Ας το πούμε βοριαδάκι, κι ας το πούμε απόγευμα αυτό το σκούρο είδος που είναι έξω από το σπίτι. Ό,τι είναι μέσα στο σπίτι ας το πούμε πρέπει.
Ας το πούμε βοριαδάκι, κι ας το πούμε απόγευμα αυτό το σκούρο είδος που είναι έξω από το σπίτι. Ό,τι είναι μέσα στο σπίτι ας το πούμε πρέπει.
[Τα κείμενα, που περιέχονται στο βιβλίο ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ της Κικής Δημουλά, είναι, όπως γράφει η ίδια στον ΕΠΙΛΟΓΟ, που προτάσσει ως εισαγωγή στο βιβλίο της, ο επίλογος πράγματι μιας εκκρεμότητας που έμεινε για σαράντα χρόνια στο συρτάρι]
Πρέπει (από τα ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ της Κικής Δημουλά, Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ 2004)
Πρέπει να παρακολουθήσω τη μελέτη των απογόνων. Η μικρή ασκείται στο 5. Της λέω ότι μοιάζει με κρεμάστρα. Ο μεγαλύτερος διαβάζει το Δωδεκάθεον. Της μαθήσεως προηγείται η περιέργεια. Και ποιος κάνει τώρα όλες αυτές τις δουλειές που έκαναν οι δώδεκα θεοί; Και τι γίνανε τώρα οι δώδεκα εκείνοι θεοί, αφού μου λες ότι ο θεός είναι αιώνιος; Και γιατί δεν τον βαφτίσανε αυτόν τον δικό μας θεό;
Κι εγώ από αδυναμία να δικαιολογήσω τους μύθους και τις παραλήψεις περιμένω την εξ ύψους σωτηρία. Κι ακούγεται τότε, κουλουράααα…ς, κουλούρια ζεστάαααα…
Από Θεού αυτά τα κουλούρια! Βγαίνω στο παράθυρο, βοριαδάκι, και φωνάζω τον κουλουρά. Ανεβαίνει επάνω, ξεφορτώνεται τα κουλούρια, τ’ ακουμπάει κάτω.
-Κοψομεσιάστηκα.
-Είναι φρέσκα τα κουλούρια;
-Καίνε.
Πιάνω τα κουλούρα. Ξύλα.
-Χριστιανέ μου, αυτά είναι του ψυγείου. Τι καίνε μου λες.
-Σοβαρολογείς μαντάμ; Μα καλά, θα σε γελάσω τώρα για ένα κουλούρι; Αν δε θέλεις μην παίρνεις, αλλά όχι ότι είναι μπαγιάτικα τα κουλούρια. Σα να μου λες ότι δεν ξέρω τη δουλειά μου…
Βγαίνουν και οι απόγονοι έξω, παίρνουν μέρος στην πραγματεία, προστατεύουν τα κουλούρια. Μη! τους λέω εγώ. Ας’ τα παιδιά να παίξουν, αδελφέ, μου λέει εκείνος.
-Έχεις παιδιά;
-Έχω ένα γιο. Θα πάει στο Πολυτεχνείο. Γι’ αυτό πρέπει να πουλήσω κανένα κουλούρι… Είναι καλός στο σχέδιο. Να δεις πορτρέτο, να πεις, να πεις τώρα θα μου μιλήσει. Η μάνα του παινιέται πως ο παππούς της ζωγράφιζε αγίους κι από κει τάχα πήρε το παιδί… Κι εγώ της λέω πως χαρά στο πράμα που ζωγράφιζε αγίους, όλοι οι άγιοι όμοιοι είναι, έχουν το ίδιο πρόσωπο. Δεν το ’χεις και του λόγου σου προσέξει; Άντε να πηγαίνω. Καλή είναι η κουβέντα, αλλά πρέπει…
Μπαίνω μέσα μ’ ένα μάτσο κουλούρια και σε λίγο τον ακούω να φωνάζει, κουλούρια ζεστάααα!
-Γιατί, μαμά, όλοι οι άγιοι έχουν το ίδιο πρόσωπο;
Γιατί έτσι πρέπει.
[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Σε μέτρησα και ήσουνα πολλά, ξαναμετρώ κι ήσουν αλλιώς. Το άφησα να είσαι κι απ’ τα δύο. Δεν σου αφαίρεσα ούτε μία απ’ τις χιλιάδες ωραιότητες που είχες, ούτε μισή απ’ τις ασκήμιες σου ΚΟΣΜΕ]