«Μην κόπτετε το πράσινο. Αγαπάτε τα δένδρα» καθώς τ’ αγαπάνε τα πουλιά και η Άνοιξη. Δένδρα χιμαιρικά αυθαίρετα, άρρωστα από αλλοπρόσαλλούς ανέμους. Δένδρα που πέρασαν ξυστά μες στα ταξίδια σας και τα υλοτόμησε το κοφτερό σα πέρασμα. Κι αυτά τα αειθαλή δένδρα που ζούνε μες τα κάδρα σας, τους αναπόφευκτους τοίχους δαμάζοντας. Κι εκείνα των αλσυλλίων τα φιλόσοφα δέντρα, που τους μικρούς και μεγάλους –αλλά ποτέ παντοτινούς- έρωτες επιβλέπουν. Τόσα και τόσα δένδρα. Κι αυτό το έξαφνο, το ένα δένδρο, σ’ ένα κυνηγημένο δρόμο, σαν τούτο δω, ας πούμε, το αποστεωμένο δένδρο, απέναντι στο σπίτι μου –η ερημιά πάντα στην ώρα της- γυμνό, θεόγυμνο –οριστικά χαμένο το παιχνίδι της άνοιξης που μια ανωφέρεια είναι για το βλέμμα μου όταν αρχίζει πίσω από το παράθυρο τον τακτικό περίπατό του στο άδειο –λυπητερά βαράνε τα όνειρα- άδειο περίπατο, καμιά συνάντηση, μόνο το φανελένιο νυχτικό στα σύρματα τα ξεβαμμένα άνθη που φυτεύει στο άδειο. Τόσα και τόσα δένδρα. Κι όλα τα πεπρωμένα, έμμονα δένδρα, που επινοήσατε, που άγνωστο γιατί δεν έπιασαν στων επιθυμιών σας τα τοπία, και τα μεταφυτέψατε στην ποίηση, δένδρα συμβολικά. Μην κόπτετε τα σύμβολα. [ΜΗΝ ΚΟΠΤΕΤΕ ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ, 1963]
[«Κάθε τι ΜΙΑ φορά, ΜΙΑ φορά μόνο. ΜΙΑ φορά και ποτέ πια. Κι εμείς ΜΙΑ φορά μόνο. Δεύτερη ποτέ! Μα τούτη η μια φορά για να ’χει υπάρξει, δεν είναι κάτι που παίρνεται πίσω» R.M.RILKE- Νύχτωσε πάλι όπως χθες. Πάλι όπως χθες νύχτωσε. Χθες. Πάλι. Προσπάθεια μάταιη να χτυπηθεί το νόημα, η αλληλεγγύη του καημού, με όποια μετάθεση των λέξεων με όποια αποδέσμευσή του… Λοιπόν, καλύεταρα να παραμείνουν σε μια πεπατημένη πρόταση και εκ πρώτης όψεως αναίμακτη: Νύχτωσε πάλι όπως χθες]
ΕΠΤΑ ΕΡΓΑΣΙΜΕΣ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΕΣ
Βάσει «των νόμων και περιορισμών»
του υπ’ αριθμ. τάδε πεπρωμένου…
Οκτώ η ώρα το πρωί,
έγγραφα, αντίγραφα εις τριπλούν
και εις μάτην.
Δέκα η ώρα το πρωί
ο ήλιος στο παράθυρο
«υπό τους όρους και λοιπά»,
τους καίει στην περιέργεια του
και στην απροσεξία του
-«κατ’ αύξοντ’ αριθμόν» οι τέφρες.
Ένδεκα η ώρα το πρωί,
ο ήλιος αλλάζει περιέργεια
και παράθυρο
και τροποποιούνται συνεχώς
«τα ισχύοντα μέχρι της τάδε»
-τι φόρτος παρελθόντων!
Δώδεκα η ώρα,
επίφοβη ώρα
τα αγαπηθέντα εκκρεμούν,
και λέω
τώρα θα μεθύσει αυτός ο νόμος
και θα γίνει στίχος,
τώρα θα επέλθει το πρόσωπό σου
-«κατά τα κεκανονισμένα»πάντοτε.
Μιάμιση η ώρα,
θαύματα δεν γίνονται πια,
μόνο αντίγραφα πολλά της προσδοκίας μας
«και «υπό ειδοποίησίν μας»
-συχνά γινόμαστε αφηρημένοι
‘το βραδύτερον εντός δέκα ημερών από σήμερον»
-δαπάναις του μέλλοντός μας
και «κατά παρέκκλισιν» των ονείρων μας.
Δυόμιση η ώρα,
μετά μεσημβρίαν…
Βάσει του υπ’ αριθμ. τάδε πεπρωμένου
τα πρωινά μας
«αποσβέσαμε»
ΚΑΙ ΕΝΔΥΜΑ ΟΥΚ ΕΧΩ ΙΝΑ ΕΙΣΕΛΘΩ ΕΝ ΑΥΤΩ
-Ι-
Αγαπητέ κύριε,
τυχαίνει να περνάτε τακτικά
μπρος απ’ τις ώρες μου
κι εγώ να είμαι πάντα εκεί
και να σας βλέπω
-μεγάλος κόπος για την όραση-
ό,τι περνάει.
Σας βλέπω,
προφταίνω το τρεχούμενο βλέμμα σας
-άρα δεν είναι όλα ξεροπόταμα-
μειδιάτε
-άρα υπάρχουν όχθες-
χαιρετάτε,
ήχος πετούμενος,
και περνάτε.
Εγώ, κύριε,
σας αποδίδω μάλλον
σε φαινόμενο αντικατοπτρισμού
και σε απόηχο ονείρων γυρολόγων.
Οι ώρες μου όμως σας πιστεύουν.
Μόλις φανείτε σταματάνε
μες στα ρολόγια, μες στα δεδομένα,
μες στα οφθαλμοφανή,
μες στη ρευστή τους μοίρα,
σταματάνε,
καταμεσής στην αδειοσύνη τους,
κι εκείνο το σπαρακτικό
«Ιδού ο Νυμφίος έρχεται»
για σας το λένε.
Δικαίως.
Γιατί
ενώ απλώς περνάτε
ενώ σχεδόν στ’ αόρατα συγκαταλέγεστε
κάνετε εντούτοις ένα θαύμα:
τις γεμίζετε.
Πολλές φορές μάλιστα
«εν τω μέσω της νυκτός»
-ΙΙ-
Ως το απόγευμα εκείνο
ποτέ δεν είχε ξεχαστεί
στα βαθιά του προσώπου του.
Το κοίταζε μονάχα με απορία,
όπως κοιτάμε
ένα κλειστό, επ’ άπειρον παράθυρο.
Ήξερε μόνον πως τα μάτια του
ήταν πολύ μεγάλα,
και πως, σαν έβρεχε,
γινόταν της βροχής
η μυστική δίοδος.
Όμως, εκείνο το απόγευμα, ξανοίχτηκε.
Απέραντα ήταν τα μάτια του.
Και πώς της φάνηκε
-εξ ουρανού στιγμή-
πώς της φάνηκαν άραγε
σαν δυο καινούργιες πόλεις υπερούσιες,
άσπρα καμπαναριά ζωής γεμάτες
κι άπταιστους δρόμους προς τη μέρα,
ακηλίδωτη μέρα,
ίχνος Ιούδα πουθενά,
δυο παραθαλάσσιες πόλεις
με θάλασσα καλή
που μόνο φέρνει:
χαιρετισμούς από το νέο κόσμο
αδιάβαστα βιβλία
αδιάβαστους καιρούς
σχέδια να κοπούνε οι ώρες
σε θείο μέγεθος, κι άλλα, κι άλλες
πραμάτειες του ονείρου.
Κι ύστερα πώς της φάνηκε
ότι η φωνή του
ήταν ο ζωτικός, ο πρωινός, ο πρέπων θόρυβος
των πόλεων αυτών,
κι ακόμα
πως οι κινήσεις των χεριών του
τον ακύλιστο χρόνο κυλούσαν
στις πόλεις αυτές.
Έτσι της φάνηκε.
Ώσπου κατέβηκε η ομίχλη.
Αυτή η ανελέητη ομίχλη
που εμφανίζεται συνήθως
στις φευγαλέες ονειρώδεις πόλεις
που οικοδομούμε ανερώτιστα
μέσα σε ξένα μάτια.
-ΙΙΙ-
Πριν από τη χειραψία
η καρδιά στεκόταν πιο εκεί.
Που και που μόνον, όταν
σαν φως τρεμόσβηνε η φωνή του
μέσα σε λέξεις ανεμόδαρτες,
γινόταν στην καρδιά δύσκολο κάπως
τ’ οδήγημα του αίματος
στο ετοιμόρροπο της σχήμα.
Ας πούμε μια μικρή αρρυθμία
που θα μπορούσε να οφείλεται
και σε ακαταστασία του καιρού.
(Λοιπόν, κανένας φόβος ή ελπίδα,
ότι η χειραψία αυτή
ενέχει θέρος).
Το χέρι άτρεμα και γοργά
θα προσπεράσει
το επερχόμενο Άγγιγμα.
(Επομένως ο ήλιος μπορεί
να μένει πίσω από τα σύννεφα).
Όμως το χέρι γίνεται φορτικό και άφρον
μόλις χαρμόσυνα χέρια ανταμώνει.
Γιατί είναι μέθυσο. Είναι
πιο πρωτοπόρο απ’ την καρδιά
στα λάθη. Πιο δυνατό:
αίρει βαρείαν απόσταση –
το πλησίασμα.
Κατά τη χειραψία
και το δικό μου χέρι
φορτικό και μέθυσο.
Καιρό ξεχάστηκε μέσα στο Άγγιγμα.
Μπορεί κι αιώνα,
μετά άλλο πάντα μέτρημα χρόνου.
Τόσο απτή κι εμπύρετη
προσηλιακή κι ευθεία και μεγάλη
η χαραγμένη της ζωής γραμμή
μες στην παλάμη εκείνη.
Κι εκείνη, αφού
τη φορτικότητα υπέμεινε για λίγο,
σαν πλήρωμα του χρόνου
άνοιξε. Είχε αρχίσει
της χειραψίας η αποσύνθεση.
Το χέρι μου, τότε,
σύρθηκε έξω από το Άγγιγμα,
αίροντας
μια ακόμη πιο βαριά απόσταση:
την απομάκρυνση.
-ΙV-
Στα μάτια του
-όταν δεν είναι γήινα-
κινείται μακρόσυρτο πλοίο.
Το βλέπω
όσες φορές αφήνει το κεφάλι του
στα χέρια του,
έτσι, σαν να το κάνει δώρο
σ’ αγαπημένη σκέψη.
Κι όσες φορές θυμάται.
Τρεμουλιαστά οι μνήμες τότε κατεβαίνουν
από τη σκάλα αυτού του πλοίου
σαν ταξιδιώτες που έκαναν
τον γύρο όλης της λήθης.
Πλοίο παράλογο: κάνει
τον πλουν του αγριεμένου χρόνου
όταν χαλάει ο καιρός:
όταν σε νοσταλγία το γυρίζει.
Φεύγει, ένα «περίπου» της μορφής
αλλοτινών πραγμάτων για να φέρει.
Βαθιά τότε αυλακώνεται
η υγρότης των ματιών του,
κι οι επιβάτιδες σκιές
-καπνός, υπόσταση
και μούχρωμα του πλοίου-
την άσαρκη ζωή τους ανεμίζουν,
ώσπου το πλοίο να χαθεί
πίσω απ’ την ουτοπία.
[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ ερήμην μου]