Quantcast
Channel: ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΑ ενός λεπτού ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ: Τελευταίου Σώματος στο Λίγο του Κόσμου
Viewing all 204 articles
Browse latest View live

Πάθη Βροχής στο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ και Βροχή επιστροφής στο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ ένα Σαββατοκύριακο που η μέρα είχε λόγους για σιγανοψιχάλισμα

$
0
0
«Τα πάθη της βροχής», ένα ποίημα που περιέχεται στην ποιητική συλλογή της Κικής Δημουλά, ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, είναι μια αφήγηση των παθών της βροχής. Το σύμβολο (η βροχή) από αντικείμενο γίνεται υποκείμενο του ποιήματος, φορέας συναισθημάτων και φορέας ποιητικής δράσης, ενώ το αληθινό υποκείμενο -η ποιήτρια- απαλλαγμένη από το βάρος του βασανιστικού και γεμάτου ένταση συναισθήματος που προκαλεί η ερωτική στέρηση και η ερωτική απουσία, αναλαμβάνει τον περιθωριακό ρόλο του παρατηρητή των συναισθημάτων της, τα οποία δεν διστάζει και να σχολιάζει και να σαρκάζει:

ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ
Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε και η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ’ αυτόν τον νικημένο πάντα ήχο
σι σι σι.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός κανονικής βροχής.



Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μου ’μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.

Κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σαν μνήμη,
το άλλο σαν μορφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ’ αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ’ άλλα να ’ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ
[Κική Δημουλά, από τη συλλογή το ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ]

ΒΡΟΧΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ
Εγώ όταν θα μεγαλώσω
θα γίνω Σεπτέμβρης, έλεγε ο Αύγουστος.

Έβρεξε δω λιγάκι.
Δοκιμαστικά, σαν έλεγχος
αν λειτουργούν καλά οι πτώσεις.
Όπως χτυπάνε κάθε τόσο
ξαφνικά οι σειρήνες, δοκιμαστικά,
αν λειτουργεί καλά
ο τρόμος του πολέμου.
Ελάχιστη βροχή,
ίσα που την πλατάγισε στο στόμα του
το χώμα τη σταγόνα
-καθώς δοκιμαστής κρασιών-
μόλις που πρόλαβε η υγρόεσσα ευωδιά
παραπονιάρα να τριφτεί
πάνω στα περιβόλια.

Δέναν οι παραθεριστές
στις σχάρες των αυτοκινήτων την Αθήνα,
μαρσάραν τις βαλίτσες τους και φεύγαν.
Πεθαίναν απ’ τη ζήλια τους τα σπίτια
κοιτώντας τα τροχόσπιτα
στην Εθνική Οδό του Σεπτεμβρίου.
Απ’ τα ανοιχτά παραθυράκια τους,
μικρά όσο ένα σάντουιτς ματιάς,
κουρτινάκια φτερακίζαν κατά έξω,
νάυλον γλάροι εμπριμέ, δεμένοι.
Λοξά στημένη
νανούριζε τα τέλια της
μια κιθάρα ηλιοκαμένη.

Ευτυχώς βελτιώθηκε
το βιοτικό επίπεδο της βάρκας.
Γίνανε βάρκες κατοικίδιες
-αστυφιλία των σκαριών.
Αστραφτερές εξωλέμβιες,
πάνω στα τρέιλερ κουρνιασμένες,
ακολουθούν τ’ αφεντικά τους
σκυλάκια ράτσας
χωρίς καθόλου τρίχωμα θαλάσσης.
Γαύροι πηδάνε κατά πάνω,
μια τελευταία ασημένια  περιέργεια.

Κάτι θα την πονέσει απόψε τη βραδιά
γι’ αυτό το προς το τέλος.
Αν έχει ξαστεριά
θα πιει κάποιο παυσίπονο αστέρι.

Εγώ θα μείνω ακόμα λίγο.
Μήπως και ξαναβρέξει.
Να σε ξεπλύνω λίγο.
Είσαι μες την αρμύρα και τ’ αλάτια
από τότε που ήμουνα θάλασσα
[Κική Δημουλά, από τη συλλογή ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ]


ΠΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ Η ΒΡΟΧΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟ ΩΦΕΛΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΑΓΝΩΣΤΟΙ (βροχερό σαββατοκύριακο σ’ εκδρομή)
Η μέρα είχε λόγους να βρέξει…

Η πλατεία του τόπου
έδειξε κατανόηση μεγάλη
τη συνεπήρε το άδειο και το άηχο…

Λοιπόν η μέρα ήταν
μάλλον για τέτοιους χώρους:
«Σφαιριστήρια – Τυχερά παιχνίδια».
Αίθουσα μεγάλη
-για τις μεγάλες κινήσεις της τύχης-
σκισμένη σε παράθυρα
με θέα προς μαγειρείον
και ποδηλατάδικο,
γεμάτη εγκλήματα ωρών,
και άνδρες του τόπου,
της Κυριακής,
και της κλειστής πλατείας.

Και από σένα, νεοφερμένε άνδρα.

Με την απόκρημνη έκφραση
να δίνεις λαβή στην έκσταση
καθώς μια εξ ύψους παραφωνία
μπαίνεις στην αίθουσα
με μπότες λαστιχένιες ως τα γόνατα
-κάθε σου βήμα κι ένα τρόπαιο-
μ’ ένα πουκάμισο ξεκούμπωτο
απ’ την καρδιά και επάνω,
καθόλου κυριακάτικος
μήτε καθημερινός,
κάπως σαν να ’χεις παραπέσει
μες στη βαθιά αίσθησή μου.
Στέκεις μπροστά στο musicbox,
ρίχνεις δραχμή
κι αίσθημα παίζει
σκληρός που είν’ ο χωρισμός
-σαν μια καταστροφή του νοητού είσαι-
δραχμή και αίσθημα
σιγανοψιχάλισμα
(η μέρα, εξάλλου,
είχε λόγους να βρέξει
-σαν αγωγιάτης του παράξενου είσαι-
άλληδραχμήκαιαίσθημα
one day he rain came
για λογαριασμό μου τώρα,
τι είμαι ασφαλώς
ένας από τους κύριους λόγους
που είχε η μέρα να βρέξει.
[Κική Δημουλά, από τη συλλογή ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ]


Κακοκαιρία προσχημάτων: νοικοκυριά εν ολίγοις ολόκληρης ψυχής για μία ματαιότητα καλύτερη
Το ανέβαλες. Κακοκαιρία μεγάλη, πέσανε χιόνια, κλείσανε οι δρόμοι, πάγοι, μεγάλη ολισθηρότης. Καλά έκανες. Εάν δεν είναι ολισθηρή η επιθυμία προς τι να έρθει; (Κική Δημουλα)

Ετοιμάζει βροχή ο ουρανός και ο συγκρατημός.

Πρέπει να κλείσω τα παράθυρα,
κάθε σημείο διαρροής του σθένους μου.
Θ’ ανοίξω το ραδιόφωνο,
να πνίξω της βροχής τη φωνή
με διαφημίσεις αδιαβρόχων
και μονώσεων.
Θ’ ασχοληθώ με πράγματα στεγνά,
όπως είναι το πρόσωπό μου
στα χέρια ενός καθρέφτη.
Θα ταπεινώσω τη βροχή,
θα τη φωνάξω τήξη υδρατμών όλο κι όλο.
Θα τη μισήσω στην ανάγκη,
όπως τη μισούν οι χαλασμένες στέγες
κι οι τρύπιες ώρες της αναμονής στο δρόμο
βράδυ.
Δεν είναι για μένα αυτό το παρασύρον είδος.
Ας την πάρουν τα δένδρα που θέλουν να πίνουν,
οι ποιητές που απορροφούν το απερίσκεπτο.
Γιατί αν αφεθώ και την κοιτάξω
θα ξεθαρρέψει εκείνη η έμμονη ιδέα
πως η βροχή
είναι ένα θα ’ρθω εξάπαντος,
εκτός βεβαίως απροόπτου,
είναι το απρόοπτο που σου έτυχε.

όχι δεν βγαίνω στο παράθυρο.
Θέλω να περισώσω αυτόν το θάνατο
που με θανάτους κέρδισα.
Θέλω να βγάλω τα miltawnασπροπρόσωπα.

[Κική Δημουλά, από τη συλλογή ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ]

Η μέσα ομορφιά των πραγμάτων: ποίηση δίκαιη και ουσιαστική κι ευθεία είναι κείνο που απομένει

$
0
0
Ο Ελύτης αναζήτησε την παγανιστική θρησκευτικότητα όπου το ελεύθερο πνεύμα κυριαρχούσε στο να σμιλεύει τον ανθρώπινο λόγο μεταλλάσσοντάς τον. Ήδη από τον «Ήλιο τον Πρώτο» μεταχειρίζεται την ύλη και το ελληνικό τοπίο ως μέσο για να μεταφέρει αυτό που διέκρινε ως αρχή μιας ποιητικής αναδημιουργίας του κόσμου ακέραιη στο φως. Δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται. Πρέπει να αρνηθεί κάποιος ότι μέχρι τώρα έχει κατακτηθεί γλωσσικά και να διαμορφώσει μια καινούρια θεωρία που να μην συμβαδίζει με το καθιερωμένο. Κι αυτό όχι ως μανιέρα αλλά αναγκαία πράξη, αφού έχει προηγηθεί πρώτα η γέννηση ενός τέτοιου κοσμογονικού γεγονότος.  Για τον Ελύτη ο μύθος είναι μια ακόμη πραγματικότητα. Όπως και τα στοιχεία της φύσης ποιητικά σύμβολα που περιμένουν να ξεκλειδώσουν την ερμηνεία τους. Το έργο του βρίθει από σύμβολα. Κι όποιος συμμετέχει ορίζεται μέσα στο θαύμα:
«Ηχώ με το λευκό σαντάλι πέρασε μια στιγμή
γοργά κάτω από τα νερά η ζαργάνα
και ψηλά το λόφο έχοντας πόδι Και τον ήλιο κεφάλι κερασφόρο
 ν’ ανεβαίνει Αβάδιστος είδα ο Μέγας Κριός».


Εύκολα πολλοί μίλησαν για υπερβολή, έπαρση, βερμπαλισμό, φυσιολατρία  και αφέλεια. Όμως αυτός που κρύβονταν από πίσω δεν ήταν ένας απλός στιχοπλόκος, αλλά ο άνθρωπος που έδωσε πρώτος το έναυσμα για να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στον άνθρωπο που βλέπει με τα μάτια της ψυχής του και σ’ εκείνον που έχει παρασυρθεί από τον ρεαλισμό και την καθιερωμένη λογική.
« Ήτανε στο νησί μου κάποτες κει που αν δεν γελιέμαι
Πριν χιλιάδες χρόνους η Σαπφώ κρυφά
Σ΄ έφερε μέσ’ στον κήπο του παλιού σπιτιού μας
Κρούοντας βότσαλα μέσ’ στο νερό ν΄ ακούσω
Πως σε λένε Σελάνα και πως εσύ κρατείς
Επάνω μας και παίζεις τον καθρέφτη του ύπνου».

Είναι ο ακέραιος χώρος όπου το έργο αφομοιώνεται στους ρυθμούς του άχρονου. Η Σελήνη, ερωτευμένη με τον όμορφο νεαρό, αναζητά, μέσα στις λέξεις το κλειδί της γνώσης του ποιητή, το μυστικό που τον κρατά ζωντανό στις σελίδες του. Η μυσταγωγία του συμβολίζει την καθαρότητα, όπως και τη ταύτισή του με τον αρχαίο μύθο ο οποίος πιστοποιεί το θαύμα. Ο καθρέφτης του ύπνου είναι ένας απαράμιλλος χώρος αυθεντικότητας, η νεότητα του πνεύματος που παρέμεινε ανέπαφη μέσα στη ροή, στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου, ύπνου και ξύπνου. Ο Ελύτης το μετονομάζει «απαλές κοιλάδες»· το μετά της γαλήνης· το αποκορύφωμα της αγωνίας:
«η ομορφιά κει που ακινήτησε διαρκεί σαν άλλο ουράνιο σώμα
η ύλη ηλικία δεν έχει. Μόνον ν΄ αλλάζει ξέρει».

Ακόμα και μετά την οριστική εξαφάνιση μας. Η ομορφιά. Ακινητοποιημένη και επομένως άφθαρτη, έξω από την ύλη· σαν να δημιουργεί η ύλη κάτι το άυλο· το πνεύμα νικά (μέσω της ομορφιάς) τη φθορά (που δεσμεύεται από θάνατο και μετατοπίσεις). Η μέσα ομορφιά των πραγμάτων. Που διατηρούνται ακόμα και έξω από την αιτία που τα δημιούργησε. Η ομορφιά που δεν λεηλατήθηκε από την ύλη.
«Άνθρωπε, άθελά σου
Κακέ – παρ΄ ολίγο η τύχη σου άλλη.
Σ΄ ένα, έστω, λουλούδι αντίκρυ αν ήξερες
Να πολιτεύεσαι
σωστά, θά τά ΄χες όλα.
Επειδή απ΄ τα λίγα, μερικές φορές
Κι από το ένα – έτσι ο έρωτας –
Γνωρίζουμε τα υπόλοιπα. Μόνο το πλήθος να:
Στο χείλος των πραγμάτων στέκει
Όλα τα θέλει και τα παίρνει και δεν του μένει τίποτα».

Μυθογονία.  Ποιητική γεωγραφία. Τα ποιήματα ως δοχεία συγκίνησης. Ο Ελύτης αγάπησε την ύλη μέσα στα πλαίσια ενός υπερβατικού θεωρήματος το οποίο την ταυτίζει με την πνευματικότητα. Απέδειξε πως οι αισθαντικοί κόσμοι μπορούν να χαρτογραφηθούν. Δεν υπερτερεί το ταλέντο να γράφεις στίχους, μονάχα να είσαι παρόν σε κάθε λέξη που ανυποχώρητη εφορμά στο διανοητικό μας κλουβί για να το αντικρούσει. Δεν περιέχει ιδέες, είναι από μόνη της ένα ξεχωριστό τρόπαιο του μυαλού, που διευκρινίζει πως όλοι μας έχουμε μέσα μας τεράστια, ανεκμετάλλευτα αποθέματα ποίησης. Είναι ένας τρόπος να βλέπεις. Του να αισθάνεσαι δικαιωμένος μέσα στο τίποτα. Κι ας έχουν αποδειχθεί τα όνειρά σου ανασφαλή, αποτυχημένα. Κι ας μην δίνει κανένας σημασία πως μέσα από το σκούρο τείχος ο κήπος άνθισε. Αυτόν τον κήπο η Σελήνη επισκιάζει, αυτή τη γλώσσα η φαντασία αφομοιώνει, αυτό το σώμα νικά το χρόνο, αυτή η γραφίδα επιζεί του θανάτου. Σαν την αρχέγονη Σελάνα, στο πατρικό σπίτι του Ελύτη, εκεί όπου την αισθάνθηκε να ανοίγει στα δύο τη θάλασσα και να διασχίζει τον ύπνο του, όπως τώρα, εκεί που κρυμμένος μας παρατηρεί και χαμογελά συναινετικά:

«Ποίηση μόνον είναι
Κείνο που απομένει. Ποίηση.
Δίκαιη και ουσιαστική κι ευθεία
Όπως μπορεί και να την φαντασθήκαν οι πρωτόπλαστοι
Δίκαιη στα στυφά του κήπου και στο ρολόι αλάθητη».


[ΠΗΓΗ: Γιώργος Λίλλης, Μικρό σχόλιο για το ποιητικό όραμα του Ελύτη αναρτήθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό για τις Τέχνες και τον Πολιτισμό ΑΛΛΙΩΣ:http://alliosmagazine.wordpress.com/

Ετοιμάζω μεγάλο ταξίδι στη βαθειά μακρινή μου αλλαγή με τις ίδιες κινήσεις που κάνει κανείς όταν μένει

$
0
0
Τι συμβαίνει; Και τι προαιώνια έχθρα το χωρίζει από αυτό που δεν συμβαίνει; Ασφυκτικά άδειο το ακροατήριο. Κανείς δεν θ’ απαντήσει; Ετοιμάζω μεγάλο ταξίδι. Με τις ίδιες κινήσεις που κάνει κανείς όταν μένει. Στη βαθειά μακρινή αλλαγή μου πηγαίνω. Τι συμβαίνει; Ποιος φόβος κλαίει κι είναι έτσι γλιστερό ό,τι αλλάζει; Είχα τόσα ζευγάρια μάτια για μακριά για κοντά για μέσα για έξω για έτσι για αλλιώς για τούτο για κείνο για ψηλά για χαμηλά για τις εκλείψεις των προσώπων τη χάση και τη φέξη γενικά των φαινομένων, τόσα ζευγάρια μάτια και ποια ωριμότητα κλεπτομανής τα πήρε αφήνοντάς μου μόνο ένα ζευγάρι να βλέπω τι μου κλέβεται. Ετοιμάζουν μεγάλο ταξίδι οι στάχτες. Ετοιμάζω μεγάλο ταξίδι. Με τις ίδιες κινήσεις που κάνει κανείς όταν μένει. Στη βαθειά μακρινή αλλαγή μου πηγαίνω. Τι συμβαίνει; Ποια νεκρή στάση ζωής τιμούν τόσες ομοβροντίες σιωπών; Τα μάτια ποιου Τελειωμένου έχουν κλάψει κι είναι έτσι γλιστερό ό,τι αλλάζει; Ποιο Τέλος άντεξε κατάμουτρα να πει στην Αρχή δεν σε γνωρίζω; Ετοιμάζουν μεγάλο αμφορέα οι στάχτες. Ετοιμάζω μεγάλο ταξίδι. Με τις ίδιες κινήσεις που κάνει κανείς όταν μένει, όπως μένει κανείς με τις ίδιες κινήσεις που κάνει όταν φεύγει. Στη βαθειά μακρινή αλλαγή μου πηγαίνω. Τι συμβαίνει; Μια καθυστέρηση ερωτεύτηκε το Έγκαιρο κι εκείνο την απόδιωξε: άσε με ήσυχο παλιόγρια. Βρωμόπαιδο Έγκαιρο, μαμόθρεφτε Χρόνε. Θα προφτάσω να φτάσω έγκαιρα στη μακρινή αλλαγή μου; Ποιος φόβος κλαίει κι είναι το πόσο απέχω και πού πάω βρεμένα ως το κόκκαλο; Κι όταν φτάσω εκεί πόσα θα χρειαστεί ακόμα να πεθάνουν, τι ομοβροντίες τιμητικές σιωπών κι άλλες θα ξανακούσω και πόσο θα μου μέλεται πάλι να ξεκινάω διαρκώς να ταξιδεύω σε όλο και βαθύτερη και μακρινότερη αλλαγή μου; Τελείωσα. Βγάζω το μοναδικό ζευγάρι μάτια που έχω και υποκλίνομαι. Το ασφυκτικά άδειο ακροατήριο κλαίει. Τι παν-κλάμα! [Κική Δημουλά ΠΑΝ ΚΛΑΜΑ από τη συλλογή ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ)

 [Ανακινήστε καλά προ της χρήσεως… Προς τούτο εσωκλείονται οδηγίες. Αν τις διαβάσεις προσεκτικά – σύνθεση, προφυλάξεις, δοσολογία – θα δεις ότι τις ίδιες ακριβώς παρενέργειες επιφυλάσσει η μικρή δόση αγάπης και η μεγάλη. Οι λέξεις φταίνε, Αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν. Για του λόγου το αληθές… Ιδού…]

Το τελευταίο σώμα μου (από τη συλλογή ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ 1981)
Σ’ εσένα, Αίφνης, απευθύνομαι.



Αίφνης ονειροδίαιτο,
τρελά γενναίο καλλονό,
νόθο παιδί αγνώστων παραγόντων,
σ’ εσένα που το Σπάνιο
Σπάνιο το διατηρείς ,
δείχνοντας γρανιτώδη αδιαφορία
στο οδυνηρό, το λάγνο πάθος
που τρέφει για σένα η Συχνότητα.
Σπίθα απ’ την επίμονη τριβή
μιας προσμονής και μιας παραίτησης,
που στάμνες και δίψες γεμίζεις
χωρίς τη σύμπραξη κρήνης, πηγής.
Χρόνε Θεοκατέβατε,
μικρόσωμε,
που την τεράστια δύναμή σου συσσωρεύεις
αργοπορία συσσωρεύοντας,
Μεσσία μονολεκτικέ,
σεισμέ που γκρεμίζεις
τα αντισεισμικά μας Αμετάβλητα,
σ’ εσένα Αίφνης, κοσμοφόρα Μεσολάβηση,
σπαρακτικά απευθύνομαι
να ’ρθεις να ελευθερώσεις
το τελευταίο σώμα μου εδώ πάνω
το δουλοπάροικο παλμό του
να ελευθερώσεις
από τον πιο σκληρό
τον πιο αιμόφιλο
τον παρανοϊκό που μου ’τυχε αφέντη
τον σήκω-κάτσε
σήκω-κάτσε
σήκω-κάτσε…

Το πλησιέστερο
Κάτι πρωτόβγαλτα ως φαίνεται
στον κόσμο και στους νόμους του πουλάκια
κι εν τούτοις ήδη κουρασμένα
γιατί δεν είναι τα φτερά
άπτωτη εύνοια και προνόμιο,
ρωτούν εμένα, ποιον εμένα,
πού είναι το πλησιέστερο κλαδί
για ν’ ακουμπήσουν.
Δεν είμαστε καλά. Αν ήξερα εγώ
πού είναι το Πλησιέστερο
ότι έχει και βαθμό συγκριτικό
το ανύπαρκτο Πλησίον,
θα ’τρεχα να το πιάσω πρώτη εγώ,
όλο κι ανυποχώρητο,
κι ας ψόφαγαν πουλάκια
δίκια και προτεραιότητες
-κλαδιά σπασμένα το αλληλέγγυο.
Ας πάνε τα πουλάκια
τη μεγάλη Πείρα να ρωτήσουν
ν’ ακούσουν ό,τι είπε και σ’ εμένα
όταν ξεθεωμένη από κούραση άφτερη
τη ρώτησα πού είναι ν’ ακουμπήσω
το πλησιέστερο κλαδί.
Δεν είμαστε καλά είχε καγχάσει
η μεγάλη Πείρα:αν ήξερα εγώ
πού είναι το Πλησιέστερο
θα ’τρεχα να το πιάσω πρώτη,
όλο κι ανυποχώρητο,
κι ας ψόφαγες εσύ
γιατί το πλησιέστερο κλαδί
είναι ο θάνατός σου η ζωή μου.

ΤΡΕΧΑ ΓΥΡΕΥΕ
Πότε πότε μας θυμάται το μέλλον
όσο μακριά κι αν βρίσκεται,
όλο και κάποιο μήνυμα λαβαίνουμε,
γραμμένο πάντα βιαστικά
γιατί διαρκώς αναχωρεί
για πιο μακριά ακόμα.
Τι να το κάνεις;
Γραφτά που μένουνε αδιάβαστα.
Κανείς δεν ξέρει από μας
να διαβάσει τι γράφει το μέλλον.
Παρεκτός κάτι ελάχιστες
γραμματιζούμενες ελπίδες.
Τρέχα γύρευε.

ΤΑ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΣΥΝΗΘΕΙΑΣ
Με φόρεσες – σε φόρεσα
εκλογή μονοφόρι.
Πρώτα απ’ την καλή.
Με γύρισες μετά το μέσα έξω,
είχαν παρατριφτεί οι άκρες και οι μόστρες,
είχαν στραβοστομιάσει κι οι κουμπότρυπες
-θυμίζανε στροφές ξεχειλωμένες-
απ’ το πολύ κούμπωνε ξεκούμπωνε
την προφύλαξη, την επιφύλαξη,
τη διαφύλαξη κούμπωνε ξεκούμπωνε
τις ασταθείς των ημερών θερμοκρασίες
στα βαριά της χρονικότητας κλίματα.
Σκιστήκανε κι οι τσέπες,
χώναν εκεί τα ξυραφάκια τους
οι σκέψεις των χεριών.
Πάλι με γύρισες μετά – σε γύρισα
πάλι το έξω μέσα,
σάμπως οι πριν φθορές
να ’χαν στο μεταξύ ξεκουραστεί
και γιάνει,
και μια που το παλιό
δεν έχει πια καλή κι ανάποδη.
Όσο για το πού θα χτυπήσεις
και πού θα χτυπηθείς,
κανένα πρόβλημα.
Ούτε και τούτο έχει πια
όψη κι ανάποδη.
Έχει κι αυτό παλιώσει
-μέσα έξω γυρισμένες
τόσες φορές οι σφαίρες.

ΒΙΩΜΑ ΚΑΣΕΤΑΣ (από τη συλλογή ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ 1981)
Άνθισε η γη τα πάλι της
μα εμένα μου τελειώσανε τα πάλι:
μέλισσες πεταλούδες, άνεμοι επιβήτορες
κι όλα τα πηγαινέλα
θαυματουργής σκονίτσας λαθρεμπόρισσας
για να γεννάω επιφωνήματα α α α
κι επαναλήψεις ολοκαίνουργιες α α α
και λάθη-μέλι αχ,
χωρίς κεντρί η στιγμή.
Καμπουριαστή ευωδιά αγιοκλήματος,,
λιπόθυμη λευκότητα του γιασεμιού,
τατουάζ διάχυτο
στου σκοταδιού το πολυταξιδεμένο σώμα.
Άνθισε η γη τα πάλι της
μα εμένα μου τελειώσανε τα πάλι:
μαργαρίτες φυλλορίχτρες
μ’ αγάπησες δεν μ΄αγάπησες
λάθη-μέλι
άγνοια-κεντρί αχ.
Κι αυτά τα ανακόλουθα, τα ανεμόμυλα
μη με λησμόνει
άνθισαν πάλι και κορδώνεται
το ξέχασμα σαν κήπος.
Άνθισε πάλι το με ξέχασες.
Όλα βαθαίνουν σε κοιλότητες και μήτρες
κι η ετοιμότης του σπορέα ρόλου
ριγηλά πάλι βομβίζει.
Αλλά εμένα μου τελειώσανε τα πάλι
και πώς να συμπράξω;
Έχω βέβαια κρατήσει
σε θαυμαστήν απόδοση μαγνητοφωνημένο
το βόμβο του οργασμού,
μαγνητοφωνημένη τη βελούδινη επικάθιση
επιβητόρων αοράτων
σε βαθουλώματα βελούδινα προδιάθεσης
κι ανατριχιάζεις πώς ακούγεται
το ζαλιστικό ταξίδι της ερωτικής σκόνης
στις απότομες στροφές του ενδιάθετου,
πώς σκαρφαλώνει το αναστέναγμα
στις γλιστερές εκπληρώσεις.
Αλλά μπορώ πλαστή, με αντίγραφα,
να μπω στην ανανέωση;
Μπορώ κάθε φορά, είναι ζωή αυτή,
να ξαναγίνομαι το υπέρτατο βαθούλωμα
που ήμουν
και να σε ρυμουλκώ με μπαταρίες;

Θολή ως αργά βαστήχτηκε η μέρα. Σαν κάτι να συνέβαινε τριγύρω που έπρεπε να κρατηθεί κρυφό από το μάτι. Διπλές κουρτίνες μυστικότητας βαριά κλειστές. Κοντά σ’ αυτό, ανοιγόκλεινε τα μάτια της και μια ανησυχία, μη μ’ έπαιρνε και μένα αυτό το μέτρο, μη μ’ έκλεινε και μένα αυτό το κλείσιμο, μην ήμουνα κι εγώ ανακατεμένη σ’ αυτό το κάτι που συνέβαινε αφού είμαι ένα σημείο και αφού με λένε κάτι, μήπως εδώ διαπίστωνα θολότητα ήμουν κι εγω θολή και αποσιωπημένη. Ανησυχία παράλογη, παρασυρμένη απ’ τα δρακόντεια μέτρα που φοράει πρώτη δειλή φθινοπωρινή ημέρα [ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΗ ΑΙΣΘΗΣΗ από το ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ Κικής Δημουλά]

Ραντεβού με μιαν άγνωστη: τι θα φοράς συνεννόηση να σε γνωρίσω ώστε να μη χαθούμε πάλι μες στους πολυπληθείς σωσίες σου;

$
0
0
Καλά τα βγάζει πέρα η μοναξιά φτωχικά αλλά τίμια. Αλλού  κοιμάται αυτή κι αλλού το εγκρατές σκεπτικό εάν. Μόνο καμιά φορά σε πειραματισμούς την παρασύρει η περιέργεια –όφις προγενέστερος και πιο φανατικός απ’ τον νερόβραστον εκείνον της μηλέας. Δοκίμασε της λέει, μη φοβάσαι, δεν έχεις τι να χάσεις και την πείθει να κουλουριάζεται πνιχτά, να τρίβεται σα γάτα ανεπαίσθητη πάνω στον διαθέσιμον αέρα που αφήνεις προσπερνώντας. Απόλαυση πολύ μοναχικότερη από της στέρησή της. [Κική Δημουλά, Δεν έχεις τι να χάσεις]



Είναι παλιά προτίμηση το ψεύτικο. Και να το χάσεις, πάλι συμφέρει σου έρχεται φθηνότερα να κλαις για ένα ψέμα.
Αγαπητή φίλη
Το γράμμα σου κακός Ερμής μαντατοφόρος.
Χρεοκοπία σου μου αναγγέλλει.
Να λυπηθώ έχω να σου δώσω. Αν όμως μου ζητάς
δάνειο παρηγοριάς δε μου ’χει μείνει λέξη.
Με βρήκανε και μένα πολλών λαθών πτωχεύσεις.
Ήτανε λάθος σου να ανοίξεις σε μία ξένη χώρα
μπουτίκ με αληθινά κοσμήματα-αντίγραφα περίτεχνα
αυθεντικής προγόνων ελληνικότητας.
Ρίχνεις το φταίξιμο στα φο μπιζού.
Δεν πρόκειται για μόδα.
Είναι παλιά προτίμηση το ψεύτικο.
Περίτεχνο αντίγραφο αυθεντικής πραγματικότητας.
Τέλεια επεξεργασμένο από τη μεγάλη ζήτηση.
Δεν αλλοιώνεται. Η αφθονία του αμετάβλητη.
Η εύκολη τιμή του το κάνει προσιτό
σε κάθε μικρομεσαία πλάνη.
Και να το χάσεις, πάλι συμφέρει
σου έρχεται φθηνότερα να κλαις για ένα ψέμα.
Αγανακτείς να συνωστίζονται τόσοι θαυμαστές
Απ'έξω μόνο στη βιτρίνα σου
και μέσα ψυχή να μην μπαίνει.
Έτσι γίνεται. Απ'έξω μόνο στη βιτρίνα
θορυβούμε οι λάτρεις της αλήθειας.
Ποια ψυχή διαθέτει το μη αναγραφόμενο
κόστος της απόκτησης.
Εξάλλου ας μην κρυβόμαστε.
Κάθε αλήθεια δεν είναι όλη χρυσός
μήτε όλο πολύτιμοι λίθοι.
Δεν σ'αγαπώ.
Χρυσή αλήθεια είναι αυτό
ή ουράνιο που σου ασπρίζει το αίμα;
Πολύτιμοι λίθοι είναι
ή άγριος λιθοβολισμός;
Ρίξου λοιπόν στα φο μπιζού.
Τι λες, κουτός είναι ο θάνατος
που προτιμά την ψεύτικη ζωή μας;
(ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ –Αληθινή απάντηση  (από τη συλλογή ΗΧΟΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ, Εκδόσεις Ίκαρος 2001)

Κυνηγέ, υποπτεύομαι γιατί σκοτώνεις τα πουλιά. Τα απωθημένα σου φτερά εκδικείσαι.
Λυτρώσου.
Όλων μας σχεδόν τα πετάγματα
κάποια τα βρήκε αζύγιαστη
ή ζυγιασμένη σφαίρα.

Είτε σκάρτο νερουλό ήτανε το Ικάριο
κερί
είτε γιατί ο ήλιος είναι συνεργάσιμος
μονάχα με τη δύση του
είτε γιατί κατά την απογείωση εξερράγη
εκρηκτικός αντίπαλος.

Υπολόγισε τώρα τι φτερά ταπείνωσε
ενός κλουβιού το ύψος ότι τάχα
κελαηδούσαν γήινα καθημερινά
λες και η ανάγκη υπέργεια να κελαηδήσεις 
δεν είναι γήινη δεν είναι καθημερινή.

Μνημονεύω χώρια, με ευλάβεια προσευχετική
τα αυτοκτόνα εκείνα πετάγματα
με σφαίρα που κρυφά τους επρομήθευσε
του ακατανόητου η μεγάλη γενναιότης
δεδικαίωται:
η νεκροψία όλης αυτής της καντεμιάς
έδειξε πως τα μόνα καλότυχα φτερά
τα είχε η ματαιότης.

Ηρέμησε λοιπόν.
Έχω κι εγώ ένα σωρό απωθημένους ουρανούς
μα δε σκοτώνω άστρα.

Και αν καμιά φορά από μανία αδέσποτη συμβεί
κάποιο να σημαδέψω
το πολύ να κλείσω τον τραυματία κελαηδισμό του
σ'ένα κλουβάκι στοίχου φευγαλέο. 
(ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ - ΕΚΡΗΚΤΙΚΟ ΠΟΡΙΣΜΑ) 

ΟΝΕΙΡΟΚΡΙΤΗΣ
Θα ’ρθω κι εγώ μαζί σας όπου πάτε
λέει το ανεκπλήρωτο στα όνειρα καθώς
τα προλαβαίνει να ρίχνουν όπως όπως
μες σον παμπάλαιο φθαρμένο ερχομό τους
δυο τρεις καινούργιες αλλαξιές προϊστορία.

ΑΥΡΑ (αεράκι):Αν δεις να σε δροσίζει
στιγμή ευειδής συντομοτάτη πλην όμως
λίαν άστατο θα σε περιπλέξει
εις τα δίκτυα της φυγής της περιπόθητα.

ΘΕΡΕΤΡΟΝ:Αν βλέπεις κλαίγοντα τον ύπνο σου
θα λάβεις αγγελίας ευχαρίστους
από το κοντινό απαρηγόρητο της μέρας.

ΥΑΚΙΝΘΟΙ:Σε ξένο κήπο νύχτα πώς εισχώρησες
εάν ονειρευτείς κι είχες μισοανθίσει το πρωί
σημαίνει πως εγείρει απαιτήσεις η αφοσίωσή σου
σε βάσανα – τα πότιζε εκείνη όταν στέρευαν
οι αφορμές και τα νερά τους.

ΠΤΩΣΙΣ: Αν ιδείς απ’ τα χέρια καθρέπτου συγγενούς σου
να πίπτει το είδωλόν σου μεγάλη γρουσουζιά
ταχύς ρυθμός θα σε βρει κι αλίμονες συγκρίσεις.

Μη λυπηθείς, διορθώνεται, θα πάμε να διαλέξεις
άλλο καινούργιο σθένος, όποιο σου αρέσει
όποιο σου μοιάζει πιο πολύ
υπάρχουν τόσοι δότες αντικατοπτρισμοί

ΤΗΛΕΓΡΑΦΕΙΟΝ: Αν βλέπεις πως στολίζεσαι σκυμμένη
πάνω σε αρυτίδωτη λιμνούλα ρολογιού
ότι φορά εκείνη τη ψηλοτάκουνη αγκαλιά σου
μεγάλως θα ταπεινωθεί το όνειρό σου-
σου στέλνει η λήθη προξενιό με το ξεχνιέσαι.

Μη λυπηθείς, διορθώνεται, θα πάμε να διαλέξεις
άλλο καινούργιο σθένος, όποιο σου αρέσει
όποιο σου μοιάζει πιο πολύ
υπάρχουν τόσοι δότες εφησυχασμοί.
Βλέπεις είναι δειλό το κάθε τέλος.
Κανένα δεν τολμά να έρθει με άδεια χέρια.
Κάθε φορά φέρνει μαζί του δώρο μιαν αρχή
καινούργια όποια της έλαχε να είναι πιο κοντά του
Δωροδοκίες.
Για να κάνει τα στραβά μάτια
το κάπως έτσι φεύγει η ζωή.

ΑΙΜΑαν ονειρεύεσαι, δικής σου ή παλιάς
πληγής ονείρου, γρήγορα θα επανασυνδεθείς
με αξιωματούχο εν ενεργεία χωρισμό – σε περιμένω

ΧΡΟΝΟΣ: Άμβωνα κρημνισθέντα πλησίον σου αν ιδείς
αχ, άφησε μες στη μέση τα μπάζα η υπομονή σου.

ΑΝΑΓΚΑΙΟΝ: (σωματικαί ανάγκαι και άλλαι) βλέπε
να επιστρέψεις. Εάν αναστενάζει το όνειρό σου
αχαριστίας θα λάβεις εκ μέρους της ελπίδας –
την έχεις μεγαλώσει εκ των στερήσεων σου

ΦΙΛΩ: Λόγια πικρά με το επακόλουθο
πρόκειται ν’ ανταλλάξεις. Κατά τα άλλα βλέπε
τη λέξη ΑΣΠΑΣΜΟΣ βλέπε και τελευταίος.

ΕΚΧΥΜΩΤΗΣ:  Εάν ακούς κατ’ όναρ επίμονα χτυπήματα
στην πόρτα σήκω ν’ ανοίξεις γρήγορα.
Κανενός λάθους η κρούση
δεν είναι όπως φοβάσαι όλη λάθος.
Μπορεί να είναι πάλι ο πόθος
άφραγκος που χτυπά
όμως μπορεί να ήρθε η αμοιβή του.

Όπως μας διαβεβαίωσαν τα όνειρα
η τωρινή ζωή μας είναι πρόσκαιρη
ανέχεια της δικής τους
ταμειακή δυσχέρεια που θα ξεπεραστεί.
Και επαλήθευσιν των λόγων τους
εάν ονειρευτείς
μακροζωία και αυτάρκεια θα δρέψουν
όλα τα όνειρά σου.

Διάβολε μου διέφυγε τελείως ν’ αφυπνίσω
πώς ερμηνεύεται ο έρωτας

 (ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ – ΟΝΕΙΡΟΚΡΙΤΗΣ από τη συλλογή ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ) 

Ένα σβησμένο πρόσωπο σε κάθε αυλαία λήθης

$
0
0
Στα μακριά κρόσσια της οδύνης, στ’ αγάλματα της αγωνίας, στις υγρές σιωπές, υπάρχει ένα πρόσωπο τόσο πολύ βγαλμένο από τα δάκρυα, τόσο ακατανόητο, τόσο ζεστό στο χέρι που το γνέφει, ένα άλλο πρόσωπο, μια οπτασία με πυρσούς που σχίζει την ερήμωση… Υπάρχει μια τρυφερή καμπύλη που χρωστά στον πόνο την περιπέτεια της φωτοχυσίας της, ένας φακός που ενώνει τ’ αμαρτήματα σαν ύπτια σπλάχνα που ’ριξε η τύχη εκεί. Ένας καλός απ’ τη σκιά που τον μαγεύει τοίχος κάνει γωνία πριν από το κλάμα, ύστερα φτάνουν οι κορμοστασιές του ολέθρου, δένδρα με μόνη επίπλωση τα δάχτυλά τους, με μόνο πίστη την ξεριζωμένη τους λαλιά! Είναι καλό να μη μιλάν εκείνοι που έζησαν. Οι άλλοι βαστούν στα χέρια οιμωγές τρέχοντας πέρα σαν αβάφτιστες φτερούγες… [Οδυσσέας Ελύτης, απόσπασμα από το ποίημα ΕΛΙΓΜΟΣ που περιέχεται στη συλλογή ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, ΙΚΑΡΟΣ 1978]

[Από το ελάχιστο φτάνεις πιο εύκολα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίζεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. Έτσι μπορεί να νιώσει κανείς την παρουσία της ηδονής ως μέσα στις κόρες των ματιών του, των ματιών του που ρέουνε από την πλάτη του έρωτα]

ΕΥΑ (από τη συλλογή ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1978)
Αφήνεσαι με κύμα στη σιωπή
Που ερημώνει την κατοικημένη ελπίδα μου

Ένα δασάκι πλάι στη φωτιά
Στοίχημα των νυχτερινών ανέμων
Ένα βημάτισμα σκιάς στην όχθη της Χιμαίρας
Ένα δωμάτιο
Δωμάτιο των απλών ανθρώπων
Ένα μυστικό
Πλυμένο κι απλωμένο στη ματιά που θέλγει

Στη ματιά σου ή στο ύψος του ήλιου της
Όλος μου ο βίος γίνεται μια λέξη
Όλος ο κόσμος χώμα και νερό
Κι όλες οι φλόγες των δαχτύλων μου
Βιάζουν τα χείλη της ημέρας
Κόβουν στα χείλη της ημέρας
Το κεφάλι σου

Αντιμέτωπο στη μοναξιά του ονείρου



ΑΙΘΡΙΕΣ (από τη συλλογή ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1978)
-Ι-
Όνομα δροσερό σα να μεγάλωσε στο πέλαγος
Ή να ’ζησε με μια γαλάζιαν άνοιξη στα στήθια
Φέρνει σιμά τον κόσμο. Κι είναι η μέρα
Που άρχισε από μέσα της η ενδόμυχη
Ανατολή που ξέχασε τα δάκρυα
Δείχνοντας μεσ’ στους χώρους των ματιών
Γήινα θρύμματα ευτυχίας
-ΙΙ-
Ουρανός καθαρόαιμος
Δάχτυλα που τα πήρε ρυάκι
Περασμένο από τον ύπνο

Στα χλωρά δαφνόφυλλα
Γυμνή κείτεται η μέρα
-ΙΙΙ-
Η στιλπνή αίσθηση παίρνεται στα μάτια
Ύλη ξεσηκωμένη από το χώμα
Επίπεδο του επάνω ανέμου
Ω ταξίδι ευφρόσυνο

Κάθε στιγμή πανί που αλλάζει χρώμα
Και κανείς
Κανείς ο ίδιος
Στο απαράλλακτο διάστημα.
-IV-
Χρυσίζει ο κόπος του καλοκαιριού η δίκαιη
Του ήλιου υπόσταση. Να στάχυα
Πρόσωπα γυμνά
Καμένα στο αίσθημα!

Κι ο κάμπος κυματίζει ο Έρωτας
Κυματίζει ο κρύφιος κόσμος

Καθαρός ύμνος του βίου.
-V-
Τα κορίτσια που πάτησαν τα λίγα
Λόγια μεγαλωμένα του ήλιου
Γέλασαν! Και ποια κίνηση
Στις άσπρες πασχαλιές
Στις φυλλωσιές που ανίδεες
Σκέπασαν τις κακές πράξεις των ίσκιων
Τις κρυφές γαμήλιες σταλαγματιές

Όνειρα νιόνυφα! Δεν τ’ απαρνιέται ο χρόνος
Και στο χνούδι του βρίσκουν την εικόνα τους.
-VI-
Λιγοστεύουν στα μάτια οι στέγες των πουλιών
Φως πάλι φως η ψυχή που μάχεται
Υπερήφανη κλαγγή μακριά του κόσμου
Όπλο και σφρίγος

Κι η αλήθεια η φούχτα του νερού
Καθαρού πριν από τη δίψα
Στο άπειρο.
-VIΙ-
Το σταφύλι αυτό που δίψασε η ψυχή
Γεμισμένη απτόητο άνεμο
Η θητεία του καλοκαιριού
Στα πεύκα και στα κύματα
Ένας έρωτας άσπρος και γλαυκός

Με γυμνές ώρες
Που κρατάν στα δάχτυλα την ύπαρξη
Κυματιστή
Ξεφυλλισμένη
Ελεύθερη
Σαν φως
Στα πλατιά ενδόμυχα δώματα
-VIΙΙ-
Μια ιππασία στα σύννεφα
Μια κάμαρη όπου γδύθηκε κορίτσι αγαπημένο
Ένα μπουκέτο ημέρες ύστερα απ’ τη βροχή
Ο ήλιος
Εγώ
Που έσκαψα τόσες νύχτες για να τον ξαφνιάσω
Δίνοντας μια σπρωξιά στην αναμφίβολη
Ευτυχία

Ναι το εαρινό απόσπασμα
Μου αφήνει την καρδιά
Μου αφήνει τη γοητεία
Να νιώθομαι πάντοτε αλλού ενώ γερνώ εδώ πέρα

Β λυγισμένη ευωδιά
Κλωνάρι κρύο παιδί νερού
Αγαθό μονοπάτι.
-IX-
Κύκνοι σαλεύουν τα πηγαία ονόματα της ώρας
Ώρες κεντούν τα χέρια μου στη χαραυγή
Σαν τόξα που σκιρτούν σε κάθε διάβα χίμαιρας
Και παίζουν όπως παίζω
Και γλιστρούν

Οι ελπίδες έρχονται
-X-
Κατάστηθα στο ρεύμα
Ψάρι που ψάχνει διαύγεια σ’ άλλο κλίμα
Χέρι που δεν πιστεύει τίποτε

Δεν είμαι σήμερα όπως χθες
Οι ανεμοδείχτες μ’ έμαθαν να νιώθω
Λιώνω τις νύχτες τις χαρές γυρίζω απ’ την ανάποδη
Σκορπάω τη λήθη ανοίγοντας έναν περιστερεώνα
Φεύγοντας από την πίσω πόρτα του ουρανού
Χωρίς μιλιά στο βλέμμα
Καθώς παιδί που κρύβει ένα χαμόγελο
Μεσ’ τα μαλλιά του.
-XΙ-
Χωρίς γυαλί στο δρόσο αυτή που κλαίει
Από χαρά χωρίς γαζίες την άνοιξη
Χαδιάρα που εμπιστεύεται τις φυλλωσιές της
Σ’ όλο τον ίσκιο της αναπνοής μου σήμερα
Αύριο
Γέλιο ανάσκελο
Σ’ ένα μαντίλι που έχασε τις τέσσερίς του άκρες
Σκόρπια μοναξιά
-XΙΙ-
Στο ρυάκι που λιάζεται
Σαν ημερήσιο επίθετο
Μιλεί ο κορυδαλλός
Δεν ξέρει καν πού βρέθηκε
Να ζει σ’ ένα σεργιάνι
Ατέλειωτο
Πώς ήπιε τόσες πρωινές στιγμές
Και σχίζει με το φέγγος του
Την αιωνιότητα
-XΙΙΙ-
Ακυβέρνητη ζωή
Σχεδία με χέρια που διανυχτερεύουν
Αγγίζοντας τα σύννεφα
Σαν πανιά
Σα θαύματα
Γλάρων που ύψωσαν ως εκεί την παρθενιά τους
Φέγγοντας τις ελπίδες με μικρές καρδιές ανθρώπων

Ω νεότητα
Πληρωμή του ήλιου
Αιμάτινη στιγμή
Που αχρηστεύει το θάνατο.
-XIV-
Πουλιά στα χίλια χρώματα
Των ενθουσιασμών
Ελαφρά καλοκαίρια
Στέγες κοντά στον ουρανό μόλις
Που αγγίζουνε

Θ’ αδειάσουμε τη στάμνα
Θα γίνουμε γλαυκοί
Δωρητές του πελάγους
-XV-
Ήβη της μέρας πρώτη κρήνη της χαράς
Η αρχαία μυρσίνη τινάζει τη σημαία της
Θ’ ανοίξει ο κόλπος των κορυδαλλών στο φως
Κι ένα τραγούδι θα σταθεί μετέωρο
Σπέρνοντας τα χρυσά κριθάρια της φωτιάς
Στους πέντε ανέμους

Λευτερώνοντας τη γήινη ομορφιά
                             -XVI-
Να οι μηλιές ανθίζουν
Με μιαν ανάσα μουσικής μέσα στα φύλλα
Δακρύβρεχτές μορφές καρπών μετεωρίζονται
Απαλά
Μέσα στ’ αμίλητο νερό της κολυμπήθρας του ήλιου

Ναι θα στολίσουμε τη γη
Θα σφίξουμε τη μέρα
Θ’ αλαλάξουμε
Στο στήθος της αληθινής μητέρας
                             -XVII-
Έτσι μιλεί μικρή γαλαζοαίματη
Που βγήκε από το κοχύλι με δροσιά στα χείλη

Φίλη ξανθή της Θάλασσας
                             -XVIII-
Μακρινή αφοσίωση μια μέρα ελπίζει
Σφίγγει στο στήθος της τα δένδρα τα παιδιά της
Κοιτάζει τη μελλούμενη σοδειά
Φύλλα καρπούς ανθούς πολύκλαδα όνειρα

Θα ’χει βροχές κι ανέμους για ν’ αναθρέψει
Θα ’χει κοιλάδες για ν’ αναπάψει
Και για τα πονέσει –μια βαθιά καρδιά.
                             -XIX-
Η σάρκα της ιτιάς η αρχέγονη φωτιά της νιότης
Η ανεκμετάλλευτη μιλιά της ευωδιάς της γης
Η ρίζα η σπίθα η αστραπή το σύννεφο

Σκάψιμο δίχως τέλος με χαρά και ιδρώτα
Μέσα στα μεταλλεία της καρδιάς
Μέσα στα ματωμένα σπλάχνα της οδύνης
Διάβα μεσ’ από τους πορθμούς της θύμησης
Πιο μακριά ολοένα πιο μακριά πιο πέρα
Εκεί που σβήνει τη μορφή της η έρημος.[επ
                             -XX-
Κατασταλαγμένη μουσική
Στους βυθούς των μενεξέδων
Χώμα νοτισμένο από
Αρχαία ρέμβη εφτάχρωμη

Μόλις ακούγεται μακριά
Το καδριοχτύπι
Κι οι αθώοι του καημοί
Πίδακες χρυσανθέμων.
                             -XXΙ-
Μια τέτοια συντυχία
Το ρόδο κι ο κρουνός της μέρας
Το έμφυτο πάθος κι η αποθέωση
Το κάθε τι προσάναμμα χαράς
Το κάθε τι χέρι του χαίρε
Μεγάλη ασβεστοχρυσμένη αυγή
Στην προσθαλάσσωση του πρώτου ονείρου
Φλύαρη μαρμαρυγή
Έξοδος
Στην υπαίθρια λευτεριά των κρίνων

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Γιατί όντας αρνητικό του ονείρου φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα. Γι’ αυτό φεύγα ζαρκάδι, Πόθε κοντά στη λύτρωσή σου φεύγα ζωή σαν κορυφογραμμή]


Αρπάχτηκα άσχημα με την ατμόσφαιρα, σχεδόν την ξέσκισα και μάτωσα το πρωινό

$
0
0
Γυμνά κλαδιά έξω απ’ το τζάμι στης πανσιόν την άδεια σάλα πράγματα ακατάληπτα μου  γνέφουν. Ο δρόμος έρημος, αβάσταχτος. Κι ακόμα πιο έρημος φαντάζει όταν διαβάτες αραιοί γοργά απ’ τα μάτια μου περνάνε. Έχω χαρά που οι δυο αυτοί εμπρός από τη μικρή εστάθηκαν του αντικρινού μαγαζιού προθήκη. Κάτι καινούργιο τα γυμνά κλαδιά θαρρώ τώρα μου γνέφουν σχεδόν με κίνηση αφανή. Όμως τι φρίκη. Έπεσε ξάφνου τόση καταχνιά σε όλη αυτή του δρόμου τη σκηνή (Κική Δημουλά FOG, από τη συλλογή ΕΡΕΒΟΣ )

[Ανακινήστε καλά προ της χρήσεως… Προς τούτο εσωκλείονται οδηγίες. Αν τις διαβάσεις προσεκτικά – σύνθεση, προφυλάξεις, δοσολογία – θα δεις ότι τις ίδιες ακριβώς παρενέργειες επιφυλάσσει η μικρή δόση αγάπης και η μεγάλη. Οι λέξεις φταίνε, Αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν. Για του λόγου το αληθές… Ιδού…]

ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΑΪΦΕΛ (από τη συλλογή ΕΡΕΒΟΣ 1956)
Ένα χαρτί που βρήκα εδώ μπροστά μου…

Ποια τάχα σκέψη ασχημάτιστη,
ποια μακρινή μου θύμηση,
του υποσυνείδητού μου ποια δράση
οι πύργοι τούτοι να μηνάνε;
Τίποτε σοβαρό δεν θα ’ναι.
Μπορεί απλώς να ’χω μετανοήσει
που όντας για λίγο στο Παρίσι
μικρούς πυργίσκους το γεμίζω-
τον πύργο του Άιφελ ν’ ανέβω δεν κατάφερα.
Ήταν για μένα σπάνια ευκαιρία
από του πύργου αυτού τα ύψη
σαν τόσους άλλους να ’χω σκύψει
και από κει τον κόσμο ν’ αγναντεύω…

Μα ίσως πάλι να έπραξα σωστά,
ίσως σοφά να παρενέβη η τύχη,
αφού σε λίγο θα έπρεπε ξανά
στα χαμηλά μου να κατέβω.

Μάλλον αυτή θα ’ναι η λύση
των πύργων που έχω ζωγραφίσει



ΒΡΕΤΑΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ (Ελγίνου Μάρμαρα)
Στην ψυχρή του μουσείου αίθουσα
την κλεμμένη, κοιτώ
μοναχή Καρυάτιδα.
Το σκοτεινό γλυκύ της βλέμμα
επίμονα εστραμμένο έχει
στο σφριγηλό του Διόνυσου σώμα
(σε στάση ηδυπάθειας σμιλεμένο)
που δυο βήματα μόνον απέχει.
Το βλέμμα το δικό του έχει πέσει
στη δυνατή της κόρης μέση.
Πολυετές ειδύλλιον υποπτεύομαι
τους δυο αυτούς να ’χει ενώσει.
Κι έτσι, όταν το βράδυ η αίθουσα αδειάζει
απ’ τους πολλούς, τους θορυβώδεις επισκέπτες,
τον Διόνυσο φαντάζομαι
προσεκτικά απ’ τη θέση του να εγείρεται
των διπλανών γλυπτών και αγαλμάτων
την υποψία μην κινήσει,
κι όλος παλμό να σύρεται
τη συστολή της Καρυάτιδας
με οίνον και με χάδια να λυγίσει.

Δεν αποκλείεται όμως έξω να ’χω πέσει.
Μιαν άλλη σχέση ίσως να τους δένει
πιο δυνατή, πιο πονεμένη:
Τις χειμωνιάτικες βραδιές
και τις εξαίσιες του Αυγούστου νύχτες
τους βλέπω,
απ’ τα ψηλά να κατεβαίνουν βάθρα τους,
της μέρας αποβάλλοντας το τυπικό τους ύφος,
με νοσταλγίας στεναγμούς και δάκρυα
τους Παρθενώνες και τα Ερεχθεία που στερήθηκαν
στη μνήμη τους με πάθος ν’ αναγείρουν.

ΠΡΩΙΝΟ ΣΤΑ ΞΕΝΑ (από τη συλλογή ΕΡΕΒΟΣ 1956)
Αρπάχτηκα άσχημα με την ατμόσφαιρα,
σχεδόν την ξέσκισα
και μάτωσα το πρωινό.

Τώρα, μ’ αδύναμους στίχους
ώρα πολλή τα σκισμένα της μέρη
προσπαθώ να σμίξω.
Κι όσα κομμάτια τυχόν μου περισσέψουν
μαζί μου θα πάρω,
λυπητερές πιθανόν ιστορίες
μ’ αυτά να τυλίξω.

Ύστερα, ετούτα όλα θ’ αφήσω
για να προφτάσω να πάρω από πίσω
πλανόδιους μουσικούς
που με τους ήχους τους
μελαγχολίας αετώματα στήνουν.
Σ’ αυτούς πίστη μεγάλη δίνω
πως της ψυχής μου τις νότες
ίσως μπορέσουν να παίξουν
σε κάποιο δρόμο φαρδύ, αδειανό,
στο Λονδίνο.

 [επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ]

ΠΙΑΣΕ ΤΟ πρέπει ΑΠΟ ΤΟ ιώτα ΚΑΙ ΓΔΑΡΕ ΤΟ ΙΣΑΜΕ ΜΕ ΤΟ πι

$
0
0
… Ακινητοποιημένο ένα πουλί ανάμεσα ουρανού και γης και τα βουνά ελαφρά βαλμένα το ’να μέσα στο άλλο. Φάνηκε το παιδί που ανάβει γράμματα και τρέχει να γυρίσει πίσω το άδικο στο στήθος μου. Στο στήθος μου όπου φάνηκε η Ελλάδα η δεύτερη του επάνω κόσμου. Αυτά που λέω και γράφω για να μην τα καταλάβει άλλος κανείς όπως ένα φυρό που αρκείται στο φαρμάκι του εωσότου ο άνεμος του το γυρίσει σ’ ευωδιά ναν τη σκορπίσει και στα τέσσερα σημεία του κόσμου… Θα φανούν αργότερα τα οστά μου φωσφορίζοντας ένα γαλάζιο που το πάει αγκαλιά ο αρχάγγελος και στάζει με τεράστιους διασκελισμούς διαβαίνοντας την Ελλάδα τη δεύτερη του επάνω κόσμου…  [κτερίσματα στίχων από το ΜΙΚΡΟ ΝΑΥΤΙΛΟ του Οδυσσέα Ελύτη, από την ενότητα ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ 1-7]

Κάποτε δεν είναι παρά μια λάμψη πίσω από τα βουνά –κει κατά μέρος του πελάγου. Κάποτε πάλι ένας αέρας δυνατός που άξαφνα σταματάει έξω από τα λιμάνια. Κι όσοι νογούν, το μάτι του βουρκώνει: ΧΡΥΣΕ ΖΩΗΣ ΑΕΡΑ ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΦΤΑΝΕΙΣ ΩΣ ΕΜΑΣ; Κανένας δεν ακούει, κανένας. Όλοι τους πάνε κρατώντας ένα εικόνισμα και πάνω του η φωτιά. Κι ούτε μια μέρα, μια στιγμή στον τόπο αυτόν που να μη γίνεται άδικο και φονικό κανένα. ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΦΤΑΝΕΙΣ ΩΣ ΕΜΑΣ; Είπα θα φύγω. Τώρα. Με ό,τι να ’ναι: τον σάκο μου τον ταξιδιωτικό στον ώμο, στην τσέπη μου έναν Οδηγό, τη φωτογραφική μου μηχανή στο χέρι. Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρω ποιος είμαι. Τι δίνω, τι μου δίνουν και περισσεύει το άδικο ΧΡΥΣΕ ΖΩΗΣ ΑΕΡΑ… [κτερίσματα στίχων από το ΜΙΚΡΟ ΝΑΥΤΙΛΟ του από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη].

ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ [1-7]
-2-
… Αφήνοντας μπήκα σ’ έρωτα για τούτα τα κορμάκια λίγνεψα, έφεξα, Σ’ ύπνο και ξύπνο άλλο στο νου δεν είχα –πώς να τα μεγαλώσω, μια μέρα να τα κοιμηθώ. Παραμόνευα πίσω απ’ τις θύρες. Έμαθα να τα πιάνω στον αέρα, στο νερό. Αλλά πώς να τα πω δεν ξέρω ακόμα.
Α.- Λευκό ή κυανό, ανάλογα με τις ώρες και τη θέση των άστρων.
Λ.- Πραγματικά βρεμένο. Ίδιο βότσαλο.
Γ.- Το πιο ελαφρύ, που η αδυναμία σου να το προφέρεις, δείχνει το βαθμό της βαρβαρότητάς σου.
Ρ.- Παιδικό και, μάλιστα, σχεδόν πάντοτε, θηλυκού γένους.
Ε.- Όλο αέρα. Το πιάνει ο μπάτης.
Υ.- Το πιο ελληνικό γράμμα. Μια υδρία.
Σ.- Ζιζάνιο. Μα ο Έλληνας πρέπει κάποτε και να σφυρίζει.


-3-
Είσαι νέος –το ξέρω- και δεν υπάρχει τίποτε.
Λαοί, έθνη, ελευθερίες, τίποτε.
Όμως είσαι. Και την ώρα που
Φεύγεις με το ’να πόδι σου έρχεσαι με τ’ άλλο
Ερωτοφωτόσχιστος
Περνάς θέλεις – δε θέλεις
Αυλητής φυτών και συναγείρεις τα είδωλα
Εναντίον μας. Όσο η φωνή σου αντέχει.

Πώς της παρθένας το τζιτζίκι όταν το πιάνεις
Πάλλονται κάτω από το δέρμα σου οι μυώνες
Ή τα ζώα που πίνουν κι ύστερα κοιτούν
Πώς σβήνουν την αθλιότητα: ίδια εσύ
Παραλαμβάνεις απ’ τους Δίες τον κεραυνό
Και ο κόσμος σου υπακούει. Εμπρός λοιπόν
Από σένα η άνοιξη εξαρτάται. Τάχυνε την αστραπή.

Πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι.

-4-
Περιμένω την ώρα που ένα
Περιβόλι ελεητικό θ’ αφομοιώσει
Τ’ απόβλητα όλων των αιώνων – που ένα
Κορίτσι θα κηρύξει στο σώμα του επανάσταση
Ωραία με τρεμουλιαστές φωνές και λαμπηδόνες
Φρούτων ξαναφέρνοντας την ιστορία
Στην αφετηρία της
οπόταν
Πιθανόν και οι Φράγκοι να ελληνέψουν
Φτάνοντας ως το ήπαρ της συκιάς
Ή να τους υπαγορευτεί καθ’ ύπνους η εντέλεια
Των κυμάτων
κι από μια ρωγμή στη σκέψη τους η αναθυμίαση
Κάποιας από τα παιδικά τους χρόνια συναπαντημένης
Θαρραλέας λεβάντας τα γέματα
Θυμούς αστρικά διαστήματα να εξευμενίσει.

-5-
Όξω από το μνημονικό τρεις ώρες δρόμο βρέθηκα να κυνηγώ στο δάσος των φωνηέντων
Σκοπευτής από ένστικτο (κι αισθηματίας) χτυπώ και ρίχνω:
έμβλημα                Μάιων                λήκυθος
γραμμή              θάλασσα             κυβερνήτης
κηρύλος           πορτοκάλια          κόσμημα
παρανάλωμα         κρήνη            εκθαμβωτικό
ψίθυρος          θύσανος          Σύρτις
μονάκριβο          γνώμη          Μαρίνα
μεντα           μεταλλικό          Μίλητος
ρυθμός          κατασταλάζω          ασημένια
άδυτον           ηθελημένο          κηρύκειον
ολίγο          θεομητορικό          Μονασήρι
μανταρίνι          πτυχή          Μύρτιλλα
Πέργαμος         αστερωτό          θαλερό
ζώνη           καταμεσήμερο         νωχέλεια
λιόφυτα          λαγκάδια          Μάρτιος
χρησμός          πρωινό          κύβος
μυστικός          χλωρίδα          αναβλύζω
                   ξάγναντο

-6-
Τι θέλεις τι ζητάς πού ’ναι το νόημα που σου ’πεσε απ’ τα χέρια, η μουσική που ακούς εσύ και τα γυμνά πόδια που αλλάζουν γη σαν της χορεύτριας ενώ τινάζεται ο κομήτης των μαλλιών της και μια σπίθα πέφτει μπροστά σου πάνω στο χαλί κει που κοιτάς να σε απατά η αλήθεια. Πού πας, ποια θλίψη, ποιο καιούμενο φέρεμα είναι αυτό που σου αποσπά τη σάρκα, ποια μεταποιημένη αρχαία πηγή για να σε κάνει να χρησμοδοτείς έτσι φύλλο το φύλλο και βότσαλο το βότσαλο. Έφηβε γονατιστέ στο διάφανο βυθό που όσο κοιμάμαι και ονειρεύομαι τόσο σε βλέπω ν’ ανεβαίνεις μ’ ένα πανέρι πράσινα όστρακα και φύκια δαγκάνοντας σα νόμισμα τη θάλασσα την ίδια που σου ’δωκε τη λάμψη αυτήτο φως αυτό το νόημα που γύρευες.

-7-
Τώρα που ο νους απαγορεύεται κι οι ώρες δε γυρίζουν
Από κήπο σε κήπο η σκέψη μου
Δειλή σαν τριανταφυλλιά πρωτάρα
Που αρπάζεται από τα κάγκελα
Δοκιμάζει απαρχής ν’ αρμόσει πάλι
Με σταγόνες σφήνες λαμπερών
Τα παμπάλαια πράσινα και τα χρυσά κείνα που μέσα μας
Έχουν παντοτινές δεκαεφτά Ιουλίου
Ν’ ακουστεί και πάλι της Αγίας Μαρίνας το νερό στις πέτρες
Ο ύπνος που μυρίζει ζευγάρι αγκαλιασμένο
Η φωνή
μια φωνή σαν της μητέρας
Και ξανά ξυπόλητη να βγει να περπατήξει
Πάνω στις πλάκες του Μεσολογγιού η Ελευθερία
Έτσι καθώς την εχαιρέτησε για λόγου μας –καλή του η ώρα-

Ο ποιητής και κάναμε από τότε Ανάσταση 

ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ ΤΩΡΑ ΠΕΦΤΕΙ ΠΑΝΩ ΜΑΣ ΤΟ ΑΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΤΟ

$
0
0
Σκύβοντας πάνω απ’ της ψυχής μου τη συσκότιση στίχους ισχνούς θα επιδείξω αποκλεισμένους από απρόσμενη κακοκαιρία που πλήγωσε θανάσιμα κάποιο δειλό μου λυκαυγές. Πολλά θα λεν οι στίχοι αυτοί, θα δείτε, θα διαβάσετε. Ο τελευταίος μόνο στίχος τίποτε δε λέει. Κοιτώντας θλιβερά τους προηγούμενους θα κλαίει (Κική Δημουλά ΚΕΝΟ από τη συλλογή ΕΡΕΒΟΣ 1956)

 [Ανακινήστε καλά προ της χρήσεως… Προς τούτο εσωκλείονται οδηγίες. Αν τις διαβάσεις προσεκτικά – σύνθεση, προφυλάξεις, δοσολογία – θα δεις ότι τις ίδιες ακριβώς παρενέργειες επιφυλάσσει η μικρή δόση αγάπης και η μεγάλη. Οι λέξεις φταίνε, Αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν. Για του λόγου το αληθές… Ιδού…]

FOG (από τη συλλογή ΕΡΕΒΟΣ 1956)
Γυμνά κλαδιά έξω από το τζάμι
στης πανσιόν την άδεια σάλα
πράγματα ακατάληπτα μου γνέφουν.



Ο δρόμος έρημος, αβάσταχτος
Κι ακόμα πιο έρημος φαντάζει
όταν διαβάτες αραιοί
γοργά απ’ τα μάτια μου περνάνε.

Έχω χαρά που οι δυο αυτοί
εμπρός από τη μικρή εστάθηκαν
του αντικρινού μαγαζιού προθήκη.

Κάτι καινούργιο τα γυμνά κλαδιά
θαρρώ τώρα μου γνέφουν
σχεδόν με κίνηση αφανή.

Όμως, τι φρίκη.
Έπεσε ξάφνου τόση καταχνιά
σ’ όλη αυτή του δρόμου τη σκηνή.

ΕΙΚΟΝΑ
Του φθινοπώρου οι τάπητες
έχουν πάντα την ίδια εργασία,
ίδιο σχεδόν το κέντημα,
ίδιο περίπου και το αίσθημα που φέρνουν.

Κίτρινα φύλλα αραιά,
ορθά ή ανάποδα στην τύχη σκορπισμένα,
κάπου αλλού μαζί πολλά
σε μια γωνιά δρόμου συγκεντρωμένα.

Μα ο αγγλικός ο τάπητας,
που σήμερα μονάχη μου πατώ,
έχει ένα άλλο σχέδιο –
έχουν μιαν άλλη χάρη
τα φύλλα τα πεσμένα.

Κι έτσι που τα κατάφερε
τη σκέψη να μου πάρει,
γλυκύτερα μου φάνηκαν τα ξένα.

ΝΥΧΤΑ
Κανείς πια θόρυβος,
κανένας καθυστερημένος ήχος,
καμιά της μέρας που ’φυγε μικρή αδιακρισία
να ανακόψει δεν τολμά
τη νύχτα τούτη την πλατιά
που ’πεσε απόψε στο Λονδίνο.
Μήτε κι εγώ.
Το τζάκι να σβήσω αφήνω
κι αθόρυβα αγρυπνώ.
Θόρυβο όμως τώρα μακρινό
η αίσθησή μου προσδιορίζει:
διανυκτερεύοντος τροχού,
που ως ακούραστα μονάχος του γυρίζει,
κι αλάνθαστα εργάζεται,
τ’ αυριανά του κόσμου πεπρωμένα κατεργάζεται.

ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΙΣ
Αγόρασα κι εγώ εφημερίδα
γιατί, καλά καλά δεν ξέρω.
Μα όλοι το ίδιο να κάνουν είδα
και σήμερα θέλω να μην διαφέρω.
Τρέχουνε όλοι κι εγώ τρέχω
κι όμως σκοπό ειδικό δεν έχω.
Για λίγο έτσι σταματάω,
πώς τρέχουν τ’ αυτοκίνητα κοιτάω.
Ανάμεσά τους δυο νέοι περνάνε,
με έξαψη πολλή μιλάνε
μάλλον για κάποιο στοίχημα.
Δεν είδα ακόμα κανένα δυστύχημα.

Στο Χάυντ-Παρκ τώρα βαδίζω
κι ομίχλη πολλή διασχίζω.
Μια κυρία κάνει ιππασία.
Έχει μεγάλη υγρασία.

Τα ίδια πάντα και τα ίδια:
«Μη ρίχνετε κάτω σκουπίδια».

Ο κόσμος τρομαγμένος τώρα τρέχει
γιατί έξαφνα άρχισε να βρέχει.
Τέτοια βροχή δεν έχει στην πατρίδα.
Καλά που αγόρασα και την εφημερίδα.

 [επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ]

ΣΤΑΣΟΥ ΛΙΓΑΚΙ ΠΙΟ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ ΚΑΙ ΜΑΖΕΨΕ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ΑΥΤΗΣ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ ΓΥΜΝΟ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ

$
0
0
Έχει πολλούς ορίζοντες, πολλές πυξίδες και μια μοίρα που καίει ακούραστη κάθε φορά και τα πενήντα δυο χαρτιά της. Ύστερα ξαναρχίζει με κάτι άλλο – με το χέρι σου, που του δίνει μαργαριτάρια για να βρει έναν πόθο, ένα νησίδιο ύπνου. Στάσου λιγάκι πιο κοντά στη σιωπή κι αγκάλιασε την πελώρια άγκυρα που ηγεμονεύει στους βυθούς. Σε λίγο θα ’ναι στα σύννεφα. Κι εσύ δεν θα καταλαβαίνεις, μα θα κλαις, θα κλαις για να σε φιλήσω, κι όταν πάω ν’ ανοίξω μια σχισμή στο ψέμα, ένα μικρό γαλανό φεγγίτη στη μέθη, θα με δαγκάσεις. Μικρή ζηλιάρα της ψυχής μου σκιά, γεννήτρα μιας μουσικής κάτω απ’ το σεληνόφωτο. Στάσου λιγάκι πιο κοντά μου! [Οδυσσέας Ελύτης, Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΩΝ ΓΥΑΚΙΝΘΩΝ –Ι- από τη συλλογή ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, ΙΚΑΡΟΣ 1978]

 [Από το ελάχιστο φτάνεις πιο εύκολα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίζεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. Έτσι μπορεί να νιώσει κανείς την παρουσία της ηδονής ως μέσα στις κόρες των ματιών του, των ματιών του που ρέουνε από την πλάτη του έρωτα]

Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΩΝ ΓΥΑΚΙΝΘΩΝ (από τη συλλογή ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1978)
-ΙΙ-
Εδώ –μέσα στα πρώιμα ψιθυρίσματα των πόθων, ένιωσες για πρώτη φορά την οδυνηρή ευτυχία του να ζεις! Μεγάλα κι αμφίβολα πουλιά σχίζαν τις παρθενιές των κόσμων σου. Σ’ ένα σεντόνι απλωμένο έβλεπαν οι κύκνοι τα μελλοντικά τους άσματα κι από κάθε πτυχή της νύχτας ξεκινούσαν τινάζοντας τα όνειρά τους μέσα στα νερά, ταυτίζοντας την ύπαρξή τους με την ύπαρξη των αγκαλιών που προσμέναν.
Μα τα βήματα που δεν έσβησαν τα δάση τους αλλά στάθηκαν στη γλαυκή κώχη τ’ ουρανού και των ματιών σου τι γύρευαν; Ποιο έναστρο αμάρτημα πλησίαζε τους χτύπους της απελπισίας σου;
Μήτε η λίμνη, μήτε η ευαισθησία της, μήτε το εύφλεκτο φάντασμα δυο συνεννοημένων χεριών δεν αξιώθηκαν ποτέ ν’ αντιμετωπίσουν ένα τέτοιο ρόδινο αναστάτωμα.


-ΙΙΙ-
Έμβρυο πιο φωτεινής επιτυχίας –μέρα λαξεμένη με κόπο πάνω στ’ αχνάρια του αγνώστου.
Όσο πληρώνεται το δάκρυ, ξεφεύγει από τον ήλιο.
Κι εσύ που μασάς τις ώρες σου σαν πικροδάφνη γίνεσαι οιωνός τρυφερού ταξιδιού μεσ’ στην αθανασία.
V-
Πέντε χελιδόνια – πέντε λόγια που έχουν εσένα προορισμό. Κάθε λάμψη κλείνει απάνω σου. Πριν απλοποιηθείς σε χόρτο αφήνεις τη μορφή σου απάνω στο βράχο που πονεί ανεμίζοντας τις φλόγες του προς τα μέσα. Πριν γίνεις γεύση μοναξιάς τυλίγεις τα θυμάρια θύμησες.
Κι εγώ, φτάνω πάντοτε ίσια στην απουσία. Ένας ήχος κάνει το ρυάκι, κι ό,τι πω, ό,τι αγαπήσω μένει άθικτο στους ίσκιους του. Αθωότητες και βότσαλα στο βυθό μιας διαύγειας. Αίσθηση κρύσταλλου.
-V-
Περνώντας και παίρνοντας το χνούδι της ηλικίας σου ονομάζεσαι ηγεμονίδα. Φέγγει το νερό σε μια μικρή παλάμη. Όλος ο κόσμος ανακατώνει τις μέρες του και στη μέση της μέθης του φυτεύει ένα μάτσο γυακίνθους. Από αύριο θα ’σαι η επίσημη ξένη των απόκρυφων σελίδων μου.
-VΙ-
Μέσα στα δένδρα αυτά που θα επιζήσουνε το αίθριο πρόσωπό σου. Η αγκαλιά που θα μετατοπίσει έτσι απλά τη δροσιά της. Ο κόσμος που θα μείνει χαραγμένος εκεί.
Ω τα κλεισμένα λόγια που έμειναν μες τους φλοιούς των ελπίδων, στους βλαστούς των νεόκοπων κλαριών μιας φιλόδοξης μέρας – τα κλεισμένα λόγια που πικράνανε τ’ ομοίωμά τους κι έγιναν οι Υπερηφάνειες.
-VΙΙ-
Συγκίνηση. Τα φύλλα τρέμουν ζώντας μαζί και ζώντας χωριστά στις λεύκες που μοιράζουν άνεμο. Πριν απ’ τα μάτια σου είναι αυτός που φυγαδεύει αυτές τις θύμησες, αυτά τα βότσαλα – τις χίμαιρες! Η ώρα είναι ρευστή κι εσύ στυλώνεσαι πάνω της ακάνθινη. Συλλογίζομαι αυτούς που δε δεχτήκανε ναυαγοσωστικά. Που αγαπούν το φως κάτω απ’ τα βλέφαρα, που σα μεσουρανήσει ο ύπνος άγρυπνοι μελετούνε τ’ ανοιχτά τους χέρια. Και θέλω να κλείσω τους κύκλους που άνοιξαν τα δικά σου δάχτυλα, να εφαρμόσω πάνω τους τον ουρανό για να μην είναι πια ποτέ ο στερνός τους λόγος άλλος.
Μίλησέ μου, αλλά μίλησέ μου για δάκρυα. 
-VΙΙΙ-
Στο βυθό της μουσική τα ίδια τα πράγματα σ’ ακολουθούν μετουσιωμένα. Η ζωή παντού μιμείται τον εαυτό της. Κι εσύ κρατώντας το φώσφορο στην παλάμη σου κυκλοφορείς ασάλευτη μέσα στις ίνες της πελώριας τύχης. Και τα μαλλιά σου ποτισμένα στην Ενάτη καμπυλώνουν τις θύμησες και περνούν του φθόγγους στο στερνό αέτωμα της αμφιλύκης.
Πρόσεξε! Η φωνή που άλλοτε ξεχνούσες ανθίζει τώρα στο στήθος σου. Το κοράλλι αυτό που ανάβει ολομόναχο, είναι το τάξιμο που δεν έστερξες ποτέ σου. Κι η μεγάλη πυρά που θα σ’ αφάνιζε είναι αυτός ο ανάλαφρος ίλιγγος που σε δένει με απόχρωση αγωνίας στα λοίσθια των μενεξέδων.
Στο βυθό της μουσικής συνταξιδεύουμε…
-IX-
Εγώ δεν έκανα τίποτα άλλο. Σε πήρα όπως εσύ πήρες την αμεταχείριστη φύση και τη λειτούργησες είκοσι τέσσερις φορές στα δάση και τις θάλασσες. Σε πήρα μέσα στο ίδιο ρίγος που αναποδογύριζε τις λέξεις και τις άφηνε πέρα στα ανοιχτά και αναντικατάστατα όστρακα. Σε πήρα σύντροφο στην αστραπή, στο δέος στο ένστικτο. Γι’ αυτό κάθε φορά που αλλάζω μέρα σφίγγοντας την καρδιά μου ως το ναδίρ, εσύ φεύγεις και χάνεσαι νικώντας την παρουσία σου, δημιουργώντας μια μοναξιά Θεού μια πολυτάραχη ανεξήγητη ευτυχία.
Εγώ δεν έκανα τίποτε άλλο από κείνο που βρήκα και μιμήθηκα σε Σένα!
-X-
Ακόμα μια φορά στις κερασιές τα δυσεύρετα χείλια σου. Ακόμα μια φορά μέσα στις φυσικές αιώρες τ’ αρχαία σου όνειρα. Μια φορά μέσα στ’ αρχαία σου όνειρα τα τραγούδια που ανάβουν και χάνονται. Μέσα σ’ αυτά που ανάβουν και χάνονται τα ζεστά μυστικά του κόσμου. Τα μυστικά του κόσμου.
-XΙ-
Ψηλά στο δένδρο των άσπρων ταξιδιών με το εωθινό κορμί σου χορτάτο από μαΐστρο ξεδιπλώνεις τη θάλασσα που γυμνή παίρνει και δίνει τη ζωή της στα γυαλιστερά φύκια. Φέγγει το διάστημα και πολύ μακριά ένας άσπρος ατμός σφίγγεται στην καρδιά του σκορπίζοντας τα χίλια δάκρυα. Είσαι λοιπόν εσύ που ξεχνάς τον Έρωτα μεσ’ τα ρηχά νερά, στα ύφαλα μέρη της Ελπίδας. Εσύ που ξεχνάς μέσα στα μεσημέρια φλόγες. Εσύ που σε κάθε λέξη πολύχρωμη βιάζεις τα φωνήεντα συλλέγοντας το μέλι τους στην καρποδόχη!
Όταν γυρίσει το φύλλο της ημέρας και βρεθείς άξαφνα ξανθή και ηλιοκαμένη μπρος στο μαρμάρινο αυτό χέρι που θα κηδεμονεύει τους αιώνες, θυμήσου τουλάχιστον εκείνο το παιδί που φιλοδοξούσε καταμόναχο μεσ’ την οργή του πόντου να συλλαβίσει την ανυπέρβλητη ομορφιά της ομορφιάς σου. Και ρίξε μια πέτρα στον ομφαλό της θάλασσας, ένα διαμάντι στη δικαιοσύνη του ήλιου.

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Γιατί όντας αρνητικό του ονείρου φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα. Γι’ αυτό φεύγα ζαρκάδι, Πόθε κοντά στη λύτρωσή σου φεύγα ζωή σαν κορυφογραμμή]

ΣΗΜΕΙΩΘΗΚΕ ΧΘΕΣ ΔΙΟΓΚΩΣΗ ΤΗΣ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑΣ

$
0
0
Μου έβαλαν στη μασχάλη και μου ανέθεσαν να συγκρατώ και να εξαίρω λίγες σελίδες με στίχους -εν ολίγοις μια ζωή. Βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση. Έχω στενή επαφή με την πρώτη σελίδα: αβέβαιη και ευφάνταστη.  Κατάγεται, όπως μου εμπιστεύτηκε, εκ του απραγματοποίητου. Και όταν πλήττω μαζί της βεβαιώνει  πως οι επόμενες έχουν καταγωγή εξίσου φειδωλή. Και μια μονάχα από αυτές καυχιέται πως ήρθε από τον ήλιο. Μα φαίνεται πως πρόκειται για φαντασίες: πως καμιά, μα καμιά δεν έχει συγγένεια με ευδιάθετα πράγματα όπως, ας πούμε, ο ήλιος. Αχθοφόρος μελαγχολικός, λοιπόν, ορίστηκα. Πάντως και μόνοι σας το θέμα ερευνήστε. Αν μη τι άλλο κάνετε καλό σ’ ένα ανεύθυνο, τελείως ανεύθυνο, εξώφυλλο [Κική Δημουλά, ΠΡΟΛΟΓΟΣ ή μιλάει το εξώφυλλο από τη συλλογή ΕΡΗΜΗΝ 1958]

 [Σημειώθηκε χθες διόγκωση της ματαιότητας. Αυτό, φυσικά, κανείς δεν το αντελήφθη. Κανείς από τους ελάχιστους «πλησίον μου»… Μονάχα εγώ που όρθια μπρος στο μεσίστιο μέλλον μου, σε στάση ανήμπορη αλλά κόσμια, άφησα να διαφύγει από το χώρο μου ένα ολόκληρο απόγευμα, σε μια ρευστότητα αθεράπευτη, γνωστή αλλ’ επιδεινωμένη… Ιδού…]

Εν πτωχεύσει
Είμαι σχεδόν χωρίς επάγγελμα τώρα.



Νεότερη
κατασκεύαζα κυρίως διαμαρτυρίες.
Αλλά και μεταχειρισμένες καταστάσεις
μάζευα
που μεταποιούσα εύκολα
σε πρωτοτυπίες και παραφορές.
Στρωμένη δουλειά.
Ευπορούσα.

Τώρα επιδίδομαι στο άσκοπο.
Ίσα-ίσα προς το ζην:
επιβαίνω του ανέργου χρόνου μου
κι εκτελώ μικρά δρομολόγια
για λίγη αναδρομή
στα εύκρατα της νεότητός μου
επαγγέλματα.

Ερήμην
Σημειώθηκε χθες
διόγκωση της ματαιότητας.
Αυτό, φυσικά,
κανείς δεν το αντελήφθη.
Κανείς απ’ τους ελάχιστους «πλησίον μου».
Μονάχα εγώ
που όρθια μπροστά στο μεσίστιο μέλλον μου,
σε στάση ανήμπορη αλλά κόσμια,
άφησα να διαφύγει από το χώρο μου
ένα ολόκληρο απόγευμα,
σε μια ρευστότητα αθεράπευτη,
γνωστή,
αλλ’ επιδεινωμένη.

Έκλειψις
Παρατηρήσατε το φαινόμενό μου;
Την ολική μου, επιτέλους, έκλειψη;

Είχα ένα ιδιόκτητο διακριτικό στερέωμα,
προσωπικής μου χρήσεως,
που, διατρέχοντάς το, έγραφα στίχους:
εν ολίγοις διένυα ευπρεπώς τη μοίρα μου

Χθες λοιπόν,
περί την δωδεκάτην βραδινήν,
χωρίς καμιά ορατή αιτία,
εγώ, ο λυρικός πλανήτης,
έπαθα ολική σχεδόν έκλειψη

Παρανομίες
Επεκτείνομαι και βιώνω
παράνομα
σε περιοχές που σαν υπαρκτές
δεν παραδέχονται οι άλλοι.
Εκεί σταματώ και εκθέτω
τον καταδιωγμένο κόσμο μου,
εκεί τον αναπαράγω
με μικρά κι απειθάρχητα μέσα,
εκεί τον αναθέτω
σ’ έναν ήλιο
χωρίς σχήμα, χωρίς φως,
αμετακίνητο,
προσωπικό μου.
Εκεί συμβαίνω.

Κάποτε, όμως,
παύει αυτό.
Και συστέλλομαι,
κι επανέρχομαι βίαια
(προς καθησυχασμόν)
στη νόμιμη και παραδεκτή
περιοχή,
στην εγκόσμια πίκρα.

Και διαψεύδομαι.

 [επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ ερήμην μου]

Ο ΗΛΙΟΣ ΣΚΑΕΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΚΙ ΕΜΕΙΣ ΚΡΑΤΑΜΕ ΤΗΝ ΠΑΛΑΜΗ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ ΕΝΤΡΟΜΟΙ

$
0
0
Γυμνός Ιούλιο μήνα το καταμεσήμερο. Σ’ ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου που το γλείγω και γεύομαι την αρμύρα του. Κοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Χάμου, στ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο. Γεννήθηκα για να ’χω τόσα. Δεν μου λέει τίποτα να παραδοξολογώ. Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίζεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της![κτερίσματα στίχων από το ΜΙΚΡΟ ΝΑΥΤΙΛΟ του Οδυσσέα Ελύτη, από την ενότητα ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ]

Κάποτε δεν είναι παρά μια λάμψη πίσω από τα βουνά –κει κατά μέρος του πελάγου. Κάποτε πάλι ένας αέρας δυνατός που άξαφνα σταματάει έξω από τα λιμάνια. Κι όσοι νογούν, το μάτι του βουρκώνει: ΧΡΥΣΕ ΖΩΗΣ ΑΕΡΑ ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΦΤΑΝΕΙΣ ΩΣ ΕΜΑΣ; Κανένας δεν ακούει, κανένας. Όλοι τους πάνε κρατώντας ένα εικόνισμα και πάνω του η φωτιά. Κι ούτε μια μέρα, μια στιγμή στον τόπο αυτόν που να μη γίνεται άδικο και φονικό κανένα. ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΦΤΑΝΕΙΣ ΩΣ ΕΜΑΣ; Είπα θα φύγω. Τώρα. Με ό,τι να ’ναι: τον σάκο μου τον ταξιδιωτικό στον ώμο, στην τσέπη μου έναν Οδηγό, τη φωτογραφική μου μηχανή στο χέρι. Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρω ποιος είμαι. Τι δίνω, τι μου δίνουν και περισσεύει το άδικο ΧΡΥΣΕ ΖΩΗΣ ΑΕΡΑ… [κτερίσματα στίχων από το ΜΙΚΡΟ ΝΑΥΤΙΛΟ του από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη].

ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ
-IX-
«Εχθές έχωσα κάτω απ’ την άμμο το χέρι μου κι έπιασα το δικό της. Όλο το απόγευμα ύστερα τα γεράνια με κοίταζαν απ’ τις αυλές με νόημα. Οι βάρκες, οι τραβηγμένες έξω στη στεριά, πήρανε κάτι γνώριμο, οικείο. Και το βράδυ, αργά, την ώρα που της έβγαλα τα σκουλαρίκια να τη φιλήσω έτσι όπως θέλω εγώ, με τη ράχη ακουμπισμένη στον μαντρότοιχο της εκκλησιάς, μπουμπούνισε το πέλαγος και οι Άγιοι βγήκανε κρατώντας κεριά να μου φωτίσουνε».
Χωρίς αμφιβολία υπάρχει για τον καθένα από μας κι από μια ξεχωριστή, αναντικατάστατη αίσθηση που αν δεν την βρει να την απομονώσει εγκαίρως και να συζήσει αργότερα μαζί της, έτσι που να την γεμίσει πράξεις ορατές, πάει χαμένος.



-X-
Ό,τι μπόρεσα ν’ αποχτήσω μια ζωή από πράξεις ορατές για όλους, επομένως να κερδίσω την ίδια μου τη διαφάνεια, το χρωστώ σ’ ένα είδος ειδικού θάρρους που μου ’δωκεν η Ποίηση: να γίνομαι άνεμος για τον χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμη κι όταν ουρανός δεν υπάρχει.
Δεν παίζω με τα λόγια. Μιλώ για την κίνηση που ανακαλύπτει κανείς να σημειώνεται μέσα στη «στιγμή» όταν καταφέρει να την ανοίξει και να της δώσει διάρκεια. Οπόταν, πραγματικά, και η Θλίψις γίνεται Χάρις και η Χάρις Άγγελος, η Ευτυχία Μοναχή και η Μοναχή Ευτυχία
με λευκές, μακριές πτυχές πάνω απ’ το κενό,
ένα κενό γεμάτο σταγόνες πουλιών, αύρες βασιλικού και συριγμούς υπόκωφου Παράδεισου.

-XΙ-
Οι φανταστικές αλήθειες φθείρονται πολύ πιο δύσκολα. Ο Ρεμπώ επέζησε της Κομμούνας όπως θα επιζήσει το φεγγάρι της Σαπφώς από το φεγγάρι του Άρμστρογκ. Χρειάζονται άλλης λογής υπολογισμοί.
Το ρολόι που μας αφορά δεν είναι αυτό που καταμετρά τις ώρες αλλά που κατανέμει το μέρος της φθοράς και της αφθαρσίας των πραγμάτων όπου, έτσι κι αλλιώς, μετέχουμε, όπως μετέχουμε στη νεότητα ή στο γήρας. Ίσως γι’ αυτό, έμενα, ο θάματος με τρόμαζε ανέκαθεν λιγότερο από την αρρώστια κι ένα τρυφερό σώμα με θάμπωνε περισσότερο από το πιο τρυφερό συναίσθημα.
Ο ήλιος σκάει μέσα μας κι εμείς κρατάμε την παλάμη στο στόμα έντρομοι.

Ο αέρας σηκώνεται. Το θείο θριαμβεύει!

ΕΓΩ, Ο ΛΥΡΙΚΟΣ ΜΙΚΡΟΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ, ΕΠΑΘΑ ΟΛΙΚΗ ΣΧΕΔΟΝ ΕΚΛΕΙΨΗ:

$
0
0
Διατίθεται απόγνωσις εις αρίστην κατάστασιν και ευρύχωρον αδιέξοδον. Σε τιμές ευκαιρίας. Ανεκμετάλλευτον και εύκαρπον έδαφος πωλείται ελλείψει τύχης και διαθέσεως. Και χρόνος αμεταχείριστος εντελώς. Πληροφορίαι: Αδιέξοδον. Ώρα: Πάσα [Κική Δημουλά, ΑΓΓΕΛΙΕΣ από τη συλλογή ΕΡΗΜΗΝ 1958]

 [Σημειώθηκε χθες διόγκωση της ματαιότητας. Αυτό, φυσικά, κανείς δεν το αντελήφθη. Κανείς από τους ελάχιστους «πλησίον μου»… Μονάχα εγώ που όρθια μπρος στο μεσίστιο μέλλον μου, σε στάση ανήμπορη αλλά κόσμια, άφησα να διαφύγει από το χώρο μου ένα ολόκληρο απόγευμα, σε μια ρευστότητα αθεράπευτη, γνωστή αλλ’ επιδεινωμένη… Ιδού…]

Υστερία
Απόψε
έντρομη
στο παράθυρο
τινάχθηκε η παραφορά μου
φωνάζοντας:
Βοήθεια, βοήθεια με πνίγουν!



Τούτο συνέβη ξαφνικά
την ώρα που καθίσαμε για βράδυ
στο τραπέζι
που βγάλαμε
τις πετσέτες από τις θήκες
για να μη λερώσουμε τα τετριμμένα,
κι αρχίσαμε να τρώμε
την τελευταία μπουκιά της ημέρας,
λέγοντας κάθε τόσο:
δαπανηρό φαϊ,
δαπανηρό φαϊ
πόσο η ζωή ακρίβυνε!

Γεγονότα
Μόνη, εντελώς μόνη,
περπατώ στο δρόμο
και πέφτω πάνω σε μεγάλα γεγονότα:
Ο ήλιος σαν επειγόντως να εκλήθη από τη Δύση
αφήνοντας ημιτελές το δειλινό…

Σε λίγο η νύχτα,
κρατώντας τους αμφορείς του μυστηρίου,
των ιδιοτήτων της  επαίρετο,
όταν στο ρεμβώδες μάτι της, το φεγγάρι,
ένα απρόσεκτο, λαθραίο σύννεφο, πάτησε
και την τύφλωσε.

Του ατυχήματος τούτου
επωφελήθηκε
κάποιος παράξενος κατάσκοπος
-το μεσονύκτιο υποπτεύονται-
το σύμπαν πυροβόλησε
και το άφησε ακίνητο…

Μετά από τέτοια γεγονότα,
το γεγονός πως είμαι πάλι μόνη
παρελήφθη.

1η Απριλίου
Ο Απρίλης
-φημισμένος κηπουρός-
πήδηξε το πρωί στον χέρσο κήπο μου
κι ένα εξαίσιο έμπηξε τριαντάφυλλο.

Η άνοιξη
κρυμμένη πίσω απ’ το τριαντάφυλλο,
βλέπει την έκπληξη μου και γελάει,
ενώ με την απέραντη χαρά μου
παρασημοφορεί τον μάγο κηπουρό.

Ονειρικά
Η μέρα ξύπνησε.
Ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της
και είδε τον κόσμο
ακόμη πλαγιασμένο με όνειρα
και μαγγανείες της νύχτας.

Ανέβηκε τα βουνά,
στους λόφους γλίστρησε,
και χύθηκε στην πολιτεία
βιαστική.

Των δρόμων τα φανάρια έσβησε,
σκιές κρυμμένες στις αυλές και στις γωνίες
έπνιξε,
κι αφού μοίρασε στους ανθρώπους
αγωνίες και προβλήματα
εις πέρας να τη φέρουν τους ανέθεσε.

Ύστερα την απουσία μου αντιλήφθηκε
(μιαν ευτυχία διαπραγματευόμουν
ακόμα, μέσα στ’ όνειρο),
το κλειστό μου άνοιξε παράθυρο
και μ’ όλο της το βάρος πάνω μου έπεσε
τη διαπραγμάτευση έτσι διακόπτοντας.

[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ ερήμην μου]

ΠΑΡΕ ΜΑΖΙ ΣΟΥ ΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΓΥΑΚΙΝΘΩΝ ΚΑΙ ΒΑΦΤΙΣΕ ΤΟ ΣΤΗΝ ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

$
0
0
Έτσι κοντά στο όνομά σου θα ριγήσει ο θρύλος και το χέρι μου νικώντας τον κατακλυσμό θα βγει με τα πρώτα περιστέρια. Ποιος θα προϋπαντήσει αυτό το θρόισμα, ποιος θα αξιωθεί σιμά του, ποιος είναι αυτός που θα σε προφέρει πρώτος όπως προφέρει ο μέγας ήλιος το βλαστάρι! Κύματα καθαρίζουνε τον κόσμο. Καθένας ψάχνει το στόμα του. Πού είσαι φωνάζω κι η θάλασσα, τα βουνά, τα δένδρα δεν υπάρχουν  [Οδυσσέας Ελύτης, Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΩΝ ΓΥΑΚΙΝΘΩΝ από τη συλλογή ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, ΙΚΑΡΟΣ 1978]

 [Από το ελάχιστο φτάνεις πιο εύκολα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίζεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. Έτσι μπορεί να νιώσει κανείς την παρουσία της ηδονής ως μέσα στις κόρες των ματιών του, των ματιών του που ρέουνε από την πλάτη του έρωτα]

Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΩΝ ΓΥΑΚΙΝΘΩΝ (από τη συλλογή ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1978)
-XIII-
Πες μου τη νεφελόπαρτη ώρα που σε κυρίεψε όταν η βροντή προηγήθηκε της καρδιάς μου. Πες μου το χέρι που προχώρησε το δικό μου χέρι μέσα στην ξενιτιά της θλίψης σου. Πες μου το διάστημα και το φως και το σκοτάδι – το παρείσακτο κυμάτισμα ενός τρυφερού ιδιωτικού Σεπτέμβρη.
Και σκόρπισε την ίριδα, στεφάνωσέ με.


-XIV-
Να ξαναγυρίσεις στο νησί της αλαφρόπετρας  μ’ ένα τροπάριο ξεχασμένο που θα ζωντανεύει τις καμπάνες δίνοντας θόλους ορθινούς στις πιο ξενιτεμένες θύμησες. Να τινάζεις τα μικρά περβόλια έξω απ’ την καρδιά σου κι ύστερα πάλι να φιλεύεσαι απ’ την ίδια τους τη θλίψη. Να μην νιώθεις τίποτα πάνω απ’ τους αυστηρούς βράχους κι όμως η μορφή σου ξαφνικά να μοιάζει με τον ύμνο τους. Να σε παίρνουν τ’ ανώμαλα πέτρινα σκαλιά ψηλά ψηλά κι εκεί να καρδιοχτυπάς έξω απ’ την πύλη του καινούργιου κόσμου. Να μαζεύεις δάφνη και μάρμαρο για την άσπρη αρχιτεκτονική της τύχης σου.
Και να ’σαι όπως γεννήθηκες, το κέντρο του κόσμου.

-XV-
Η μαγνητική βελόνα κινδυνεύει. Όπου και να γυρίσει θαμπώνεται από το φλογοβόλο πρόσωπο της εγκάρδιας ανατολής. Πέτα λοιπόν τους υακίνθους, τρέξε πάνω από τρυγητούς αφρών προς το ευοίωνο εξαπτέρυγο άγγελμα! Η ανάσα του μέλλοντος αχνίζει έμψυχα δώρα.

-XVΙ-
Κρύψε στο μέτωπό σου τ’ άστρο που θέλησες να βρεις μέσα στο πένθος. Και μ’ αυτό προχώρησε και μ’ αυτό πόνεσε πάνω απ’ τον πόνο των ανθρώπων. Κι άφησε το λαό των άλλων να χαμηλώνει. Εσύ ξέρεις πάντοτε περισσότερα. Γι’ αυτό άλλωστε αξίζεις και γι’ αυτό σα σηκώνεις τη σημαία σου ένα χρώμα πικρό πέφτει στις όψεις των πραγμάτων που παρομοιάζουν τον τιτάνιο κόσμο.

-XVΙΙ-
Τίποτε δεν έμαθες απ’ αυτά που γεννήθηκαν κι απ’ αυτά που πεθάνανε κάτω απ’ τους πόθους. Κέρδισες την εμπιστοσύνη της ζωής που δε σ’ εδάμασε και συνεχίζεις τ’ όνειρο. Τι να πουν τα πράγματα και ποια να σε περιφρονήσουν!
Όταν αστράφτεις στον ήλιο που γλιστράει επάνω σου σταγόνες κι αθάνατους υάκινθους και σιωπές, εγώ σ’ ονομάζω μόνη πραγματικότητα. Όταν γλιτώνεις το σκοτάδι και ξανάρχεσαι με την ανατολή, πηγή, μπουμπούκι, αχτίδα, εγώ σ’ ονομάζω μόνη πραγματικότητα. Όταν αφήνεις αυτούς που αφομοιώνονται μεσ’ στην ανυπαρξία και ξαναπροσφέρεσαι ανθρώπινη, εγώ απ’ την αρχή ξυπνώ μέσα στην αλλαγή σου…
Μην παίζεις πια. Ρίξε τον άσσο της φωτιάς. Άνοιξε την ανθρώπινη γεωγραφία.

-XVΙΙΙ-
Μελαχρινή μαρμαρυγή –νανούρισμα των βλεφάρων πάνω απ’ τη μυθική απλωσιά του κόσμου.
Είναι καιρός που ρίχτηκε η σιωπή κατάστηθα στον άνεμο, είναι καιρός που ο άνεμος ένα ένα ονομάτισε τα σωθικά της.
Τώρα η φύση πιάνεται απ’ το χέρι τρέχοντας πέρα σαν παιδί, ξαφνιάζοντας τα μάτια της μ’ ένα γαλάζιο παραπόταμο σε μορφή αιθρίας. Κι εγώ –σκαλίζοντας την καρδιά της καρυδιάς, πασπατεύοντας την άμμο της ακρογιαλιάς, βυθομετρώντας το απέραντο διάστημα έχασα τα σημάδια που θα σε γεννούσανε. Πού είσαι λοιπόν όταν στερεύει την ψυχή ο νοτιάς κι η Πούλια νεύει στη νυχτιά να λευτερώσει το άπειρο, πού είσαι!

-XΙΧ-
Αυτό το μπουμπούκι της φωτιάς θ’ ανοίξει όταν εσύ βαφτίσεις αλλιώς την παπαρούνα σου.
Από τότε, όπου και να γεννηθείς πάλι, όπου και να καθρεφτιστείς, όπου και να συντρίψεις το ομοίωμά σου, το πάθος μου θα βρίσκεται στον Απρίλη του ανοίγοντας με την ίδια οδυνηρή ευκολία τις εφτά συλλογισμένες φλόγες του

-XΧ-
Τόσο φως, που και η γυμνή γραμμή απαθανατίστηκε. Το νερό σφάλισε τους όρμους. Το μονάκριβο δένδρο ιχνογράφησε το διάστημα.
Τώρα δεν μένει παρά να ’ρθεις εσύ ω! σμιλεμένη από την πείρα των ανέμων και ν’ αντικαταστήσεις το άγαλμα. Δεν μένει παρά να ’ρθεις εσύ και να γυρίζεις τα μάτια σου προς το πέλαγος που πια δεν θα ’ναι άλλο από τ’ ολοζώντανο το αδιάκοπο το αιώνιο ψιθύρισμά σου.
Δεν μένει παρά να τελειώσεις στους ορίζοντες.

-XΧΙ-
Έχεις μια γη θανάσιμη που τη φυλλομετράς αδιάκοπα και δεν κοιμάσαι. Τόσους λόφους λες, τόσες θάλασσες, τόσα λουλούδια. Κι η μια καρδιά σου γίνεται πληθυντική εξιδανικεύοντας την πεμπτουσία τους. Κι όπου κι αν προχωρήσεις ανοίγεται το διάστημα, κι όποια λέξη κι αν στείλεις στο άπειρο μ’ αγκαλιάζει. Μάντεψε, κοπίασε, νιώσε:

Από την άλλη μεριά είμαι ο ίδιος.

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Γιατί όντας αρνητικό του ονείρου φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα. Γι’ αυτό φεύγα ζαρκάδι, Πόθε κοντά στη λύτρωσή σου φεύγα ζωή σαν κορυφογραμμή]

ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΕΦΙΚΤΟΥ ΜΕ ΠΑΡΕΣΥΡΕ ΚΙ ΕΞΕΛΙΠΑ ΧΩΡΙΣ ΕΝΘΥΜΙΑ ΚΑΙ ΛΥΠΗΜΕΝΟΥΣ:

$
0
0
Ύστερα σαν μια μικρή αποζημίωσις, τούτο το ανέφικτο έγινε φέρετρο. Δυο χειροδύναμες λύπες το σήκωσαν, και βρέθηκα στον τάφο μου απ’ όπου ανωνύμως σας γράφω. Ταυτότητά μου μην αναζητήσετε. Δεν ωφελεί. Απ’ τη φωτογραφία το ύφος υπέκυψε. Το βλέμμα τρελάθηκε ήσυχα. Όμως ό,τι για μένα θα θέλατε να ξέρετε, εκ ποίων δηλαδή πατρός και μητρός, γεννηθείσα τη… και εν…, οικοκυρά ή επιστήμων, και προπαντός ορισμένη, αυτά, απλώς αυτά, του κατακλυσμού επέζησαν. [Κική Δημουλά, ΤΗ… ΚΑΙ ΕΝ από τη συλλογή ΕΡΗΜΗΝ 1958] 

 [Σημειώθηκε χθες διόγκωση της ματαιότητας. Αυτό, φυσικά, κανείς δεν το αντελήφθη. Κανείς από τους ελάχιστους «πλησίον μου»… Μονάχα εγώ που όρθια μπρος στο μεσίστιο μέλλον μου, σε στάση ανήμπορη αλλά κόσμια, άφησα να διαφύγει από το χώρο μου ένα ολόκληρο απόγευμα, σε μια ρευστότητα αθεράπευτη, γνωστή αλλ’ επιδεινωμένη… Ιδού…]

ΟΥΤΟΠΙΕΣ
Καθ’ οδόν
(7 και 30’ πρωινή προς εργασίαν)
συναντώ τον Μάρτιο
ευδιάθετον,
υπαινιγμών πλήρη
και ανοίξεως και λοιπά.



Αναβάλλω την υπόστασή μου,
ανακόπτω τη σύμβασή μου
με το χειμώνα,
και διασπείρομαι σε χώμα.
Μια μικρή γη φυσική συντελούμαι,
ξαπλωμένη, απλωμένη
απέναντι στο
καθ’ όλα σύμφωνο
σύμπαν.
Φυτεύομαι άνθη
ανθίζω συναισθήματα,
και είναι πολύ καλά
εις άπλετον προορισμόν
και τοποθέτησιν.

«Απαγορεύεται η άνοιξις»!
ξάφνου μια πινακίδα – σύννεφο
απειλεί. Αμέσως
μια βροχή άρχισε κι έλεγε
εις βάρος της ανοίξεως
και εις βάρος μου,
ένας δύσθυμος άνεμος
μου κατάσχει τα άνθη,
μου κατάσχει τα συναισθήματα
και μ’ οδηγεί στο Γραφείο.

Παράβασις, λοιπόν, βαρεία,
και μάλιστα καθ’ οδόν,
από κυρία σχεδόν ώριμη,
με οικογενειακές υποχρεώσεις,
και πολυετή θητείαν
εις Δημοσίαν θέσιν
και χειμώνες.

ΜΕΤΑΘΕΣΙΣ
Η νύχτα ενταφιάζει αθόρυβα
στον τύμβο της σιωπής της
το σώμα της ημέρας,
της μάνας των έργων μου.

Κι εγώ, τα ορφανά κι ανήλικα
τούτα έργα μου
μαζεύω γύρω μου,
και τα προετοιμάζω
για την άγνωστη μητρία τους:
την αυριανήν ημέρα.

ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ
Όλα τα ποιήματά μου για την άνοιξη
ατέλειωτα μένουν.

Φταίει που πάντα βιάζεται η άνοιξη,
φταίει που πάντα αργεί η διάθεσή μου.

Γι’ αυτό αναγκάζομαι
κάθε σχεδόν ποίημά μου για την άνοιξη,
με μια εποχή φθινόπωρου
ν’ αποτελειώνω.

ΑΥΤΟΓΡΑΦΟ
Ένα κίτρινο φύλλο σου,
φθινόπωρο,
σ’ ένα άνεμο ράθυμο κάθισε
και μ’ ακολούθησε επίμονα.

Το πήρα και το κρατώ
σαν κάτι συμβολικό από μέρους σου,
σαν φιλικό αυτόγραφο,
ίσως σαν ένα ‘ευχαριστώ»
που διόλου μέρος δεν έλαβα
στο καλοκαίρι τούτο.

Το πήρα
κι εξιχνιάζω
τις φετινές προθέσεις σου
απέναντί μου.

ΕΚΣΤΑΣΙΣ
Το μικρό μου παιδί
αταξία έκανε πάλι.
Στο πεζούλι του σύμπαντος σκαρφάλωσε,
σκούντησε με το χέρι του
το κρεμασμένο στον τοίχο του ουρανού
κόκκινο πιάτο,
κι έχυσε όλο το φως επάνω του.

Ο θεός απόρησε
που είδε τον ήλιο
ντυμένο ρούχα παιδικά
να κατεβαίνει τρέχοντας
της φαντασίας μου τη σκάλα
και να ’ρχεται σε μένα.

Κι εγώ κάθομαι
τώρα
και μαλώνω αυστηρά
το μικρό μου παιδί
ενώ κλέβω κρυφά
τον χυμένο επάνω του ήλιο.

[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ ερήμην μου]

ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ ΜΙΑΝ ΗΘΙΚΗ ΠΟΥ Η ΕΣΧΑΤΗ ΑΝΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΝΑ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΟΜΟΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΑΔΙΑΙΡΕΤΗ ΤΡΙΑΔΑ:

$
0
0
Από το βότσαλο στο φύλλο της συκιάς κι από το φύλλο της συκιάς στο ρόδι, από τον Κούρο στον Ηνίοχο κι από τον Ηνίοχο στην Αθηνά. [κτερίσματα στίχων από το ΜΙΚΡΟ ΝΑΥΤΙΛΟ του Οδυσσέα Ελύτη, από την ενότητα ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ]


Κάποτε δεν είναι παρά μια λάμψη πίσω από τα βουνά –κει κατά μέρος του πελάγου. Κάποτε πάλι ένας αέρας δυνατός που άξαφνα σταματάει έξω από τα λιμάνια. Κι όσοι νογούν, το μάτι του βουρκώνει: ΧΡΥΣΕ ΖΩΗΣ ΑΕΡΑ ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΦΤΑΝΕΙΣ ΩΣ ΕΜΑΣ; Κανένας δεν ακούει, κανένας. Όλοι τους πάνε κρατώντας ένα εικόνισμα και πάνω του η φωτιά. Κι ούτε μια μέρα, μια στιγμή στον τόπο αυτόν που να μη γίνεται άδικο και φονικό κανένα. ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΦΤΑΝΕΙΣ ΩΣ ΕΜΑΣ; Είπα θα φύγω. Τώρα. Με ό,τι να ’ναι: τον σάκο μου τον ταξιδιωτικό στον ώμο, στην τσέπη μου έναν Οδηγό, τη φωτογραφική μου μηχανή στο χέρι. Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρω ποιος είμαι. Τι δίνω, τι μου δίνουν και περισσεύει το άδικο ΧΡΥΣΕ ΖΩΗΣ ΑΕΡΑ… [κτερίσματα στίχων από το ΜΙΚΡΟ ΝΑΥΤΙΛΟ του από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη].

ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ
-XΙΙΙ-
Στις ακρογιαλιές του Ομήρου υπήρχε μια μακαριότητα, ένα μεγαλείο, που έφταναν ως τις ημέρες μας άθικτα. Η πατούσα μας, που ανασκαλεύει την ίδιαν άμμο, το νιώθει. Περπατάμε χιλιάδες χρόνια, ο άνεμος ολοένα λυγίζει τις καλαμιές κι ολοένα εμείς υψώνουμε το πρόσωπο. Καταπού; Ως πότε; Ποιοι κυβερνάνε;
Μας χρειάζεται μια νομοθεσία που να διαμορφώνεται όπως το δέρμα επάνω μας τον καιρό που μεγαλώνουμε. Κάτι νεανικό και δυνατό συνάμα, σαν το εν δ’ ύδατ’ αενάοντα ή το θαλερόν κατά δάκρυ χέοντες. Έτσι, που να μπορεί κείνο που γεννά ο άνθρωπος να ξεπερνά τον άνθρωπο δίχως να τον καταπιέζει.


-XΙV-
Τα ανώτερα μαθηματικά μου τα έκανα στο Σχολείο της θάλασσας. Ιδού και μερικές πράξεις για παράδειγμα:
(1)            Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.
(2)            Το γινόμενο των μυριστικών χόρτων επί την αθωότητα δίνει πάντοτε το σχήμα κάποιου Ιησού Χριστού.
(3)            Η ευτυχία είναι η ορθή σχέση ανάμεσα στις πράξεις (σχήματα) και στα αισθήματα (χρώματα). Η ζωή μας κόβεται, και οφείλει να
κόβεται, στα μέτρα που έκοψε τα χρωματιστά χαρτιά του ο Matisse.
(4)            Όπου υπάρχουν συκιές υπάρχει Ελλάδα. Όπου προεξέχει το βουνό απ'τη λέξη του υπάρχει ποιητής. Η ηδονή δεν είναι αφαιρετέα.
(5)            Ένα δειλινό στο Αιγαίο περιλαμβάνει τη χαρά και τη λύπη σε τόσο ίσες δόσεις που δε μένει στο τέλος παρά η αλήθεια.
(6)            Κάθε πρόοδος στο ηθικό επίπεδο δεν μπορεί παρά να είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την ικανότητα που έχουν η δύναμη κι ο αριθμός να καθορίζουν τα πεπρωμένα μας.
(7)            Ένας «Αναχωρητής» για τους μισούς είναι, αναγκαστικά, για τους άλλους μισούς, ένας «Ερχόμενος».

Τώρα που ο νους απαγορεύεται και οι ώρες δε γυρίζουν από κήπο σε κήπο η σκέψη μου δειλή σαν τριανταφυλλιά πρωτάρα που αρπάζεται απ'τα κάγκελα δοκιμάζει απαρχής ν'αρμόσει πάλι με σταγόνων σφήνες λαμπερών τα παμπάλαια πράσινα και τα χρυσά κείνα που μέσα μας έχουν παντοτινές δεκαεφτά Ιουλίου ν'ακουστεί και πάλι της Αγίας Μαρίνας το νερό στις πέτρες, ο ύπνος που μυρίζει ζευγάρι αγκαλιασμένο, η φωνή μια φωνή σαν της Μητέρας και ξανά ξυπόλυτη να βγει να περπατήσει πάνω στις πλάκες του Μεσολογγιού η Ελευθερία, έτσι καθώς την εχαιρέτησε για λόγου μας -καλή του η ώρα- ο ποιητής και κάναμε από τότε Ανάσταση.

ΤΕΛΗ ΜΑΪΟΥ ΠΗΡΕ ΦΩΤΙΑ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ, ΘΥΜΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ:

$
0
0
Λαμπάδιασε η αδειανή πλατεία και η στοχαστική ερημία της, το καφενείο και το πάθος των θαμώνων του, τα σπίτια και οι στεγασμένες περιπτώσεις τους, το επιπλοποιείο και η τραπεζαρία του –τραπέζι κι έξι πολυθρόνες, να επιπλωθεί η ανία με «δόσεις», μεγάλες ή μικρές ανάλογα – και, φυσικά, και το περίπτερο. Με την ορθοστασία του, την ψιλική μελαγχολία του, ντυμένο τις απογευματινές του εφημερίδες. Πήραν φωτιά και καίγονται τ’ άφθονα «πωλείται», τα επίσης άφθονα «ζητείται», τα «κύρια άρθρα» της ζωής, και η στήλη θεαμάτων. Και, βέβαια, και ο περιπτεράς. Εκτός από το χέρι του, το αγκαλιασμένο βίαια από το μαύρο πένθος προς δικαίωσιν της λύπης του γιατί, απροσχεδίαστα, απότομα σχεδόν, η νέα κόρη του ένα μικρό περίπτερο, δικό της, άνοιξε στο θάνατο, τα είκοσί της χρόνια πριν τελειώσει. [Κική Δημουλά, Πένθος στην πλατεία Κυψέλης από τη συλλογή ΕΡΗΜΗΝ 1958] 

[Σημειώθηκε χθες διόγκωση της ματαιότητας. Αυτό, φυσικά, κανείς δεν το αντελήφθη. Κανείς από τους ελάχιστους «πλησίον μου»… Μονάχα εγώ που όρθια μπρος στο μεσίστιο μέλλον μου, σε στάση ανήμπορη αλλά κόσμια, άφησα να διαφύγει από το χώρο μου ένα ολόκληρο απόγευμα, σε μια ρευστότητα αθεράπευτη, γνωστή αλλ’ επιδεινωμένη… Ιδού…]

ΣΤΑΣΙΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ
Η αισθαντικότητά μου
τα τελευταία μεσημέρια
μπαίνει σε θέση δύσκολη
μ’ αυτό το άρωμα της λησμονιάς
που αποδρά από τα’ Οφθαλμιατρείο
και την καθολική εκκλησία,
και που επίμονα εμπορεύεται
μνήμην και νοσταλγία.

Σε πολύ δύσκολη θέση.
Λυπάμαι πολύ,
δεν μπορεί,
δεν διαθέτει παρά μόνον δυο δραχμές
δύο στιγμές μόνον έχει
για να μπει,
ώσπου να μπει
στην εντεταγμένη επιστροφή
«Παγκράτι – Κυψέλη»,
στην πεπρωμένη επιστροφή
«Λήθη – Απάρνηση».



ΡΟΜΑΝΤΙΚΗ ΔΙΑΦΩΝΙΑ
Και βέβαια είμαι
κατά της διαταράξεως της σελήνης.
Οι λόγοι πολλοί.
Εκτός από την κακόσχημην υπερβολή
-εγώ από καιρό τις αποφεύγω
λόγω υπερκοπώσεως-
είναι κι απρέπεια.
Οι σχέσεις της με την γη
υπήρξαν έως τώρα
άκρως τυπικές.
Διακριτική μες στη μαγευτική της απόστασή της,
έδωσε λύσεις άψογες
στης ανθρωπότητας τη ρέμβη.
Και, το κυριότερο,
δωρεάν κάθε τόσο
αυτή την εφθαρμένη γη
επαργυρώνει.

ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ
Τυχαία διαβάζω
σε χαρτιά του γραφείου
ένα γνωστό μου όνομα
πάνω απ’ τη φίρμα:
«Εμπορικός Αντιπρόσωπος εν Αιγύπτω»΄

Τι εύκολα οι άνθρωποι
αλλάζουνε
ιδιότητες και τίτλους!
Πριν λίγα χρόνια
αυτός ο ίδιος ήτανε
αγαπημένος εν Ελλάδι.

(Περί αυτού εγράφη,
αν ενθυμείσθε,
το ποίημα…)

ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΡΙΟ
Πέταξε την ορμή του
στα κλειστά
του συναισθηματισμού μου παράθυρα,
κι έτρεξα ν’ ανοίξω.
Βρήκα μονάχα
το επισκεπτήριο μιας στιγμής.
Κι εν τούτοις χρήσιμο
το έβαλα τίτλο στους στίχους τούτους.

ΕΝ ΤΕΛΕΙ
Έπειτα από γερή
φιλονικία μεταξύ τους
να γίνει πιο σύντομη,
την είχε πείσει,
πιο τελειωμένη.
Να καταργήσει
τις μακρηγορίες των ονείρων,
και να κρατήσει
τις ετυμηγορίες τους.

Την είχε πείσει.
Ο χρόνος.

 [επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ ερήμην μου]

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΙΑ ΕΙΜΑΙ Ο ΙΔΙΟΣ

$
0
0
Έχεις μια γη θανάσιμη που τη φυλλομετράς αδιάκοπα και δεν κοιμάσαι. Τόσους λόφους λες, τόσες θάλασσες, τόσα λουλούδια. Κι η μια καρδιά σου γίνεται πληθυντική εξιδανικεύοντας την πεμπτουσία τους. Κι όπου κι αν προχωρήσεις ανοίγεται το διάστημα, κι όποια λέξη κι αν στείλεις στο άπειρο μ’ αγκαλιάζει. Μάντεψε, κοπίασε, νιώσε: [Οδυσσέας Ελύτης, Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΩΝ ΓΥΑΚΙΝΘΩΝ από τη συλλογή ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, ΙΚΑΡΟΣ 1978]
 [Από το ελάχιστο φτάνεις πιο εύκολα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίζεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. Έτσι μπορεί να νιώσει κανείς την παρουσία της ηδονής ως μέσα στις κόρες των ματιών του, των ματιών του που ρέουνε από την πλάτη του έρωτα]

ΩΔΗ ΣΤΗ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ (από την ενότητα Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ, συλλογή ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1978)
Βγήκες από τα σωθικά βροντής
Ανατριχιάζοντας μέσ’ στα μετανιωμένα σύννεφα
Πέτρα πικρή, δοκιμασμένη, αγέρωχη
Ζήτησες πρωτομάρτυρα τον ήλιο
Για ν’ αντικρίσετε μαζί τη ριψοκίνδυνη αίγλη
Ν’ ανοιχτείτε με μια σταυροφόρο ηχώ στο πέλαγος


Θαλασσοξυπνημένη, αγέρωχη
Όρθωσες ένα στήθος βράχου
Κατάστικτου απ’ την έμπνευση της όστριας
Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η οδύνη
Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η ελπίδα
Με φωτιά με λαβα με καπνούς
Με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο
Γέννησες τη φωνή της μέρας
Έστησες ψηλά
Στην πράσινη και ρόδινη αιθεροβασία
Τις καμπάνες που χτυπάει ο Ψηλορείτης νυς
Δοξολογώντας τα πουλιά στο φως του μεσαυγούστου

Πλάι από ρόχθους, πλάι από καημούς αφρών
Μεσ’ από τις ευχαριστίες του ύπνου
Όταν η νύχτα γύριζε τις ερημιές των άστρων
Ψάχνοντας για το μαρτυρίκι της αυγής,
Ένιωσες τη χαρά της γέννησης
Πήδησες μεσ’ στον κόσμο πρώτη
Πορφυρογέννητη, αναδυόμενη
Έστειλες ως τους μακρινούς ορίζοντες
Την ευχή που μεγάλωσε στις αγρυπνίες του πόντου
Για να χαϊδέψει τα μαλλιά της πέμπτης πρωινής.

Ρήγισσα των παλμών και των φτερών του Αιγαίου
Βρήκες με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο
Με φωτιά μα λάβα με καπνούς
Τις μεγάλες γραμμές του πεπρωμένου σου

Τώρα μπροστά σου ανοίγεται η δικαιοσύνη
Τα μελανά βουνά πλέουν στη λάμψη
Πόθου ετοιμάζουν τον κρατήρα τους
Στην παιδεμένη χώρα της καρδιάς
Κι από το μόχθο της ελπίδας νέα γη ετοιμάζεται
Για να βαδίσει εκεί με αετούς και λάβαρα
Ένα πρωί γεμάτο ιριδισμούς,
Η φυλή που ζωντανεύει τα όνειρα
Η φυλή που τραγουδάει στην αγκαλιά του ήλιου.

Ω κόρη κορυφαίου θυμού
Γυμνή αναδυόμενη
Άνοιξε τις λαμπρές πύλες του ανθρώπου
Να ευωδιάσει ο τόπος από την υγεία
Σε χιλιάδες χρώματα ν’ αναβλαστήσει το αίσθημα
Φτεροκοπώντας ανοιχτά
Και να φυσήξει από παντού η ελευθερία

Άστραψε μεσ’ στο κήρυγμα του ανέμου
Την καινούργια παντοτινή ομορφιά
‘Όταν ο ήλιος των τριών ωρών υψώνεται
Πάνγλαυκος παίζοντας το αρμόνιο της Δημιουργίας.

ΠΕΡΙΦΗΜΗ ΝΥΧΤΑ (από την ενότητα Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ, συλλογή ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1978)
Στα βράχια, κοντά στο μουσικό παράπονο της καμπύλης του χεριού σου. Κοντά στα διάφανα στήθη σου, τα ξέσκεπα δάση γεμάτα βιόλες και σπάρτα κι ανοιχτές παλάμες φεγγαριού, ως πέρα στη θάλασσα, τη θάλασσα που χαϊδεύεις, τη θάλασσα που με παίρνει και μ’ αφήνει φεύγοντας σε χίλια κοχύλια.
Ορατή και ωραία γεύομαι την καλή στιγμή σου! λέω πως επικοινωνείς τόσο καλά με τους ανθρώπους, που τους ορθώνεις στο ανάστημα της καρδιάς σου για να μην προσκυνήσει πια κανείς ό,τι του ανήκει, ό,τι αναδεύεται σα δάκρυ στη ρίζα κάθε χορταριού στην κορυφή κάθε φτασμένου κλώνου. Λέω πως επικοινωνείς τόσο καλά με την άνοιξη των πραγμάτων που τα δάχτυλά σου ταιριάζουν με τη μοίρα τους. Ορατή και ωραία στο πλάι σου είμαι ακέραιος! Θέλω δρόμους απέραντους τη διασταύρωση των πουλιών και των σωστών ανθρώπων, τη σύναξη των ανθρώπων, τη σύναξη των άστρων που θα συμβασιλέψουν. Και θέλω να πιάσω κάτι, ακόμη και την πιο μικρή πυγολαμπίδα σου που πηδάει ανύποπτη μεσ’ στην προβιά των κάμπων, για να γράψω με σίγουρη φωτιά πως δεν είναι τίποτε το περαστικό στον κόσμο από τη στιγμή εκείνη που διαλέξαμε, τη στιγμή τούτη που θέλουμε να υπάρχει πέρα και πάνω από την πάνχρυση εναντιότητα, πέρα και πάνω από την συμφορά της πάχνης του θανάτου, στη φορά κάθε ανέμου που μ’ αγάπη σημαδεύει την καρδιά μας, στο υπέροχο μυρμήδισμα τ’ ουρανού που νυχτοήμερα πλάθεται απ’ την καλοσύνη των άστρων

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Γιατί όντας αρνητικό του ονείρου φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα. Γι’ αυτό φεύγα ζαρκάδι, Πόθε κοντά στη λύτρωσή σου φεύγα ζωή σαν κορυφογραμμή]

ΚΑΤΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΠΙΘΑΝΟ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ ΟΤΑΝ ΣΥΜΠΙΠΤΕΙ ΝΑ ΣΤΕΚΟΥΝ ΤΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΑ ΣΤΑ ΔΕΝΔΡΑ:

$
0
0
Δεν ξέρω πού να σε αναζητήσω. Στις προετοιμασίες των στίχων μου ή στη θορυβώδη των ενστίκτων μου συναγωγή; Στις παραινέσεις του απογεύματος στις υποδείξεις του Μαρτίου στη χθεσινή μας σύμπτωση -στις χθεσινές μου ιαχές- ή σε κάποια αυριανή μου πίκρα που υπό εχεμύθεια την κρατάς; [ARS GRATIAE ARTIS από την ποιητική συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ, 1963]

 [«Κάθε τι ΜΙΑ φορά, ΜΙΑ φορά μόνο. ΜΙΑ φορά και ποτέ πια. Κι εμείς ΜΙΑ φορά μόνο. Δεύτερη ποτέ! Μα τούτη η μια φορά για να ’χει υπάρξει, δεν είναι κάτι που παίρνεται πίσω» R.M.RILKE]

ΔΥΟ ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΑΙΝΙΓΜΑ ΚΑΙ ΕΝΑ ΔΡΟΜΟ
Ι
Για σένα στις επιθυμίες μου
λόγος δεν έγινε ποτέ.
Δεν σε πρόβλεψαν ποτέ
τα όνειρά μου.
Οι προαισθήσεις μου
δεν σε συνάντησαν.
Ούτε η φαντασία μου.
Κι όμως
μια ανεξακρίβωτη στιγμή
σ’ εξακριβώνω μέσα μου
ένα έτοιμο κιόλας αίσθημα.


ΙΙ
Πλατιά που ήταν η Σταδίου
καθώς χωρούσε
το μεσημέρι το εύχυμο,
τον ανδρισμό σου,
και μένα
βαδίζοντας πλάι σου
σε απόσταση
μιας ολόκληρης θλίψης.

ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ
Προσκεκλημένος ήσουν των προσδοκιών μου.
Κι ήρθες – είχε για σένα ξαναγίνει λόγος
στο φευγαλέο κάποιας ενοράσεως.
Οι τίτλοι σου αμύθητοι:
Γιος του ασύλληπτου
πιο επιτήδειος από το όνειρο
απ’ το αιφνίδιο πιο ωραίος
από το θάνατο πιο εύστοχος.
Οίστρος του ήλιου.

Στις ανατάσεις μου ανέβηκες
τις φλέβες μου διέπλευσες
διασταυρώθηκες με την ορμή μου.
Κι έγινε η μορφή σου
της νύχτας μου προσκέφαλο.
Κι η μέρα μου ανάβλεψε
στη συμπαιγνία των ματιών σου.
Πικρές διαστάσεις δευτερόλεπτου
πήρες. Και πέρασες – έρμαιο
του αβέβαιου – με βέβαιους
διασκελισμούς προς το ανεπίστρεπτο.

Τώρα
από τα πέρατα μιας νοσταλγίας
παίρνω τις ειδήσεις σου:
κατάντησες θαμών
κάποιας παλιάς φωτογραφίας σου
διαπρέποντας στη χάρτινη έντασή της

ΥΠΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΝ… Σκηνή σε πάρκο με άγαλμα
Γυναίκα μαρμάρινη
πλαγιασμένη και εξέχουσα
λίγο του βάθρου σου
και μια υποψία φυγής
στον ίσκιο της ανίας σου
στην άπλα του μεσημεριού
παιδί εργατικό κοιμάται.
Η σκισμένη του μπλούζα
αυτοβιογραφία του.
Τη διαβάζουμε, εγώ κι εσύ
επί τη ευκαιρία
παίρνεις μιαν ιδέα
των φθειρομένων πραγμάτων
του προς στιγμήν εφήβου
και κάτι από το απίθανο της ποιήσεως
όταν συμπίπτει
να στέκουν τα φθινόπωρα
στ δένδρα
προς εποπτείαν των διαθέσεων.

 [επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ ερήμην μου]

ΚΑΠΟΤΕ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΚΟΠΕΛΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΣΤΑΜΑΤΑ, ΚΑΠΟΤΕ ΠΑΛΙ ΔΥΟ ΤΡΕΙΣ ΣΤΙΧΟΙ. ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΑΠΛΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ:

$
0
0
Ω, ας είναι καλά ο άγγελος μου ο κατεβασμένος από κάποιο τέμπλο, θεός του ανέμου συνάμα κι Έρως και Γοργόνα, θα ’λεγες τον είχα κάνει πριν γεννηθώ ειδική παραγγελία. Με την ευλογία του παλαντζάρω καλύτερα τις φουρτούνες τις δικές μου και προχωρώ στις επικίνδυνες περιοχές, τα ύφαλα και τις κρυφονεριές, περασμένα μεσάνυχτα με αναμμένα τα δυο μου φωτάκια πρόσω ηρέμα… Είναι φορές που αισθάνομαι βάρκα σε κήπο! Αχνές γάζες γαλάζιες ή μωβ με καλύπτουν από το ένα μέρος ενώ το άλλο μου ακόμη αναδίνει άρμη αιώνων, θα ’λεγες από πλαγίαυλο ανεβαίνει σμύρνα υάκινθων κι υγρή γλύκα Κυμοθόης. Αυτή η βάρκα είμαι εγώ. Κι όταν λέω «εγώ» εννοώ τον ατέρμονα μετέπειτά μου. Δίχως τέλος. [Οδυσσέας Ελύτης, Ιδιωτική Οδός, Ύψιλον/ βιβλία 1990]


ΕΜΠΡΟΣ ΛΟΙΠΟΝ ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΑΣ ΠΑΙΞΟΥΜΕ Ο,ΤΙ ΜΑΣ ΚΑΤΕΒΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΥ: ζάρια, κουδούνια, πλόες, αγάπες, όστρακα. Και τα λάθη μας να τα βάζουμε κι αυτά στον λογαριασμό:


Φως  από χαλαζία κυανόν της Παρθένου.

Δυνάμεις πολλών ίππων σε κάτι σταλτό της ομορφιάς κιόλας φευγάτο.
Η κολυμπήθρα μωβ. Το αγγελούδι. Ο χαμένος Κήρυκας.

Δειλινό με σύννεφα έτσι όπως τ’ αποτυπώνει της ορτανσίας η ακοή.

Τίμιο ξύλο από τη «Φτερωτή» στα μπλάβα.

Διάφορα μυστικά στο πανέρι: αρρεβωνιάσματα, βότσαλα των Σπετσών, καραμέλες κανέλας με ξυλάκι, περιστερογουργουρίσματα.

Κορίτσι βενέτικο.

Κι ούτε με σε κι ούτε με με κι ούτε μ’ όλο τον κόσμο.

Βάρκα πράσινη από κούνια ξυπνή κι εύχαρις

Ως τα πέρατα του μικρού μικρού μου καημού πο ’χει της γης το φάρδος.

Όπως βυθίζεται το σεντόνι μες στα μεσάνυχτα κι απομένουν ψηλά οι οροσειρές κομμένες με ψαλίδι.

Σωτήρ φερέοικος εξ ενστίκτου με την lanternmagiqueτου.

Η Θεά Φυτώ μπλε μωβ στ’ άσπρα.

Βάρκα δεμένη μαζί μου με τα δεσμά του κήπου.

Είπαν σε ή Ανθούσα ή Σελαμένα.

Μεταξωτό ψυχής φερμένο από τη Δαμασκό ή την Κωνσταντινούπολη.

Αέρας αζαλέας μ’ ανδρικό φέγγος και η πρόσοψη όλη μ’ απαλά υδροχρώματα.

Τα χίλια σώματα του ανέμου και το ένα του ανθρώπου.

Ένεκα ο καιρός.

Τέως θάλασσα μα φακιόλι και ράντιστρο ήχων.

Ω Σελαμένα, τα μπλε σου ταξιδεύουν κι ο Θεός δεν βλέπει το θάνατο.
[Οδυσσέας Ελύτης, Ιδιωτική Οδός, Ύψιλον/ βιβλία 1990]

ΝΑ ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΩ…

Γιατί η Ποίηση αρχίζει  από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος. Η αίσθηση του γυρισμού «των πραγμάτων» μου είναι οικεία, ίδια καθώς το κύμα της Ποίησης που έλεγα πριν  ότι τ’ αφήνω να χτυπά μακριά, στην πρώτη μου νεότητα και να ξαναγυρίζει εκεί που περιμένω,  λιγοστεμένος κάθε φορά και περισσότερο αλλ’ ορθός, καθώς το θέλησα.
Ένας αμετανόητα ερωτευμένος,  που πηγαίνω πάντα νωρίτερα στο σημείο το κρυφό της συνάντησης,  με την ίδια λαχτάρα, το ίδιο σφίξιμο στο λαιμό, το ίδιο βημάτισμα επάνω-κάτω και περιμένω…
Τι; Ίσως αυτό, θα έλεγα, που αν δεν ανέβει να γίνει δάκρυο, πήξει στο στήθος και βαραίνει και ο κόσμος όλος άξαφνα, φαίνεται τόσο γλυκός και τόσο πικρός μαζί. Κάποτε, είναι μια κοπέλα, κάποτε πάλι, δυο τρεις στίχοι, πολλές φορές απλά και μόνο το καλοκαίρι.

Τα πιο ανεπαίσθητα σημάδια,
τα πιο αόρατα,
ο τρόπος που γέρνει λίγο πιο λοξά ένα πουλί,
που φωνάζει λίγο πιο δυνατά ο γιαουρτάς το δειλινό στον κατηφορικό δρόμο,
που μπαίνει απ’ το ανοιχτό παράθυρο αναπάντεχα μια μυρωδιά καμένου χόρτου-

πού βρέθηκε; από πού να ’ρχεται; - παίρνουν ολάκαιρη τη σημασία τους  λες κι έχουν αποστολή τους μοναδική να πείσουν ότι,  όπου να ’ναι, σήμανε ο ερχομός της αγαπημένης.
Να γιατί γράφω.  Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη αλλά που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε ν’ ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ήλιος κι ο Άδης αγγίζονται.
Η ατελεύτητη φορά προς το φως το φυσικό που είναι ο Λόγος, και το φως το Άκτιστον που είναι ο Θεός.
Γι’ αυτό γράφω. Γιατί με γοητεύει να υπακούω σ’ αυτόν που δεν γνωρίζω, που είναι ο εαυτός μου ολάκαιρος, όχι ο μισός που ανεβοκατεβαίνει τους δρόμους  και «φέρεται εγγεγραμμένος στα μητρώα αρένων του Δήμου».

Είναι σωστό να δίνουμε στο άγνωστο
το μέρος που του ανήκει.
Να γιατί γράφουμε.
Γιατί η Ποίηση μας ξεμαθαίνει από τον κόσμο,
τέτοιον που τον βρήκαμε.
Τον κόσμο της φθοράς
που, έρχεται κάποια στιγμή να δούμε
ότι είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά,
με την έννοια που ο θάνατος είναι η μόνη οδός
για την Ανάσταση.

Μιλώ, το καταλαβαίνω, σα να μην έχω το δικαίωμα,  σα να ντρέπομαι σχεδόν που αγαπώ τη ζωή. Κάποτε, είναι αλήθεια, μ’ εξαναγκάσανε και σ’ αυτό. Κανείς δεν ξέρει, δεν ανακάλυψε ποτέ από πού κρατάει το πάθος του ανθρώπου να μισεί τη δυνατότητα της ίδιας του της σωτηρίας.
Είναι που ίσως θα ήθελε να μην το ξέρει –αλλά παρ’ όλα αυτά το ξέρει- πως υπάρχει και πως είναι αυτός η αιτία που δεν μπορεί μήτε να την πλησιάσει, μήτε να την υπερβεί.
Θέλουμε, δε θέλουμε, είμαστε όλοι μας δέσμιοι μιας ευτυχίας που από δικό μας λάθος αποστερούμαστε.

Να από πού ξεπηδά η προαιώνια λύπη της αγάπης…


(Στοχασμοί από τα ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ του Οδυσσέα Ελύτη για το ζωτικό χώρο της ποίησης και για τις κατακτήσεις στις οποίες μας οδηγεί)

ΜΙΑ ΜΕΤΕΩΡΗ ΚΥΡΙΑ ΚΑΤΑΜΕΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΩΙΝΟΥ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

$
0
0
Προσπάθεια μάταιη να χτυπηθεί το νόημα μ’ όποια μετάθεση των λέξεων, μ’ όποια αποδέσμευσή τους… Καλύτερα να παραμείνουν σε μια πεπατημένη πρόταση κι εκ πρώτης όψεως αναίμακτη: μια κυρία με την ανάγκη της για πράγματα χειροπιαστή εξέχει στην άκρη της βροχής, μετέωρη και μόνη πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι…[Κική Δημουλά από τη συλλογή ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ, 1963]

 [«Κάθε τι ΜΙΑ φορά, ΜΙΑ φορά μόνο. ΜΙΑ φορά και ποτέ πια. Κι εμείς ΜΙΑ φορά μόνο. Δεύτερη ποτέ! Μα τούτη η μια φορά για να ’χει υπάρξει, δεν είναι κάτι που παίρνεται πίσω» R.M.RILKE]

Επί τα αυτά
Νύχτωσε πάλι όπως χθες.
Πάλι όπως χθες νύχτωσε.
Νύχτωσε.
Χθες.
Πάλι.

Προσπάθεια μάταιη
να χτυπηθεί το νόημα,
η αλληλεγγύη του καημού.
Αλύγιστα, μ’ όποια
μετάθεση των λέξεων,
μ’ όποια αποδέσμευσή τους.
Στην κάθε μια χωράει
το τελεσίδικο του όλου
Μέσα στις ρίζες τους
κυλάει  η ίδια παύση.
Λοιπόν, καλύτερα να παραμείνουν
σε μια πεπατημένη πρόταση
και εκ πρώτης όψεως αναίμακτη:
Νύχτωσε πάλι όπως χθες

ΥΛΙΚΑ
Εκεί που τέλειωνε η οδός Καλλιδρομίου
-τον δρόμο αυτόν περίτεχνα χειρίστηκε
αγαπημένος ποιητής*-
κατεδαφίζεται παλαιά οικία:
με τα ενδόμυχα της,
με ό,τι η είσοδος της έφερε,
και τους λυγμούς ονείρων στα δωμάτια.

«Τα υλικά πωλούνται» Κι εκεί,
ανάμεσα λίθων, κεράμων και ανθρωπίνων,
το σώμα κάθεται μιας νέας γυναίκας
-εντοιχισμένο στην πρόσοψη έζησε
και στα διατρέξαντα – σώμα
εκ τερακότας και απορίας μεγάλης,
που περιττεύει πια
και δεν πωλείται…

Μένει στην άκρη του δρόμου
καταμεσής του πρωινού
και περιμένει
να περάσει ο ποιητής δια τα περαιτέρω
·        Ο ποιητής Άρης Δικταίος, που έγραψε το ποίημα «74αοδός Καλλιδρομίου

ΜΙΑ ΜΕΤΕΩΡΗ ΚΥΡΙΑ
Βρέχει…
Μια κυρία εξέχει στη βροχή
μόνη
πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι.
Κι είναι η βροχή σαν οίκτος
κι είναι η κυρία αυτή
σαν ράγισμα στη γυάλινη βροχή.
Το βλέμμα της βαδίζει στη βροχή,
βαριές πατημασιές καημού
τον βρόχινό του δρόμο
γεμίζοντας. Κοιτάζει…
Κι όλα αλλάζει στάση,
σαν κάτι πιο μεγάλο της,
ένα ανυπέρβλητο,
να ’χει σταθεί
μπροστά σ’ εκείνο που κοιτάζει.
Γέρνει λοξά το σώμα
παίρνει την κλίση της βροχής
-χοντρή σταγόνα μοιάζει-
όμως το ανυπέρβλητο μπροστά της πάντα.
Κι είναι η βροχή σαν τύψη.
Κοιτάζει…
Ρίχνει τα χέρια έξω απ’ τα κάγκελα
τα δίνει στη βροχή
πιάνει σταγόνες
φαίνεται καθαρά η ανάγκη
για πράγματα χειροπιαστά.
Κοιτάζει…
Και, ξαφνικά,
σαν κάποιος να της έγνεψε «όχι»,
κάνει να πάει μέσα.
Πού μέσα –
μετέωρη ως εξείχε στη βροχή
και μόνη
πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι.

 [επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙστο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥτης Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθοςμας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ ερήμην μου]
Viewing all 204 articles
Browse latest View live