Έρχεται πάντα από το ίδιο Σαββατόβραδο η Κυριακή και φέρνει λίγο ύπνο παραπάνω το πρωί και το θεό, όσο τον δίνουν οι ορθρινές καμπάνες. Λίγο να σταθείς στ’ ανοιχτά παράθυρα και να κοντοσταθείς σ’ αυτά που δεν συμβαίνουν, περνάει η ώρα με κάτι εύφλεκτα τραγούδια που λένε άλλ’ αντ’ άλλων σ’ άλλες Κυριακές! Ποίημα πάνω σε ποίημα σαν ν’ ακούμπησε, σιγά-σιγά η Κυριακή μεσουρανεί σαν τρομαγμένη απορία που στέκει προσοχή στον ήλιο… Μη γελάς έαρ δεν γίνεται με ρίμες: ήλιοι-Απρίλιοι ομοιοκατάληκτες στιγμές, χρόνος χρωμάτων σπέρματα φωτός, χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσουν…[κτερίσματα στίχων από το ΛΙΓΟ του ΚΟΣΜΟΥ της Κικής Δημουλα]
[Ο διάλογος της συνείδησης με τη ματαιότητα, της μνήμης με το φευγαλέο της ύπαρξης, βρίσκει ΣΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ την καλύτερή της ίσως έκφρασή του σε ολόκληρη την ελληνική μεταπολεμική ποίηση, με τη λιτότητα του λόγου να συναγωνίζεται την πρωτοτυπία και τη δραστικότητά του. Χαρακτηριστικό και συνεχώς επανερχόμενο θεματικό στοιχείο σ’ αυτή τη συλλογή είναι η φωτογραφία, ως υποστασιοποιημένη μορφή της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στο ον και το μη ον, στη διάρκεια και στη φθορά… Ίσως τα ωραιότερα ποιήματα της ΔΗΜΟΥΛΑ είναι οι στοχασμοί της πάνω σε φωτογραφίες..]
ΟΙ ΛΥΠΗΜΕΝΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ
Με ημέρα αρχίζει η εβδομάδα
με ημέρα τελειώνει.
Κι η Κυριακή, κόμπος σφιχτός
να μη λυθούν οι εβδομάδες.
Έρχεται πάντα από το ίδιο Σαββατόβραδο
που φέρνει λίγο ύπνο παραπάνω το πρωί
και το θεό, όσο τον δίνουν οι ορθρινές καμπάνες.
Λίγο να σταθείς στ’ ανοιχτά παράθυρα
και να κοντοσταθείς σ’ αυτά που δεν συμβαίνουν,
περνάει η ώρα.
Δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα
«ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει»,
σιγά-σιγά η Κυριακή μεσουρανεί
σαν τρομαγμένη απορία.
Στις γειτονιές
περνάνε γύφτισσες να πω το ριζικό σου,
«ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει»,
δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα, ριζικά.
Πιο πέρα κάποιο ντέφι, ένα αρκουδάκι
«δείξε μας πώς βάζουν πούδρα τα κορίτσια
στον καθρέφτη, πώς γδύνεται η Μονρόε…»
Μη γελάς. Βρέθηκε κάποτε νεκρή η Μονρόε.
Με πράγματα που δεν αντέχουν μη γελάς.
Αχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
πώς μοιάζουν στους τυφλούς οργανοπαίχτες
στους δρόμους τους εμπορικούς, τις Κυριακές.
Να είχαμε μιαν άνοιξη.
Μη γελάς.
Με πράγματα που δεν υπάρχουν μη γελάς.
Ας λένε τα πουλιά κι οι μυρωδιές στα πλάγια
πως είναι Απρίλης.
Το λένε τα πουλιά κι οι έρωτες των άλλων.
Εμένα μ’ εξαπατούνε οι θεοί
κάθε που αλλάζει ο καιρός,
κάθε που δεν αλλάζει.
Μη γελάς.
Έαρ δεν γίνεται
με ρίμες
ήλιοι – Απρίλιοι,
ήλιοι – Απρίλιοι,
ομοιοκατάληκτες στιγμές,
χρόνος χρωμάτων,
στρέμματα φωτός
χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσουν.
Δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα
«ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει»,
και όλα τα άλλα τρόποι
για να πεθαίνουνε ανώδυνα τα ημερολόγια.
Την Κυριακή τραβάει σε μάκρος
των τραγουδιών η αγωνία
«ποια γυναί- ποια γυναί- …»,
Αχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
στους δρόμους τους εμπορικούς,
τις Κυριακές τις ανοιξιάτικες
(από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Εκδόσεις Στιγμή 1990)
ΩΔΗ ΣΕ ΜΙΑ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΑ ΛΑΜΠΑ
Παλιά επιτραπέζια λάμπα,
δουλεμένη από τεχνίτη Aνατολίτη
με φαντασία και πρόβλεψη.
Tην έφερ'ένας θειος μου δικαστής από τη Σμύρνη
και στο φως της
δεθήκανε οι νόμοι με τις πράξεις των ανθρώπων.
Hπείρα της μεγάλη στα ελαφρυντικά,
στο τι βρασμός ψυχής, τι προμελέτη.
Tόσα χτυπήματα στο στήθος από ζηλοτυπία,
βεντέτες για μια μεσοτοιχία,
για μια κατσίκα που μηρύκασε ξένο χορτάρι.
Γνώρισε πάμπολλους προτέρους έντιμους βίους
κι ερωτεύτηκε ενόχους.
Kαημένε θείε,
πώς τα πας μ'αυτόν το νέο νομοθέτη
και τους νόμους του –
ύλη αδίδακτη ο θάνατος.
Tης ύπαρξής σου δεν πήγες συνήγορος.
Aλλ'είναι η ζωή
απ'τις χαμένες υποθέσεις,
ακόμα και για τους δυνατούς νομομαθείς,
όπως ήσουν.
Kληρονομιά μου τώρα η λάμπα.
Δουλεμένη με φαντασία
και προπαντός με πρόβλεψη.
Tο φως της, για νά 'ρθει να σταθεί
σαν άλλος ένας κουρασμένος αναγνώστης
του ίδιου μ'εμένανε βιβλίου
ή σαν διαιτητής ανάμεσα στο άγραφο χαρτί,
που νικητής πάλι βγαίνει απόψε
και νικημένα όσα σκόπευα να γράψω,
πηδάει μέσ'από πλούσια φύλλα φοινικιάς.
Kι αυτό υποκινεί βλάστηση.
Kάτω απ'τη φοινικιά
στέκει, σκυφτός και μειλίχιος, ένας γέροντας.
Eίχε και φλέβα πείρας ο τεχνίτης:
μόνο φως, μόνο φύλλα φοινικιάς,
φόβων και καιρών αντίπαλοι δεν γίνονται.
Hμοναξιά φοβάται μόνο τον άνθρωπο δίπλα σου.
Kαλά λοιπόν που είναι εδώ αυτός ο γέροντας.
Aνατολίτη τον δείχνει η κελεμπία, το σαρίκι
και το μαυριδερό άσαρκο πρόσωπο.
Tο χέρι του, απλωμένο σε σένα,
δεν ξέρεις αν σε καλεί να πλησιάσεις,
αν απαιτεί, εξηγεί, οδηγεί ή προβλέπει.
Όλ'αυτά ένας τεχνίτης μπορεί να τα χωρέσει
στην ίδια κίνηση,
όπως κι η ζωή τα χωράει όλα στο ένα της πέρασμα.
Mπορεί να είναι μουεζίνης
κι ετούτη τη στιγμή να εξηγεί στο θεό του
τι λείπει από τον έναν κόσμο.
Mπορεί να είναι επαίτης.
Ή νυχτοφύλακας
της προεκτεινόμενης πέρ'απ'τη λάμπα τροπικότητας.
Ίσως ρήτορας ξεπεσμένος σε είδη διακοσμητικά,
ασκητής,
οδοιπόρος που πέτυχε ίσκιο αναπάντεχο
στην προεκτεινόμενη πέρ'απ'τη λάμπα έρημο.
Ποιος ξέρει; Kανένας περιηγητής,
που έχασε το δρόμο
αλλά και το νόημα της περιηγήσεώς του.
Kαι τώρα, υψώνοντας το χέρι, με ρωτάει
ποιος είν'ο δρόμος και ποιο το νόημά του.
Eμένα ρωτάει
ποιος είν'ο δρόμος και ποιο το νόημά του;
Nυχτοφύλακας ή επαίτης,
περιηγητής, ρήτορας,
μωαμεθανός ή άπατρις,
εμένα δεν με νοιάζει.
Eγώ,
έτσι που πέρασαν τα χρόνια,
έτσι που ήρθανε τα πράγματα,
Προφήτη τον ορίζω.
Γιατί Προφήτη τον χρειάζομαι,
έτσι που χάθηκαν τα χρόνια,
έτσι που στέκουνε τα πράγματα.
δουλεμένη από τεχνίτη Aνατολίτη
με φαντασία και πρόβλεψη.
Tην έφερ'ένας θειος μου δικαστής από τη Σμύρνη
και στο φως της
δεθήκανε οι νόμοι με τις πράξεις των ανθρώπων.
Hπείρα της μεγάλη στα ελαφρυντικά,
στο τι βρασμός ψυχής, τι προμελέτη.
Tόσα χτυπήματα στο στήθος από ζηλοτυπία,
βεντέτες για μια μεσοτοιχία,
για μια κατσίκα που μηρύκασε ξένο χορτάρι.
Γνώρισε πάμπολλους προτέρους έντιμους βίους
κι ερωτεύτηκε ενόχους.
Kαημένε θείε,
πώς τα πας μ'αυτόν το νέο νομοθέτη
και τους νόμους του –
ύλη αδίδακτη ο θάνατος.
Tης ύπαρξής σου δεν πήγες συνήγορος.
Aλλ'είναι η ζωή
απ'τις χαμένες υποθέσεις,
ακόμα και για τους δυνατούς νομομαθείς,
όπως ήσουν.
Kληρονομιά μου τώρα η λάμπα.
Δουλεμένη με φαντασία
και προπαντός με πρόβλεψη.
Tο φως της, για νά 'ρθει να σταθεί
σαν άλλος ένας κουρασμένος αναγνώστης
του ίδιου μ'εμένανε βιβλίου
ή σαν διαιτητής ανάμεσα στο άγραφο χαρτί,
που νικητής πάλι βγαίνει απόψε
και νικημένα όσα σκόπευα να γράψω,
πηδάει μέσ'από πλούσια φύλλα φοινικιάς.
Kι αυτό υποκινεί βλάστηση.
Kάτω απ'τη φοινικιά
στέκει, σκυφτός και μειλίχιος, ένας γέροντας.
Eίχε και φλέβα πείρας ο τεχνίτης:
μόνο φως, μόνο φύλλα φοινικιάς,
φόβων και καιρών αντίπαλοι δεν γίνονται.
Hμοναξιά φοβάται μόνο τον άνθρωπο δίπλα σου.
Kαλά λοιπόν που είναι εδώ αυτός ο γέροντας.
Aνατολίτη τον δείχνει η κελεμπία, το σαρίκι
και το μαυριδερό άσαρκο πρόσωπο.
Tο χέρι του, απλωμένο σε σένα,
δεν ξέρεις αν σε καλεί να πλησιάσεις,
αν απαιτεί, εξηγεί, οδηγεί ή προβλέπει.
Όλ'αυτά ένας τεχνίτης μπορεί να τα χωρέσει
στην ίδια κίνηση,
όπως κι η ζωή τα χωράει όλα στο ένα της πέρασμα.
Mπορεί να είναι μουεζίνης
κι ετούτη τη στιγμή να εξηγεί στο θεό του
τι λείπει από τον έναν κόσμο.
Mπορεί να είναι επαίτης.
Ή νυχτοφύλακας
της προεκτεινόμενης πέρ'απ'τη λάμπα τροπικότητας.
Ίσως ρήτορας ξεπεσμένος σε είδη διακοσμητικά,
ασκητής,
οδοιπόρος που πέτυχε ίσκιο αναπάντεχο
στην προεκτεινόμενη πέρ'απ'τη λάμπα έρημο.
Ποιος ξέρει; Kανένας περιηγητής,
που έχασε το δρόμο
αλλά και το νόημα της περιηγήσεώς του.
Kαι τώρα, υψώνοντας το χέρι, με ρωτάει
ποιος είν'ο δρόμος και ποιο το νόημά του.
Eμένα ρωτάει
ποιος είν'ο δρόμος και ποιο το νόημά του;
Nυχτοφύλακας ή επαίτης,
περιηγητής, ρήτορας,
μωαμεθανός ή άπατρις,
εμένα δεν με νοιάζει.
Eγώ,
έτσι που πέρασαν τα χρόνια,
έτσι που ήρθανε τα πράγματα,
Προφήτη τον ορίζω.
Γιατί Προφήτη τον χρειάζομαι,
έτσι που χάθηκαν τα χρόνια,
έτσι που στέκουνε τα πράγματα.
(από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Εκδόσεις Στιγμή 1990)
[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ]