Πέτρα παριανή στις φλέβες όπου δείχνει το κατάρτι… Αχτίδες με λευκά τα επάνω σύννεφα.., πράσινο μάλαμα και φυλλωσιά πουλιού που κοιτάζει το νερό μέσα απ’ τα καλάμια… Ψυχή ακατοίκητη όθε χελιδόνι μόνο μου ’φερες ένα δάκρυ… τώρα πένθος… σπηλιά που μόλις έσπασε κι έχει δένδρων παλαιών όνειρα… όπως νησί από κύματα κι εκεί άκρη-άκρη του γυαλού αλειμμένοι Σελήνη σαν Αιθίοπες… ψηλά… των άστρων οικογένειες άστεγες και χάρτες που ζωγραφίζουν άγγελοι μ’ αόρατη δεξιά… σαν πάντοτε [κτερίσματα στίχων από το ΜΙΚΡΟ ΝΑΥΤΙΛΟ του Οδυσσέα Ελύτη, από την ενότητα ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ]
Κάποτε δεν είναι παρά μια λάμψη πίσω από τα βουνά –κει κατά μέρος του πελάγου. Κάποτε πάλι ένας αέρας δυνατός που άξαφνα σταματάει έξω από τα λιμάνια. Κι όσοι νογούν, το μάτι του βουρκώνει: ΧΡΥΣΕ ΖΩΗΣ ΑΕΡΑ ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΦΤΑΝΕΙΣ ΩΣ ΕΜΑΣ; Κανένας δεν ακούει, κανένας. Όλοι τους πάνε κρατώντας ένα εικόνισμα και πάνω του η φωτιά. Κι ούτε μια μέρα, μια στιγμή στον τόπο αυτόν που να μη γίνεται άδικο και φονικό κανένα. ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΦΤΑΝΕΙΣ ΩΣ ΕΜΑΣ; Είπα θα φύγω. Τώρα. Με ό,τι να ’ναι: τον σάκο μου τον ταξιδιωτικό στον ώμο, στην τσέπη μου έναν Οδηγό, τη φωτογραφική μου μηχανή στο χέρι. Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρω ποιος είμαι. Τι δίνω, τι μου δίνουν και περισσεύει το άδικο ΧΡΥΣΕ ΖΩΗΣ ΑΕΡΑ… [κτερίσματα στίχων από το ΜΙΚΡΟ ΝΑΥΤΙΛΟ του από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη].
ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ
-9-
Το ’χεις άραγε συλλογιστεί ποτέ
Το σταφύλι την ώρα που σε σχηματίζει ο έρωτας
Όπως τον σταλακτίτη ο χρόνος; Και το πορτοκάλι το έχεις
Δει να σαλεύει στα όνειρά σου
Μια η Μαρία – δυο το νέο φεγγάρι
Το φύλλωμα όλο ακόμη σκοτεινό
Βαρύ από θάνατο που δεν επρόκανε ν’ αραιώσει;
Τι σημαίνει
Να ’σαι από σπίτι όπως από πελέκι πεύκου ο τζίτζικας
Πόσο εξίσου ασήμαντος κι έτοιμος για χαμό
κι έτοιμος για διάρκεια μες στον χρυσόκαιρο είσαι;
Παιδί –που θα με πεις εμένα! Παίξε αν κοτάς
Κάνε μου το φυτό – τυλίγα μου τον άνεμο
Έμπα στον ύπνο μιας παρθένας και φέρε μου το ρούχο της
Σα σκύλος μες στα δόντια. Ή αν όχι, τότε
Γάβγισε, γάβγισε πίσω απ’ τη σκιά σου
Όπως εγώ ζωή ολόκληρη μέσα στα μεσημέρια.
-10-
Μιλώ με την υπομονή του δένδρου που ανεβαίνει
Μπρος απ’ το συνομήλικο παράθυρό του
Που του ’χει φάει ο αέρας τα παντζούρια
Κι όλο το σπρώχνει στ’ ανοιχτά κι όλο το βρέχει
Με νερό της Ελένης και με λόγια
Χαμένα μες τα λεξικά της Ατλαντίδας
Ένας εγώ – και η Γη από το άλλο μέρος
Το μέρος της καταστροφής και του θανάτου.
Το δένδρο που με ξέρει λέει «κρατήσου»
Συνάζει σύννεφα και τους κρατάει παρέα
Όπως εγώ στ’ άσπρο χαρτί και στο μολύβι
Τις νύχτες που δεν έχουνε ρολόι να δούνε
Τι πάει να πει «δεν πρέπει», «δεν αρμόζει».
Εγώ έχω δει παρθένες κι έχω ανοίξει
Το χνουδερό τους όστρακο να βρω το μέσα μέρος
Το μέρος της καταστροφής και του θανάτου
-12-
Λίγο για μια στιγμή να παίξεις πάνω στην κιθάρα σου
Τα ονόματα της Παναγίας και θα δεις
Ε, ε Χρυσομαλλούσα
Ε, ε Χρυσοσκαλίτισσα
Να ξεπετιέται πάλι το βουνό με τ’ άσπρο σπίτι στην πλαγιά
Τ’ άλογο με τα δυο φτερά
Και η άγρια φράουλα της θάλασσας
Λάμπουσα και Κανάλα μου και Παραπορτιανή μου
Θα δεις την πράσινη ψαρόβαρκα σκαμπανεβάζοντας να χάνεται μέσα στ’ αραποσίτια
Το Μήτσο με τις τρίχες και με τις αλεπουδίτσες στο λαιμό
Ε Παναγιά Τα Μάγκανα
Ε Παναγιά Τόσο Νερό
Να βλαστημάει και ν’ ανεβάζει ανίδεος μες στα δίχτυα του
Τέσσερα – πέντε αρχαία ελληνικά
Το τέλλεσθε και το νηυσί, το μέλεα και το κρίναι σα
Καρυστιανή κι Ακλειδιανή
Δαφνιώτισσα κι Αργιώτισσα
Που μια στιγμή τα παίζεις πάνω στην κιθάρα σου
Κι απ’ τ’ αναμμένο πέλαγο αντικρύ σου ακούς
Έι Κρουσταλλένια έι Δροσιανή
Έι Παναγιά του Νίκους
Να σχίζεται στα δυο τ’ ουρανού το καταπέτασμα
Κι ένας παμπάλαιος έφηβος απαράλλαχτος εσύ
Να κατεβαίνει – κοίτα:
Στα κύματα μ’ ένα καμάκι ορθός και στους αφρούς να πλέει
Σπηλιώτισσα και Μερσινιά και Θαλασσίτρα μου έι!
-13-
Φυλαγμένα μέσα μου για πάντα
Στη διάθεση του καθενός: ο βόρειος βράχος
Ορμώντας αλλά ακίνητος
Η μοναξιά των ιερών κυμάτων
Κι ο χθόνιος ύπνος τέσσερις φορές
Πιο δυνατός μ’ ένα δικό του Δία που κεραυνοβολεί
Πάνω σε μιαν αθέατη άσπρη παραλία.
Σήματα στον αέρα: ζήτα –ήτα –ωμέγα
(ψηλά την ώρα που σε μέγα βάθος
Αφρίζοντας περνά μία Σίκινος)
Αέναα να μεταδίδουν ότι
Λανθασμένα ηχεί μέσα στο σώμα ο πόνος
Και τον κίνδυνο –αρκεί να ’σαι οιακοστρόφος
Δεινός ή να ’σαι Ικτίνος κι ευθύς καθηλώνεις.
-14-
Στην Εμορφιά την Παναϊαν το δίπολον αστέρι
Όπου κρατεί περίστερον και λάμπει της το χέρι!
Τώρα που ο νους απαγορεύεται και οι ώρες δε γυρίζουν από κήπο σε κήπο η σκέψη μου δειλή σαν τριανταφυλλιά πρωτάρα που αρπάζεται απ'τα κάγκελα δοκιμάζει απαρχής ν'αρμόσει πάλι με σταγόνων σφήνες λαμπερών τα παμπάλαια πράσινα και τα χρυσά κείνα που μέσα μας έχουν παντοτινές δεκαεφτά Ιουλίου ν'ακουστεί και πάλι της Αγίας Μαρίνας το νερό στις πέτρες, ο ύπνος που μυρίζει ζευγάρι αγκαλιασμένο, η φωνή μια φωνή σαν της Μητέρας και ξανά ξυπόλυτη να βγει να περπατήσει πάνω στις πλάκες του Μεσολογγιού η Ελευθερία, έτσι καθώς την εχαιρέτησε για λόγου μας -καλή του η ώρα- ο ποιητής και κάναμε από τότε Ανάσταση.