Άλλη μια φοράχάνεται από την υπόστασή σου Έλληνα σκληροτράχηλε να εμπνέεσαι άντε αγνοώντας πόσο άχρηστο είναι να επαγγέλλεσαι τον σκοτεινό καταμεσής στη Δήλο Απόλλωνα ολοένα τον εαυτό σου έχοντας μεταβάλει σε ομοίωμα κέρινο απ’ αυτά που βλέπεις στο Μουσείο της Κυρίας Τυσσώ το σόι πολιτισμένοι θα ’μασταν αν ο νους μας δεν πήγαινε ολοένα στην Κιμμερία τη δύσμοιρη που κατάντησε στα χρόνια μας να θωρείται λέει κι αξιοζήλευτη
Πάει καιρός που δεν έχω πει μια λέξη
σα να μ’ αγνόησαν τα γεγονότα
ή και το αντίστροφο
φαινόμενο φαίνεται στάθηκα
γι’ αυτούς που ακούν τη νύχτα
πώς μια πένα γρατζουνίζει
όμοια γάτος επάνου
στην κλειστή πόρτα του Αγνώστου
οι φύλακες
ανέκαθεν υπήρξανε πρόσωπα αισχρά
personaeturpesόπως λεν στα Νομικά
και η τέχνη sinere
αν έτεινε αποκλειστικά να υποκατασταθεί στο εκάστοτε
φυλασσόμενο ιερό
πρόσωπο ή κι εξανδραποδισμένο σύνολο
είναι που μια ζωήν ολόκληρη
έξω απ’ τα τείχη κυνηγάω φωνές
συγκεκριμένα: μία φωνή
που ελευθερώνεται
σαν κόρη ωραία και βάλνεται
να τρέχει
με τους μικρούς γλουτούς και τα μεγάλα
ξέπλεκα μαλλιά
νερά του Ιορδάνη
χυμένα επάνου στον νυχτερινό ουρανό
Ad libitum
Ad libidum 4o
για το καλό μου
έτυχε κι έχανα το νήμα
της Αριάδνης δεν εξετυλίχθηκε ποτέ ως το τέλος
ποιος να συνεχίσει
μέσα σ’ επαναστάσεις και πολέμους μεγαλώσαμε όλοι
εξ ου στο μέτωπό μας
το σημάδι της σφαίρας που δεν έπεσε
ανά πάσα στιγμή εξακολουθεί να προκαλεί το θάωατο
εννοείτε κείνο που εννοώ
κάτι συμβαίνει που δεν έσωσε ποτέ να το εντοπίσουμε
τις νύχτες τις γλυκιές όταν το γιασεμί σ’ εξουθενώνει
κι από νερά τρεχούμενα
κάπου
κάποιο ανεξήγητο ανατρίχιασμα
δίνει ώθηση στα χόρτα
θα ’λεγες ανεβαίνει από μια κινητή
κλίμακα κι ολοένα καταπάνω σου
μεγαλώνει να: η θεά Φυτώ με το τεράστιο τούμπανο
κι οι ξυπόλυτες δούλες με το μαλλί τους δάδα
μπουμ το πόδι αριστερά μπουμ το πόδι δεξιά
η φιλότης το νείκος
η φιλότης το νείκος
η παλιά ευρυθμία
σαράντα τόσα μέτρα ψηλά πάνου απ’ τη θάλασσα
το σπίτι με τα τρία του τόξα
κι οι μεγάλοι όρθιοι φοίνικες με τα’ άδεια τους ακρόκλωνα
σαλεύοντας στον ύπνο μου
τον άνεμο τον βόρειο
Ad libidum
Adlibidum5o
δι’ ο και δεν φοβάμαι να μιλήσω
να μη λύσω το αίνιγμα
που ευχήθηκαν οι εχθροί μου κάποτε
αγνοώντας πόσο άχρηστο είναι να επαγγέλλεσαι τον σκοτεινό
καταμεσής στη Δήλο Απόλλωνα
ολοένα τον εαυτό σου έχοντας
μεταβάλει σε ομοίωμα κέρινο
απ’ αυτά που βλέπεις στο Μουσείο της Κυρίας Τυσσώ
το σόι πολιτισμένοι θα ’μασταν
αν ο νους μας δεν πήγαινε ολοένα
στην Κιμμερία τη δύσμοιρη
που κατάντησε στα χρόνια μας
να θωρείται λέει κι αξιοζήλευτη
όταν εδώ ένας Όμηρος πάντοτε με την πρέπουσα
σε φορέα της ελληνικής αξιοπρέπεια
έστεργε απλώς να συμπονεί:
Κιμμερίων ανδρών δήμός τε πόλις τε
ηέρι και νεφέλη κεκαλυμμένοι
ουδέ ποτ’ αυτούς Ηέλιος φαέθων καταδέρκεται ακτίνεσσιν… αλλ’
επί νυξ ολοή
τέταται δειλοίσι βροτοίσι
το λοιπόν
για φως και για γαλάζια πέλαγα τώρα να μιλάμε;
αμέ για ηλοιτρόπια; για Ελένες;
μ’ όλο που
από τις τοιχογραφίες της Θήρας κι από τα ψηφιδωτά
λάμποντα της Ραβέννας άγγελμα θεϊκό εξακολουθεί
να εξαποστέλλεται άμεσα
όμως κείνο το κάτι επί πλέον κι ασύλληπτο
που για μια στιγμή ο γηραιός αλιέας
αντιλαμβάνεται άστραψε
ύστερα τ’ αλησμονάει πάει στην Αγορά κι από το πανέρι του
άχνα χρυσή εξακολουθεί ν’ ανέρχεται
η ποίηση ανέρχεται
άλλη μια φορά
χάνεται από την υπόστασή σου Έλληνα σκληροτράχηλε
να εμπνέεσαι άντε
Ad libidum
[Από το ελάχιστο φτάνεις πιο εύκολα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίζεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. Για του λόγου το αληθές…]
Adlibidum 3o (από τη συλλογή ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕ ΣΗΜΑΙΑ ΕΥΚΑΡΙΑΣ, Ίκαρος 1982)
σα να μ’ αγνόησαν τα γεγονότα
ή και το αντίστροφο
γι’ αυτούς που ακούν τη νύχτα
πώς μια πένα γρατζουνίζει
όμοια γάτος επάνου
στην κλειστή πόρτα του Αγνώστου
οι φύλακες
ανέκαθεν υπήρξανε πρόσωπα αισχρά
personaeturpesόπως λεν στα Νομικά
και η τέχνη sinere
αν έτεινε αποκλειστικά να υποκατασταθεί στο εκάστοτε
φυλασσόμενο ιερό
πρόσωπο ή κι εξανδραποδισμένο σύνολο
είναι που μια ζωήν ολόκληρη
έξω απ’ τα τείχη κυνηγάω φωνές
συγκεκριμένα: μία φωνή
που ελευθερώνεται
σαν κόρη ωραία και βάλνεται
να τρέχει
με τους μικρούς γλουτούς και τα μεγάλα
ξέπλεκα μαλλιά
νερά του Ιορδάνη
χυμένα επάνου στον νυχτερινό ουρανό
Ad libitum
Ad libidum 4o
Έτσισυμβαίνει
να παραστρατίζω κάποτεγια το καλό μου
έτυχε κι έχανα το νήμα
της Αριάδνης δεν εξετυλίχθηκε ποτέ ως το τέλος
ποιος να συνεχίσει
μέσα σ’ επαναστάσεις και πολέμους μεγαλώσαμε όλοι
εξ ου στο μέτωπό μας
το σημάδι της σφαίρας που δεν έπεσε
ανά πάσα στιγμή εξακολουθεί να προκαλεί το θάωατο
εννοείτε κείνο που εννοώ
κάτι συμβαίνει που δεν έσωσε ποτέ να το εντοπίσουμε
τις νύχτες τις γλυκιές όταν το γιασεμί σ’ εξουθενώνει
κι από νερά τρεχούμενα
κάπου
κάποιο ανεξήγητο ανατρίχιασμα
δίνει ώθηση στα χόρτα
θα ’λεγες ανεβαίνει από μια κινητή
κλίμακα κι ολοένα καταπάνω σου
μεγαλώνει να: η θεά Φυτώ με το τεράστιο τούμπανο
κι οι ξυπόλυτες δούλες με το μαλλί τους δάδα
μπουμ το πόδι αριστερά μπουμ το πόδι δεξιά
η φιλότης το νείκος
η φιλότης το νείκος
η παλιά ευρυθμία
σαράντα τόσα μέτρα ψηλά πάνου απ’ τη θάλασσα
το σπίτι με τα τρία του τόξα
κι οι μεγάλοι όρθιοι φοίνικες με τα’ άδεια τους ακρόκλωνα
σαλεύοντας στον ύπνο μου
τον άνεμο τον βόρειο
Ad libidum
Adlibidum5o
Είναι γεγονός
έχω μπει για τα καλά μέσα στο ναρκοπέδιοδι’ ο και δεν φοβάμαι να μιλήσω
να μη λύσω το αίνιγμα
που ευχήθηκαν οι εχθροί μου κάποτε
αγνοώντας πόσο άχρηστο είναι να επαγγέλλεσαι τον σκοτεινό
καταμεσής στη Δήλο Απόλλωνα
ολοένα τον εαυτό σου έχοντας
μεταβάλει σε ομοίωμα κέρινο
απ’ αυτά που βλέπεις στο Μουσείο της Κυρίας Τυσσώ
το σόι πολιτισμένοι θα ’μασταν
αν ο νους μας δεν πήγαινε ολοένα
στην Κιμμερία τη δύσμοιρη
που κατάντησε στα χρόνια μας
να θωρείται λέει κι αξιοζήλευτη
όταν εδώ ένας Όμηρος πάντοτε με την πρέπουσα
σε φορέα της ελληνικής αξιοπρέπεια
έστεργε απλώς να συμπονεί:
Κιμμερίων ανδρών δήμός τε πόλις τε
ηέρι και νεφέλη κεκαλυμμένοι
ουδέ ποτ’ αυτούς Ηέλιος φαέθων καταδέρκεται ακτίνεσσιν… αλλ’
επί νυξ ολοή
τέταται δειλοίσι βροτοίσι
το λοιπόν
για φως και για γαλάζια πέλαγα τώρα να μιλάμε;
αμέ για ηλοιτρόπια; για Ελένες;
μ’ όλο που
από τις τοιχογραφίες της Θήρας κι από τα ψηφιδωτά
λάμποντα της Ραβέννας άγγελμα θεϊκό εξακολουθεί
να εξαποστέλλεται άμεσα
όμως κείνο το κάτι επί πλέον κι ασύλληπτο
που για μια στιγμή ο γηραιός αλιέας
αντιλαμβάνεται άστραψε
ύστερα τ’ αλησμονάει πάει στην Αγορά κι από το πανέρι του
άχνα χρυσή εξακολουθεί ν’ ανέρχεται
η ποίηση ανέρχεται
άλλη μια φορά
χάνεται από την υπόστασή σου Έλληνα σκληροτράχηλε
να εμπνέεσαι άντε
Ad libidum
[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Γιατί όντας αρνητικό του ονείρου φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα]