Φαίνεται πως το τέτοιο πάθος τους είναι ανεπανόρθωτο και κανείς δεν ξέρει αν έρθει ο πόνος να γδυθεί μαζί τους. Ω μεθυσμένο μονοπάτι που έψαξες έψαξες την τρυφερότητα στα δάχτυλα του κόπου και σε τρόμαξαν οι αυγές που χάραξαν ριψοκινδυνεύοντας το φως τους τυλιγμένο δάσος κάτω απ’ τη σιωπή… Και κανείς δεν ξέρει από πού ανοίγει αυτό το στήθος, κανείς δεν ξέρει από πότε άρχισε να ζει
Οι κλεψύδρες του αγνώστου (από τη συλλογή ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1940)
Ένα σπιτάκι, δυο σπιτάκια, η φούχτα που άνοιξε από τη δροσιά και μυρώνει τα πάντα
Φλόγες και φλόγες τριγυρνούν ξυπνώντας τις κλειστές πόρτες των γέλιων
Είναι καιρός να γνωριστούνε οι θάλασσες με τους κινδύνους
Τι θέλετε ρωτά η αχτίδα, και τι θέλετε ρωτά η ελπίδα
κατεβάζοντας τ’ άσπρο της πουκάμισο
Μα ο άνεμος στέρεψε τη ζέστη, δυο μάτια σκέπτονται
Και δεν ξέρουν πού να καταλήξουν είναι τόσο πυκνό το μέλλον τους.
Μια μέρα θα ’ρθει που ο φελλός θα μιμηθεί την άγκυρα και θα κλέψει τη γεύση του βυθού
Μια μέρα θα ’ρθει που ο διπλός εαυτός τους θα ενωθεί
Πιο πάνω ή πιο κάτω από τις κορφές που εράγισε το αποψινό τραγούδι
Του Εσπέρου, δεν έχει σημασία, η σημασία είναι αλλού
Ένα κορίτσι, δυο κορίτσια, γέρνουν στα γιασεμιά τους κι αφανίζονται
Μένει ένα ρυάκι να τα εξιστορήσει μα έσκυψαν να πιουν εκεί ακριβώς οι νύχτες
Μεγάλα περιστέρια και μεγάλα αισθήματα καλύπτουν τη σιγή τους
Φαίνεται πως το τέτοιο πάθος τους είναι ανεπανόρθωτο
Και κανείς δεν ξέρει αν έρθει ο πόνος να γδυθεί μαζί τους
Σπανίζουνε οι παγίδες, άστρα γνέφουνε στους εραστές τα μάγια τους
Όλα σκιρτούνε, συσπειρώνονται –ήρθε φαίνεται πια η αθανασία
Που ζητάνε τα χέρια σφίγγοντας τη μοίρα τους που άλλαξε το σώμα κι έγινε άνεμος
Δυνατός – η αθανασία φαίνεται ήρθε.
Μια σκληρή φωνή κατοίκησε σ’ αυτή την πεδιάδα
Μια βουλιαγμένη σαύρα σύρθηκε στην επιφάνεια
Εσείς πού ήσαστε όταν κόπηκε ο λαιμός μιας τέτοιας μέρας
Πού ήσαστε, φύλλα με φύλλα, σιγοπερπατάει ο κόσμος
Σκάζουν τα φρούτα στο κατώφλι ενός λυγμού
Κανείς δεν αποκρίνεται
Ω μεθυσμένο μονοπάτι που έψαξες έψαξες την τρυφερότητα
Στα δάχτυλα του κόπου και σε τρόμαξαν οι αυγές που χάραξαν
Ριψοκινδυνεύοντας το φως τους τυλιγμένο δάσος κάτω απ’ τη σιωπή
Μήτε ριγμένα ζάρια δεν ξαμώνουν κατά τέτοιο τρόπο την έμπνευση
Μήτε στυμμένοι θόρυβοι δεν εξαντλούνε κατά τέτοιο τρόπο την πνοή
πολύχρωμα φουγάρα πέμπουνε την άπιαστη μελαγχολία τους
Στις αψίδες που τρέμουν, τρέμουν τα πουλιά επιδίδονται στο μέτρημα των ονείρων τους
Ακούγεται η κωπηλασία στην τέφρα που άφησε σημάδια νεότητας
Και κανείς δεν ξέρει από πού ανοίγει αυτό το στήθος
Και κανείς δεν ξέρει από πότε άρχισε να ζει
Στις σγουρές αγωνίες τους νιώθουνται οι φωνές αποκεφαλισμένες
Που τρυπούνε το έδαφος πύρινα κλαδιά μιας πολιτείας υδάτινης
Ω Γαλήνη που λύνεσαι, ρευστή παρουσία στις κόρες των ματιών
Στις αρπάγες του ύπνου στα μελίσσια των χωρών της θύμησης!
Διψώ ένα στόμα να μου πει: ΟΥΡΑΝΟΣ και να παλεύουμε μαζί στο Δέλτα των Ελπίδων. Να σαλπάρουν αν τους πει ο Έρωτας – τα λόγια, που μαζεύω – σήμερα είμαι νέος, αυτό μου αρκεί, αυτό μου δίνει το αίμα μου πιο κόκκινο, ένα χελιδόνι κόκκινο, ένα γράψιμο κόκκινο, θα ’ρθουν πολλές γυναίκες να το μοιραστούν ώσπου να γίνουν διάφανες, θα ’ρθουν πολλές ματαιότητες για να τις μοιραστούμε… κι όλο το μυστικό αληθεύεται σιγά σιγά, γλυκά γλυκά γίνεται μέρα, σώμα ζωντανό, ύπαρξη, άνθρωπος (κι έτσι) βρίσκει ένα νόημα η ζωή να μετριέται με σφυγμούς κι η χαρά της με απέλπιδες χειρονομίες… Ω χαρά τραυματισμένη, μιας στιγμής χωρητικότητα που κλονίζει αιώνες!
Καλημέρα ποταμάκι μου, είμαι μονάχος, είμαστε κι οι δυο μονάχοι μας
Τα κρύσταλλα ευωδιάσανε, τώρα μας λείπει μόνο ένα καράβι
Ένα μαντίλι μόνο για να διαγνώσουμε το τέλος
Γιατί τόσους φακέλους έλαβα γεμάτους σύννεφα και θύελλες
Που διψώ ένα στόμα να μου πει: ουρανός, και να πλεύσουμε μαζί στο δέλτα των ελπίδων…
Έτσι θα βγούμε απ’ το μυαλό μας, οι κισσοί μεγάλωσαν τους τοίχους του απογέματος
Με άμμο βαφτίστηκαν τα λόγια στις καρίνες βάφτηκαν κατράμι έτοιμα
Να σαλπάρουν αν τους πει ο Έρωτας – τα λόγια
Ω ποταμάκι ποταμάκι, καλημέρα του ήλιου απάνθισμα της εξοχής
Κατά πού θαυμάζεται ο άνεμος πες μου κατά πού ξεχύνονται οι κελαηδισμοί
Ποιαν όχθη αρέσουν, σήμερα είμαι νέος
Είμαι καλός ως τις πηγές του γέλιου μου, εκτοξεύω χίμαιρες
Ριπίδια δυσανάγνωστα, τεφτέρια κάτασπρα καμωμένα γι’ αγγέλους
Κι από κάθε αδιαφορία σέρνεται μια ξεσχισμένη ευχή
Που μαζεύω – σήμερα είμαι νέος, αυτό μου αρκεί
Αυτό μου δίνει το αίμα μου πιο κόκκινο, ένα χελιδόνι κόκκινο, ένα γράψιμο κόκκινο
Θα ’ρθουν πολλές γυναίκες να το μοιραστούν ώσπου να γίνουν διάφανες
Θα ’ρθουν πολλές ματαιότητες για να τις μοιραστούμε
Η εύθυμη φασαρία μοιάζει ατέλειωτη, σπίθες αγγίζουν τα μετέωρα μέτωπα
Κι όλο το μυστικό αληθεύεται σιγά σιγά, γλυκά γλυκά γίνεται μέρα
Σώμα ζωντανό, ύπαρξη, άνθρωπος
Που μαζεύει το έλεος λίγων στιγμών σε μια κλωστή ασυγκίνητη – ποια να ’ναι
Δένδρα σώπασαν, πέτρες μοιάσανε στις πέτρες, καβαλάρηδες έφυγαν
Ψάχνουν τα μάνταλα μιας άλλης πύλης, μα ποια να ’ναι αυτή
Σε ποιο καρδιόχτυπο άραγε να βρίσκεται, κλείνουν οι ελπίδες τα παράθυρα, βραδιάζει ο πόνος
Κι όμως πρέπει να βρει ένα νόμισμα η ζωή
Αφού δεν είναι ο έρωτας, αφού δεν είναι ο έρωτας
Ο έρωτας ποιος είναι – η ζωή μετριέται με σφυγμούς, η χαρά με απέλπιδες χειρονομίες
Μύλοι απάνω στις κορφές άσπρισαν τα ταξίδια τους
Η ζωή μετριέται με παλμούς, πάλλεται η λυμένη ζώνη της εσπέρας
Φεγγίζουν γοητείες στα μάκρη, μια βαρκούλα χάνεται ευχαριστημένη
Κανένα κύμα δεν κρατάει στο στήθος του κακία
Οι άνθρωποι μοιάζουν, παρομοιάζονται με τις κραυγές των φάρων
Φεύγουνε για να παν αλλού και βγαίνουνε στη θάλασσα
Ποια θάλασσα
Να ’ναι αυτή που δε θυμάται τις λευκές στιγμές της μα ξαναμασάει τα λόγια της
Αυτές που γίνανε σεντόνια και χτυπούν στον άνεμο
για να στεγνώσουν και ξαναχτυπούν στον άνεμο για να ’ναι οι γλάροι
Δίπλα τους, στο πλευρό τους, ποιες να είν’ αυτές
Ποιος κόπος ήρεμος, ποια σπασμένη ενότητα, ποιος θρήνος
Ω χαρά τραυματισμένη, μιας στιγμής χωρητικότητα που κλονίζει αιώνες
Που ζυγίζει στο χνούδι τις ερεθισμένες αιώρες
Όταν τα γέλια μυτερά σπάνε τα τσόφλια της αυγής αγγέλλοντας το ηλιόβγαλμα
Κι όλο το πρόσωπο της γης λάμπει από μαργαρίτες
Όχι, δεν είναι σήμερα η στερνή μας λέξη, δεν τελειώνει ο κόσμος
Δεν λιώνει σήμερα η ελπίδα μου, με χλωρά σπαρτά γεμίζει τις φωλιές των ήχων
Εύθυμα στόματα φίλησαν κορίτσια, στα κεράσια κρέμασαν την ηδονή
Δένδρα μεγάλα στάζουνε ήλιο είναι άκακα και σκέπτονται σαν ήσκιοι που τρέχουνε
Για κάτι ωραίο –σήμερα είναι ωραίο το προβαλλόμενο όραμα
Δροσερό μεσημέρι αφησμένο σα βάρκα που έπλευσε όλο το πάθος
Στοιβαγμένη τραγούδια και σινιάλα που τρέμουν σε βουνοκορφές
Μακριά-μακριά είναι οι μαρμάρινες επαύλεις των γυμνών γυναικών
Η καθεμιά τους ήτανε άλλοτε σταγόνα
Η καθεμιά τους είναι τώρα φως
Περνούνε το φουστάνι τους όπως περνά η μουσική στους λόφους το στεφάνι της
Και ζούνε μες στον ύπνο τους κισσούς που ζώνουν
Μακριά-μακριά είναι οι καπνοί των λουλουδιών οι οριζόντιες λίμνες των ναρκίσσων
Τιμονιέρηδες κεφάτοι οδηγούν εκεί τα σκάφη των γοητειών
Γερμένοι στο’ να τους πλευρό – το άλλο τους είναι θαλερός τόπος ευωχιών
Τόσες δα μέλισσες και τόσες δα κλεψύδρες ιστορούνε κι υφαίνουνε το ανθρώπινο είδος
Σ’ ένα πελώριο διάστημα χύνεται το φως
Γεμίζει οράματα γλυπτά κι είδωλα φέγγους
Είναι τα μάτια πια που κυριαρχούν – η γη τους είναι απλή και κορυφαία
Καλοσύνης κοιτάσματα ένα-ένα, σα φλουριά κομμένα μες τον ήλιο
Μεσ’ στα χείλια, μεσ’ στα δόντια, ένα-ένα τ’ αμαρτήματα
Της ζωής, αγαθά ξεφλουδισμένα.
στ (υπάρχει ένα στήθος που χωράει τα πάντα)
Νιώθω στους ώμους της ζωής το σκίρτημα που βιάζεται ν’ αδράξει το έργο
Νιότη που θέλει άλλη μια ευκαιρία αιωνιότητας
Και στην εύνοια των ανέμων ρίχνει το κεφάλι της αδιαφορώντας
Υπάρχει ένα στήθος που χωράει τα πάντα, μουσική που κυριεύει, στόμα που ανοίγει
Σ’ άλλο στόμα – κόκκινο παιχνίδι κλαδεμένο απ’ τον ίλιγγο
Ακόμα ένα φιλί και θα σου πω για ποιο σκοπό τις σιωπές μου μάτωσα έτσι
Ακόμα ένα χιλιόμετρο και θα σου δείξω γιατί βγήκα σ’ ένα τέτοιο αγνάντεμα
Όπου πεθαίνεται ο λυγμός ζητώντας άλλα αστέρια
Ψάχνοντας με φθαρτές χειρονομίες την άμμο που άφησαν ανασκαμμένη των ερώτων οι σπασμοί
Δόθηκαν τα φτερά στα δευτερόλεπτα
Φεύγει ο κόσμος, άλλος έρχεται, στην παλάμη του διαβάζει ρόδα και γιορτές
Φεύγει ο κόσμος είμαι σ’ ένα κύμα του, εμπιστεύομαι όλος στη φορά του
Μέτωπα φέγγουν, δάχτυλα ερευνούν τον ύπνο που πιστεύουμε
Μα ποια βουή, ποιο σπήλαιο είναι αυτό που καλεί την αγνότητα
Γλάρου στιγμή οριζόντια επάνω από τα πάθη, βάρκα ευτυχισμένη, ορμητήριο αναπάντεχο
Θα βγω στις άσπρες πύλες του μεσημεριού χτυπώντας με λαλιές τα γαλανά αναστάσιμα
Κι όλα τα κρύα νησιά θ’ ανάψουν τα μαλλιά τους για να σεργιανίσουν
Με αθώες φλόγες και με βότσαλα τα ερωτικά πελάγη
Θα μηνύσω στα γυμνά καλοκαίρια την πιο σίγουρη στιγμή της πλώρης
Που χαρούμενη σχίζει τις υγρές ελπίδες των απλών καλών ανθρώπων.
Στην κουπαστή του ύπνου ο άνθρωπος
Τυχερός αιχμάλωτος μιας φλόγας που αθωώνεται
γράφοντας τ’ αρχικά της στο σκοτάδι
Απλωμένο σ’ άλλον κόσμο των κλειστών βλεφάρων προνομιούχο
Πιο κοντά στην κλειδαριά
Μεγάλου μυστικού που ανύποπτο σαλεύει προς τη λύτρωση
Εφαρμόζει ο πόθος της εικόνες του, ζωή που υπάρχει σ’ άλλη ζωή
Αίμα που τρέχει από τα μάτια μου, στις πράξεις των ηρώων του (άστρο εχέμυθο)
Και τρέμει ο μόχθος των χεριών μου, υψώνεται ως τα χρώματα του θυρεού της λήθης
Βλέπω το γέλιο που έγραψε τη μοίρα του
Βλέπω το χέρι που έδωσε το ρίγος του
Και τυλίγομαι σύννεφα που εύκολα ξεδιαλύνει μια φτυαριά ουρανού καθάριου
Έμπιστο φως ξαναγεμίζεις το άλσος μου, έτοιμος είμαι στο προσκάλεσμά σου
Είμαστε δυο, και παρακάτω η ακροθαλασσιά πάλι με τις πιο γνώριμες κραξιές των γλάρων
Όπου κι αν βάλω πλώρη εδώ αράζω, το σκοτάδι με χρωστάει στο φως
Η γη στη θάλασσα, η φουρτούνα στη γαλήνη
Κρεμασμένος απ’ τα κρόσσια μιας αυγής που εξάγνισε τα νύχτια παρελθόντα
Γεύομαι τους καινούργιους ήχους, άθλους της δροσιάς που επίστεψαν στα δένδρα
Μια χλωρή παρουσία προχωράει στις ρίζες της κι αποκτάει τη μέρα
Σαν καρδιά που μπαίνει πια στη θέση της
Σα γυναίκα που νιώθει πια τα νιάτα της
Και χαράζει ανοίγοντας τους κόσμους των ματιών της ηδονή ανεξάντλητη
Μέρα ξανθή, του ήλιου ανταμοιβή και του Έρωτα
[Από το ελάχιστο φτάνεις πιο εύκολα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίζεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. Έτσι μπορεί να νιώσει κανείς την παρουσία της ηδονής ως μέσα στις κόρες των ματιών του, των ματιών του που ρέουνε από την πλάτη του έρωτα]
α (είναι καιρός να γνωριστούνε οι θάλασσες με τους κινδύνους)
Θυμώνει ο ήλιος, ο ίσκιος του αλυσοδεμένος κυνηγάει τη θάλασσαΈνα σπιτάκι, δυο σπιτάκια, η φούχτα που άνοιξε από τη δροσιά και μυρώνει τα πάντα
Φλόγες και φλόγες τριγυρνούν ξυπνώντας τις κλειστές πόρτες των γέλιων
Είναι καιρός να γνωριστούνε οι θάλασσες με τους κινδύνους
Τι θέλετε ρωτά η αχτίδα, και τι θέλετε ρωτά η ελπίδα
κατεβάζοντας τ’ άσπρο της πουκάμισο
Μα ο άνεμος στέρεψε τη ζέστη, δυο μάτια σκέπτονται
Και δεν ξέρουν πού να καταλήξουν είναι τόσο πυκνό το μέλλον τους.
Μια μέρα θα ’ρθει που ο διπλός εαυτός τους θα ενωθεί
Πιο πάνω ή πιο κάτω από τις κορφές που εράγισε το αποψινό τραγούδι
Του Εσπέρου, δεν έχει σημασία, η σημασία είναι αλλού
Ένα κορίτσι, δυο κορίτσια, γέρνουν στα γιασεμιά τους κι αφανίζονται
Μένει ένα ρυάκι να τα εξιστορήσει μα έσκυψαν να πιουν εκεί ακριβώς οι νύχτες
Μεγάλα περιστέρια και μεγάλα αισθήματα καλύπτουν τη σιγή τους
Φαίνεται πως το τέτοιο πάθος τους είναι ανεπανόρθωτο
Και κανείς δεν ξέρει αν έρθει ο πόνος να γδυθεί μαζί τους
Σπανίζουνε οι παγίδες, άστρα γνέφουνε στους εραστές τα μάγια τους
Όλα σκιρτούνε, συσπειρώνονται –ήρθε φαίνεται πια η αθανασία
Που ζητάνε τα χέρια σφίγγοντας τη μοίρα τους που άλλαξε το σώμα κι έγινε άνεμος
Δυνατός – η αθανασία φαίνεται ήρθε.
β (μεθυσμένο μονοπάτι που έψαξες την τρυφερότητα)
Υπερήφανα χόρτα, ο φίλος έχασε το φίλο του, όλα εκεί αναπαύονταιΜια σκληρή φωνή κατοίκησε σ’ αυτή την πεδιάδα
Μια βουλιαγμένη σαύρα σύρθηκε στην επιφάνεια
Εσείς πού ήσαστε όταν κόπηκε ο λαιμός μιας τέτοιας μέρας
Πού ήσαστε, φύλλα με φύλλα, σιγοπερπατάει ο κόσμος
Σκάζουν τα φρούτα στο κατώφλι ενός λυγμού
Κανείς δεν αποκρίνεται
Ω μεθυσμένο μονοπάτι που έψαξες έψαξες την τρυφερότητα
Στα δάχτυλα του κόπου και σε τρόμαξαν οι αυγές που χάραξαν
Ριψοκινδυνεύοντας το φως τους τυλιγμένο δάσος κάτω απ’ τη σιωπή
Μήτε ριγμένα ζάρια δεν ξαμώνουν κατά τέτοιο τρόπο την έμπνευση
Μήτε στυμμένοι θόρυβοι δεν εξαντλούνε κατά τέτοιο τρόπο την πνοή
πολύχρωμα φουγάρα πέμπουνε την άπιαστη μελαγχολία τους
Στις αψίδες που τρέμουν, τρέμουν τα πουλιά επιδίδονται στο μέτρημα των ονείρων τους
Ακούγεται η κωπηλασία στην τέφρα που άφησε σημάδια νεότητας
Και κανείς δεν ξέρει από πού ανοίγει αυτό το στήθος
Και κανείς δεν ξέρει από πότε άρχισε να ζει
Στις σγουρές αγωνίες τους νιώθουνται οι φωνές αποκεφαλισμένες
Που τρυπούνε το έδαφος πύρινα κλαδιά μιας πολιτείας υδάτινης
Ω Γαλήνη που λύνεσαι, ρευστή παρουσία στις κόρες των ματιών
Στις αρπάγες του ύπνου στα μελίσσια των χωρών της θύμησης!
Κανένα κύμα δεν κρατάει στο στήθος του κακία
Διψώ ένα στόμα να μου πει: ΟΥΡΑΝΟΣ και να παλεύουμε μαζί στο Δέλτα των Ελπίδων. Να σαλπάρουν αν τους πει ο Έρωτας – τα λόγια, που μαζεύω – σήμερα είμαι νέος, αυτό μου αρκεί, αυτό μου δίνει το αίμα μου πιο κόκκινο, ένα χελιδόνι κόκκινο, ένα γράψιμο κόκκινο, θα ’ρθουν πολλές γυναίκες να το μοιραστούν ώσπου να γίνουν διάφανες, θα ’ρθουν πολλές ματαιότητες για να τις μοιραστούμε… κι όλο το μυστικό αληθεύεται σιγά σιγά, γλυκά γλυκά γίνεται μέρα, σώμα ζωντανό, ύπαρξη, άνθρωπος (κι έτσι) βρίσκει ένα νόημα η ζωή να μετριέται με σφυγμούς κι η χαρά της με απέλπιδες χειρονομίες… Ω χαρά τραυματισμένη, μιας στιγμής χωρητικότητα που κλονίζει αιώνες!
γ (θα ’ρθουν πολλές ματαιότητες να τις μοιραστούμε)
Πιο μακριά πολύ μακριά το πράο τραπεζομάντηλο – η συνάντσηΚαλημέρα ποταμάκι μου, είμαι μονάχος, είμαστε κι οι δυο μονάχοι μας
Τα κρύσταλλα ευωδιάσανε, τώρα μας λείπει μόνο ένα καράβι
Ένα μαντίλι μόνο για να διαγνώσουμε το τέλος
Γιατί τόσους φακέλους έλαβα γεμάτους σύννεφα και θύελλες
Που διψώ ένα στόμα να μου πει: ουρανός, και να πλεύσουμε μαζί στο δέλτα των ελπίδων…
Έτσι θα βγούμε απ’ το μυαλό μας, οι κισσοί μεγάλωσαν τους τοίχους του απογέματος
Με άμμο βαφτίστηκαν τα λόγια στις καρίνες βάφτηκαν κατράμι έτοιμα
Να σαλπάρουν αν τους πει ο Έρωτας – τα λόγια
Ω ποταμάκι ποταμάκι, καλημέρα του ήλιου απάνθισμα της εξοχής
Κατά πού θαυμάζεται ο άνεμος πες μου κατά πού ξεχύνονται οι κελαηδισμοί
Ποιαν όχθη αρέσουν, σήμερα είμαι νέος
Είμαι καλός ως τις πηγές του γέλιου μου, εκτοξεύω χίμαιρες
Ριπίδια δυσανάγνωστα, τεφτέρια κάτασπρα καμωμένα γι’ αγγέλους
Κι από κάθε αδιαφορία σέρνεται μια ξεσχισμένη ευχή
Που μαζεύω – σήμερα είμαι νέος, αυτό μου αρκεί
Αυτό μου δίνει το αίμα μου πιο κόκκινο, ένα χελιδόνι κόκκινο, ένα γράψιμο κόκκινο
Θα ’ρθουν πολλές γυναίκες να το μοιραστούν ώσπου να γίνουν διάφανες
Θα ’ρθουν πολλές ματαιότητες για να τις μοιραστούμε
Η εύθυμη φασαρία μοιάζει ατέλειωτη, σπίθες αγγίζουν τα μετέωρα μέτωπα
Κι όλο το μυστικό αληθεύεται σιγά σιγά, γλυκά γλυκά γίνεται μέρα
Σώμα ζωντανό, ύπαρξη, άνθρωπος
δ (κι όμως πρέπει να βρει ένα νόμισμα η ζωή)
Ποιο μέταλλο να είναι αυτό που κρυώνει τα μάτια ποια χαμένη νεότηταΠου μαζεύει το έλεος λίγων στιγμών σε μια κλωστή ασυγκίνητη – ποια να ’ναι
Δένδρα σώπασαν, πέτρες μοιάσανε στις πέτρες, καβαλάρηδες έφυγαν
Ψάχνουν τα μάνταλα μιας άλλης πύλης, μα ποια να ’ναι αυτή
Σε ποιο καρδιόχτυπο άραγε να βρίσκεται, κλείνουν οι ελπίδες τα παράθυρα, βραδιάζει ο πόνος
Ποιος είναι εδώ, κανείς δεν είναι – χώμα ηχολογάει το χώμα
Κι όμως πρέπει να βρει ένα νόμισμα η ζωή
Αφού δεν είναι ο έρωτας, αφού δεν είναι ο έρωτας
Ο έρωτας ποιος είναι – η ζωή μετριέται με σφυγμούς, η χαρά με απέλπιδες χειρονομίες
Μύλοι απάνω στις κορφές άσπρισαν τα ταξίδια τους
Η ζωή μετριέται με παλμούς, πάλλεται η λυμένη ζώνη της εσπέρας
Φεγγίζουν γοητείες στα μάκρη, μια βαρκούλα χάνεται ευχαριστημένη
Κανένα κύμα δεν κρατάει στο στήθος του κακία
Οι άνθρωποι μοιάζουν, παρομοιάζονται με τις κραυγές των φάρων
Φεύγουνε για να παν αλλού και βγαίνουνε στη θάλασσα
Ποια θάλασσα
Να ’ναι αυτή που δε θυμάται τις λευκές στιγμές της μα ξαναμασάει τα λόγια της
Αυτές που γίνανε σεντόνια και χτυπούν στον άνεμο
για να στεγνώσουν και ξαναχτυπούν στον άνεμο για να ’ναι οι γλάροι
Δίπλα τους, στο πλευρό τους, ποιες να είν’ αυτές
Ποιος κόπος ήρεμος, ποια σπασμένη ενότητα, ποιος θρήνος
Ω χαρά τραυματισμένη, μιας στιγμής χωρητικότητα που κλονίζει αιώνες
ε (όχι δεν είναι σήμερα η στερνή μας λέξη)
Είναι κοντά η πτυχή του ανέμου που θροεί το γαλάζιο της περιστερεώνα – η χυλώδης πτυχήΠου ζυγίζει στο χνούδι τις ερεθισμένες αιώρες
Όταν τα γέλια μυτερά σπάνε τα τσόφλια της αυγής αγγέλλοντας το ηλιόβγαλμα
Κι όλο το πρόσωπο της γης λάμπει από μαργαρίτες
Όχι, δεν είναι σήμερα η στερνή μας λέξη, δεν τελειώνει ο κόσμος
Δεν λιώνει σήμερα η ελπίδα μου, με χλωρά σπαρτά γεμίζει τις φωλιές των ήχων
Εύθυμα στόματα φίλησαν κορίτσια, στα κεράσια κρέμασαν την ηδονή
Δένδρα μεγάλα στάζουνε ήλιο είναι άκακα και σκέπτονται σαν ήσκιοι που τρέχουνε
Για κάτι ωραίο –σήμερα είναι ωραίο το προβαλλόμενο όραμα
Δροσερό μεσημέρι αφησμένο σα βάρκα που έπλευσε όλο το πάθος
Στοιβαγμένη τραγούδια και σινιάλα που τρέμουν σε βουνοκορφές
Μακριά-μακριά είναι οι μαρμάρινες επαύλεις των γυμνών γυναικών
Η καθεμιά τους ήτανε άλλοτε σταγόνα
Η καθεμιά τους είναι τώρα φως
Περνούνε το φουστάνι τους όπως περνά η μουσική στους λόφους το στεφάνι της
Και ζούνε μες στον ύπνο τους κισσούς που ζώνουν
Μακριά-μακριά είναι οι καπνοί των λουλουδιών οι οριζόντιες λίμνες των ναρκίσσων
Τιμονιέρηδες κεφάτοι οδηγούν εκεί τα σκάφη των γοητειών
Γερμένοι στο’ να τους πλευρό – το άλλο τους είναι θαλερός τόπος ευωχιών
Τόσες δα μέλισσες και τόσες δα κλεψύδρες ιστορούνε κι υφαίνουνε το ανθρώπινο είδος
Σ’ ένα πελώριο διάστημα χύνεται το φως
Γεμίζει οράματα γλυπτά κι είδωλα φέγγους
Είναι τα μάτια πια που κυριαρχούν – η γη τους είναι απλή και κορυφαία
Καλοσύνης κοιτάσματα ένα-ένα, σα φλουριά κομμένα μες τον ήλιο
Μεσ’ στα χείλια, μεσ’ στα δόντια, ένα-ένα τ’ αμαρτήματα
Της ζωής, αγαθά ξεφλουδισμένα.
στ (υπάρχει ένα στήθος που χωράει τα πάντα)
Νυχτερινό υφαντούργημα
Των κρίνων φλοίσβος που γυμνώνει τα αυτιά και διασκορπίζεταιΝιώθω στους ώμους της ζωής το σκίρτημα που βιάζεται ν’ αδράξει το έργο
Νιότη που θέλει άλλη μια ευκαιρία αιωνιότητας
Και στην εύνοια των ανέμων ρίχνει το κεφάλι της αδιαφορώντας
Υπάρχει ένα στήθος που χωράει τα πάντα, μουσική που κυριεύει, στόμα που ανοίγει
Σ’ άλλο στόμα – κόκκινο παιχνίδι κλαδεμένο απ’ τον ίλιγγο
Ακόμα ένα φιλί και θα σου πω για ποιο σκοπό τις σιωπές μου μάτωσα έτσι
Ακόμα ένα χιλιόμετρο και θα σου δείξω γιατί βγήκα σ’ ένα τέτοιο αγνάντεμα
Όπου πεθαίνεται ο λυγμός ζητώντας άλλα αστέρια
Ψάχνοντας με φθαρτές χειρονομίες την άμμο που άφησαν ανασκαμμένη των ερώτων οι σπασμοί
Δόθηκαν τα φτερά στα δευτερόλεπτα
Φεύγει ο κόσμος, άλλος έρχεται, στην παλάμη του διαβάζει ρόδα και γιορτές
Φεύγει ο κόσμος είμαι σ’ ένα κύμα του, εμπιστεύομαι όλος στη φορά του
Μέτωπα φέγγουν, δάχτυλα ερευνούν τον ύπνο που πιστεύουμε
Μα ποια βουή, ποιο σπήλαιο είναι αυτό που καλεί την αγνότητα
Γλάρου στιγμή οριζόντια επάνω από τα πάθη, βάρκα ευτυχισμένη, ορμητήριο αναπάντεχο
Θα βγω στις άσπρες πύλες του μεσημεριού χτυπώντας με λαλιές τα γαλανά αναστάσιμα
Κι όλα τα κρύα νησιά θ’ ανάψουν τα μαλλιά τους για να σεργιανίσουν
Με αθώες φλόγες και με βότσαλα τα ερωτικά πελάγη
Θα μηνύσω στα γυμνά καλοκαίρια την πιο σίγουρη στιγμή της πλώρης
Που χαρούμενη σχίζει τις υγρές ελπίδες των απλών καλών ανθρώπων.
ζ (εφαρμόζει ο πόθος της εικόνες τους)
Στην άγνοια ξεκουράζεται ο ουρανόςΣτην κουπαστή του ύπνου ο άνθρωπος
Τυχερός αιχμάλωτος μιας φλόγας που αθωώνεται
γράφοντας τ’ αρχικά της στο σκοτάδι
Απλωμένο σ’ άλλον κόσμο των κλειστών βλεφάρων προνομιούχο
Πιο κοντά στην κλειδαριά
Μεγάλου μυστικού που ανύποπτο σαλεύει προς τη λύτρωση
Εφαρμόζει ο πόθος της εικόνες του, ζωή που υπάρχει σ’ άλλη ζωή
Αίμα που τρέχει από τα μάτια μου, στις πράξεις των ηρώων του (άστρο εχέμυθο)
Και τρέμει ο μόχθος των χεριών μου, υψώνεται ως τα χρώματα του θυρεού της λήθης
Βλέπω το γέλιο που έγραψε τη μοίρα του
Βλέπω το χέρι που έδωσε το ρίγος του
Και τυλίγομαι σύννεφα που εύκολα ξεδιαλύνει μια φτυαριά ουρανού καθάριου
Έμπιστο φως ξαναγεμίζεις το άλσος μου, έτοιμος είμαι στο προσκάλεσμά σου
Είμαστε δυο, και παρακάτω η ακροθαλασσιά πάλι με τις πιο γνώριμες κραξιές των γλάρων
Όπου κι αν βάλω πλώρη εδώ αράζω, το σκοτάδι με χρωστάει στο φως
Η γη στη θάλασσα, η φουρτούνα στη γαλήνη
Κρεμασμένος απ’ τα κρόσσια μιας αυγής που εξάγνισε τα νύχτια παρελθόντα
Γεύομαι τους καινούργιους ήχους, άθλους της δροσιάς που επίστεψαν στα δένδρα
Μια χλωρή παρουσία προχωράει στις ρίζες της κι αποκτάει τη μέρα
Σαν καρδιά που μπαίνει πια στη θέση της
Σα γυναίκα που νιώθει πια τα νιάτα της
Και χαράζει ανοίγοντας τους κόσμους των ματιών της ηδονή ανεξάντλητη
Μέρα ξανθή, του ήλιου ανταμοιβή και του Έρωτα
[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Γιατί όντας αρνητικό του ονείρου φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα. Γι’ αυτό φεύγα ζαρκάδι, Πόθε κοντά στη λύτρωσή σου φεύγα ζωή σαν κορυφογραμμή]