Έρχεται πάντα από το ίδιο Σαββατόβραδο η Κυριακή και φέρνει λίγο ύπνο παραπάνω το πρωί και το θεό, όσο τον δίνουν οι ορθρινές καμπάνες. Λίγο να σταθείς στ’ ανοιχτά παράθυρα και να κοντοσταθείς σ’ αυτά που δεν συμβαίνουν, περνάει η ώρα με κάτι εύφλεκτα τραγούδια που λένε άλλ’ αντ’ άλλων σ’ άλλες Κυριακές! Ποίημα πάνω σε ποίημα σαν ν’ ακούμπησε, σιγά-σιγά η Κυριακή μεσουρανεί σαν τρομαγμένη απορία που στέκει προσοχή στον ήλιο. Μη γελάς έαρ δεν γίνεται με ρίμες: ήλιοι-Απρίλιοι ομοιοκατάληκτες στιγμές, χρόνος χρωμάτων σπέρματα φωτός, χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσουν…
Καλοκαίρι (από τη συλλογή ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Εκδόσεις Στιγμή 1990)
που πρώτη του φορά σκηνοθετεί
τοπία κι εποχές
και δεν γνωρίζει
ποια θέση, ποιαν απόσταση,
ποιαν έμφαση κυρίως να δώσει
στα χρώματα και τα στοιχεία.
Και από άγνοια ευφάνταστη
τα ’χει όλα παρατάξει πρώτο πλάνο,
με επική αταξία,
με μιαν αφθονία ξαφνική, σαν
κάποιο περιπλανώμενο τοπίο
να ’ρθε γελώντας και ν’ αδειάστηκε ακατάπαυστα
μέσα σ’ άλλο τοπίο.
Φεγγάρια υπνοβατικά στο χείλος των ονείρων,
απ’ τη δική τους μυρωδιά άρρωστα σκίνα,
καλαμποκιές στητές και τεταμένες
ωσάν ανίδεες ή ηρωικές,
ελαιώνες προσευχόμενοι
σ’ όλο το μάκρος και το φέγγος της ματιάς
-θεέ μου, παρελθέτω από μας-
άσπρα πετούμενα ξωκλήσια
σούρουπα βραδυκίνητα ξοπίσω τους
σαν ιερείς που απαύδησαν να κρούουν εσπερινούς,
θάλασσα καλοπιαστική
γύρω στο πείσμα των βουνών το ασύμμετρο
κι όρθια μεσημέρια
που στέκουν προσοχή στον ήλιο.
Κι απάνω σύννεφα από ερωτευμένη ζέστη.
Το καλοκαίρι αυτό
δεν το περίμενε κανείς
ήρθε σαν κάποιος που τον είχαμε νεκρό.
Κι έφερε μιαν αμηχανία πάλι,
μια ξεχασμένη ένταση
και μιαν αϋπνία
για πράγματα που τα ’χαμε κι αυτά
νεκρά.
κάτι ξυνίχτικα εύφλεκτα τραγούδια,
κάτι πιωμένα χέρια που χορεύανε
κι έλεγαν άλλων αντ’ άλλων σ’ άλλα χέρια.
Ψηλά
ποιήτριες νύχτες έγραφαν)
Το καλοκαίρι αυτό,
σαν ζωγραφιά μικρού παιδιού,
συμπληρωμένη από κάποιον
με πράγματα που τα ’χε για νεκρά,
ποίημα πάνω σε ποίημα σαν να ακούμπησε.
Τώρα
το καλοκαίρι αυτό
αίμα ξερό πάνω στις μέρες.
Το βρήκαμε νεκρό
μέσα σε κάποιον ένσφαιρο μονόλογο.
Οι λυπημένες φράσεις (από τη συλλογή ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Εκδόσεις Στιγμή 1990)
Κι η Κυριακή, κόμπος σφιχτός
να μη λυθούν οι εβδομάδες.
Έρχεται πάντα από το ίδιο Σαββατόβραδο
που φέρνει λίγο ύπνο παραπάνω το πρωί
και το θεό, όσο τον δίνουν οι ορθρινές καμπάνες.
Λίγο να σταθείς στ’ ανοιχτά παράθυρα
και να κοντοσταθείς σ’ αυτά που δεν συμβαίνουν,
περνάει η ώρα.
Δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα
«ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει»,
σιγά-σιγά η Κυριακή μεσουρανεί
σαν τρομαγμένη απορία.
Στις γειτονιές
περνάνε γύφτισσες να πω το ριζικό σου,
«ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει»,
δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα, ριζικά.
Πιο πέρα κάποιο ντέφι, ένα αρκουδάκι
«δείξε μας πώς βάζουν πούδρα τα κορίτσια
στον καθρέφτη, πώς γδύνεται η Μονρόε…»
Μη γελάς. Βρέθηκε κάποτε νεκρή η Μονρόε.
Με πράγματα που δεν αντέχουν μη γελάς.
Αχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
πώς μοιάζουν στους τυφλούς οργανοπαίχτες
στους δρόμους τους εμπορικούς, τις Κυριακές.
Να είχαμε μιαν άνοιξη.
Μη γελάς.
Με πράγματα που δεν υπάρχουν μη γελάς.
Ας λένε τα πουλιά κι οι μυρωδιές στα πλάγια
πως είναι Απρίλης.
Το λένε τα πουλιά κι οι έρωτες των άλλων.
Εμένα μ’ εξαπατούνε οι θεοί
κάθε που αλλάζει ο καιρός,
κάθε που δεν αλλάζει.
Μη γελάς.
Έαρ δεν γίνεται
με ρίμες
ήλιοι – Απρίλιοι,
ήλιοι – Απρίλιοι,
ομοιοκατάληκτες στιγμές,
χρόνος χρωμάτων,
στρέμματα φωτός
χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσουν.
Δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα
«ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει»,
και όλα τα άλλα τρόποι
για να πεθαίνουνε ανώδυνα τα ημερολόγια.
Την Κυριακή τραβάει σε μάκρος
των τραγουδιών η αγωνία
«ποια γυναί- ποια γυναί- …»,
Αχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
στους δρόμους τους εμπορικούς,
τις Κυριακές τις ανοιξιάτικες.
[Ο διάλογος της συνείδησης με τη ματαιότητα, της μνήμης με το φευγαλέο της ύπαρξης, βρίσκει ΣΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ την καλύτερή της ίσως έκφρασή του σε ολόκληρη την ελληνική μεταπολεμική ποίηση, με τη λιτότητα του λόγου να συναγωνίζεται την πρωτοτυπία και τη δραστικότητά του. Χαρακτηριστικό και συνεχώς επανερχόμενο θεματικό στοιχείο σ’ αυτή τη συλλογή είναι η φωτογραφία, ως υποστασιοποιημένη μορφή της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στο ον και το μη ον, στη διάρκεια και στη φθορά… Ίσως τα ωραιότερα ποιήματα της ΔΗΜΟΥΛΑ είναι οι στοχασμοί της πάνω σε φωτογραφίες..]
Το καλοκαίρι αυτό
μπήκε σαν ζωγραφιά μικρού παιδιού,που πρώτη του φορά σκηνοθετεί
τοπία κι εποχές
και δεν γνωρίζει
ποια θέση, ποιαν απόσταση,
ποιαν έμφαση κυρίως να δώσει
στα χρώματα και τα στοιχεία.
Και από άγνοια ευφάνταστη
τα ’χει όλα παρατάξει πρώτο πλάνο,
με επική αταξία,
με μιαν αφθονία ξαφνική, σαν
κάποιο περιπλανώμενο τοπίο
να ’ρθε γελώντας και ν’ αδειάστηκε ακατάπαυστα
μέσα σ’ άλλο τοπίο.
απ’ τη δική τους μυρωδιά άρρωστα σκίνα,
καλαμποκιές στητές και τεταμένες
ωσάν ανίδεες ή ηρωικές,
ελαιώνες προσευχόμενοι
σ’ όλο το μάκρος και το φέγγος της ματιάς
-θεέ μου, παρελθέτω από μας-
άσπρα πετούμενα ξωκλήσια
σούρουπα βραδυκίνητα ξοπίσω τους
σαν ιερείς που απαύδησαν να κρούουν εσπερινούς,
θάλασσα καλοπιαστική
γύρω στο πείσμα των βουνών το ασύμμετρο
κι όρθια μεσημέρια
που στέκουν προσοχή στον ήλιο.
Κι απάνω σύννεφα από ερωτευμένη ζέστη.
Το καλοκαίρι αυτό
δεν το περίμενε κανείς
ήρθε σαν κάποιος που τον είχαμε νεκρό.
Κι έφερε μιαν αμηχανία πάλι,
μια ξεχασμένη ένταση
και μιαν αϋπνία
για πράγματα που τα ’χαμε κι αυτά
νεκρά.
(Έκανε τόση ζέστη μες στα μάτια,
ήτανε κάτι εξατμισμένα καφενεία,κάτι ξυνίχτικα εύφλεκτα τραγούδια,
κάτι πιωμένα χέρια που χορεύανε
κι έλεγαν άλλων αντ’ άλλων σ’ άλλα χέρια.
Ψηλά
ποιήτριες νύχτες έγραφαν)
Το καλοκαίρι αυτό,
σαν ζωγραφιά μικρού παιδιού,
συμπληρωμένη από κάποιον
με πράγματα που τα ’χε για νεκρά,
ποίημα πάνω σε ποίημα σαν να ακούμπησε.
Τώρα
το καλοκαίρι αυτό
αίμα ξερό πάνω στις μέρες.
Το βρήκαμε νεκρό
μέσα σε κάποιον ένσφαιρο μονόλογο.
Οι λυπημένες φράσεις (από τη συλλογή ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Εκδόσεις Στιγμή 1990)
Με ημέρα αρχίζει η εβδομάδα
με ημέρα τελειώνει.Κι η Κυριακή, κόμπος σφιχτός
να μη λυθούν οι εβδομάδες.
Έρχεται πάντα από το ίδιο Σαββατόβραδο
που φέρνει λίγο ύπνο παραπάνω το πρωί
και το θεό, όσο τον δίνουν οι ορθρινές καμπάνες.
Λίγο να σταθείς στ’ ανοιχτά παράθυρα
και να κοντοσταθείς σ’ αυτά που δεν συμβαίνουν,
περνάει η ώρα.
Δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα
«ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει»,
σιγά-σιγά η Κυριακή μεσουρανεί
σαν τρομαγμένη απορία.
Στις γειτονιές
περνάνε γύφτισσες να πω το ριζικό σου,
«ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει»,
δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα, ριζικά.
Πιο πέρα κάποιο ντέφι, ένα αρκουδάκι
«δείξε μας πώς βάζουν πούδρα τα κορίτσια
στον καθρέφτη, πώς γδύνεται η Μονρόε…»
Μη γελάς. Βρέθηκε κάποτε νεκρή η Μονρόε.
Με πράγματα που δεν αντέχουν μη γελάς.
Αχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
πώς μοιάζουν στους τυφλούς οργανοπαίχτες
στους δρόμους τους εμπορικούς, τις Κυριακές.
Να είχαμε μιαν άνοιξη.
Μη γελάς.
Με πράγματα που δεν υπάρχουν μη γελάς.
Ας λένε τα πουλιά κι οι μυρωδιές στα πλάγια
πως είναι Απρίλης.
Το λένε τα πουλιά κι οι έρωτες των άλλων.
Εμένα μ’ εξαπατούνε οι θεοί
κάθε που αλλάζει ο καιρός,
κάθε που δεν αλλάζει.
Μη γελάς.
Έαρ δεν γίνεται
με ρίμες
ήλιοι – Απρίλιοι,
ήλιοι – Απρίλιοι,
ομοιοκατάληκτες στιγμές,
χρόνος χρωμάτων,
στρέμματα φωτός
χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσουν.
Δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα
«ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει»,
και όλα τα άλλα τρόποι
για να πεθαίνουνε ανώδυνα τα ημερολόγια.
Την Κυριακή τραβάει σε μάκρος
των τραγουδιών η αγωνία
«ποια γυναί- ποια γυναί- …»,
Αχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
στους δρόμους τους εμπορικούς,
τις Κυριακές τις ανοιξιάτικες.
[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ]