Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά! Στα στενά τα χέρια μου άνοιξα, στα Στενά τα χέρια μου άδειασα κι άλλα πλούτη δεν είδα κι άλλα πλούτη δεν άκουσα παρά βρύσες κρύες να τρέχουν. Ρόδια ή Ζέφυρο ή Φιλιά. Τα φιλιά τα παλιά θ’ απολύσω που η λαχτάρα μου άγιασε! Ο καθείς και τα όπλα του
ΤΑ ΠΑΘΗ: Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου μοίρα (από την ποιητική συλλογή ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, Ίκαρος 1977)
ο πλασμένος για τις μικρές κόρες και τα νησιά του Αιγαίου
ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών
και μύστης των φίλων της ελιάς
ο ηλιοπότης και ακριφοκτόνος.
Ιδού εγώ κατάντικρυ
του μελανού φορέματος των αποφασισμένων
και της άδειας των ετών, που τα τέκνα της άμβλωσε,
γαστέρας, το άγκρισμα!
Λύνει αέρας τα στοιχειά και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά!
Στα Στενά τα χέρια μου άνοιξα
Στα Στενά τα χέρια μου άδειασα
κι άλλα πλούτη δεν είδα, κι άλλα πλούτη δεν άκουσα
παρά βρύσες κρύες να τρέχουν
Ρόδια ή Ζέφυρο ή Φιλιά.
Ο καθείς και τα όπλα του, είπα:
Στα Στενά τα ρόδια μου θ’ ανοίξω
Στα Στενά φρουρούς τους ζέφυρους θα στήσω
τα φιλιά τα παλιά θ’ απολύσω που η λαχτάρα μου άγιασε!
Λύνει αέρας τα στοιχειά και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου Μοίρα!
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου
Εκεί σπάροι και πέρκες
ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
όσα είδα στα σπλάχνα μου ν’ ανάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων
όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου με τα πρώτα μαύρα ρίγη.
Εκεί ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχρινοί, θείοι και εξάδελφοι
το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια
και πνοές από τη ρεματιά ευωδιάζοντας
λυγαριά και σχίνο
σπάρτο και πιπερόριζα
με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων,
ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι!
Εκεί δάφνες και βάγια
θυμιατό και λιβάνισμα
τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια.
Στο χώμα το στρωμένο με τ’ αμπελομάντιλα
κνίσες, τσουγκρίσματα
και Χριστός Ανέστη
με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων,
Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου.
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΡΩΤΟ: Η πορεία προς το μέτωπο
[Ο Ποιητής των νεφών και των κυμάτων κοιμάται μέσα μου! Στη θηλή της θύελλας τα σκοτεινά του χείλη και η ψυχή του πάντοτε με της θαλάσσης το λάκτισμα πάνω στα πόδια του όρους… Τα θεμέλια του στα βουνά και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος. Ιδού η στεριά με τα σκέλη μου γυμνά στον ήλιο και πάλι δύο οι θάλασσες στο μακρύ ατελείωτο ψίθυρο των δένδρων και πάλι κόρες όμορφες και γυμνές και λείες ωσάν το βότσαλο με το λίγο μαύρο στις κόχες των μηρών. Ιδού στον έκτο μήνα των ερώτων στα σπλάχνα του σαλεύει σπόρος ακριβός(…) ]
-Α-
Ιδού εγώ λοιπόν,ο πλασμένος για τις μικρές κόρες και τα νησιά του Αιγαίου
ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών
και μύστης των φίλων της ελιάς
ο ηλιοπότης και ακριφοκτόνος.
Ιδού εγώ κατάντικρυ
του μελανού φορέματος των αποφασισμένων
και της άδειας των ετών, που τα τέκνα της άμβλωσε,
γαστέρας, το άγκρισμα!
Λύνει αέρας τα στοιχειά και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά!
Στα Στενά τα χέρια μου άνοιξα
Στα Στενά τα χέρια μου άδειασα
κι άλλα πλούτη δεν είδα, κι άλλα πλούτη δεν άκουσα
παρά βρύσες κρύες να τρέχουν
Ρόδια ή Ζέφυρο ή Φιλιά.
Ο καθείς και τα όπλα του, είπα:
Στα Στενά τα ρόδια μου θ’ ανοίξω
Στα Στενά φρουρούς τους ζέφυρους θα στήσω
τα φιλιά τα παλιά θ’ απολύσω που η λαχτάρα μου άγιασε!
Λύνει αέρας τα στοιχειά και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου Μοίρα!
-Β-
Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνικήτο σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου
Εκεί σπάροι και πέρκες
ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
όσα είδα στα σπλάχνα μου ν’ ανάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων
όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου με τα πρώτα μαύρα ρίγη.
Εκεί ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχρινοί, θείοι και εξάδελφοι
το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια
και πνοές από τη ρεματιά ευωδιάζοντας
λυγαριά και σχίνο
σπάρτο και πιπερόριζα
με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων,
ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι!
Εκεί δάφνες και βάγια
θυμιατό και λιβάνισμα
τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια.
Στο χώμα το στρωμένο με τ’ αμπελομάντιλα
κνίσες, τσουγκρίσματα
και Χριστός Ανέστη
με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων,
Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου.
-α-
Στον πηλό το στόμα ☼ μου ακόμη και σε ονόμαζε
Ρόδινο νεογνό ☼ στικτή πρώτη δροσιά
Κι από τότε σου ’πλαθε ☼ βαθιά στα χαράματα
Τη γραμμή των χειλιών ☼ και τον καπνό της κόμης
Την άρθρωση σου ’δινε ☼ και το λάμδα το έψιλον
Την αέρινη άσφαλτη ☼ περπατηξιά
Κι απ’ την ίδια εκείνη ☼ στιγμή μέσα μου ανοίγοντας
Άγνωστη φυλακή ☼ φαιά κι άσπρα πουλιά
Στον αιθέρα ερίζοντας ☼ ανέβηκαν κι ένιωσα
Πως για σένα τα αίματα ☼ για σένα τα δάκρυα
Στους αιώνες το πάλεμα ☼ το φρικτό και το υπέροχο
Η σαγήνη για σένα και ☼ η ομορφιά
Στα πνευστά των δένδρων ☼ και κρούοντας ο πυρρίχιος
Δόρατα και σπαθιά ☼ να λες άκουσα Εσύ
Μυστικά προστάγματα ☼ και παρθενοβίωτα
Με την έκλαμψη πράσινων ☼ αστέρων λόγια
Και πάνω απ’ την άβυσσο ☼ αιωρούμενη γνώρισα
ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ ΣΟΥ ΤΗΝ ΚΟΨΗ ☼ ΤΗΝ ΤΡΟΜΕΡΗ!
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΡΩΤΟ: Η πορεία προς το μέτωπο
Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ' αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετο, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το 'χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μας θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους - ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ' άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να 'ναι.
Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι.
Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ' όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που 'χαν λευκάνει απ' τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του '97 ή του '12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ' τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τούρκων. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα - έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ' αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.
Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν' απαντούμε απ' τ' άλλο μέρος να' ρχονται οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι, σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι: «Οϊ Οϊ, μάνα μου», «οϊ οϊ, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που 'λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρομούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες
-β-
Νέος πολύ και γνώρισα ☼ των εκατό χρονώ φωνές
Όχι του δάσους μια στιγμή ☼ στα στέρνα ο πεύκινος τριγμός
Μόνο του σκύλου που αλυχτά ☼ στα βουνά τ’ ανδροβάδιστα
Των χαμηλών σπιτιών καπνοί ☼ και κείνων που ψυχορραγούν
Η ανομολόγητη ματιά ☼ του κόσμου του άλλου η ταραχή
Όχι που αργούν στον άνεμο ☼ των πελαργών μικρές κρωξιές
Πέφτει η γαλήνη σα βροχή ☼ και γρούζουν τα κηπευτικά
Μόνο του ζώου που σπαρταρά ☼ τα πνιχτά κι ασυλλάβιστα
Της Παναγίας δύο φορές ☼ ο μαύρος γύρος των ματιών
Στην πεδιάδα της ταφής ☼ και στην ποδιά των γυναικών
Μόνο της θύρας χτύπημα ☼ κι όταν ανοίξεις πια κανείς
Μήτε σημάδι καν χεριού ☼ στη λίγη πάχνη των μαλλιών
Χρόνους πολλούς κι αν καρτερώ ☼ γαληνεμό δεν έλαβα
Στων αδελφών τη μοιρασιά ☼ μου ’δοθη ο κλήρος ο λειψός
Η πετροκόλλητη σαγή ☼ και το ζακόνι των φιδιών
[Με το λύχνο του άστρου στους ουρανούς, στη μόνη ακτή του κόσμου, της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε τη παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν. Αμαρτία μου να ’χα κι εγώ μιαν αγάπη, μακρινή μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο! Πού να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ, πού να βρω τις κρυφές συλλαβές όπου πάσχιζα την ταυτότητά μου ν’ αρθρώσω - από το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ του Οδυσσέα Ελύτη]