«Τα πάθη της βροχής», ένα ποίημα που περιέχεται στην ποιητική συλλογή της Κικής Δημουλά, ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, είναι μια αφήγηση των παθών της βροχής. Το σύμβολο (η βροχή) από αντικείμενο γίνεται υποκείμενο του ποιήματος, φορέας συναισθημάτων και φορέας ποιητικής δράσης, ενώ το αληθινό υποκείμενο -η ποιήτρια- απαλλαγμένη από το βάρος του βασανιστικού και γεμάτου ένταση συναισθήματος που προκαλεί η ερωτική στέρηση και η ερωτική απουσία, αναλαμβάνει τον περιθωριακό ρόλο του παρατηρητή των συναισθημάτων της, τα οποία δεν διστάζει και να σχολιάζει και να σαρκάζει:
ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ
Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε και η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ’ αυτόν τον νικημένο πάντα ήχο
σι σι σι.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός κανονικής βροχής.
Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μου ’μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.
Κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σαν μνήμη,
το άλλο σαν μορφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ’ αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ’ άλλα να ’ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ
[Κική Δημουλά, από τη συλλογή το ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ]
ΒΡΟΧΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ
Εγώ όταν θα μεγαλώσω
θα γίνω Σεπτέμβρης, έλεγε ο Αύγουστος.
Έβρεξε δω λιγάκι.
Δοκιμαστικά, σαν έλεγχος
αν λειτουργούν καλά οι πτώσεις.
Όπως χτυπάνε κάθε τόσο
ξαφνικά οι σειρήνες, δοκιμαστικά,
αν λειτουργεί καλά
ο τρόμος του πολέμου.
Ελάχιστη βροχή,
ίσα που την πλατάγισε στο στόμα του
το χώμα τη σταγόνα
-καθώς δοκιμαστής κρασιών-
μόλις που πρόλαβε η υγρόεσσα ευωδιά
παραπονιάρα να τριφτεί
πάνω στα περιβόλια.
Δέναν οι παραθεριστές
στις σχάρες των αυτοκινήτων την Αθήνα,
μαρσάραν τις βαλίτσες τους και φεύγαν.
Πεθαίναν απ’ τη ζήλια τους τα σπίτια
κοιτώντας τα τροχόσπιτα
στην Εθνική Οδό του Σεπτεμβρίου.
Απ’ τα ανοιχτά παραθυράκια τους,
μικρά όσο ένα σάντουιτς ματιάς,
κουρτινάκια φτερακίζαν κατά έξω,
νάυλον γλάροι εμπριμέ, δεμένοι.
Λοξά στημένη
νανούριζε τα τέλια της
μια κιθάρα ηλιοκαμένη.
Ευτυχώς βελτιώθηκε
το βιοτικό επίπεδο της βάρκας.
Γίνανε βάρκες κατοικίδιες
-αστυφιλία των σκαριών.
Αστραφτερές εξωλέμβιες,
πάνω στα τρέιλερ κουρνιασμένες,
ακολουθούν τ’ αφεντικά τους
σκυλάκια ράτσας
χωρίς καθόλου τρίχωμα θαλάσσης.
Γαύροι πηδάνε κατά πάνω,
μια τελευταία ασημένια περιέργεια.
Κάτι θα την πονέσει απόψε τη βραδιά
γι’ αυτό το προς το τέλος.
Αν έχει ξαστεριά
θα πιει κάποιο παυσίπονο αστέρι.
Εγώ θα μείνω ακόμα λίγο.
Μήπως και ξαναβρέξει.
Να σε ξεπλύνω λίγο.
Είσαι μες την αρμύρα και τ’ αλάτια
από τότε που ήμουνα θάλασσα
[Κική Δημουλά, από τη συλλογή ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ]
ΠΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ Η ΒΡΟΧΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟ ΩΦΕΛΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΑΓΝΩΣΤΟΙ (βροχερό σαββατοκύριακο σ’ εκδρομή)
Η μέρα είχε λόγους να βρέξει…
Η πλατεία του τόπου
έδειξε κατανόηση μεγάλη
τη συνεπήρε το άδειο και το άηχο…
Λοιπόν η μέρα ήταν
μάλλον για τέτοιους χώρους:
«Σφαιριστήρια – Τυχερά παιχνίδια».
Αίθουσα μεγάλη
-για τις μεγάλες κινήσεις της τύχης-
σκισμένη σε παράθυρα
με θέα προς μαγειρείον
και ποδηλατάδικο,
γεμάτη εγκλήματα ωρών,
και άνδρες του τόπου,
της Κυριακής,
και της κλειστής πλατείας.
Και από σένα, νεοφερμένε άνδρα.
Με την απόκρημνη έκφραση
να δίνεις λαβή στην έκσταση
καθώς μια εξ ύψους παραφωνία
μπαίνεις στην αίθουσα
με μπότες λαστιχένιες ως τα γόνατα
-κάθε σου βήμα κι ένα τρόπαιο-
μ’ ένα πουκάμισο ξεκούμπωτο
απ’ την καρδιά και επάνω,
καθόλου κυριακάτικος
μήτε καθημερινός,
κάπως σαν να ’χεις παραπέσει
μες στη βαθιά αίσθησή μου.
Στέκεις μπροστά στο musicbox,
ρίχνεις δραχμή
κι αίσθημα παίζει
σκληρός που είν’ ο χωρισμός
-σαν μια καταστροφή του νοητού είσαι-
δραχμή και αίσθημα
σιγανοψιχάλισμα
(η μέρα, εξάλλου,
είχε λόγους να βρέξει
-σαν αγωγιάτης του παράξενου είσαι-
άλληδραχμήκαιαίσθημα
one day he rain came
για λογαριασμό μου τώρα,
τι είμαι ασφαλώς
ένας από τους κύριους λόγους
που είχε η μέρα να βρέξει.
[Κική Δημουλά, από τη συλλογή ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ]
Κακοκαιρία προσχημάτων: νοικοκυριά εν ολίγοις ολόκληρης ψυχής για μία ματαιότητα καλύτερη
Το ανέβαλες. Κακοκαιρία μεγάλη, πέσανε χιόνια, κλείσανε οι δρόμοι, πάγοι, μεγάλη ολισθηρότης. Καλά έκανες. Εάν δεν είναι ολισθηρή η επιθυμία προς τι να έρθει; (Κική Δημουλα)
Ετοιμάζει βροχή ο ουρανός και ο συγκρατημός.
Πρέπει να κλείσω τα παράθυρα,
κάθε σημείο διαρροής του σθένους μου.
Θ’ ανοίξω το ραδιόφωνο,
να πνίξω της βροχής τη φωνή
με διαφημίσεις αδιαβρόχων
και μονώσεων.
Θ’ ασχοληθώ με πράγματα στεγνά,
όπως είναι το πρόσωπό μου
στα χέρια ενός καθρέφτη.
Θα ταπεινώσω τη βροχή,
θα τη φωνάξω τήξη υδρατμών όλο κι όλο.
Θα τη μισήσω στην ανάγκη,
όπως τη μισούν οι χαλασμένες στέγες
κι οι τρύπιες ώρες της αναμονής στο δρόμο
βράδυ.
Δεν είναι για μένα αυτό το παρασύρον είδος.
Ας την πάρουν τα δένδρα που θέλουν να πίνουν,
οι ποιητές που απορροφούν το απερίσκεπτο.
Γιατί αν αφεθώ και την κοιτάξω
θα ξεθαρρέψει εκείνη η έμμονη ιδέα
πως η βροχή
είναι ένα θα ’ρθω εξάπαντος,
εκτός βεβαίως απροόπτου,
είναι το απρόοπτο που σου έτυχε.
όχι δεν βγαίνω στο παράθυρο.
Θέλω να περισώσω αυτόν το θάνατο
που με θανάτους κέρδισα.
Θέλω να βγάλω τα miltawnασπροπρόσωπα.
[Κική Δημουλά, από τη συλλογή ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ]