Στο χωριό της γλώσσας μου τη Λύπη τηνε λένε Λάμπουσα (κάτι πρέπει να ήξερε Αυτός που εδέησε να διαβεί τα Επάνω Μονοπάτια)
αν θέλετε να σας ξυπνηθεί το ένστικτο του ωραίου
ή αν όχι τότε μια που ζούμε στον αιώνα της φωτογραφίας
ακινητήσετέ το: αυτό που δίπλα μας
ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα:
το Ασύλληπτο!
ηλεκτρικό και ανύποπτα πουλιά
γ] μια κραυγή που να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αιώνια επικαιρότητα
δ] το παράλογο φαινόμενο της ανοιχτής θαλάσσης.
Θα ’χετε καταλάβει βέβαια τι εννοώ
Είμαστε το αρνητικό του ονείρου
γι’ αυτό φαινόμαστε μαύροι κι άσπροι
και ζούμε τη φθορά
πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα. Όμως
Das reine ΚυρίεςκαιΚύριοι
kann sich nur darstellen im Unreinen
und versuchst du das Edle zu geben
ohne Gemeines
so wird es als das Allerunnaturlichste
λέει Αυτός που εδέησε να διαβεί
τα Επάνω Μονοπάτια.
Και κάτι πρέπει να ήξερε
Η ΝΕΡΟΣΤΑΓΟΝΑ (από την ποιητική συλλογή ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ, Ίκαρος 1978)
σταγόνα καθαρού νερού πάνω απ’ την αποβάθρα
τα σκοτεινά γεμάτα χόρτα, μόνο η ψυχή
αναμμένη σαν παλιά εκκλησία
δείχνει ότι θα πεθάνουμε άνοιξη…
Ντιγκ-ντιγκ το χαμομήλι: κουράστηκα να ελπίζω
ντιγκ-ντιγκ το μολοχάνθι: βαρέθηκα ν’ ανασυχώ
ντιγκ-ντιγκ: τέτοιος ανέκαθεν
ο άνθρωπος
και να μην το γνωρίζω!
Εκείνα τα πατήματα στα ξερά φύλλα
μουκανώντας το βόιδι του Καιρού
η πελασγική τοιχοποιία σ’ όλο το μάκρος της ζωής μου
πλάι-πλάι να την περπατώ
εωσότου η μαύρη θάλασσα φανεί
κι επάνω της ανάψουν σαν βεγγαλικά τα τρία μου άστρα!
Όλα μία σταγόνα
ομορφιάς τρεμάμενη σαν Άθως κρεμάμενος από τον ουρανό
με απέραντη ορατότητα
όπου τα πάντα γίνονται ξεγίνονται
γονατίζει ο Χάρος και ξανασηκώνεται πιο δυνατός
και πάλι πέφτει ανίσχυρος βυθίζεται στα βάραθρα.
Μόνη της η σταγόνα σθεναρή πάνω απ’ τα βάραθρα.
[Από το ελάχιστο φτάνεις πιο εύκολα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίζεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. Μάντεψε, κοπίασε, νιώσε: από την άλλη μεριά είμαι ο ίδιος. Για του λόγου το αληθές…]
ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΚΑΛΛΟΥΣ (από την ποιητική συλλογή ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ, Ίκαρος 1978)
HΜαρία Νεφέλη λέει:
Φοβηθείτεαν θέλετε να σας ξυπνηθεί το ένστικτο του ωραίου
ή αν όχι τότε μια που ζούμε στον αιώνα της φωτογραφίας
ακινητήσετέ το: αυτό που δίπλα μας
ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα:
το Ασύλληπτο!
α] δύο χέρια γυναίκας (ή και ανδρός) που να ’χουν εξοικειωθεί με τα αγριοπερίστερα
β] ένα σύρμα που οι αναμνήσεις του όλες να ’ναι από ρεύμαηλεκτρικό και ανύποπτα πουλιά
γ] μια κραυγή που να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αιώνια επικαιρότητα
δ] το παράλογο φαινόμενο της ανοιχτής θαλάσσης.
Είμαστε το αρνητικό του ονείρου
γι’ αυτό φαινόμαστε μαύροι κι άσπροι
και ζούμε τη φθορά
πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα. Όμως
Das reine ΚυρίεςκαιΚύριοι
kann sich nur darstellen im Unreinen
und versuchst du das Edle zu geben
ohne Gemeines
so wird es als das Allerunnaturlichste
λέει Αυτός που εδέησε να διαβεί
τα Επάνω Μονοπάτια.
Και κάτι πρέπει να ήξερε
Η ΝΕΡΟΣΤΑΓΟΝΑ (από την ποιητική συλλογή ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ, Ίκαρος 1978)
Και ο Αντιφωνητής:
Καίνε τα χείλη μου και η λύπη λάμπεισταγόνα καθαρού νερού πάνω απ’ την αποβάθρα
τα σκοτεινά γεμάτα χόρτα, μόνο η ψυχή
αναμμένη σαν παλιά εκκλησία
δείχνει ότι θα πεθάνουμε άνοιξη…
Ντιγκ-ντιγκ το χαμομήλι: κουράστηκα να ελπίζω
ντιγκ-ντιγκ το μολοχάνθι: βαρέθηκα ν’ ανασυχώ
ντιγκ-ντιγκ: τέτοιος ανέκαθεν
ο άνθρωπος
και να μην το γνωρίζω!
Εκείνα τα πατήματα στα ξερά φύλλα
μουκανώντας το βόιδι του Καιρού
η πελασγική τοιχοποιία σ’ όλο το μάκρος της ζωής μου
πλάι-πλάι να την περπατώ
εωσότου η μαύρη θάλασσα φανεί
κι επάνω της ανάψουν σαν βεγγαλικά τα τρία μου άστρα!
Όλα μία σταγόνα
ομορφιάς τρεμάμενη σαν Άθως κρεμάμενος από τον ουρανό
με απέραντη ορατότητα
όπου τα πάντα γίνονται ξεγίνονται
γονατίζει ο Χάρος και ξανασηκώνεται πιο δυνατός
και πάλι πέφτει ανίσχυρος βυθίζεται στα βάραθρα.
Μόνη της η σταγόνα σθεναρή πάνω απ’ τα βάραθρα.
[από τη ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Γιατί όντας αρνητικό του ονείρου φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα]