Ποίηση, μια έκλειψη ολική την ώρα που κοιμούνται οι πάντες: πού μα πού λοιπόν δένει μια τέτοια λάμψη τον καρπό της; Χρειάζεται να ’μαστε μνήμονες του πιο τρομερού αγαθού που εκδόθηκε ποτέ από ’να σ’ άλλον άνθρωπο: Η ΑΓΑΠΗ
γράφω σα να ’χω αποσχιστεί απ’ τη μοίρα μου
το αμύγδαλο του κόσμου
είναι πικρό και δεν
γίνεται να το βρεις παρεκτός αν
κοιμηθείς μισός έξω απ’ τον ύπνο
μεγεθύνονται τα σπίτια
τρομερές γυναίκες απέχοντας απ’ το
λυτό μαλλί τους όσο η βροντή από τη λάμψη της
παν μοιράζοντας τις άχνες
δω κι εκεί τ’ ουρανού
οι οπές
παραπλανούν τον θάνατο
τις νύχτες
που μιλάω σα ν’ ανασκαλεύω αστερισμούς
πάνω στη θράκα την επάνω μια στιγμή σχηματίζεται
η όψη που θα μου έδινε
ο Θεός αν ήξερε
πόσο η γη στ’ αλήθεια μου στοιχίζει
σε απόγνωση
σε διάφορα ψιθυρισμένα μες στη νύχτα «επέπρωτο»
σε κυπαρίσσια
αιωνόβια σαν ποιήματα
που ζητώντας να φκιάσω απραγματοποιήθηκα.
3o (Το αμύγδαλο του κόσμου πάλλει μες στα φυλλώματα του Παραδείσου ερήμην)
το παν είναι η ρότα σου
κόντρα στην κοινωνία τούτη
την ανασχετικήν ηλιθιότητα
σγουρά μαλλιά που βγάνουνε σπινθήρα
τόμου τα χτενίσεις
θαύμα
έλα μπρος δεύτερε και κρυφέ
μου εαυτέ καιρός
να προφέρεις με δέος τα λόγια
που αρμόζουν στην περίσταση
και δη τα ωραία και τ’ απαγορευμένα
ποίηση
πού μα πού λοιπόν
δένει μια τέτοια λάμψη τον καρπό της;
κάτι το δίχως άλλο
πρέπει
με τρόπο να ’χει αφαιρεθεί
από την υδρόγειο
για ν’ ασθμαίνει τόσο
να χλομιάζει
και το πένθος ν’ απλώνεται
άδικα των αδίκων
το αμύγδαλο του κόσμου
πάλλει μες στα φυλλώματα
του Παραδείσου ερήμην
πάλλω κι εγώ μέσα στα λόγια που εν αγνοία μου αφαιρώ
από κάποιο τέλειο επίτευγμα
ώσπου τέλος μου απομένουν
δύο ή τρεις κολόνες
και στους τοίχους μια νωπογραφία
θα ’λεγες Κρητομινωϊκή (εάν στο αναμεταξύ
δεν μου είχαν απαλείψει
τις θάλασσες και τις ωραίες εκείνες γυμνόστηθες γυναίκες)
σώζονται ακόμα κάτι κρίνοι
ασύλληπτοι απ’ τους συγχρόνους μου
όπως άλλωστε κι οι στίχοι αυτοί:
μια έκλειψη ολική
την ώρα που κοιμούνται οι πάντες μες στ’ Αστεροσκοπεία.
4o (Ψηλά σε κάτι ουράνιες Αίτνες κάτι πέλαγα ορεινά σε απόσταση ψυχής εημικής θάλλει φαίνεται ακόμη το αμύγδαλο του κόσμου)
αρκεί να μη συντελεστεί το Ακέραιο
και η Τύχη νιώθει ευτυχής
τις νύχτες που εμφανίζονται στην ίδια θέση
τα μάτια τα εχθρικά σαν άστρα
διαγράφονται οι σκιές που κατεβαίνουν
μία-μία στον Άδη
όπως τα μαύρα εκείνα στις πλευρές αρχαίου αγγείου
που το παν σκυφτές παρθένες
χρειάζεται
να ’μαστε μνήμονες του πιο τρομερού αγαθού που εκδόθηκε ποτέ
από ’να σ’ άλλον άνθρωπο
θρύψαλα…
που να παρ’ η ευχή
βρέθηκε πάντα να ζητάμε
ίσα-ίσα εκείνο που δεν γίνεται
ψηλά σε κάτι ουράνιες Αίτνες κάτι πέλαγα ορεινά
σε απόσταση ψυχής ερημικής
θάλλει φαίνεται ακόμη
το αμύγδαλο του κόσμου
άμε δάκρυ μου άμε
πάρε τους δρόμους τ’ ουρανού
για σένα η αγρύπνια ετούτη
[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Γιατί όντας αρνητικό του ονείρου φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα]
[Από το ελάχιστο φτάνεις πιο εύκολα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίζεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. Για του λόγου το αληθές…]
Το αμύγδαλο του κόσμου είναι πικρό (2οαπόσπασμα από τη συλλογή ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕ ΣΗΜΑΙΑ ΕΥΚΑΡΙΑΣ, Ίκαρος 1982)
Α ναι παρά τη θέλησή μου
έγινε ο κόσμος έτσι πουγράφω σα να ’χω αποσχιστεί απ’ τη μοίρα μου
το αμύγδαλο του κόσμου
είναι πικρό και δεν
γίνεται να το βρεις παρεκτός αν
κοιμηθείς μισός έξω απ’ τον ύπνο
μεγεθύνονται τα σπίτια
τρομερές γυναίκες απέχοντας απ’ το
λυτό μαλλί τους όσο η βροντή από τη λάμψη της
παν μοιράζοντας τις άχνες
δω κι εκεί τ’ ουρανού
οι οπές
παραπλανούν τον θάνατο
τις νύχτες
που μιλάω σα ν’ ανασκαλεύω αστερισμούς
πάνω στη θράκα την επάνω μια στιγμή σχηματίζεται
η όψη που θα μου έδινε
ο Θεός αν ήξερε
πόσο η γη στ’ αλήθεια μου στοιχίζει
σε απόγνωση
σε διάφορα ψιθυρισμένα μες στη νύχτα «επέπρωτο»
σε κυπαρίσσια
αιωνόβια σαν ποιήματα
που ζητώντας να φκιάσω απραγματοποιήθηκα.
3o (Το αμύγδαλο του κόσμου πάλλει μες στα φυλλώματα του Παραδείσου ερήμην)
Έλα τώρα
δεν πα’ να μην αρέσειςτο παν είναι η ρότα σου
κόντρα στην κοινωνία τούτη
την ανασχετικήν ηλιθιότητα
σγουρά μαλλιά που βγάνουνε σπινθήρα
τόμου τα χτενίσεις
θαύμα
έλα μπρος δεύτερε και κρυφέ
μου εαυτέ καιρός
να προφέρεις με δέος τα λόγια
που αρμόζουν στην περίσταση
και δη τα ωραία και τ’ απαγορευμένα
ποίηση
πού μα πού λοιπόν
δένει μια τέτοια λάμψη τον καρπό της;
κάτι το δίχως άλλο
πρέπει
με τρόπο να ’χει αφαιρεθεί
από την υδρόγειο
για ν’ ασθμαίνει τόσο
να χλομιάζει
και το πένθος ν’ απλώνεται
άδικα των αδίκων
το αμύγδαλο του κόσμου
πάλλει μες στα φυλλώματα
του Παραδείσου ερήμην
πάλλω κι εγώ μέσα στα λόγια που εν αγνοία μου αφαιρώ
από κάποιο τέλειο επίτευγμα
ώσπου τέλος μου απομένουν
δύο ή τρεις κολόνες
και στους τοίχους μια νωπογραφία
θα ’λεγες Κρητομινωϊκή (εάν στο αναμεταξύ
δεν μου είχαν απαλείψει
τις θάλασσες και τις ωραίες εκείνες γυμνόστηθες γυναίκες)
σώζονται ακόμα κάτι κρίνοι
ασύλληπτοι απ’ τους συγχρόνους μου
όπως άλλωστε κι οι στίχοι αυτοί:
μια έκλειψη ολική
την ώρα που κοιμούνται οι πάντες μες στ’ Αστεροσκοπεία.
4o (Ψηλά σε κάτι ουράνιες Αίτνες κάτι πέλαγα ορεινά σε απόσταση ψυχής εημικής θάλλει φαίνεται ακόμη το αμύγδαλο του κόσμου)
Όλα να τα ’χεις
πάντα κάτι λείπειαρκεί να μη συντελεστεί το Ακέραιο
και η Τύχη νιώθει ευτυχής
τις νύχτες που εμφανίζονται στην ίδια θέση
τα μάτια τα εχθρικά σαν άστρα
διαγράφονται οι σκιές που κατεβαίνουν
μία-μία στον Άδη
όπως τα μαύρα εκείνα στις πλευρές αρχαίου αγγείου
που το παν σκυφτές παρθένες
χρειάζεται
να ’μαστε μνήμονες του πιο τρομερού αγαθού που εκδόθηκε ποτέ
από ’να σ’ άλλον άνθρωπο
η αγάπη
μοιάζει με δυο ποτήρια σε στιγμή ενθουσιασμούντριγκ
λάμψηθρύψαλα…
βρέθηκε πάντα να ζητάμε
ίσα-ίσα εκείνο που δεν γίνεται
ψηλά σε κάτι ουράνιες Αίτνες κάτι πέλαγα ορεινά
σε απόσταση ψυχής ερημικής
θάλλει φαίνεται ακόμη
το αμύγδαλο του κόσμου
άμε δάκρυ μου άμε
πάρε τους δρόμους τ’ ουρανού
για σένα η αγρύπνια ετούτη