν είναι άνοιξη είναι γερόντιο πια-
ισχύουν πάντα οι παμπάλαιες απόψεις.
Ποτέ αγκαλιά. Αφήστε τους να σκάσουνε στο κλάμα
μέχρι να τους κοπεί η ανάσα
δυναμώνουν έτσι τα αποσιωπητικά τους.
Ας κλαίνε οι μεγάλοι. Δεν έχει αγκαλιά.
Γεμίστε μόνο το μπιμπερό τους
με άγλυκη υπόσχεση –δεν κάνει να παχαίνουν
οι στερήσεις – πως θα ’ρθει μία και καλή
να τους επικοιμήσει λιπόσαρκα
η αγκαλιά της μάνας τους.
Βάλτε κοντά τους το μηχάνημα εκείνο
που καταγράφει τους θορύβους του μωρού
ώστε ν’ ακούνε από μακριά
αν είναι ρυθμικά μοναχική η αναπνοή τους.
Ποτέ μη γελαστείτε να τους πάρετε αγκαλιά.
Τυλίγονται άγρια
γύρω απ’ το σπάνιο λαιμό αυτού του δώρου,’
θα σας πνίξουν.


 
Τίποτα. Όταν σας ζητάνε αγκαλιά
μολών  λαβέ μωρό μου, μολών λαβέ ν’ απαντάτε.
 
Στέρησις Δικαιωμάτων (από τη συλλογή Η ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ Εκδόσεις Στιγμή 1994)

Παρτέρι στρογγυλό με τριανταφυλλιές.
Μικρό. Όσο ενός φιλιού η νεκρή περίμετρος.
Σε βρήκα ξαπλωμένον στο πεζούλι.
Τα πόδια κρέμονταν απ’ έξω μη λερώσεις
τα χώματα μην τραυματίσεις τ’ αγκάθια.
 
Με χαιρετούρες συνεχώς ανεβοκατεβάζοντας
μόλις με την άκρη του αντίχειρα μιαν άσπρη
κάσκα. Σαν εκείνες που φορούν οι περιηγητές
οι επισκέπτες της ερήμου και οι λαθροκυνηγοί
σαρκοβόρου ήλιου.
Έχουμε μια τέτοια ολόιδια στο σπίτι.
Νομίζω μας την χάρισε προ ετών
επιθυμία άγονη.
 
Αυτήν μήπως φορούσες; Πώς έγινε
ήρθες ο ίδιος και την πήρες δίχως να πεις
στο μαξιλάρι μου δυο λόγια;
Μάλλον θα έστειλες το όνειρο.
Άφησες ξένον άνθρωπο να μπει
νυχτιάτικα στο σπίτι;
Τι το επείγον είχε πια αυτή η κάσκα
ποια έμμονη ιδέα σε ξερόψηνε
και αποζήτησης σκιά αναμνηστική.
 
Άλλη φορά για κάτι τέτοια
να ζητάς την άδεια από τον ύπνο μου.
Μετά από σένα είναι αυτός ο νοικοκύρης
σύζυγος και προστάτης κουβαλητής πατέρας
κύριος μου εραστής και ο προπονητής μου.
Για τη μεταπήδηση.
 
Καλά λοιπόν τους άκουγα παραπροχθές το βράδυ
εκείνους τους περίεργους κριτσανιστούς θορύβους
σαν να μασούλαγε πεινασμένη η ησυχία
μπαγιάτικους ποντικοφαγωμένους διαρρήκτες.
 
Κάποιος μου ψαχουλεύει τους αμμόλοφους
έπνιξα μέσα μου.
 
Αλλά σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν σαλεύεις.
Κάνεις πως κοιμάσαι.
 
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΙΣ (από τη συλλογή Η ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ Εκδόσεις Στιγμή 1994)

Φυσικά και ονειρεύομαι.
Ζει κανείς μόνο μ’ ένα ξερό μισθό;
 
Πόσο συχνά;
Κάθε που εγκαταλείπουν συχνότατα όλοι.
 
Επηρεάζουν τους απόντες τα όνειρά σας;
Βέβαια. Το ξανασκέφτονται καλά
και μάλλον μετανιώνουν οριστικά τους όλοι
 

Είναι ελευθέρα η είσοδος;Όχι εντελώς. Ζητάω την άδεια του ονείρου
πριν ελπίσω. Μου την δίνει εν γένει
μαζί με κάποιες οδηγίες αυστηρές.
Να πιστέψω δίχως ν’ αγγίξω
να μην μιλήσω διόλου στον καπνό
γιατί είναι υπνοβάτης και θα πέσει
μόνο δια του βλέμματος ν’ αφήσω
το αίτημά μου στην κρεμάστρα
ό,τι μου δοθεί να δεχτώ
κι ας μην έχει καμιά ομοιότητα
μ’ αυτό που ζωγραφίζει η έκκλησή μου –
θα την επανάβρει μόλις ξαναχαθεί.

 
Ένα μόνο δεν μου δίνει το όνειρο.
Το όριο. Ως πού να κινδυνέψω.
Γιατί τότε πια δεν θα ήταν όνειρο.
Θα ’ταν γεράματα.
 

[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ]

Οδυσσέα Ελύτη, Επειδή το κόκκινο δεν είναι πάντοτε η προτεραία του μαύρου και το μοβ περιλαμβάνει όλα τα χρώματα πλην ενός που δεν το βρίσκεις ποτέ σου

$
0
0
Όπως και να το κάνεις και από απόσταση πιάνεται η αλήθεια: να διπλώνετε καλά τον αέρα στο ντουλάπι σας απαγγέλλοντας Όμηρο από την ανάποδη και ν’ αφήνετε μερικές νύχτες κάτω από τρία τέταρτα σελήνης και τριζόνια μυριάδες εωσότου νιώσετε μενεξεδί το φως της νέας ημέρας. Τότε απλώνετε το χέρι σας. Στα ερείπια συχνάζουν οι μέλισσες και οι πρώην ιδέες

ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ αλλά χωρίς να χάνεις ποτέ την εικόνα του συνόλου. Κι η πιο απλή παράγκα θέλει το ρήμα της, τα ουσιαστικά και τα επίθετά της, όπως κάθε πρόχειρη γραφή τον Πικιώνη της. Η αφέλεια δεν δίνεται δωρεάν, σκηνοθετείται και παίζεται, εάν είσαι ο ένας από τα ελάχιστα εκατομμύρια που δικαιώνουν την ανθρωπότητα. Για του λόγου το αληθές

 
OILSARDINEN! (από τη συλλογή ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία)
Όπως και να το κάνεις, και από απόσταση πιάνεται η αλήθεια και σε καιρούς πολέμου, προπαντός τότε, οπού τραβάς το σπίρτο σουστην Μπάζελ και το βλέπεις ν’ ανάβει στη Φραγκφούρτη. Πού να ’σαι τώρα φροϋλάιν Κέλλερ, που θα σ’ έβλεπα στον Αρχίλοχο αν είχα να συναντηθώ με αιγύπτιο ιερέα. Όλα πρέπει να τα ακούει κανείς, άσχετα αν ολίγα  μόνον φτάνουν στο ους του Μπετόβεν. Και ο πόλεμος, πόλεμος. Ίδια ηλιθιότητα θεωρώντας την ειρήνη τη δική τους μια ομάδα επαναστατημένων, εάν όχι για τον ίδιο λόγο, για κάποιον παραπλήσιο –την ασφυξία μπροστά σε μια σταματημένη εποχή – νέων όπως ο Ουγκό Μπαλ, ο Ρίχαρντ Χούλζενμπεκ, ο Χανς Αρπ και ο Τριστάν Τζαρά οργανώνουν στο Καμπαρέ Βολταίρ της Ζυρίχης μερικές ταραχώδεις και εξωφρενικές βραδιές και διατυπώνουν αποφθέγματα όπως το περίφημο εκείνο: τον αέρα να τον διπλώνετε και να τον τοποθετείτε στην ντουλάπα σας, απαγγέλλοντας Όμηρο από την ανάποδη. Λίγο δεν είναι. Και ν’ αθανατίζει και να θανατώνει γίνεται η νεότητα. Είτε την έχουν σε στρατώνες είτε σε καλλιμάρμαρα μέγαρα. Όπως καληώρα στο μεγάλο Κάιζερχοφ με τους πυργίσκους, τις μαρμάρινες στοές και τα ενδιάμεσα παρτέρια όλο γλισίνες. Να δρέψω ένα χαμόγελο από τη Λόττε Μπέγκελ που λέει ότι μ’ αγαπάει κι ας είμαι δώδεκα χρονών! Γιατί όχι; Το μάθημα το ’χα μάθει: Ichbinnichtmehrklein.

Σωστός σίφουνας οι δεκάξι έλληνες σπουδαστές που δεν είχαν προφτάσει την επιστράτευση και τώρα δεν ξέρουν τι να την κάνουν τη ζωτική τους ορμή αλλά δημιουργούν έναν αδικαιολόγητο θόρυβο ανεβοκατεβαίνοντας συνεχώς τις πλατιές μαρμάρινες γυριστές σκάλες, βάζοντάς με πρώτο στη γραμμή και χειρονομώντας, προς μεγάλην έκπληξη των ολίγων συγκεντρωμένων στο ίδιο ξενοδοχείο Αμερικανών. Αδιάκοπα γυρνώντας και αδιάκοπα φωνάζοντας το σύνθημα. OilSardinem! Ανήκουστο! OilSardinem! Μια επιγραφή ή αλλιώς ένα κλειδάκι που μπορεί ν’ ανοίξει τις σαρδέλες αλλά και τις πραγματικότητες ενός καινούργιου κόσμου που γεννιέται. Τόσο που νιώθεις το καπάκι των γεγονότων έτοιμο να εκραγεί.Ρωτιέμαι κι εγώ ο ίδιος! Δεν το έχω πληροφορηθεί ακόμη, εγώ με τα κοντά παντελόνια μου, αλλά όπου να ’ναι θα το μάθω, πώς είναι αυτό το ’23 που εγγράφει στο Παρίσι όλα τα 23. Donneravoir! Όλες τις επιταγές θα τις εξαργυρώσει η επόμενη εικοσιπενταετία! Τα μανιφέστα του Μπρετόν, τα ποιήματα του Πωλ Ελυάρ και του Ρενέ Σαρ, τους πίνακες του Υβ Τανγκύ και του Μαξ Ερνστ, τις φωτογραφίες του Μαν Ρέη, και πάει λέγοντας. Ίσως βρω το δωματιάκι όπου θα ζήσω με τις αγάπες μου και θα περάσω μιαν ζωή ολόκληρη διατυπώνοντας και ερμηνεύοντας το δήθεν OilSardinen.

Ναι, αυτό είναι που ανακάλυψε η νεότητα εκείνη, κι ας μη το διάβασε ποτές της σωστά, παρεκτός κι αν ήταν στον έρωτα κατά τύχην, και που μήτε, δυστυχώς ή ευτυχώς, συνειδητοποίησέ ποτέ της. OilSardinenλοιπόν. Επειδή το κόκκινο δεν είναι πάντοτε η προτεραία του μαύρου. Επειδή ως και η ευλάβεια σε ρευστή κατάσταση μπορεί να προκαλέσει ανίατα εγκαύματα. OilSardinenως απαραίτητη καθημερινή προσθήκη στο πιπέρι, στο θυμό, στον έρωτα, προπαντός εκεί, στα υλακές, στ’ αποχωρητήρια. OilSardinenεπειδή δεν το ανέχεται κανείς να ’ναι απλώς κείνο που είναι. Επειδή από τα είκοσι στα τριάντα σου ο δρόμος είναι πολύ πιο μακρύς απ’ ό,τι απ’ τα τριάντα σου στα ενενήντα σου. Επειδή το μωβ περιλαμβάνει όλα τα χρώματα πλην ενός, που καλείσαι να το βρεις και δεν το βρίσκεις ποτέ σου.OilSardinenεπειδή στο εξοχικό του καθενός μας ενδημεί ένας εύρωστος αίγαγρος που συντηρείται με τα όσπρια των ρεμβασμών μου.
 
Να διπλώνετε καλά τον αέρα στο νουλαπάκι σας.


Εάν υποθέσουμε για μια στιγμή ότι όλα τα ευγενή μέταλλα και οι πολύτιμοι λίθοι μεταβληθούν σε απλό μόλυβδο, πού και σε ποια βάση θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η έκδοση χαρτονομίσματος; Στις ηθικές αξίες ή μήπως στα ειλικρινή αισθήματα; Τι θα μπορούσες να προμηθευτείς με δυο κιλά Χάιντεγκερ; Με λίγη καλοσύνη πόσα κεράσια; Στο θέμα της αντιπαροχής δεν ευτύχησε η ανθρωπότητα.
 
Εκείνο που μας χρειάζεται είναι ένας μινωικής ή και θηραϊκής περιόδου Μαλλαρμέ δακτυλιολίθων.
 
Μες στους πολλούς γάμους των αρωμάτων οι αιμομιξίες αφθονούν. Δεν σημειώνεται όμως ποτέ διαζύγιο.
 
Έχει κι ο νους Λιτόχωρο

Με διαβαστές πλαγιές κι εύφορα μπλε θαλάσσης.
 
Κάποτε νιώθω να ’μαι ανάμεσα σ’ αυτούς που δεν γνώρισα ποτέ.
 
Απ’ τ’ αποτυπώματα του ανέμου πάνω σου καταλαβαίνεις αν πέρασε κόρη με δυνατούς γλουτούς και συνείδηση διάφανη.
 
αἴνιγμα παρθένον ἐξ αγριάν γνάθων
 
Με λίγα σπουργίτια, μία βρύση και κανέναν άνθρωπο, μ’ αυτά μόνον, γίνεται να φτιάξεις το μοναστήρι πασών των θεοτήτων.
 
Για να φτάσεις στον οργασμό δεν σου χρειάζεται Σαίξπηρ
 
Κάθε τόσο μου στέλνουν ένα μπουκετάκι με μισοσπασμένες λέξεις δυο μακρινές ξαδέλφες μου από την εποχή της Σαπφώς. Τη μια τη λένε Αστρινή και την άλλη Λεμονέσσα.
 
Και καλό και κακό γίνεται να ’ναι το απροσδόκητο. Και το πριν μετά σαν γίνει. Ας γίνει. Τα πάντα προσπαθώ προς χάριν του ένα. Ποδήλατο για τρεις. Ή τρεις για το Βορρά του ανέγγιχτου.
 
Ύστερα και τα πιο μικρά πουλάρια της λαγνείας μου θ’ αναπηδήσουν.
 
Ελεατών ελληνικά και Μακεδόνων διττά Δία! Αναφέρονται στιχομυθίες, ψαύσεις ακρομηροφιλείς, ενεστώτες του ρήματος της δίψας.

Και μια συνταγή για συκιά στη Σκύρο ή στο Σίκινο
Επιλέγετε μια θέση πλάι σ’ έναν χαλασμένο μαντρότοιχο που το άνοιγμά του μπάζει αεράκι γιομάτο μνήμες του ’21 και ψεκάδες θαλάσσης. Η παρουσία στη γειτονιά μιας αίγας θα ήταν ευκταία. Μερικές νύχτες τ’ αφήνετε κάτω από τρία τέταρτα σελήνης και τριζόνια μυριάδες. Με τα πρώτα του όρθρου και λίγη αδημονία πριν το δάγκωμα δοκιμάζετε αν διαστέλλονται τα ρουθούνια σας και αφήνετε να διαρρεύσει κάτι μενεξεδί με υγρόν ώρχας εωσότου νιώσετε το γάλα της νέας ημέρας. Τότε απλώετε το χέρι σας.
 
Στα ερείπια συχνάζουν οι μέλισσες και οι πρώην ιδέες.


[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Επειδή το κόκκινο δεν είναι πάντοτε η προτεραία του μαύρου. Επειδή ως και η ευλάβεια σε ρευστή κατάσταση μπορεί να προκαλέσει ανίατα εγκαύματα… Επειδή απ’ τα είκοσι στα τριάντα σου ο δρόμος σου είναι πολύ πιο μακρύς απ’ ό,τι απ’ τα τριάντα σου στα ενενήντα σου. Επειδή το μωβ περιλαμβάνει όλα τα χρώματα πλην ενός, που καλείσαι να το βρεις και δεν το βρίσκεις ποτέ σου. Να διπλώνετε καλά τον αέρα στο ντουλάπι σας]

 

Κική Δημουλά, Αλλά και να θέλεις να πονέσεις, αν δεν το γράψεις κάπου θα πάει διπλά χαμένο

$
0
0
Βλέπεις τον κόσμο αλλιώς όταν από ψηλά σκορπίζεσαι: αναπνέεις πουλιά μοσχοβολάει μυστήριο βαθιά σαν αιθέρα το εισπνέεις κι εκείνο σα μπαμπάκι σε απορροφά… Ώσπου ο κλητήρας χρόνος να πάρει απ’ την κατώτερη βαθμίδα υπογραφή, εν συνεχεία να συμπληρώσει τα κενά η λεπτολόγος, επιμελήτρια σκόνη και τέλος να πατήσει «εγκρίνεται» η προϊσταμένη….

 [Τα εύρετρα είναι, εσύ μου τα έδωσες επειδή σε βρήκα..Τα ξεφύλλιζες, κοντοστεκόσουν κάθε τόσο, διάβαζες τάχα κάτι σε διαπερνούσε, αδιάβαστες κρυφογελούσαν οι σελίδες. Μετά τα ζύγιασες όλα στη χούφτα σου σα να ήταν κέρματα, χοντρικά τα εξετίμησες, ουκ ολίγα είπες. Έκπληκτος πώς τ’ απέκτησες με ρωτάς, Υποκριτή, γραμμή δε διάβασες, αλλιώς θα το ’βλεπες το γράφω εδώ μέσα πρώτο πρώτο: Τα εύρετρα είναι, εσύ μου τα έδωσες επειδή σε βρήκα]

 
Ουσιώδης Διαφορά (από την ομότιτλη συλλογή της Κικής Δημουλα Εκδόσεις Ίκαρος 2010)

Τη στάχτη κατά βάθος δεν τη συμπαθώ
 
είναι απόλυτη
το ύφος της δηλώνει
μια γκρίζα έχθρα
 
για ό,τι γειτονεύει με τη φλόγα
κοίτα
ως και τη μάνα της τη φωτιά
στάχτη την έκανε
 
ωστόσο στη στάχτη θα μ’ εμπιστευτώ
 
δεν αφήνει λάσπης πατημασιές
στο σώμα
 
ανάλαφρα σκορπίζεσαι
σα λίγη πούδρα που έχει μείνει
στο πρόσωπο της βιογραφίας σου
 
στη στάχτη θα μ’ εμπιστευτώ
 
το χώμα μου πέφτει βαρύ
 
δεν μπορείς ν’ ανασάνεις
σε πιέζουν από πάνω και οι γλάστρες
που φέρνουν οι δικοί σου
βαραίνει και το πολύ νερό που πίνουν
 
εσένα σε περονιάζει η υγρασία
εχθρός για το αυχενικό σου
 
αλλά και να θέλεις να πονέσεις
αν δεν το γράψεις κάπου
θα πάει διπλά χαμένο
 
πού να το γράψεις
 
αυτός ο μαυροπίνακας
δεν είναι ουρανός
κι εκείνο που απέμεινε
δεν είναι κιμωλία
 
Στην τέφρα θα δοθώ
 
Βλέπεις τον κόσμο αλλιώς
όταν από ψηλά σκορπίζεσαι
 
αναπνέεις πουλιά
μοσχοβολάει μυστήριο
βαθιά σαν αιθέρα σε μπαμπάκι
το εισπνέεις
κι εκείνο σα μπαμπάκι σε απορροφά
 
σύννεφα θα σου κρατούν
τα αναμνηστικά σου
βροχή, ομπρέλα, φάρμακα, τσιγάρα
 
φιλιά μην ξεχάσεις
 
αποκαΐδια γενικά
 
ασυζητητί μέσω της στάχτης
εξάλλου
 
πάνω στ’ αποκαΐδια σου
και ξαναζήσει έχεις
και ξαναγράψει έχεις
επάνω τους τα ίδια

 
Επουσιώδης Διαφορά (από τη συλλογή ΤΑ ΕΥΡΕΤΡΑ Εκδόσεις Ίκαρος 2010)

Σκόνη και στάχτη
 
αυτές οι δυο αλλοιώσεις του καθρέφτη μας
ελάχιστα διαφέρουν μεταξύ τους

η σκόνη είναι

συντηρητικά αποκαρδιωτική
ενώ η στάχτη
διεκπεραιώνει ολοκληρωτικά
 
κατάγεται βλέπεις, από τη φλόγα
κι έχει του πάθους την απολυτότητα
 
η σκόνη όμως έλκει την καταγωγή
απ’ τη μεθοδική αργοπορία
κινείται, πώς να το πω
γραφειοκρατικά
 
ώσπου ο κλητήρας χρόνος
να πάρει απ’ την κατώτερη βαθμίδα
υπογραφή
μετά την τζίφρα της να βάλει
η αμέσως ανώτερη
βαριεστημένα χαζεύοντας στο παράθυρο
εν συνεχεία να συμπληρώσει τα κενά
η λεπτολόγος, επιμελήτρια σκόνη
και τέλος
να πατήσει «εγκρίνεται» η προϊσταμένη
 
πάει ξεχάστηκε
τα να ’ναι άραγε αυτό που
σκεπασμένο εγκρίνεται
από σκόνη
 
Επαναπατρισμός (από τη συλλογή ΤΑ ΕΥΡΕΤΡΑ Εκδόσεις Ίκαρος 2010)
Γιατί τα βάζω με το χώμα
γιατί το μάχομαι, το ποδοπατώ;
 
πατρίδα του είμαστε
να μην γυρίσει σε μας κάποτε;
 

[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Σε μέτρησα και ήσουνα πολλά, ξαναμετρώ κι ήσουν αλλιώς. Το άφησα να είσαι κι απ’ τα δύο. Δεν σου αφαίρεσα ούτε μία απ’ τις χιλιάδες ωραιότητες που είχες, ούτε μισή απ’ τις ασκήμιες σου ΚΟΣΜΕ]

 

Οδυσσέα Ελύτη, Ένα ήρεμο πανδαιμόνιο από ασιατική όστρια και μαΐστρο Αιολίδας

$
0
0
Κούπες με διαμαντικά της χρυσαυγής και οπώρες της θαλάσσης. Ελάτε μύρα της αυλής πολύπλαγκτα και των βασιλικών θυρεών τα διάσημα… Ένας μικρός βοτανικός μπορεί να ’ναι ένας κρυφός των δύο κυμάτων Παρθενώνας.

Όπου υπάρχει η Ποίηση, εκεί και ο Θεός. Την ομορφιά εστιάζει. Επιτυγχάνει να συμβούν η αγαλλίαση κι ο τρόμος, η θλίψη και η ηδονή, η αδιάκοπη μεταβολή και η αιωνιότητα. Η Ποίηση αφαιρεί από τα πράγματα το πέπλο της συνήθειας, καθιστά ορατή την αθέατη όψη του κόσμου. Χάρη στην επικράτειά της συνενώνονται όλα τα ασυμβίβαστα. Καθετί που μέσα στο φως της κινείται, ενσαρκώνει το πνεύμα που η ίδια εμπνέει. Μ’ ένα είδος αλχημείας, μετατρέπει σε πόσιμο χρυσό τα δηλητηριώδη νερά που ρέουν από το θάνατο στη ζωή.

 ΜΙΚΡΟΣ ΒΟΤΑΝΙΚΟΣ (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη 2 χ 7 ε, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία 1996)

 
Όταν η όσφρηση χρωματίζει και η ακοή ψαύει τις παρειές του εύοσμου, μια έκτη αίσθηση αρχίζει ν’ αναδύεται και να παρουσιάζει το δικό της αλφάβητο.

Τα όσα κατορθώνει να συσχετίζει πιθανόν ήδη να συναποτελούν μια προκαταβολή του τυχαίου. Τα μυστικά του Πριάμου και της μητέρας μου κάπου εγγίζονται. Η αυλή του ανακτόρου είναι και αυλή αρχοντόσπιτου. Ανάμεσα στο Ίλιον και τη Γέρα διαρκεί μια μεταφερμένη στην ύλη συγγένεια, που κρατιέται ως σήμερα στα ερμάρια του Μουσείου Πούσκιν στην Κριμαία και στα χειρόγραφα εκείνης που κατάφερνε να εμπνέεται από τα πιο μικροσκοπικά σκουλαρίκια, τα πιο σπειρωτά περιδέραια, τα πιο κοχυλωτά βραχιόλια, σε μορφή λουλουδιών εύσχημα.

Ένα ήρεμο πανδαιμόνιο από ασιατική όστρια και μαΐστρο Αιολίδας. Κούπες με διαμαντικά της χρυσαυγής και οπώρες της θαλάσσης. Ελάτε, μύρα της αυλής πολύπλαγκτα και των βασιλικών θυρεών τα διάσημα.

Μέσα στις πικραλίδες και τ’ αγριοσέλινα, αγράμπελη, Ανδρομάχη, κλιματίδα, Ελένη, δαφνοκερασιά, σάπφειρος, Κασσάνδρα, λαζουρίτης, πετροκίσσαμο, λευκάνθεμο, αδάμας, γιασεμί, άνηθος, μαντζουράνα, μοσχοκάρφι. Εριφύλη, μέντα, περουζές, φούλι, σμαράγδι, αμάραθος, βιολέτα, διοσμαρίνι, Μύριννα, τοπάζιον, βασιλικός,, χωνάκια, δενδρολίβανο, Κοραλλία κι Άρτεμις.

Πολύπλαγκτα μύρα της αυλής κι εσείς βασιλικά των θυρεών διάσημα, εμρός ελάτε.

Ένας μικρός βοτανικός μπορεί να ’ναι ένας κρυφός των δύο κυμάτωμ Παρθενώνας.


[επιλογές λέξεων από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη: 2χ7ε: Σκοπός της Ποίησης είναι η κρυμμένη ομορφιά, μ’ άλλα λόγια η απώτερη ουσία του κόσμου. Τα πάντα υπάρχουν έτσι όπως συλλαμβάνονται ή τουλάχιστον σε σχέση με όποιον τα προσλαμβάνει. Ο νους βρίσκεται μέσα σ’ ένα δικό του χώρο. Μπορεί να φτιάξει έναν Παράδεισο από Κόλαση ή μια κόλαση από Παράδεισο. Έτσι, η Ποίηση μας απαλλάσσει απ’ το να είμαστε δέσμιοι τυχαίων γεγονότων. Δημιουργεί μιαν άλλη ύπαρξη μέσα στην ύπαρξή μας, που σημαίνει, δημιουργεί απ’ αρχής τον κόσμο

Κική Δημουλά, Ανέβα να ξεκρεμάσεις αυτόν τον Πόθο

$
0
0
Εδώ που τα λέμε τώρα, το να ’χει κανείς τόσο χρόνια τον ίδιο Πόθο, και σκόνη πιάνει και αράχνες τον καταπατούν, αφήνω που θεωρείται και μπανάλ

 [Τα κείμενα, που περιέχονται στο βιβλίο ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ της Κικής Δημουλά, είναι, όπως γράφει η ίδια στον ΕΠΙΛΟΓΟ, που προτάσσει ως εισαγωγή στο βιβλίο της, ο επίλογος πράγματι μιας εκκρεμότητας που έμεινε για σαράντα χρόνια στο συρτάρι]

Φυτολόγια (από τα ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ της Κικής Δημουλά, Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ 2004)

Πήρα διαταγή. Σήμερα που έχεις καιρό, μου ’παν, πάρε τη σκάλα κι ανέβα να ξεκρεμάσεις αυτόν τον πόθοαπό τους τοίχους, πνίγηκε η είσοδος με δαύτον, τόσα χρόνια θέριεψε, παράγινε πια, μαζεύει και τόση σκόνη.
 
Κάπως έτσι δόθηκε η διαταγή, κι όσο μίλησε το φυτό άλλο τόσο μίλησα κι εγώ. Είπα μόνο τη λέξη «κρίμα», που δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια μακρινή, πολύ μακρινή, λυπητερή καμπάνα, την ακούς, λες κάτι πέθανε.

Ανεβαίνω τη σκάλα. Πολύ βαριά η καρδιά μου. Ανησυχώ, ρωτάω, βαστάει η σκάλα; Βαστάει, απαντάνε. Δεν κατάλαβαν.

Αρχίζω την αποκαθήλωση. Το ’φερε η μάνα μου, τόσο δα πριν από αρκετά χρόνια μέσα σ’ ένα μικρό ευτελές γλαστράκι, με δύο όλα-όλα φυτά αναποφάσιστα. Κλειστά. Το λένε «πόθο».Θεώρησαν ως την πιο ακατάλληλη θέση την είσοδο του σπιτιού, κι εκεί το ’βαλαν. Σκοτεινά, πληκτικά, ανέβα κατέβα τα ίδια πρόσωπα, πάνω κάτω οι δυσκολίες, πάνω κάτω τα κακονυχτισμένα όνειρα.Και όμως φαίνεται ότι όλα αυτά γίνονται λίπασμα άριστο στο φυτό. Κι αντί να μαραθεί πεισμώνει. Πετάει ανόητα φύλλα, καινούργια. Κάθε μέρα και μια αντίσταση, κι ένα τρελό αισιόδοξο φύλλο. Κάθε χαμένη μέρα κι ένα ονειροπαρμένο φυλλαράκι.
 
Εγώ ανέβα κατέβα. Το βλέπω. Στην αρχή του μιλάω ψυχρά, τυπικά. Του λέω, μπράβο, μπράβο, καλημέρα. Αργότερα ξανοίγομαι περισσότερο. Βάστα, του ψιθυρίζω. Περνάνε τα χρόνια. Άδικα επιμένεις, του λέω, μόλις βλέπω ένα καινούργιο φύλλο.

Είχαμε δω στο κάτω πάτωμα, κάποτε ένα νοικάρη. Αγάπαγε πολύ τα λουλούδια, κι είχε πάρει υπό την προστασία του το μέλλον αυτού του φυτού. Κι είχε αναλάβει να δίνει μια διακοσμητική κατεύθυνση στο κάθε καινούργιο κλωνάρι, βλαστάρι, ξέσπασμα, ούτε ξέρω πώς να το πω. Αυτός ήταν που το στήριζε με καρφάκια στους τοίχους, πολύ μερακλίδικες γιρλάντες, το τύλιξε γύρω από τα φώτα, στεφάνωσε την πόρτα, κάδρωσε μέσα σ’ αυτό την κακόκεφη όψη της εισόδου.

Όσες φορές τον έβλεπα ανεβασμένο στη σκάλα να εξαπατά αυτό το πράσινο, να το βάζει σε καινούργιο δήθεν δρόμο, δεν ξέρω γιατί, τον ρωτούσα κάθε φορά την ίδια βλακεία, τι λες κύριε Άγγελε, θα πραγματοποιηθεί; Αυτός πάλι, θες γιατί καταλάβαινε την ερώτησή μου, θες γιατί δεν την καταλάβαινε, απαντούσε κάθε φορά την ίδια ποθητή βλακεία, βεβαιότατα, βεβαιότατα.

Αυτά τα καρφάκια βγάζω τώρα εγώ, αυτό το πολύφυλλο «βεβαιότατα» ξεριζώνω. Κρίμα. Οι τοίχοι σιγά-σιγά ξεφορτώνονται αυτό το πράσινο προσωπείο τους. Καιρός ήταν. Γιατί εδώ που τα λέμε τώρα, το να ’χει κανείς τόσα χρόνια τον ίδιο πόθο, και σκόνη πιάνει και αράχνες τον καταπατούν, αφήνω που θεωρείται και μπανάλ.


[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Σε μέτρησα και ήσουνα πολλά, ξαναμετρώ κι ήσουν αλλιώς. Το άφησα να είσαι κι απ’ τα δύο. Δεν σου αφαίρεσα ούτε μία απ’ τις χιλιάδες ωραιότητες που είχες, ούτε μισή απ’ τις ασκήμιες σου ΚΟΣΜΕ]

Ω νεότητα πληρωμή του ήλιου. Αιμάτινη στιγμή που αχρηστεύει το θάνατο. Γλυκιά περιπέτεια γλυκιά η ζωή

$
0
0
Η Ποίηση έγινε για να διορθώνει τα λάθη του Θεού· ή εάν όχι, τότε, για να δείχνει πόσο λανθασμένα εμείς συλλάβαμε την δωρεά του. Ενώ η αθωότητα ξεντύνεται το τελευταίο της ψέμα

Τριάντα αιώνες και πλέον ο άνθρωπος πασχίζει να βάλει τη μια λέξη κοντά στην άλλη με τέτοιον τρόπο που η σκέψη να εξαναγκάζεται να παίρνει καινούργιες, αδοκίμαστες στροφές. Ιδού που για πρώτη φορά η λειτουργία αυτή σταμάτησε. Είμαστε πανέτοιμοι για τη βλακεία (αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο)

Μια από τις πιο μεγάλες ηδονές ενός συγγραφέαείναι ότι εκτίθεται ανεπανόρθωτα. Εάν δεν είναι κρυψίνους –ανάγνωθι μέτριος– ξέρει ότι θα κάνει τέχνη από τις αδυναμίες και από τα πάθη του, πάει να πει θα τις μετατρέψει σε αρετές.

Ως ένα σημείο, η ποίηση λύνει προβλήματα·στο αμέσως υψηλότερο, θέτει καινούργια· στο ύψιστο, τα αίρει ως εκεί που παύουν ν’ αποτελούν προβλήματα.

Η δουλεία δεν είναι μόνο υπόθεση δυνάστηκαι δυναστευόμενου· είναι καρδιάς και συμφέροντος κακώς εννοουμένου, μέσα σ’ ένα και το ίδιο άτομο.

Πήραμε τη φύση για φύση και απαξιούμε να την ατενίσουμε μπας και μας εκλάβουν για τουρίστες. [Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, 1979. Ύψιλον, 1980]

Έλληνας σημαίνει να αισθάνεσαι και ν’ αντιδράς κατά έναν ορισμένο τρόπο, τίποτε άλλο.Είναι μια λειτουργία που έχει άμεση σχέση με το δράμα του Σκότους και του Φωτός που παίζουμε όλοι μας εδώ, σ’ αυτήν τη γωνιά της υδρογείου. Αν είναι κανείς μικρός ή μεγάλος, γεννημένος εδώ ή εκεί, με σημασία εθνική ή πανανθρώπινη, αυτό είναι ένα άλλο εντελώς ζήτημα [Γιάννης Τσαρούχης, Ανοιχτά Χαρτιά 1974]

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι

Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα


Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα.
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή.

Μην παίζεις πια. Ρίξε τον άσο της φωτιάς. Άνοιξε την ανθρώπινη γεωγραφία.

Πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων
Στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά;

 [Προσανατολισμοί 1940]

Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα
Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα.

Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν
Κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες
Φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι
Σίδερο με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιά
Χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδούμε!

[Ήλιος ο πρώτος 1943]

Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη μου επέστρεψε στον ήλιο.

Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της πέτρας και του αιθέρος

Λοιπόν, αυτός που γύρευα, είμαι.

Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο

Χειμώνα ελάχιστε

Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς

Και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ’ ένα μικρό τριζόνι κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου.
[«Λακωνικόν». Έξι και μια τύψεις για τον ουρανό, 1960]

Σα να μην κάτεχα, ο αγράμματος, πως είναι κει ακριβώς, μέσα στην άκρα σιγαλιά, που ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι.

Κι όμως, από το τι είναιστο τι μπορεί να είναι, περνάς μια γέφυρα που σε πάει, ούτε λίγο ούτε πολύ, από την Κόλαση στον Παράδεισο. Και το πιο παράξενο: έναν Παράδεισο φτιαγμένον από τα ίδια υλικά που είναι φτιαγμένη ακριβώς και η Κόλαση. Δεν είναι παρά η αντίληψη για τη διάταξη των υλικών που διαφέρει ―ας την φαντασθεί κανένας επάνω στην αρχιτεκτονική της ηθικής και των αισθημάτων για να καταλάβει―, αλλά που είναι αρκετή ωστόσο για να προσδιορίσει την απροσμέτρητη διαφορά. Εάν η πραγματικότητα, που την διαμορφώνουν με το ήμισυ του δυναμικού των αισθήσεων και των αισθημάτων τους οι άνθρωποι, δεν επιτρέπει για την ώρα και ίσως δεν επιτρέψει ποτέ την άλλη αρχιτεκτονικήή, αλλιώς, την επαναστατική ανασύνθεση, το πνεύμα μένει ελεύθερο και, για την αντίληψή μου, παραμένει το μόνο που μπορεί να την αναλάβει. [ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ 1974]

Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δε σε ξέρει.

Αλλά με τις ξόβεργες μπορεί να πιάνεις πουλιά, δεν πιάνεις ποτέ το κελαηδητό τους. Χρειάζεται η άλλη βέργα, της μαγείας, και ποιος μπορεί να την κατασκευάσει αν δεν του ’χει από μιας αρχής δοθεί;

Η αλήθεια βγαίνει χυτή σαν το νιόκοπο άγαλμα, μόνον μέσ’ από τα καθάρια νερά της μοναξιάς· κι η μοναξιά της πένας είναι από τις πιο μεγάλες.

Νά γιατί γράφω. Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος. [ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ 1974]

Αμαρτία μου να ’χα * κι εγώ μιαν αγάπη(ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ)

Μια φορά στα χίλια χρόνια
του πελάγου τα τελώνια
Μες στα σκοτεινά τα φύκια
μες στα πράσινα χαλίκια
Το φυτεύουνε και βγαίνει
πριν ο ήλιος ανατείλει
Το μαγεύουνε και βγαίνει
το θαλασσινό τριφύλλι

Κι όποιος τό βρει δεν πεθαίνει
[...]
Μια φορά στα χίλια χρόνια
κελαηδούν αλλιώς τ’ αηδόνια
Δε γελάνε μήτε κλαίνε
μόνο λένε μόνο λένε:
― Μια φορά στα χίλια χρόνια
γίνεται η αγάπη αιώνια
Να ’χεις τύχη να ’χεις τύχη
κι η χρονιά να σου πετύχει

Κι από τ’ ουρανού τα μέρη
την αγάπη να σου φέρει.
[«Το θαλασσινό τριφύλλι», 1-9, 11-20, Τα Ρω του Έρωτα, 1972]
Το ελάχιστο θέλησα και με τιμώρησαν με το πολύ [Φωτόδενδρο και η Δέκατη τέταρτη ομορφιά 1971]

Τόσο δύσκολο, μα τόσο δύσκολο ν’ αφήσεις την εποχή σου να σε σφραγίσει, χωρίς να σε παραχαράξει.

Από κει και πέρα, μπορούμε να πούμε ότι η θέση του ήλιου μέσα στον ηθικό κόσμο, παίζει τον ίδιο ρόλο που παίζει και μέσα στη φύση των πραγμάτων. Αλλά είναι μια κόψη του ηθικού και του πραγματικού κόσμου ο ποιητής. Το μέρος του σκότους που εξουδετερώνεται μέσα του από τη συνείδηση, προσμετράται σε φως που επαναστρέφεται ξανά επάνω του για να κάνει ολοένα πιο καθαρό το είδωλό του, το είδωλο του ανθρώπου. Αν υπάρχει μια ανθρωπιστική άποψη για την αποστολή της Τέχνης, μόνον έτσι, πιστεύω, μπορεί να νοηθεί. Σα μια λειτουργία αόρατη και πανομοιότυπη, του μηχανισμού που ονομάζουμε Δικαιοσύνη και δε μιλώ, φυσικά, για τη Δικαιοσύνη των Δικαστηρίων αλλά για την άλλη που συντελείται αργά και το ίδιο επώδυνα μέσα στις διδασκαλίες των μεγάλων ταγών της ανθρωπότητας, μέσα στους πολιτικούς αγώνες για την κοινωνική απελευθέρωση, μέσα στα πιο υψηλά ποιητικά επιτεύγματα. Από μια τόσο μεγάλη προσπάθεια, οι σταγόνες το φως πέφτουν αργά κάθε τόσο μέσα στη μεγάλη νύχτα της ψυχής, όπως οι σταγόνες το λεμόνι μέσα στο μολυσμένο νερό.

[«Το χρονικό μιας δεκαετίας», Ζ. Ανοιχτά Χαρτιά. Αστερίας, 1974]
 
Λέω: κι αυτό θα ’ρθει. Και τ’ άλλο θα περάσει.
Πολύ δε θέλει ο κόσμος. Ένα κάτι
Ελάχιστο. Σαν τη στραβοτιμονιά πριν από το δυστύχημα
Όμως
Ακριβώς
Προς
Την αντίθετη κατεύθυνση

Αρκετά λατρέψαμε τον κίνδυνο κι είναι καιρός να μας το ανταποδώσει.  
[Τα ετεροθαλή 1974]


 [ΠΗΓΗ: Παραθέματα από το έργο του Οδυσσέα Ελύτη, ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΟ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ http://www.snhell.gr/ ]

Οδυσσέας Ελύτης, Λοιπόν αυτός που γύρευα είμαι, μια απόχρωση του μοβ, ένα θολό πράσινο που ευδοκιμούν στον εξώστη μου

$
0
0
Δεν υπάρχει αίσθηση χωρίς σκέψη, αλλά δεν αρκεί να σκεφτόμαστε για να ζούμε. Στην Ποίηση οι λέξεις πρέπει να φέρνουν κάτι απ’ το αμέριστο του κόσμου αλλιώς το ανεπαίσθητο εκείνο ρίγος που κλονίζει την ύπαρξη ξεπερνώντας τη, θα χαθεί... Η ποίηση του Ελύτη, κατά βάθος, είναι όπως το φως, μερικές φορές τρομαχτική, σε ρηγματώνει.

Θάλασσα Λανθασμένη δε γίνεται.
O Λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
κι ο Χρόνος ο γλύπτης των ανθρώπων.
Δεν είναι φρόνιμη γωνιά η παλαίστρα της ψυχής.
Δεν είμαι σήμερα όπως ήμουν χθες
Οι Ανεμοδείχτες μ' έμαθαν να νιώθω.
Λοιπόν αυτός που γύρευα είμαι

Σκέφτομαι πως ο Σεζάνστοχαζόταν μια ολόκληρη ώρα πριν βάλει την πινελιά πάνω στο μουσαμά, γιατί αυτή η πινελιά έπρεπε να «περιέχει τον αέρα, το φως, το αντικείμενο, το χαρακτήρα, το ύφος. Στον διάβολο αν δεν καταλαβαίνουν πως συνδυάζοντας ένα θολό πράσινο μ’ ένα κόκκινο κάνει κανείς ένα στόμα να φαίνεται λυπημένο».

Και αυτό που προσπαθώ να μεταφέρω απ’ το στίχο του Οδυσσέα Ελύτη είναι μυστηριακά αδιευκρίνιστο, αγκιστρωμένο στα βάθη της ύπαρξης.

Ήρθα μόνο να πω πως στην ποίηση οι λέξεις πρέπει να φέρνουν μέσα τους κάτι απ’ το αμέριστο του κόσμου. Αλλιώς το ανεπαίσθητο εκείνο ρίγος που κλονίζει την ύπαρξη ξεπερνώντας τη, θα χαθεί.

Δεν υπάρχει αίσθηση χωρίς σκέψη, αλλά δεν αρκεί να σκεφτόμαστε για να ζούμε.

Ο αντιληπτός κόσμος είναι πάντα εκεί, αλλά είναι πάντα εδώ. Ο ποιητής υπάρχει, και υπάρχει ακαριαία, επαληθεύοντας το γεγονός.

Αν κατανοήσει κανείς το γιατί η θάλασσα δεν είναι απλώς θάλασσα αλλά και ηθική, το μάρμαρο τίποτε άλλο από ανθρώπινο χάδι, το λευκό αίσθηση δικαιοσύνης και αγιότητας, δεν γίνεται να μην αποκτήσει με τον κόσμο σχέση ψυχής.

Υποστηρίζω ότι η φωτεινότητα και η διαύγεια των στίχων του Ελύτη, η βαθιά γνωριμία του με την αμεσότητα του πρωταρχικού και του ουσιώδους, η συνεχής αναγωγή του στο πιο απλουστευμένο κομμάτι του εαυτού μας, και συνεπώς γι’ αυτό αξεπέραστο σε ενότητα, δρουν χωρίς διαμεσολάβηση.

«Επειδή το τέρμα βρίσκεται πάντοτε στη φύση, πιο συγκεκριμένα στον παλμό κάποιου ζωντανού οργανισμού»,γράφει στο Εν Λευκώ.

Θεωρώ ότι η πρόταση του Ελύτη για τη φύση βρίσκεται σε εντελώς διαφορετικά σημεία από αυτά που γενικά πιστεύεται.

Το ελληνικό φως έχει μια τρομαχτική βεβαιότητα. Άλλοτε η παρουσία του είναι λεπταίσθητη και αναδυτική και άλλοτε γίνεται ακαταμάχητη, διαλύοντας τα πάντα.

Ένα τοπίο διατρέχει αυτοστιγμή την αιωνιότητα ερμηνεύοντάς την.

Τα χρώματα ποτέ δεν επαναλαμβάνονται. Ένα επιπλέον ή κάτι λιγότερο κάνει πάντα τη διαφορά σε επίπεδο συναισθημάτων.

«Μπορείς να δεις τον κόσμο όλον σε μέσα σε μια σταγόνα νερό»,έλεγε ο Γκαίτε, κι αυτό μας πάει απευθείας στη διαύγεια των στίχων του Ελύτη.

«Το νερό που ήμουνα έχει από καιρό κατασταλάξει, έτσι που να βλέπεις μέσα του καθαρά. Εάν αυτό είναι «κάτι» ή «τίποτα», έχει πάψει να με αφορά»,γράφει σ’ ένα κείμενο του για τον Ανδρέα Εμπειρίκο.

Ο Ελύτης στέκεται ακίνητος μπροστά στον παγανισμό της φύσης και τον αποκαλύπτει: πρίσμα διάφανο απ’ όπου η ζωή ιριδίζει και αυτοπροτείνεται, κόκκο άμμου με δυνατότητα του ονείρου μέσα σε μια ολοφάνερη ακρογιαλιά την ώρα του πιο γνώριμου ήλιου.

Οι αισθήσεις συλλαμβάνουν το στιγμιαίο, αλλά αργότερα η κάθε στιγμή διευρύνεται. Αν οι αισθήσεις δεν συνελάμβαναν αρχικά σύνολα, ο κόσμος θα έδινε μια χαοτική εικόνα, διόλου κατανοητή και προσεγγίσιμη. Αν ο Σπινόζα αναφέρει πως τα πάθη υποβάλλουν τη λογική μας και οι Στωικοί ότι ο άνθρωπος οφείλει να μην είναι στο έλεος των αισθήσεών του, ο Ελύτης μας προτείνει ένα μεγαλύτερο πάθος, τη συνειδησιακή ελευθερία της αίσθησης στη ζωή και στη φύση.

Μια αφιλόκερδη ματιά και φτάνεις απευθείας στο θαύμα που έρχεται να σου επιδειχθεί.

Λοιπόν αυτός που γύρευα είμαι

Γιατί το φιλί, που δεν εξελίχθηκε ουδέ κατ’ ελάχιστον από καταβολής κόσμου, τυχαίνει να είναι το πιο καινούργιο και αμεταχείριστο πράγμα που διαθέτουμε, γράφει.

Επειδή ο τρόπος που δυο άνθρωποι ερωτεύονται δεν έχει αλλάξει μα ούτε ποτέ προσδιοριστεί.

Είτε πρόκειται για τις «λευκές αϋπνίες των κύκνων» στους στίχους του, είτε για τις «καθαρές μονάδες» που είναι οι άνθρωποι στα χέρια του Παπαδιαμάντη, είτε για τον Ρωμανό το Μελωδό, που όπως γράφει «η Παναγία τον έκανε άξιο να μεταμοσχεύσει από τον κορμό του αρχαίου στον κορμό του μεσαιωνικού ελληνισμού έναν ειδικό τρόπο του εκφράζεσθαι που έφτασε σώος ως τις μέρες μας», το πρωταρχικό στοιχείο μπορεί να αλλάξει μορφή, να ποικίλλει, αλλά πάντα συναντά την ψυχή του ανθρώπου κατευθείαν και τον συνδέει με τη συνέχεια των πραγμάτων και την αθανασία.

Η μοναξιά δεν είναι παρά η προσωποποίηση της διαφορετικής κατεύθυνσης.

«Αν δεν είχα κάτι το πολύ δυνατό κι αθώο συνάμα να με συντηρεί, όπως οι μέντες και οι λουίζες που ευδοκιμούν στον εξώστη μου, θα ’χα πεθάνει της πείνας.

Τόσο μακριά βρίσκομαι από τα πράγματα, τόσο κοντά στο κρυφό τους καρδιοχτύπι. Ξυπνάω τις νύχτες ανήσυχος για κάποιαν απόχρωση του μοβ. ποτέ μου όμως για το τι μπορεί να γίνεται στα εμπορεία της αγοράς»,γράφει στην Ιδιωτική Οδό.

Εγώ ήρθα μόνον να πω πως η ποίηση του Ελύτη, κατά βάθος, είναι όπως το φως, μερικές φορές τρομαχτική σε ρηγματώνει.

Μια απόχρωση του μοβ, ένα θολό πράσινο είναι που σε φέρνουν αντιμέτωπο με τον εαυτό σου.

Γιατί «αν τα δημιουργήματα δεν συνιστούν απόκτημα, αυτό δεν συμβαίνει απλώς επειδή όπως όλα τα πράγματα, περνούν. Αυτό συμβαίνει επειδή έχουν – όπως λέει ο Μωρίς Μερλώ – σχεδόν όλη τη ζωή μπροστά τους».

 [ΠΗΓΗ: Λέλη Μπέη, ΕΝΕΤΥΚΤΗΡΙΟ ειδικό τεύχος αφιερωμένο στα 100 χρόνια από τη γέννηση του Οδυσσέα Ελύτη Δεκέμβριος 2011]

Ανατροπή του εύλογου: καθώς λέξεις αποσπώνται απ’ τις συμβάσεις της καθημερινότητας και δημιουργούν ένα παρθένο έδαφος όπου θάλλουν καινούργια ποιητικά άνθη

$
0
0
Δημουλά ξεκινώντας από το ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο στην κατάσταση των πραγμάτων, αποκαλύπτει το θαύμα της ανατροπής τους που συντελείται λεπτό προς λεπτό… Μ’ ένα πλατύ δισταγμό των λέξεων εισχωρεί στην ασίδηρο ειρκτή της ανθρώπινης ύπαρξης, διώχνει την ομίχλη απ’ την ψυχή και προσπαθεί να λύσει το αίνιγμα. Η Δημουλά, εν τέλει, αλιεύει λέξεις με τη σαγήνη και τις παραδίδει στο χρόνο ολοκαίνουργιες και ανοξείδωτες – κτήμα ες αεί…
 
Μη μόνον όσα βλέπετε πιστεύετε
Των ποιητών το βλέμμα είναι οξύτερο (Κ.Π. Καβάφης)

Οι στίχοι που παραθέτω σαν μότο από τον Καβαφικό επίλογο στη μετάφραση του σονέτου του Μπωντλαίρ «Αλληλουχίες», που όπως γράφει ο Γ.Π. Σαββίδης «είναι εγκιβωτισμένο σε δικό του πρόλογο και επίλογο, εν είδει αισθητικού μανιφέστου» και νομίζω πως συνάδουν με την υπερβατική αντίληψη της Κικής Δημουλά για τα πράγματα, καθώς και με την προσπάθειά της να αποκαλύψει τις πολυδιάστατες και πολυδύναμες αντανακλάσεις των «ου βλεπομένων πραγμάτων», μέσα από τις οποίες ορίζεται η ίδια και ορίζει την ποίησή της.

Η Δημουλά έχει βαθιά συνειδητοποιήσει ότι η πραγματικότητα είναι απείρως πλουσιότερη απ’ ό,τι φαίνεται.Ξεκινώντας από το ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο παραμερίζει τις κρατούσε αντιλήψεις για την κατάσταση των πραγμάτων και αποκαλύπτει το θαύμα. Η ανατροπή αυτή συντελείται λεπτό προς λεπτό. Ανεπαισθήτως αφαιρεί τα προσωπεία για να φανερωθεί το καινούργιο πάνω στο οποίο θα οικοδομήσει την προσωπική της μυθολογία. Μέσα από μια πολυφωνική θεματολογία, η οποία ανανεώνεται διαρκώς, ονοματίζει απ’ την αρχή τις σχέσεις και τις διαθέσεις του ανθρώπου με τα πράγματα για να τις ερμηνεύσει ακολουθώντας «την δια της ονομασίας ερμηνεία» σύμφωνα με την Ποιητική του Αριστοτέλη. Διαχέει και ενσταλάζει στα πράγματα κυμαινόμενα αισθήματα και με διαρκείς αντιστίξεις και διαδοχικά ξαφνιάσματα τα αναγκάζει σε καινούργιες ομολογίες που θα οδηγήσουν στην αποκρυπτογράφηση των χρησμών τους.

Μ’ ένα πλατύ δισταγμό των λέξεων εισχωρεί στην ασίδηρο ειρκτή της ανθρώπινης ύπαρξης, διώχνει την ομίχλη από την ψυχή και προσπαθεί να λύσει το αίνιγμα.

Άλλοτε συστέλλει και άλλοτε διαστέλλει την ανθρώπινη ύπαρξη προκαλώντας κραδασμούς που καταλήγουν στις λέξεις και ανατρέπουν τις καθιερωμένες τους έννοιες. Παραληρεί από την ανάποδη. Στο εγχείρημά της αυτό προχωρεί με κομμένη την ανάσα, μια ανάσα που τελικά γίνεται ωκεανός ποίησης. Με μια κατ’ επίφαση αμεριμνησία ρουφά λαίμαργα την καθημερινότητα και εκπέμπει μακροθυμία. Μεγαλύνοντας το φαινομενικά ασήμαντο δημιουργεί μια μυστική ποιητική θεολογία με οικουμενικές προεκτάσεις.

Τα ποιητικά ευρήματα της Δημουλά δεν είναι κατασκευασμένα: πρόκειται για μέταλλα που εξορύσσει ατόφια από ένα μαγικό υπέδαφος όπου συντελείται η αλχημεία του λόγου της. Μέταλλα που μαγνητίζουν τις λέξεις και τις αποσπούν από τη αγκύλωση όπου τις έχουν καθηλώσει η συνήθεια και οι συμβάσεις. Ο κατεστημένος λόγος μετασχηματίζεται διαρκώς στην ποίησή της καθώς προβαίνει σε τολμηρές συζεύξεις ανάμεσα σε αφηρημένες έννοιες και εκφράσεις καθημερινότητας. Ανοίγει ορύγματα στις ποιητικές επιστρώσεις του παρελθόντος και δημιουργεί ένα παρθένο έδαφος όπου θάλλουν καινούργια ποιητικά άνθη.

Το δραματικό στοιχείο που υπάρχει στην ποίησή της το επιδαψιλεύει ένα παιχνίδι εικόνων, με δροσερές εκπλήξεις, με μια λεπτή διασκέδαση. Ψηλαφεί την ανθρώπινη μοίρα με ειρωνικές αποστροφές και δολιχοδρομίες. Όλα αυτά λειτουργούν σα διαλυτικά του πένθους. Ένα πένθος όπου η Δημουλά έχει επί μακρόν θητεύσει, ακολουθώντας την προτροπή του εκκλησιαστή που θεωρεί « Ἀγαθόν πορευθῆναι εἰς οἶκον πένθους ».

Η Δημουλά  αλιεύει τις λέξεις με τη σαγήνη και τις παραδίδει στο χρόνο ολοκαίνουργιες και ανοξείδωτες – κτήμα ες αεί…
[ΠΗΓΗ: Λέλη Μπέη, ΕΝΕΤΥΚΤΗΡΙΟ ειδικό τεύχος αφιερωμένο στα 100 χρόνια από τη γέννηση του Οδυσσέα Ελύτη Δεκέμβριος 2011]

Κική Δημουλά, Σε δέκα στίχους απορρόφησα το συντριμμένο της ζωής μου υπόλοιπο

 
Ένα κομμάτι άνεμος που έπεσε στο δρόμο κάθισε κι έπαιξε στα σύρματα του ηλεκτρικού μια μελωδία σιγανή αφιερωμένη στη διάθεσή μου. Αυτή για μια στιγμή μονάχα ανασηκώθηκε και κοίταξε κι ύστερα αμετάπειστη και αδιάφορη ξαναβυθίστηκε εντός μου

[Ανακινήστε καλά προ της χρήσεως… Προς τούτο εσωκλείονται οδηγίες. Αν τις διαβάσεις προσεκτικά – σύνθεση, προφυλάξεις, δοσολογία – θα δεις ότι τις ίδιες ακριβώς παρενέργειες επιφυλάσσει η μικρή δόση αγάπης και η μεγάλη. Οι λέξεις φταίνε, Αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν. Για του λόγου το αληθές… Ιδού…]

 
Μελαγχολία (από τη συλλογή ΕΡΕΒΟΣ 1956)

Στον ουρανό ακροβατεί μεγάλη σκοτεινιά.
Κι έτσι καθώς με πήρε το παράθυρο αγκαλιά,
με το ένα χέρι
στο δωμάτιο μέσα σέρνω
του δρόμου την απίστευτη ερημιά,
με το άλλο παίρνω
μια χούφτα συννεφιά
και στην ψυχή μου σπέρνω
 
Φθορά (από τη συλλογή ΕΡΕΒΟΣ 1956)

Σε δέκα στίχους απορρόφησα τα χρόνια εκείνα
που στο χαμό τους προσκρούει
το συντριμμένο της ζωής μου υπόλοιπο.
 
Ο πρώτος στίχος,
ντυμένος τη λιβρέα του ιδανικού,
δεξιώνεται την έξαρση
στηριγμένη στο μπράτσο της νεότητάς μου.
Στίχος εύρωστος και ωραίος.
Τι κρίμα να μην είναι ο τελευταίος.
 
Ο δεύτερος, δεν ξέρω πώς,
μου έμεινε μισός
κι αυτός λοξά γραμμένος
σάμπως μετανιωμένος.
 
Ο τρίτος πήγε μονάχος του και γράφτηκε
εκεί στη στέπας της φυγής σου.
 
Στης νοσταλγίας σου τη χλόη
τον επόμενο ενταφίασα.
 
Στων τρυφερών επιστολών σου τη ψευδαίσθηση
ο άλλος εστεγάστηκε.
 
Ο έκτος και ο έβδομος,
σκαρφαλωμένοι στο στύλο της αδημονίας,
αγνάντευαν.
 
Δύο μαζί σχεδόν πνιγμένους τους ανέσυρα
απ’ την παλίρροια της προσφοράς σου.
 
Κι ο τελευταίος,
τόσο μα τόσο απόκρημνος είναι,
που απ’ την κορφή του,
αγκαλιασμένη με τον ίλιγγο του ματαίου,
γκρεμίζεται η συνέχεια.
 
[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ]

Οδυσσέα Ελύτη, Το μύδι ενός φιλιού εορτάζοντας στις διχάλες του κοριτσιού που ακινητούσε μια στιγμή να πετάνε τα πουλιά σκαλί-σκαλί ως το άπειρο

$
0
0
Τόσος μόχθος αιώνων για μια κίνηση μικρή σαν του κλειδούχου που όλοι την εύχονταν αλλά κανείς δεν την αποτολμούσε: να την η γυμνή γυναίκα με την πράσινη άχνη στα μαλλιά και το χρυσό συρμάτινο γιλέκο, ήρθε και κάθισε απαλά πάνω στις πλάκες με τα πόδια μισάνοιχτα κι αντίκρυ της ο άνδρας άνοιξε το ρούχο και τ’ ωραίο του ζώο κινήθηκε μπροστά για μια ζωή στη χώρα των δασών και των ήλιων

Έφερνα γύρους μεσ’ στον ουρανό και φώναζα με κίνδυνο ν’α γγίξω μια ευτυχία. Σήκωσα πέτρα και σημάδεψα μακριά: μιλημένη από τον ήλιο η Μοίρα έκανε πως δεν έβλεπε. Και το πουλί του κοριτσιού πήρε ένα ψίχουλο θαλάσσης και αναλήφθη. Ιδού

ΔΙΕΞ ΤΟ ΜΥΡΤΟΝ  (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη Το Φωτόδενδρο και η δέκατη τέταρτη Ομορφιά, Εκδόσεις Ίκαρος 1974)

Έτσι για κάτι ελάχιστο που μήτε το έλαβα ποτέ
Μια λάμψη έστω
Κυριολεκτικά πουλήθηκα
 
«Διεξ το μύρτον» που θα’λεγε κι ο Αρχίλοχος
 
Μυστικά τα κλοπιμαία του χρόνου
Να περάσω πάσχισα
Στις διχάλες ενός κοριτσιού το ακήρυχτο ακόμα καλοκαίρι
 
Το μύδι ενός φιλιού στα χείλη του Ιουλίου

 
Εορτάζοντας μιας ναυμαχίας
την επέτειο στο πρωραίο ιστό
Τα κόκκινα του μαύρου με τον γαλάζιο ατμό
 
Για να ’ναι η στιγμή όπου ο θεός μου απίστησε
 
Ο ήλιος όπου εκτίω ειρκτή μεσοούρανα
Συρμένες έξω
Οι βάρκες των σπιτιών
 
Και πέρα να διαβαίνει το κανηφόρο πέλαγος
 
ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ  (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη Το Φωτόδενδρο και η δέκατη τέταρτη Ομορφιά, Εκδόσεις Ίκαρος 1974)

Από τέσσερις πέτρες και λίγο θαλασσινό νερό είχα κάνει Ναό που καθόμουν να τον φυλάγω
 
Πλάκωνε το μεσημέρι και αυτό που λέμε σκέψη μες στη ρόγα του μαύρου χτυπούσε σταφυλιού να σπάσει
 
Κάτι θα ’πρεπε να γίνεται μέσα στον ουρανό που να το πιάνει κανένας με το σώμα σαν ονείρωξη
 
«Αργά στη μεγάλη από την αντήχηση αίθουσα σίμωσε το κλουβί ο γενειοφόρος κι άνοιξε το καγκελάκι Τόσος μόχθος αιώνων για μια κίνηση μικρή σαν του κλειδούχου που όλοι την εύχονταν αλλά κανείς δεν την αποτολμούσε
 
Σάλεψαν τα παραπετάσματα και ο ήχος του πουλιού πριν απ’ το είδωλό του ακόμη έφτανε ψαύοντας την οροφή
 
Έφεγγε γύρω στα γλυπτά και πάνω από το περιστύλιο ακινητούσε μια στιγμή σαν ίλιγγος που χτυπιόντουσαν τα δένδρα στο βορινό παράθυρο κι έβλεπες να μετατοπίζεται το σέλας ώσπου
 
Να την η γυμνή γυναίκα με την πράσινη άχνη στα μαλλιά και το χρυσό συρμάτινο γιλέκο ήρθε και κάθισε απαλά πάνω στις πλάκες με τα πόδια μισάνοιχτα
 
Που αυτό μες τη συνείδησή μου πήρε το νόημα λουλουδιού όταν του ανοίγει ο κίνδυνος την πρώτη τρυφεράδα Και κατόπιν ακριβώς όπως
 
Μέσα στην Αποκάλυψη περάσανε με τη σειρά τα τέσσερα άλογα: το μαύρο το ασημί το ένοχο και το ονειροπαρμένο δίχως σέλα ή αναβάτη θέλοντας να δείξουν πως η δόξα τους παρήλθε
 
Και πως τα πλήθη πίσω τους που οδεύουν πανστρατιά παν να καταποθούν από την γέενα του Παραδείσου καθώς ήτανε γραμμένο
 
Μύρισα μέσα στον αέρα το σώμα της συκιάς όπως μου ερχόταν φρέσκο ακόμη απ’ τις μπογιές της θάλασσας
 
Που κουνήθηκα πάνω του εωσότου ξύπνησα γλυκά και το γάλα του ένιωσα να μου κολλάει ανάμεσα στα πόδια
 
Με μανία συνέχιζα να γράφω «Περί Πολιτείας» μεσ’ στην άκρα κατάνυξη του απέραντου γλαυκού
 
Και στα διάφανα μεγάλα φύλλα  Μια στιγμή φάνηκαν τα νησιά κι ακόμα πιο ψηλά μεσ’ στον αιθέρα οι τρόποι όλοι που ’χανε να πετάνε τα πουλιά σκαλί-σκαλί ως το άπειρο
 

[ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ λέξεων από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη: ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ: Έχοντας ερωτευθεί και κατοικήσει αιώνες μεσ’ τη θάλασσα έμαθα γραφή κι ανάγνωση ώστε τώρα να μπορώ σε μεγάλο βάθος πίσω τις γενιές απανωτές  όπως αρχίζει ένα βουνό προτού τελειώσει το άλλο να κοιτάζω. Και μπροστά πάλι το ίδιο: το βαθύ σκούρο μπουκάλι και η νέα στο μπράτσο Ελένη με το πλάι επάνω στον ασβέστη να γεμίζει κρασί της Παναγίας, το μισό το σώμα της φευγάτο κιόλας στην Ασία την αντικρινή και το κέντημα όλο μετατοπισμένο μεσ’ τον ουρανό με τα διχαλωτά πουλιά τα κιτρινάκια και τους ήλιους

Την ξέρω τη θλίψη σου και τη φτώχεια σου την ξέρω μ’ όλο που σε θεωρώ πλούσιο

$
0
0
Αυτή είναι η Αποκάλυψη του Ιησού Χριστού, που του την έδωκε ο θεός για να δείξει στους ανθρώπους τα όσα είναι ανάγκη να γίνουν το ταχύτερο. Και τη φανέρωσε μ’ ένα δικό του άγγελο στο δούλο του τον Ιωάννη ώστε να μαρτυρήσει το λόγο του Θεού και να πει τα οράματα όλα που είδε: «Μακάριος ὁ ἀναγιγνώσκων καί οἱ ἀκούοντες τούς λόγους τῆς προφητείας καί τηροῦντες τά ἐν αυτη γεγραμμένα, ὁ γάρ καιρός ἐγγύς»  (μορφή στα Νέα Ελληνικά Οδυσσέας Ελύτης)

Στα τέλη του πρώτου μ.Χ. αιώνα, στο νησί της Πάτμου, ο Απόστολος Ιωάννης είδε ένα όραμα. Άκουσε μια φωνή που του επέβαλε να γράψει τα όσα θα έβλεπε και να στείλει το κείμενο στις εφτά εκκλησίες της Ασίας. Και είδε εφτά χρυσά λυχνάρια κι ανάμεσά τους έναν που έμοιαζε με γιο ανθρώπου, με κάτασπρα μαλλιά, τα μάτια πύρινα, τα πόδια σαν πυρωμένο χαλκό και τη φωνή σαν το βουητό πολλών νερών. Στο δεξί του χέρι κρατούσε εφτά αστέρια κι από το στόμα του έβγαινε ρομφαία δίστομη και σωστός ήλιος η όψη του καθώς λάμπει πάνω στη δύναμή του τη μεγάλη… « Ὁ ἔχων ους ἀκουσάτω τι τό πνεῦμα λέγει », όποιος βγει νικητής θα λάβει το μάννα το κρυφό!

Ο Ιωάννης προς τες εφτά εκκλησίες που βρίσκονται στην Ασία:χάρις και ειρήνη υμιν από κείνον που είναι ο Ων ο Ην και ο Ερχόμενος και από τα εφτά πνεύματα που φυλάγουν το θρόνο του.

Από τον Ιησού Χριστό, πιστό μάρτυρα, πρωτότοκο των νεκρών και άρχοντα των Βασιλέων της Γης, που μας έδειξε την αγάπη του και καθάρισε τις αμαρτίες μας με το ίδιο του το αίμα.

Και μας εσύναξε σε μια κοινότητα να ’μαστε ιερείς και να διακονούμε το θεό και πατέρα του, που δόξα να ’χει και δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Ιδού, να ’τος που φτάνει μεσ’ απ’ τις νεφέλες, να το ’νε δει το κάθε μάτι, να τόνε δούνε ως κι εκείνοι που του μπήξανε τη λόγχη και να πέσουν στα πόδια του να θρηνήσουν όλες οι φυλές της γης. Ναι, αμήν.

Εγώ είμαι το Α και το Ω, λέει Κύριος ο Θεός, ο Ων ο Ην και ο Ερχόμενος, ο παντοκράτωρ.

Εγώ, ο Ιωάννης, ο αδελφός σας, που ζω μετά σας τη θλίψη και τη δύναμη και την καρτερία μες στην αγάπη του Ιησού, έλαχε να βρεθώ σ’ αυτό το νησί όπου το λένε Πάτμος, για το λόγο του θεού και τη μαρτυρία του Ιησού.

Μια μέρα –Κυριακή ήταν- με συνεπήρε το πνεύμα και, μου φάνηκε, άκουσα πίσω μου μια φωνή μεγάλη σαν από σάλπιγγα να λέει:

Αυτά που βλέπεις γράψε τα:κάνε τα βιβλίο και στείλε το προς τις εφτά εκκλησίες: Έφεσο, Σμύρνη, Πέργαμο, Θυάτειρα, Σάρδεις, Φιλαδέλφεια, Λαοδίκεια.

Γύρισα τότες να δω πούθε η φωνή που μου έκρενε και στρέφοντας είδα εφτά χρυσούς λύχνους

και στη μέση απ’ τους λύχνους Έναν που ’λεγες είναι ίδιος ο Υιός του Ανθρώπου μακρύ το φόρεμά του ως με τους αστραγάλους κι η μέση του ψηλά σφιγμένη με ζώνη χρυσή.

Άσπρες οι τρίχες της κεφαλής του κι όλος ο γύρος του προσώπου του όπως το άσπρο μαλλί, όπως το χιόνι. Και τα μάτια του ίδια φωτιάς

και τα πόδια του ίδια μπρούντζος πυρωμένος μες στο καμίνι κι η φωνή του φωνή από νερά τρεχούμενα.

Στο δεξί του χέρι θωρούσες άστρα εφτά κι από το στόμα του να ξεπετιέται μυτερή ρομφαία δίστομη και σωστός ήλιος η όψη του καθώς που λάμπει πάνω στη δύναμή του τη μεγάλη.

Όπου ευθύς θωρώντας τον πρόσπεσα στα πόδια του ξερός. Αλλά εκείνος απίθωσε το δεξί χέρι του πάνω μου λέγοντας:

Έννοια σου, μη φοβάσαι. Ο πρώτος είμαι και ο έσχατος και ο ζων, ο που νεκρός ήμουν και τώρα πάλι να ’με ζωντανός, να κρατώ τα κλειδιά του Άδη και του Θανάτου.

Μπρος λοιπόν, γράψε τα όσα είδες, αυτά που γίνονται και αυτά που μέλλει να γίνουν αργότερα.

Τι σημαίνουν τ’ άστρα τα εφτά που θωρείς στο χέρι το δεξί μου και τι μυστήρια κρύβουν οι λύχνοι οι χρυσοί οι εφτά: οι άγγελοι των εφτά εκκλησιών είναι τ’ άστρα τα εφτά κι οι εφτά εκκλησίες είναι οι λύχνοι.

Στον άγγελο της εκκλησίας στην Έφεσο, γράψε:να τι μου παραγγέλνει ο που έχει στη δεξιά του τ’ άστρα τα εφτά κι ο που μες στους λύχνους τους εφτά πατεί και προχωράει:

Τα έργα σου τα ξέρω και τον κόπο σου και τη υπομονή σου κι ότι δεν δύνεσαι ν’ αντέξεις τους κακούς κι ότι κείνους που λένε πως είναι απόστολοι άμα δεν είναι – σε δοκιμασία τους έβαλες και τους έβγαλες ψεύτες.

Έδειξες, αλήθεια, υπομονή και τ’ όνομά μου το σήκωσες και δεν απόκαμες.

Όμως, να τι σου καταμαρτυρώ: την αγάπη σου την πρώτη, πάει, την άφηκες.

Κοίτα λοιπόν να μην ξεχνάς πούθε έπεσες, δείξε μετάνοια και ξανά καταπιάσου τα έργα σου τα πρώτα. Ειδεμή – έτσι και δε μετανοήσεις – τον βγάζω το λύχνο από τον τόπο του και τόνε πάω αλλού.

Ωστόσο σ’ ένα πράγμα συμφωνάμε: ότι εχθρεύεσαι κι εσύ όπως κι εγώ τα έργα των Νικολαϊτών.

Ο που έχει αυτιά ν’ ακούει ας ακούσει τι λέει το Πνεύμαστις εκκλησίες: όποιος έβγει νικητής, θα του δώκω να δοκιμάσει από το ξύλο της ζωής που βρίσκεται στου Θεού την παράδεισο.

Και στον άγγελο της εκκλησίας στη Σμύρνη γράψε: να τι έχει να σου πει ο πρώτος και ο έσχατος, ο που ήταν νεκρός και πάλι έζησε:

Την ξέρω τη θλίψη σου και την φτώχεια σου την ξέρω μ’ όλο που σε θεωρώ πλούσιο και το τι βλασφημία είναι όλοι αυτοί που τάχα παριστάνουν τον Ιουδαίο άμα δεν είναι παρά συναγωγή του Σατανά και τίποτε άλλο.

Μη φοβάσαι αυτά που σου μέλλεται να πάθεις.Να δεις που ο Διάβολος θα ρίξει πολλούς στις φυλακές για να σας βάλει σε δοκιμασία και κάπου δέκα μέρες θα υποφέρετε πολύ. Αλλά φτάνει να μείνεις πιστός ως το θάνατο και το στεφάνι της ζωής ο ίδιος εγώ θα σου το δώσω.

Ο που έχει αυτιά ν’ ακούει ας ακούσει τι λέει το πνεύμα στις εκκλησίες:δεύτερο θάνατο δεν θα γνωρίσει όποιος αντέξει κι έβγει νικητής. Τέτοιο άδικο δεν θα του γίνει ποτέ.

Και στον άγγελο της εκκλησίας στην Πέργαμο, γράψε:Αυτός με τη ρομφαία τη μυτερή τη δίστομη, να τι σου παραγγέλνει:

Ξέρω πού κατοικείς, κει πώχει ο Σατανάς το θρόνο του –εκεί κατοικείς. Όμως στ’ αλήθεια κρατιέσαι απ’ το όνομά μου και την πίστη μου δεν την απαρνήθηκες μήτε καν στις ημέρες που ο πιστός μου μάρτυρας ο Αντύπας θανατώθηκε στα μέρη τα δικά σας κει πώχει την κατοικία του κι ο Σατανάς.

Αλλά εγώ έχω κάτι λίγα εναντίον σου, ότι αφήνεις και μένουν κοντά σου μερικοί από αυτούς που ακολουθούν τη διδαχή του Βαλαάμ, κείνου που ’βαλε από σκοπού τον Βαλάκ να σκανδαλίσει τα τέκνα του Ισραήλ και να φάνε από τα κρέατα της θυσίας και να το ρίξουνε στην πορνεία.

Παρόμοια έχεις κοντά σου κάτι άλλους που ακολουθούν τη διδαχή των Νικολαϊτών. Κοίτα λοιπόν να μετανοήσεις

ειδαλλιώς φτάνω ταχιά να τους πολεμήσω με τη ρομφαία τη μυτερή που βγαίνει από τα χείλη μου.

Ο που έχει αυτιά ν’ ακούει ας ακούσει τι λέει το πνεύμα στις εκκλησίες: όποιος έβγει νικητής θα λάβει το μάννα το κρυφό και θα λάβει ακόμη ένα λευκό ψηφί με πάνω του χαραγμένο ένα όνομα καινούργιο που κανείς άλλος να μην το γνωρίζει παρεκτός ο ίδιος που το λαβαίνει.

Αν σήμερα κάποιος αναγνώστης, παθιασμένος με τα προβλήματα της επικοινωνίας, διαβάσει το κείμενο της ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ, θα μείνει με την παρήγορη εντύπωση ότι πρόκειται για ένα μήνυμα γραμμένο σε κώδικα, για εικόνες που δημιουργούν μια θύελλα νοημάτων που μπορούν να ερμηνευτούν με πάρα πολλούς τρόπους. Συνεπώς η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ είναι μια αλληγορία και η κάθε αλληγορία έχει κλειδιά που επιτρέπουν την ανάγνωσή της. Μια οργανωμένη σειρά συμβόλων, μπορεί να γίνει αλληγορία κι όταν έχουμε το κλειδί στη διάθεσή μας, μπορούμε να ερμηνεύσουμε την παράσταση. Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ όμως του Ιωάννη, φαίνεται να απαιτεί και ταυτόχρονα να μην επιδέχεται ερμηνείες. Πράγματι, ο Οραματιστής, ενώ μας λέει τι είναι τα εφτά αστέρια, δεν μας λέει καθαρά ποιο είναι το Θηρίο που βγήκε από τη θάλασσα. Μας λέει ότι ο Δράκος είναι ο Σατανάς, δε μας λέει όμως ποιο είναι το Θηρίο που βγήκε από τη γη. Ποιο κάτω θα το χαρακτηρίσει ψευδοπροφήτη, ο χαρακτηρισμός όμως θα γίνει ασαφής γιατί θα τον συνοδεύει ένα καβαλιστικό παιχνίδι με αριθμούς. Μας μιλάει για ένα πεδίο μάχης, «Αρμαγεδών» και στη συνέχεια κάνει υπαινιγμούς για δυο μάρτυρες. Οι σύγχρονοι μας ερμηνευτές πιστεύουν ότι πρόκειται για τον Πέτρο και τον Παύλο ή τον Ενώχ και τον Ηλία. Έτσι, το όραμα έχει σίγουρα το στυλ μιας αλληγορίας στη δεύτερη δύναμη που μπορεί να μας δώσει μόνο η Ποίηση. Είναι δηλαδή η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ του ΙΩΑΝΝΗ μια αλληγορία που το νόημά της είναι μια άλλη αλληγορία κι έτσι έχουμε μιαν αδιάκοπη συνέχεια: ένα νόημα που λειτουργεί μόνο στο πλέγμα άλλων νοημάτων με βάση τα βιβλία της Παλιάς και της Καινής Διαθήκης – UMBERTOECO  

Κική Δημουλά, Ανάμεσα λίθων και κεράμων το σώμα κάθεται μιας νέας γυναίκας και περιμένει να περάσει ο Ποιητής δια τα περαιτέρω

$
0
0
Προσπάθεια μάταιη να χτυπηθεί το νόημα μ’ όποια μετάθεση των λέξεων, μ’ όποια αποδέσμευσή τους… Καλύτερα να παραμείνουν σε μια πεπατημένη πρόταση κι εκ πρώτης όψεως αναίμακτη: μια κυρία με την ανάγκη της για πράγματα χειροπιαστή εξέχει στην άκρη της βροχής, μετέωρη και μόνη πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι…

 [«Κάθε τι ΜΙΑ φορά, ΜΙΑ φορά μόνο. ΜΙΑ φορά και ποτέ πια. Κι εμείς ΜΙΑ φορά μόνο. Δεύτερη ποτέ! Μα τούτη η μια φορά για να ’χει υπάρξει, δεν είναι κάτι που παίρνεται πίσω» R.M.RILKE]

Επί τα αυτά (από τη συλλογή ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ 1963)

Νύχτωσε πάλι όπως χθες.
Πάλι όπως χθες νύχτωσε.
Νύχτωσε.
Χθες.
Πάλι.
Προσπάθεια μάταιη
να χτυπηθεί το νόημα,
η αλληλεγγύη του καημού.



Αλύγιστα, μ’ όποια
μετάθεση των λέξεων,
μ’ όποια αποδέσμευσή τους.

Στην κάθε μια χωράει
το τελεσίδικο του όλου
Μέσα στις ρίζες τους
κυλάει  η ίδια παύση.
Λοιπόν, καλύτερα να παραμείνουν
σε μια πεπατημένη πρόταση
και εκ πρώτης όψεως αναίμακτη:
Νύχτωσε πάλι όπως χθες

 

ΥΛΙΚΑ (από τη συλλογή ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ 1963)

Εκεί που τέλειωνε η οδός Καλλιδρομίου
-τον δρόμο αυτόν περίτεχνα χειρίστηκε
αγαπημένος ποιητής*-
κατεδαφίζεται παλαιά οικία:
με τα ενδόμυχα της,
με ό,τι η είσοδος της έφερε,
και τους λυγμούς ονείρων στα δωμάτια.
 
«Τα υλικά πωλούνται» Κι εκεί,
ανάμεσα λίθων, κεράμων και ανθρωπίνων,
το σώμα κάθεται μιας νέας γυναίκας
-εντοιχισμένο στην πρόσοψη έζησε
και στα διατρέξαντα – σώμα
εκ τερακότας και απορίας μεγάλης,
που περιττεύει πια
και δεν πωλείται…
 
Μένει στην άκρη του δρόμου
καταμεσής του πρωινού
και περιμένει
να περάσει ο ποιητής δια τα περαιτέρω

·        Ο ποιητής Άρης Δικταίος, που έγραψε το ποίημα «74αοδός Καλλιδρομίου

Με μετέωρη κυρία (από τη συλλογή ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ 1963)

Βρέχει…
μια κυρία εξέχει στη βροχή
μόνη
πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι.
Κι είναι η βροχή σαν οίκτος
κι είναι η κυρία αυτή
σαν ράγισμα στη γυάλινη βροχή.
Το βλέμμα της βαδίζει στη βροχή,
βαριές πατημασιές καημού
τον βρόχινό του δρόμο
γεμίζοντας. Κοιτάζει…
Κι όλα αλλάζει στάση,
σαν κάτι πιο μεγάλο της,
ένα ανυπέρβλητο,
να ’χει σταθεί
μπροστά σ’ εκείνο που κοιτάζει.
Γέρνει λοξά το σώμα
παίρνει την κλίση της βροχής
-χοντρή σταγόνα μοιάζει-
όμως το ανυπέρβλητο μπροστά της πάντα.
Κι είναι η βροχή σαν τύψη.

Κοιτάζει…
Ρίχνει τα χέρια έξω απ’ τα κάγκελα
τα δίνει στη βροχή
πιάνει σταγόνες
φαίνεται καθαρά η ανάγκη
για πράγματα χειροπιαστά.

Κοιτάζει…
Και, ξαφνικά,
σαν κάποιος να της έγνεψε «όχι»,
κάνει να πάει μέσα.
Πού μέσα –
μετέωρη ως εξείχε στη βροχή
και μόνη
πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι.
 

 [επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ ερήμην μου]

 

Οδυσσέα Ελύτη, Τι βάλσαμο ή τι δηλητήριο χύνεις ώστε κείνοι που αγαπιούνται να ’ναι κι εδώ κι εκεί

$
0
0
Έφιππος φτάνει εκείνος που θα κοιμίσει τον άγγελο στο στήθος σου… Έαρ έλα, συνένοχος αφού είσαι κοίτα: τι βαθύ πράσινο τώρα τους ώμους της καλύπτει και πώς εκείνος την κοιτάζει! Πώς, ύστερα που πάλεψε να βγει μες απ’ τους ανθώνες ένα θάμβος μωβ τους αναρπάζει λίγο ψηλότερα απ’ το έδαφος

Κείνο το πράσινο κόρης οφθαλμού που πρώτο- ΕΙΣΕΡΧΕΤΑΙ στον έρωτα και τ’ άλλο το χρυσό που όπου κι αν το τοποθετείς ιουλίζει. Έφιππος φτάνει, την υποχθόνια Άνοιξη, εκείνος που θα κοιμίσει τον άγγελο στο στήθος σου,  να κυνηγιούνται τα νερά κάτω απ’ τα χορτάρια, με το λίγο της ψυχής κυανό η Όξω Πέτρα μέσα από τη μαυρίλα ν’ αρχίσει ν’ αναδύεται. Τόσο μεγάλος ο ουρανός και τόσο η γης μικρή για δυο ανθρώπων μόνο. Προχωρώ από ένστικτο μην ξέροντας ποια μέρα η Διοτίμα νοερά τραγουδώντας έφτασε να μεταβάλει το νου του ανθρώπου ώστε εκείνοι που αγαπιούνται να’ ναι κι εδώ κι εκεί των δυο αστέρων και του ενός μονάχα πεπρωμένου. Ιδού

 «ΕΡΩΣ και ΨΥΧΗ»  (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ, Εκδόσεις Ίκαρος 1991)

Άγρια μαύρη θάλασσα χτυπιέται πάνω μου
Η ζωή των άλλων. Οτιδήποτε μέσα στη νύχτα ισχυρίζεσαι
Ο Θεός το μεταβάλλει. Ελαφρά πάνε τα σπίτια
Μερικά φτάνουν κι ως την προκυμαία μ’ αναμμένα φώτα
Η ψυχή πηγαίνει (λένε) των αποθαμένων

 

Α τι να ’σαι που σε λεν «ψυχή» αλλά που μήτε αέρας
Έσωσε ύλη να σου δώσει μήτε χνούδι ποτέ
Στο πέρασμα να σου αποσπάσει
Τι βάλσαμο ή τι δηλητήριο χύνεις έτσι που
 
Σε καιρούς παλιούς η ευγενική Διοτίμα
Νοερά τραγουδώντας έφτασε να μεταβάλει
Το νου του ανθρώπου και τον ρου της Σουαβίας τα ύδατα*
Ώστε εκείνοι που αγαπιούνται να ’ναι  κι εδώ κι εκεί
 
Των δυο αστέρων και του ενός μονάχα πεπρωμένου
 
Ανύποπτη μοιάζει να είναι αν και δεν είναι
Η γη. Χορτάτη από διαμάβτια και άνθακες
Όμως ξέρει να ομιλεί κι από κει που η αλήθεια εκβάλλει
Με κρουστά υποχθόνια ή πηγές μεγάλης καθαρότητας
Έρχεται να στο επιβεβαιώσει. Ποιο; Τι;
 
Το μόνο που ισχυρίζεσαι κι ο Θεός δεν μεταβάλλει
Κείνο το κάτι ανεξακρίβωτο που υπάρχει
Παρ’ όλα αυτά μέσα στο Μάταιο και στο Τίποτα
 
·      Επειδή από τέκνο του Διος εκείνος
Μες στις Άρπυιας τις αρπάγες πάλευε
Κι ευλαβέστατα υπογραφόταν: Scardanelli
 
ΕΛΕΓΕΙΟ του GRUNINGEN (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ, Εκδόσεις Ίκαρος 1991)

Δάση της Ρηνανίας πριν καιρό πολύ σταματημένα μέσα μου
Και ξανά τώρα σαν από κέρας κυνηγητικό ερχόμενα
Οικόσημα και δένδρα γενεαλογικά που δωδεκαετής άθελά μου ανακάλυπτα
Es war der erste einzige Traum Sofchen μουσέναεννοώ
Σαν να σε βλέπω ακόμα να περιδιαβάζεις κάτω απ’ τις δενδροστοιχίες
Ή και καμιά φορά στο φως με προσοχή να υψώνεις
Θραύσμα γαλαζωπό από πέτρωμα που φαίνονται οι ραβδώσεις του, οπόταν
Όλες ιριδωμένες οι ώρες του έτους αρχινούν με βόμβο
Να στροβιλίζονται γύρω απ’ το κεφάλι σου (Τα μάτια μου
Ασταμάτητα προσηλωμένα στο φωτεινό σημείο του κέντρου)
Έτσι που πάλι σήμερα να γίνεται και να ’ναι
Δεκαεννιά Μαρτίου του χίλια επτακόσια ενενήντα επτά
 
Τόλμησα πρώτα αυτό. Και δεύτερο: να σ’ αποκαθηλώσω από τους αριθμούς της νύχτας
 
9: έφιππος φτάνει εκείνος που θα κοιμίσει τον άγγελο στο στήθος σου
10: με χωνάκια λιλά μυριάδες το αναρριχητικό κατακαλύπτει πόρτες και παράθυρα
11: βαρύς, πεσμένος ο ουρανός πιο κάτω απ’ τις καπνοδόχους
12: γέρνει απ’ το ένα μέρος το κρεβάτι σου
13: κάνει κύμα τρίτο η ειμαρμένη
14: και χωρίς εσένα, υποχθόνια η Άνοιξη προωθεί τα καρποφόρα της
15: πώς κυνηγιούνται τα νερά κάτω απ’ τα χορτάρια!
16: άκου, άκου ομορφιά: Δες, δες ακόμα κάτι:
17: μεσ’ από της ψυχής σου τη σχιματησιά ωραιότερος δείχνει τώρα ο τάφος
18: όπου να ’ναι φτάνει ο πιο μαύρος δυνατός αέρας των μαλλιών της Ίσιδας
19: τόσο μεγάλος ο ουρανός και τόσο η γης μικρή για δυο ανθρώπους μόνον
 
Μικρά χρυσά πετούμενα μωράκια της αναπνοής σου ακόμη
Πάνε κι έρχονται πάνω στην πέτρα και τις νύχτες παίζουνε φεγγάρι
Αλλ’ εκείνος που σαν γλύπτης ήχων μουσική από μακρινούς αστερισμούς συνθέτει
Νύχτα μέρα εργάζεται. Και τι ντο φαιά τι σολ ιώδη ανεβαίνουν
Στον αέρα. Που και οι βράχοι πιο ιερείς τέτοιο κλάμα το ευλαβούνται
Και τα δένδρα πιο πουλιά συλλαβές ομορφιάς ανερμήνευτης
Ομολογούνε. Ότι ο έρωτας δεν είναι αυτό που ξέρουμε μήτε αυτό που οι μάγοι διατείνονται

Αλλά ζωή δεύτερη ατραυμάτιστη στον αιώνα.
 
Έαρ έλα. Συνένοχος αφού είσαι. Κοίτα:

Τι βαθύ πράσινο τώρα τους ώμους της καλύπτει
Και πώς εκείνος την κοιτάζει! Πώς, ύστερα που επάλεψε να βγει
Μεσ’ απ’ τους ανθώνες ένα θάμβος μωβ τους αναρπάζει λίγο ψηλότερα από το έδαφος
Καταμεσής Μαϊου αυτά θελήσανε οι θεοί
Κι άλλα που αγνοώ. Αλλ’ αν ατυχής υπήρξε η φορά των πραγμάτων
Έκτοτε, μέγιστον ήταν το μάθημα. Επειδή
Αφότου δωδεκαετής μόλις σας εγνώρισα για μένα γίνανε
Δάση της Ρηνανίας ποταμοί των κοιλάδων άμαξες ιππείς αυλές με κρήνες κι αετώματα
 
Η καθημερινή σελίδα του μετα-θανάτου
 

[ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ λέξεων από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη: ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ, για το οποίο η Κική Δημουλά σε μια ομιλία της είπε: «Τι διαφορετικό είχε λοιπόν προστεθεί στα ΕΛΕΓΕΙΑ; Αν δεν με παρασύρουν τα συμφέροντα της ιδιοσυγκρασίας μου, νιώθω ότι αυτά τα ποιήματα γράφτηκαν με ένα άλλο ήθος χρόνου, λιγότερο ταχύ, λιγότερο περαστικό. Σαν σε κάθε στίχο που έγραφε ο Ελύτης να κοντοστεκόταν, να περίμενε, να γύριζε πίσω, να κοίταζε να δει αν έρχεσαι: εσύ, ο όποιος ευπρόσδεκτος… Έτσι, εδώ, δεν είναι συνεχώς ηλιόλουστα τα θαυμαστικά επιφωνήματα κι ο στοχασμός σαν να εξερευνά με όργανα πιο τελειοποιημένης επιμονής την απεραντοσύνη της ανησυχίας που μας περιβάλλει…

 
Viewing all 204 articles
Browse latest View live