Στο χορό των μεταμφιεσμένων του Άδη, μπορεί κανείς, εφαρμόζοντας το μάτι του εκεί, να βλέπει στο διηνεκές, μια σκούρα θάλασσα κι ένα κορίτσι στ’ άσπρα να ίπταται απ’ αριστερά δεξιά, και να χάνεται στον αέρα
Στη διαπασών η «Ραμόνα» (από τη συλλογή ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ Ύψιλον 1984)
Παρασκευή ,1Μ η Πρωτομαγιά
Με χτυπάει μια ζέστη αραχνοΰφαντη
ένα μπλε που μυρίζει ανάσα πεταλούδας
οι αστερισμοί της μαργαρίτας όλοι αλλά
και μαζί πολλά σερνάμενα ή πετούμενα
ζουζούνια, φίδια σαύρες, κάμπιες και άλλα
τέρατα παρδαλά με κεραίες συρμάτινες
λέπια χρυσά λαμέ και πούλιες κόκκινες
Θα ’λεγες, έτοιμα όλα τους να παν
στον χορό των μεταμφιεσμένων του Άδη.
Σάββατο, 2Μ
Πέφτοντας η ζωή μου (ένα κομμάτι ελάχιστο από τη ζωή μου) πάνω στη ζωή των άλλων, αφήνει μια τρύπα.
Μπορεί κανείς, εφαρμόζοντας το μάτι του εκεί, να βλέπει στο διηνεκές, μια σκούρα θάλασσα κι ένα κορίτσι στ’ άσπρα να ίπταται απ’ αριστερά δεξιά, και να χάνεται στον αέρα.
Κυριακή, 3Μ
Κάποια καταπακτή θα άνοιξε. Πάνε κι έρχονται πλήθη αλλοφύλων με καπέλα πολυγωνικά κι αμφιέσεις ποδήρεις.
Ξάφνου ακούγεται η φωνή μου (αλλ’ εγώ δεν μιλώ): εσείς ωραίες μου Ρωμαίες laluceondes’ infiorasustanzarimarraconvoietternalmentesicon’ ell’ eora?
Κιύστερααπόκάμποσηώρα, σανηχώ, ηαπόκριση: tu non se in terra, si come tu credi… tu non se in terra… tu non se in terra…
Οπόταν άρχισαν από πέρα ν’ ακούγονται στροφές αλυσίδας κι οι αιχμές ενός μεγάλου, άγνωστου, περιστρεφόμενου Ζωδιακού να με περισφίγγουν.
Τα βουνά, στο βάθος, πήραν σιγά-σιγά να διαλύονται και ν’ ανεβαίνουν σαν αναμνήσεις.
Δευτέρα, 4Μ
Δυο πόντους πάνω από το έδαφος
έβλεπες, έστεκε το σπίτι κι έλαμπε σα διαμαντικό.
Πιο χαμηλά, μια λίμνη όλο άχνες ροζ
Ύστερα το Άγνωστο από συμπαγές άκαυστο φώσφορο
και παρά πίσω «η Χώρα» που λεν «των Λωτοφάγων»
Έχω κάνει εργάτης εδώ σ’ αυτά τα μέρη
χρόνους πολλούς κι απόμεινα με καμένα τα δάχτυλα
πάνω στην ώρα που ήθελα λιγάκι ακόμη
να δω από πέρα πώς ανθίζουν τα νερά
και πώς ανοίγουν, σιγοπερπατώντας, την ουρά οι Παράδεισοι.
Δευτέρα, 4Μβ
Απαλοί κόκκινοι λόφοι ακριβώς όπως μες τη ζωή μου.
Είναι τόση η ομοιότητα, που δεν ξέρω αν είναι αληθινή κείνη η λευκή οπτασία του νέου που περνάει, κρατώντας ένα μικρό καράβι, τους αιθέρες και μόλις αγγίζει τις κορυφές, ή απλώς εγώ έχω αποξενωθεί από τις συγκινήσεις, που ξαναβρίσκει ο εξωτερικός κόσμος την ισορροπία του και την ομαλή του διάταξη.
Πέμπτη, 7Μ
Από το πολύ να μην σκέφτομαι τίποτα και να μην συγκινούμαι από τίποτα, ξεθάρρεψε ο χρόνος και μ’ απόλυσε καταμεσής του Κρητικού πελάγους.
-Όλα χάνονται. Του καθενός έρχεται η ώρα
Από το ελάχιστο φτάνεις πιο εύκολα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίζεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. Για του λόγου το αληθές…
Τετάρτη, 25
Είναι κάτι νύχτες τώρα τελευταία, που ακούω πέδιλα στις πλάκες θροΐσματα υφασμάτων και λέξεις άγνωστες που μοιάζουν πικρές και δυνατές σαν αγριόχορτα: «ύρφη» «σαραγάνδρα» «τίντελο» «δελεάνα»… Ώσπου πια «μου την έδωσε» χθες βράδυ και στάθηκα γυμνός μπρος στον καθρέφτη.Αλήθεια, δεν έμοιαζα καθόλου. Είχα μαλλιά ριγμένα προς τα εμπρός και τα χαρακτηριστικά του προσώπου, σκληρά. Στο μεσαίο μου δάχτυλο φορούσα δαχτυλίδι βαρύ, με βούλα. Και στο βάθος του δωματίου μου έστεκαν δυο άλλοι γενειοφόροι, σοβαροί.
Κατά τα άλλα το τοπίο θύμιζε Κέρκυρα.
Έτσι αργά βουλιάζαμε όλοι μας όπως η νεότης. Ενώ από το ραδιόφωνο ακουγόταν, ανάμεσα σε άλλα παλιά τραγούδια, στη διαπασών, η «Ραμόνα».Πιάνω την άνοιξη με προσοχή και την ανοίγω:
Με χτυπάει μια ζέστη αραχνοΰφαντη
ένα μπλε που μυρίζει ανάσα πεταλούδας
οι αστερισμοί της μαργαρίτας όλοι αλλά
και μαζί πολλά σερνάμενα ή πετούμενα
ζουζούνια, φίδια σαύρες, κάμπιες και άλλα
τέρατα παρδαλά με κεραίες συρμάτινες
λέπια χρυσά λαμέ και πούλιες κόκκινες
Θα ’λεγες, έτοιμα όλα τους να παν
στον χορό των μεταμφιεσμένων του Άδη.
Σάββατο, 2Μ
Πέφτοντας η ζωή μου (ένα κομμάτι ελάχιστο από τη ζωή μου) πάνω στη ζωή των άλλων, αφήνει μια τρύπα.
Μπορεί κανείς, εφαρμόζοντας το μάτι του εκεί, να βλέπει στο διηνεκές, μια σκούρα θάλασσα κι ένα κορίτσι στ’ άσπρα να ίπταται απ’ αριστερά δεξιά, και να χάνεται στον αέρα.
Κυριακή, 3Μ
Κάποια καταπακτή θα άνοιξε. Πάνε κι έρχονται πλήθη αλλοφύλων με καπέλα πολυγωνικά κι αμφιέσεις ποδήρεις.
Ξάφνου ακούγεται η φωνή μου (αλλ’ εγώ δεν μιλώ): εσείς ωραίες μου Ρωμαίες laluceondes’ infiorasustanzarimarraconvoietternalmentesicon’ ell’ eora?
Κιύστερααπόκάμποσηώρα, σανηχώ, ηαπόκριση: tu non se in terra, si come tu credi… tu non se in terra… tu non se in terra…
Οπόταν άρχισαν από πέρα ν’ ακούγονται στροφές αλυσίδας κι οι αιχμές ενός μεγάλου, άγνωστου, περιστρεφόμενου Ζωδιακού να με περισφίγγουν.
Τα βουνά, στο βάθος, πήραν σιγά-σιγά να διαλύονται και ν’ ανεβαίνουν σαν αναμνήσεις.
Δευτέρα, 4Μ
Δυο πόντους πάνω από το έδαφος
έβλεπες, έστεκε το σπίτι κι έλαμπε σα διαμαντικό.
Πιο χαμηλά, μια λίμνη όλο άχνες ροζ
Ύστερα το Άγνωστο από συμπαγές άκαυστο φώσφορο
και παρά πίσω «η Χώρα» που λεν «των Λωτοφάγων»
Έχω κάνει εργάτης εδώ σ’ αυτά τα μέρη
χρόνους πολλούς κι απόμεινα με καμένα τα δάχτυλα
πάνω στην ώρα που ήθελα λιγάκι ακόμη
να δω από πέρα πώς ανθίζουν τα νερά
και πώς ανοίγουν, σιγοπερπατώντας, την ουρά οι Παράδεισοι.
Δευτέρα, 4Μβ
Απαλοί κόκκινοι λόφοι ακριβώς όπως μες τη ζωή μου.
Είναι τόση η ομοιότητα, που δεν ξέρω αν είναι αληθινή κείνη η λευκή οπτασία του νέου που περνάει, κρατώντας ένα μικρό καράβι, τους αιθέρες και μόλις αγγίζει τις κορυφές, ή απλώς εγώ έχω αποξενωθεί από τις συγκινήσεις, που ξαναβρίσκει ο εξωτερικός κόσμος την ισορροπία του και την ομαλή του διάταξη.
Πέμπτη, 7Μ
Από το πολύ να μην σκέφτομαι τίποτα και να μην συγκινούμαι από τίποτα, ξεθάρρεψε ο χρόνος και μ’ απόλυσε καταμεσής του Κρητικού πελάγους.
Έγινα χιλιάδων ετών και ήδη χρησιμοποιώ τη Μινωική γραφή με τόση άνεση που ο κόσμος απορεί και πιστεύει στο θαύμα.
Το ευτύχημα είναι ότι δεν καταφέρνει να με διαβάσει.-Όλα χάνονται. Του καθενός έρχεται η ώρα
-Όλα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα.
[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Γιατί όντας αρνητικό του ονείρου φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα]