Να έπεφτε η βροχή ραγδαία, ευχόμουν. Να ξεσπάσει. Θα μέναμε έτσι πιο πολύ μέσα στη στοά. Στην πρόφαση. Στο βάθος «μπαρ», καφέδες ποτά, πίκρες εν μέθη. Πιο κει «Ραφείον», καλλιτεχνικά της ζωής σας γυρίσματα, μαντάρισμα του κενού σας άψογο. «Γραφείο μεσιτικό» πιο πέρα, πωλήσεις αγορές, ευκαιρίες αισθημάτων, αιωνιότητες. Κι εδώ, που πιο πολύ σταθήκαμε, της κάθε ανάγκης η βιτρίνα: χρωματιστά σαπούνια, κορνίζες για διαρκείας πρόσωπα, αλυσιδίτσες να τις σπάζει το ασυγκράτητο, φανταχτεροί αναπτήρες προσάναμμα στο βλέμμα σου, κι άφθονα καθρεφτάκια να ’χω το πρόσωπό σου ισάριθμες φορές. Γι’ αυτό ευχόμουν… Μα η βροχή κι εσύ ενάντια στην ευχή μου πέφτατε! [ΠΛΑΓΙΟΣ ΤΡΟΠΟΣ από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ, 1963]
[«Κάθε τι ΜΙΑ φορά, ΜΙΑ φορά μόνο. ΜΙΑ φορά και ποτέ πια. Κι εμείς ΜΙΑ φορά μόνο. Δεύτερη ποτέ! Μα τούτη η μια φορά για να ’χει υπάρξει, δεν είναι κάτι που παίρνεται πίσω» R.M.RILKE- Νύχτωσε πάλι όπως χθες. Πάλι όπως χθες νύχτωσε. Χθες. Πάλι. Προσπάθεια μάταιη να χτυπηθεί το νόημα, η αλληλεγγύη του καημού, με όποια μετάθεση των λέξεων με όποια αποδέσμευσή του… Λοιπόν, καλύεταρα να παραμείνουν σε μια πεπατημένη πρόταση και εκ πρώτης όψεως αναίμακτη: Νύχτωσε πάλι όπως χθες]
ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΠΟΓΕΥΜΑ
Πολλές φορές σε ζήτησε το απόγευμα:
Όταν με βρήκε πίσω απ’ το παράθυρο
να προφητεύω τις συνεχείς σιωπές σου.
Όταν μια βίαιη σκηνή εκτυλίχθηκε
σ’ εμένα ανάμεσα και στο τετελεσμένο.
Όταν προχώρησα στο διπλανό δωμάτιο
κι αυτό το εκάλεσα «φυγή».
Κι άλλες επίμονες φορές σε φώναξε
μέσα από έξι λαϊκά τραγούδια
για πιάνο
και για δύσκολο απόγευμα.
Κι ακόμα τρεις θρηνητικές φορές
όταν τα θέματα σουρούπωσαν,
κι ονόμασα τα μάτια σου
«καθημερινά απογεύματα»
κι όλον εσένα Κυριακή
που είναι πάντα δύσκολη.
ΠΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ Η ΒΡΟΧΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟ ΩΦΕΛΟΥΝ ΟΙ ΑΓΝΩΣΤΟΙ (βροχερό σαββατοκύριακο σ’ εκδρομή)
Η μέρα είχε λόγους να βρέξει…
Η πλατεία του τόπου
έδειξε κατανόηση μεγάλη
τη συνεπήρε το άδειο και το άηχο…
Λοιπόν η μέρα ήταν
μάλλον για τέτοιους χώρους:
«Σφαιριστήρια –Τυχερά Παιχνίδια».
Αίθουσα μεγάλη
-για τις μεγάλες κινήσεις της τύχης-
σκισμένη σε παράθυρα
με θέα προς μαγειρείον
και ποδηλατάδικο.
γεμάτη εγκλήματα ωρών,
κι άνδρες του τόπου,
της Κυριακής,
και της κλειστής πλατείας.
Και από σένα, νεοφερμένε άνδρα.
Με την απότομη έκφραση
δίνεις λαβή στην έκσταση
καθώς μια εξ ύψους παραφωνία
μπαίνεις στην αίθουσα
με μπότες λαστιχένιες ως τα γόνατα
-κάθε σου βήμα κι ένα τρόπαιο-
μ’ ένα πουκάμισο ξεκούμπωτο
απ’ την καρδιά και επάνω,
καθόλου κυριακάτικος
μήτε καθημερινός,
κάπως σαν να έχεις παραπέσει
μες τη βαθιά αίσθησή μου.
Στέκεις μπροστά στο musicbox,
ρίχνεις δραχμή
κι αίσθημα παίζει
σκληρός που είναι ο χωρισμός
-σαν μια καταστροφή του νοητού είσαι-
δραχμή και αίσθημα
σιγανοψιχάλισμα
(η μέρα, εξάλλου,
είχε λόγους να βρέξει)
-σαν αγωγιάτης του παράξενου είσαι-
άλλη δραχμή και αίσθημα
onedaytheraincame
για λογαριασμό μου τώρα,
τι είμαι ασφαλώς
ένας από τους κύριους λόγους
που είχε η μέρα να βρέξει.
ΠΩΣ ΕΡΧΟΜΑΙ Σ’ ΕΠΑΦΗ ΤΟ ΠΡΩΙ ΜΕ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΜΟΥ
Εν πρώτοις
αναβιώνουν τα χθεσινά μου βήματα.
Δεξιά, το διαφιλονικούμενο οικόπεδο
κι ο πρώτος μορφασμός της μέρας.
Αριστερά, στην πόρτα
νεόδμητης πολυκατοικίας,
τα κοινόχρηστα:
ο θυρωρός κι η ατμόσφαιρά της.
Πιο πίσω η εντύπωση:
σαγρέδες και απλίκες
δίκην άνθους.
Και μέσα,
σε δυνατότητες τριών ή δύο δωματίων,
ή σε συναίσθημα υπογείου,
ο εσωτερικός της κόσμος
στεγασθείς
από εφάπαξ και εισοδήματα ονείρων.
Μετά περνώ, για ένα διάστημα,
μπροστά από μονοκατοικίες ενδόμυχες.
Πολλές υποπίπτουν
στο σφάλμα του διωρόφου
στο επάνω στεγάζεται
ο χρόνιος πόθος του ισογείου.
Κι εκεί, γωνία Αίγλης και Πυθίας,
το υποσυνείδητο παντοπωλείου:
ταβέρνα, ακόμη μεθυσμένη από το βράδυ
Τραπέζια τσίγκινα, ελαφριά, να υψώνονται
εύκολα στην στάθμη της μέθης, σύσσωμα:
με τα ποτήρια, με το μέσον και τα αίτια.
Χωρητικότητος πέντε ψυχών το πολύ, που
σε κρίση πίκρας παραβιάζεται.
Κι αν δεν ξέχασα τίποτε
πάλι σπίτια,
μέχρι το ανθοπωλείο,
για τις κοινωνικές στιγμές του δρόμου
και το αίσθημα.
Ο δρόμος αυτός
χύνεται στην πλατεία.
Αναπαράστασή του
σε κυκλική διάταξη.
Προστιθέμενου του φωτογραφείου
για των μορφών την ανατύπωση:
μια έγχρωμη σειρά χρόνου εν πλω
μετά από μια αναμνηστική περιοδεία του
στη συνοικία μου,
[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ ερήμην μου]