Μικρό πουλί –συσσωρευτής των ήχων- μελοποιεί μες τη παλάμη της αυγής την αιδώ της άβγαλτης ώρας και τη λύπη του ύπνου μου, που, απόψε, ύπτιος αφού εδιάβασε μακροσκελή σκοτάδια, στίβος έγινε όπου η νύχτα κάποιο απρόθυμο όνειρο γύμναζε για την ανάδειξη του προσώπου σου. Αυτό το πρόσωπο για να δείξει θέλει κορνίζα αιμάτινη… [ΑΝΑΔΕΙΞΙΣ από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ, 1963]
[«Κάθε τι ΜΙΑ φορά, ΜΙΑ φορά μόνο. ΜΙΑ φορά και ποτέ πια. Κι εμείς ΜΙΑ φορά μόνο. Δεύτερη ποτέ! Μα τούτη η μια φορά για να ’χει υπάρξει, δεν είναι κάτι που παίρνεται πίσω» R.M.RILKE- Νύχτωσε πάλι όπως χθες. Πάλι όπως χθες νύχτωσε. Χθες. Πάλι. Προσπάθεια μάταιη να χτυπηθεί το νόημα, η αλληλεγγύη του καημού, με όποια μετάθεση των λέξεων με όποια αποδέσμευσή του… Λοιπόν, καλύεταρα να παραμείνουν σε μια πεπατημένη πρόταση και εκ πρώτης όψεως αναίμακτη: Νύχτωσε πάλι όπως χθες]
ΠΑΣΧΑ ΠΡΟΣ ΣΟΥΝΙΟ
Η θάλασσα ψύχραιμη και ασύσπαστη
λες κι από τις άκρες της σφιχτά
την έπιασε η στεριά και την τεντώνει.
Στην άκρη του γκρεμού,
που συγκρατεί το θέαμα,
ευωδιάζει ο ίλιγγος
κατρακυλούν αυτοκτονίες…
Αριστερά, η εποχή,
σε μια ακατάσχετη επιφοίτηση χρωμάτων.
Κι εκεί, προσκυνητάρι κατηφές,
έναν Χριστό, μη αναστάντα προφανώς, εγκλείει.
Γιατί στεφάνι εκ πλαστικού
επάνω του ακόμα ξεχασμένο
το πάθος της Σταυρώσεως παρατείνει.
Περί διαγενομένου του Σαββάτου,
Μαγδαληνής, Σαλώμης, και αρωμάτων
ιδέαν δεν έχει.
Σύμπτωσις:
Κι απ’ την καρδιά μου ο λίθος
ουκ αποκεκύλισται
ην γαρ μέγας σφόδρα
ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ
Φίλος
με ανεξακρίβωτη την έκφραση
με βλέμμα που, συχνά,
μεταναστεύει,
συνδρομητής της τέχνης
και του ωραίου γενικώς,
με ιδιαίτερη εκτίμηση
στο ποίημα του Έλιοτ «Φλησβάς»,
έχει παρ’ όλα αυτά, μετατεθεί
σε μακρινή επαρχία
Φεύγοντας
παίρνει μαζί του τα απαραίτητα:
αποχαιρετιστήριες εκφράσεις,
την «Έρημη Χώρα»,
ένα γλυπτό για εταζέρα κι αναπόληση,
και προπαντός το μαγνητόφωνο,
να περιστρέφει το τακτόν
υψίσυχνα, μετατρεπτά,
στα τελευταία σουξέ.
ΤΙ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΜΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΚΙ ΕΝΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Σε γλίτωσε απ’ το παρελθόν
μια άσχετη εντελώς συζήτηση
περί φιλαργυρίας και ανέμων.
Κάποιος μιλούσε τις προάλλες
γι’ ανθρώπους, για φταιξίματα ζωής,
για στίχους, Αφρικές
και για τυφώνες.
Και κάπου εκεί ανάμεσα
έπεσε το φευγάτο όνομά σου
-χρόνια της λήθης υποχείριο-
πάνω στην απροφύλαχτη στιγμή.
Έπεσε, και διαλέγοντας
απ’ όλες τις οδούς τη συντομότερη
-της αναμνήσεως- κύλησε
από Αφρικές, από φυτείες,
και από ήλιους πλεονάζοντες,
και σ’ έφερε, παρά τη θέλησή σου,
λεπτομερώς ωραίον,
σχολαστικά απαράλλαχτον,
επακριβώς απατηλόν.
Σ’ έφερε μπρος στο συνυπεύθυνο Φθινόπωρο,
που υποθάλπει μια Δευτέρα Παρουσία
στ’ απολωλότα όνειρα.
Κάτι τι σου είπε η βροχή, κάτι τι σου είπε ο Σεπτέμβρης, κι έγινε η μορφή σου τζάμι θολό, που πίσω του μπορεί κανείς ανενόχλητα μήνες απρόοπτους να περάσει… [ΕΠΙΡΡΟΕΣ]
[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ ερήμην μου]