Λίγο πιο ανοιχτό η πίκρα μου η άλλου ποτέ δεν μοιάζει ακόμη πιο ανοιχτό μια κρύα φωνή σαν μέλλον ο κρυφός ο κήπος με τα οπωροφόρα, το φιλί που αγριεύεται και σκοτεινιάζει, τα μάτια των ανήξερων των ζαρκαδιών ως το πολύ ανοιχτό μάτι κοπέλας του θανάτου… Ευτυχώς που τ’ αυτιά λαίμαργα μεγαλώνουν τον ήχο και τον μετατρέπουν σε χρώμα που κι αυτό πάλι μεθερμηνεύεται σε πολλαπλές αποχρώσεις, με ισάριθμα νοήματα, ικανά να μετατραπούν πάλι σε εικόνες και ούτω καθεξής. Που σημαίνει ότι ο άνθρωπος πορεύεται πάντοτε λίγο πριν και λίγο μετά τις αισθήσεις του.
Τα εφτά λοϊσιμα πράσινα
Το σκούρο σιμωτινό συνάμα κι άπιαστο
Λίγο πιο ανοιχτό η πίκρα μου η άλλου ποτέ δεν μοιάζει
Ακόμη πιο ανοιχτό μια κρύα φωνή σαν μέλλον
Ο κρυφός ο κήπος με τα οπωροφόρα
Το φιλί που αγριεύεται και σκοτεινιάζει
Τα μάτια των ανήξερων των ζαρκαδιών
Ως το πολύ ανοιχτό μάτι κοπέλας του θανάτου
Θ’ αρχίσω με μιαν ήχηση που να φτάνει από το πιο σκληρό μέταλλο έως την πιο λεπτή χορδή, χωρίς ούτε οι απολαύσεις ν’ αποκλείονται ούτε οι ενοχές να επιβάλλονται, αλλά η φύσις να παραμένει φύσις. Υπάρχει ένας τρόπος να μπαινοβγαίνουμε στα καθημερινά γεγονότα, έτσι που το ρούχο μας να μην πιάνεται από τα κλαδιά που απλώνει γύρω μας το συμφέρον, αυτό το επίμονο βήμα σημειωτόν πάνω στο θυμικό μας, η αφαίρεση ενός μικρότατου ευτυχισμού που ο άνθρωπος φυλάγει στα πιο ασφαλή θησαυροφυλάκια της ιδιωτικής του ζωής.
ΣΤΗ ΣΧΟΛΗ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ Εκδόσεις Ύψιλον/ βιβλία 1995)
Αέρας είναι αυτός δεν πιάνεται. Σύμφωνοι. Ο ίδιος όμως από πού πιάνεται; Από την άκρη του σεντονιού της θάλασσας, που τ’ ανασηκώνει κάποτε τόσο ψηλά ώστε για μια στιγμή να βλέπεις την γυμνή πλάτη του ουρανού γεμάτη αφρούς και κοχύλια; Απ’ τις αυλές και τους φωταγωγούς των παλαιών σπιτιών, όπου λουφάζει και μουγκρίζει ολονυχτίς, ώσπου με το πρώτο ξύπνημα ξεσπά και ξετυλίγει μια σειρά κατάλευκους φλόκους στην Πάρο, την Ίο, την Μύκονο; Ή μήπως απ’ τα ξεχαρβαλωμένα πορτοπαραθυρόφυλλα, όπου μάλιστα αν συμβεί και θυμώσει αρχίζει να μιλά και στην παλιομαραγκική; Μπορεί ωστόσο να ομιλεί και στην καθαρόαιμο Ελληνική, αν τύχει και επικρατήσει νηνεμία, οπόταν δεν ξέρεις παρά ν’ αφηγηθείς τα πάθια του Βέλθανδρου και της Χρυσάνζας, για να δεις ν’ απλώνεται γύρω σου μια ζωηρή μικρή θάλασσα, μαϊστρο-τραμουντάνα.
Α τι ωραία που είναι να χαϊδεύεις το χέρι που σε χαϊδεύει και να κρατάς τον αέρα του, για να τον διαθέσεις στο μέλλον, όπως οι παλαιές ανθοπώλισσες μέσα σε πανεράκια προσφέροντας σκουλαρίκια γιασεμιά και γαρδένιες βέρες της μιας στιγμής και του πάντοτε. Άνεμε άνεμε, ο μονογενής της Τήνου και πολύτεκνος των Κυκλάδων, που με λυτό μαλλί κοριτσιών ξέρεις να υπογράφεις και καρένες πλαταγιστές να τυμπανίζεις, κέρνα μας σωφροσύνη απ’ αυτήν που διδάσκει ο υιός της Ήρας. Έτσι ώστε ούτε ο κίνδυνος να γίνεται αντίπαλος του πλου ούτε ο πλους αντίπαλος του κινδύνου.
Μικρέ υιέ της Ήρας, μήπως είσαι και της Αφροδίτης; Μήπως τα ροδάκινα της θάλασσας θάλλουν και στο στήθος σου; Είσαι ο αφανής ευεργέτης των χρωμάτων, ο κλέφτης των συριγμών, ο επιτήδειος των θεσπέσιων θορύβων. Μαζί σου είναι που βλέπουμε σαν ν’ ακούμε κι ακούμε σαν να βλέπουμε κάτι μπλε Ποσειδώνος ή χρυσών Μυκηνών, γα να μην πω για κείνο το ιώδες Αριγνώτας ή τ’ αναπάντεχον οίνοπον ταραγμένου Αδραμυτικού. Ευτυχώς που τ’ αυτιά λαίμαργα μεγαλώνουν τον ήχο και τον μετατρέπουν σε χρώμα που κι αυτό πάλι μεθερμηνεύεται σε πολλαπλές αποχρώσεις, με ισάριθμα νοήματα, ικανά να μετατραπούν πάλι σε εικόνες και ούτω καθεξής. Που σημαίνει ότι ο άνθρωπος πορεύεται πάντοτε λίγο πριν και λίγο μετά τις αισθήσεις του.
Εφτά φορές τ’ αυτιά μεγαλωμένα
Δεν χορταίνουν πέλαγοςΤα εφτά λοϊσιμα πράσινα
Το σκούρο σιμωτινό συνάμα κι άπιαστο
Λίγο πιο ανοιχτό η πίκρα μου η άλλου ποτέ δεν μοιάζει
Ακόμη πιο ανοιχτό μια κρύα φωνή σαν μέλλον
Ο κρυφός ο κήπος με τα οπωροφόρα
Το φιλί που αγριεύεται και σκοτεινιάζει
Τα μάτια των ανήξερων των ζαρκαδιών
Ως το πολύ ανοιχτό μάτι κοπέλας του θανάτου
Του κάθε διαφορετικού δένδρου η φυλλωσιά έχει και τη δική της διάλεκτο, που αν έχεις βγάλει τις πρώτες τάξεις του δημοτικού στην Σχολή των Ανέμων κι έχεις περάσει τον «θρου», τον «ψίθυρο», την «αύρα» θα μπορείς σε μιαν ίσης δεκτικότητας εποχή να βρεις το ανάλογον ενός Φιλόδημου ή ενός Μελέαγρου, ενός Λόγγου ή ενός Λουκιανού. Και μην πει κανείς πως στην εποχή μας η φύση δεν μιλάει πλέον στους νέους της τεχνοκρατίας. Οι νέοι της τεχνοκρατίας δεν μιλούν πλέον στη φύση εξ ου και το ασύνδετο και ασύστατο των μέσων μαζικής επικοινωνίας, όπου σε μιαν εκφραστική φθογγολογικής ανεμοβλογιάς, αλλά προτείνει εις την ρωσική ο Σουηδός και άλλα του επιτάσσει εις την αγγλικήν ο Ιάπων.
Καημένε Αλέξανδρε, που πριν προλάβεις ν’ αποκληθείς Μέγας πήγες να λουστείς στα κατάψυχρα ύδατα ενός ασήμαντου ποταμού, για να αφήσεις ορφανούς από την πιο σημαντική γλώσσα την οικουμένη. Αφάνταστον, αλήθεια! Μ’ άλλα λόγια κάτι ασύλληπτον για τον οποιονδήποτε που δεν συμπίπτει να λέγεται MartinHaidegger. Αλλά ευτυχώς που υπάρχει πλάι στο αφάνταστον και το φανταστικόν, που γίνεται τόσο ευκολότερα κατανοητό για μας όσο δυσκολότερα είναι για την παραμεταγλώττισή του από την οποιαδήποτε μία στις υπόλοιπες αισθήσεις.
Στο βασίλειο της ακουστικής φαντασίας και από την άποψη της απλής ηχολαλιάς, δεν είναι μόνον η «επί φύλλου ανεμική που ανακαλεί κείμενα. Είναι η «εξ ύδατος άδουσα ροή», που αυτή πλέον εκβάλλει κατευθείαν στην εικόνα. Το κατρακυλητό, το μουρμούρισμα, το μινύρισμα με κάθε άκουσμα, προς τα εμπρός, μετατρέπονται σε πολλαπλά σχημάτων παιχνίδια, που, εάν δεν είσαι πρώτου βαθμού άξεστος στην κατηγορία των αισθήσεων, λαλούν με ποικίλους τρόπους και πλουτίζουν απροσδόκητα το οπτικό μας πεδίο. Θαυμάζουμε τον Klee, τον Rothko, χωρίς ν’ αναρωτηθούμε ποτέ με ποιον τρόπο επέτυχαν ν’ αυτοκαθαρθούν. Την απάτη ένας οφθαλμός την δέχεται. Την πονηρία ποτέ. Ευχάριστο δεν είναι το ωφελιμιστικό και ο ζωγράφος ξέρει.
Ψιλοβρέχει στον κατήφορο με τις φτελιές και σε λίγο θωρείς να κατεβαίνει σφυρίζοντας ο ποδηλάτης Ιανουάριος. Τα δυο πλοιάρια έγιναν ένα. Παράδεισος που να έχει κερδηθεί σε λαχείο δεν γίνεται. Στους απανταχού Ιερεμίες φωνάζω χαιρετίσματα. Η μουντζαλιά της Άνοιξης είναι πάντοτε τριανταφυλλιά.
[Κι όμως διαφορετικός θα ήταν ο Μάιος αν αντί να πληρώνουμε και τέλη για την εισπνοή του οξυγόνου του, λαλούσαμε πέτρα και λαλούσαμε νερό με την ελπίδα ν’ αναφανεί μια μέρα ένα καινούργιο άλσος, κατάλληλο να δεχθεί την ταφή μας. Έαρ χρειάζεται και ζωή πλήρης καθαρότητας, για ένα δώρο που κανείς άλλος δεν μπορεί να στο προσφέρει - Αποσπάσματα από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη: Ο ΚΗΠΟΣ με τις ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ]