Όπου υπάρχει η Ποίηση, εκεί κι ο Θεός. Την ομορφιά εστιάζει. Επιτυγχάνει να συμβιούν η αγαλλίαση κι ο τρόμος, η θλίψη και η ηδονή, η αδιάκοπη μεταβολή και η αιωνιότητα. Η Ποίηση αφαιρεί απ’ τα πράγματα το πέπλο της συνήθειας, καθιστά ορατή την αθέατη όψη του κόσμου, χάρη στην επικράτειά της συνενώνονται όλα τ’ ασυμβίβαστα… Μ’ ένα είδος αλχημείας μετατρέπει σε πόσιμο χρυσό τα δηλητηριώδη νερά που ρέουν από τον θάνατο στη ζωή. Γιατί σκοπός της είναι η κρυμμένη ομορφιά, μ’ άλλα λόγια η απώτερη ουσία του κόσμου…
ΟΙ ΡΟΔΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΛΑΜΙΑΡΗ (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη 2 χ 7 ε, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία 1996)
Όπου υπάρχει η Ποίηση, εκεί και ο Θεός. Την ομορφιά εστιάζει. Επιτυγχάνει να συμβούν η αγαλλίαση κι ο τρόμος, η θλίψη και η ηδονή, η αδιάκοπη μεταβολή και η αιωνιότητα. Η Ποίηση αφαιρεί από τα πράγματα το πέπλο της συνήθειας, καθιστά ορατή την αθέατη όψη του κόσμου. Χάρη στην επικράτειά της συνενώνονται όλα τα ασυμβίβαστα. Καθετί που μέσα στο φως της κινείται, ενσαρκώνει το πνεύμα που η ίδια εμπνέει. Μ’ ένα είδος αλχημείας, μετατρέπει σε πόσιμο χρυσό τα δηλητηριώδη νερά που ρέουν από το θάνατο στη ζωή.
Δεν έχω καταλάβει ποια μπορεί να είναι η τύχη των αναμνήσεων. Οι δικές μου είτε δεν υπάρχουν, επειδή τις πρόλαβε ο αέρας ή μεταστοιχειώνονται και βγάζουν απ’ τις δοσμένες λέξεις παραπλήσιες έννοιες. Ένα κατά λάθος άκουσμα, μια παρήχηση, μια εφθαρμένη προφορά, είναι δυνατόν ενίοτε να γεννήσουν άλλες λέξεις, που η σημασία τους να είναι απαλλαγμένη απ’ όλους τους κακούς συγγενείς της και να έλκεται απ’ οτιδήποτε μου είναι αγαπητό.
Η έννοια μιας μικρής Παναγίας, είτε με τη μορφή ενός εικονισματίου είτε με τη μορφή μιας κόρης Παρθένου, συμπίπτει με την προσωνυμία της μικρής πόλης και γενέτειρας του πατέρα μου, με το τοπικό της υποκοριστικό: Παναγιούδα. Κι ακόμη περισσότερο, το προάστιο της πόλης αυτής, με τα εξοχικά, που πήρε το όνομα Καλαμιάρης. μες τη δική μου αίσθηση καλαμιώνας, άσχετος ως νόημα από τους άλλους, για μένα όμως πολύτιμος ως εστία πάσης σοροκάδας και πάσης ερημιάς στις πλαγιές της Αιολίδας.
Οι λόρδοι στην πατρίδα τους διατηρούν υψηλούς τίτλους. Οι δικοί μας –εφόσον υπάρχουν- συντηρούν, τουλάχιστον εάν είναι του Ανατολικού Αιγαίου, απέραντους ελαιώνες, που πάει να πει αληθινές Κομητείες του Ήλιου.
Γι’ αυτό και τ’ αγόρια τους, που φοιτούν στο Etonτης Κρατήγου ή του Ερμογένη, επιστρέφουν μαυρισμένα, σωστά μαυροτσούκαλα, γλείφοντας ακόμα το γυμνό μπράτσο τους με την αρμύρα των αρχαίων Ελλήνων. Και έως εδώ καλά. Μετά είναι που αρχινούν τα βάσανα. Οι μαζεύτρες, τα μόδια, τα ελαιοτριβεία, οι μεσιτείες και οι προμήθειες. Μια σκοτούρα, που σε κυνηγάει και μες στον ύπνο σου.
Όταν ξυπνάς γρουσούζης το πρωί, κι όλα σου παν ανάποδα, δεν έχεις παρά να επικαλεστείς τη στροφή του δρόμου, όπου πολύ πιθανόν να σου φέρει μια τρικλοποδιά στην όραση ο κήπος με τις ροδιές. Οπόταν, η μία παρά μία ροδιά μπρος απ’ το ένα παρά ένα σπίτι του Καλαμιάρη να στοιχειοθετούν μια παράξενη αντίστιξη: γαλήνη και χαρμοσύνη, ώστε να ξέρει ο πιστός της Αιολίδας να συντονίζει τους δείχτες της ψυχής του, έτσι που το μεσημέρι να σημαίνει συνάμα και δίκαιον.
Ένας τέτοιος θέλω να πιστεύω ήταν κι ο πατέρας μου. Από παιδί πάνω στους πέτρινους αναβαθμούς και στη βρύση την οικογενειακή. Η μνήμη του μου ξυπνά το ωραιότερο θέαμα που έχω αντικρίσει ποτέ, όπως εμφανίζεται ανάλογα με τις μεταπτώσεις του θερινού έαρος: Μια σειρά ροδιές ανθισμένες πάνω στο βαθύ κυανό της θάλασσας. Οι ίδιες προτιμούν να τη βλέπουν από μακριά. Ή καλύτερα να παίζουν μαζί της το κρυφτούλι, ή και μαζί μου. Να σηκώνονται στις μύτες των ποδιών τους πάνω απ’ τα τειχιά για να παρακολουθήσουν τις τύχες που μοιράζει στους ανθρώπους ο άνεμος.
Το σώμα τους το καμπύλο και φουσκωτό ξυπνά τη μικρή θεά της παλάμης σου. Τότε τα δοντάκια του επάνω γύρου σφίγγονται και σκληραίνουν, σ’ αντίθεση με τ’ άλλα, του κάτω γύρου, που μένουν στη στάση διστακτική συγκατάθεσης.
Ένα μεγάλου μήκους, εικονογραφημένο παραμύθι συμπυκνωμένο χωράει σε κάθε σφιχτή χώρα. Ο αέρας του μεσημεριού αιφνίδια το αρπάζει και το τινάζει πάνω στις πλάκες, για να γίνει η αιτία μιας άλλου είδους ευκαρπίας, που κοιμάται κάτω απ’ το μαξιλάρι μας.
Οι τοκογλύφοι της άγρας του ωραίου έχουν πλουτίσει τόσο, που η περιουσία τους από δραχμές βλεμμάτων να μην καταφέρνει πια να γίνει πρασινάδα… τόσο πολύ τα δένδρα γίνονται σαν άλογα που αλυχτούν, ζητώντας κι άλλα κι άλλα νεότητας πρώιμα φυλλώματα.
Τι σημαίνει όμως αυτό; Δεν υπάρχει στην έκπληξη εθισμός. Το κάθε πρωί το περιμένεις στο ρολόι ή στο παράθυρό σου. Όμως ο φωτισμός δεν είναι ποτέ ο ίδιος. Παρά ένα βήμα ή παρά ένα ρόδι, καθώς μπαίνεις στην περιοχή του Καλαμιάρη, το ετυμολόγιο των αγαπητών στοιχείων γεννά συγγένειες πραγματικές ή φανταστικές, που ο χρόνος, όταν η στιγμή φτάσει, σκορπάει μαζί με τα φύλλα στις γύρω αγροικίες και τα χρυσίζοντα ελαιοκτήματα.
Το φυσικό θα ήτανε, εγκαταλείποντας έναν τέτοιο αγρόκηπο ο πατέρας μου για να εγκατασταθεί στην Κρήτη, να πάρει μαζί του και τις ροδιές, τουλάχιστον εκείνες που αναλογούσαν στο οικογενειακό του σπίτι.
Αλλά ο Ποιητής δεν αντέχει να γίνει έμπορος.
Και το Κρητικό πέλαγος μετατόπισε αλλού τη μάχη, ως το σημείο να υπερνικήσει ο υιός και να ανακληθούν απ’ τα σανά και τις σελήνες το βλήχρων ανέμωντου Αλκαίου και της Σαπφώς το ποθήω και μάομαι.
[επιλογές λέξεων από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη: 2χ7ε: Σκοπός της Ποίησης είναι η κρυμμένη ομορφιά, μ’ άλλα λόγια η απώτερη ουσία του κόσμου. Τα πάντα υπάρχουν έτσι όπως συλλαμβάνονται ή τουλάχιστον σε σχέση με όποιον τα προσλαμβάνει. Ο νους βρίσκεται μέσα σ’ ένα δικό του χώρο. Μπορεί να φτιάξει έναν Παράδεισο από Κόλαση ή μια κόλαση από Παράδεισο. Έτσι, η Ποίηση μας απαλλάσσει απ’ το να είμαστε δέσμιοι τυχαίων γεγονότων. Δημιουργεί μιαν άλλη ύπαρξη μέσα στην ύπαρξή μας, που σημαίνει, δημιουργεί απ’ αρχής τον κόσμο