Στα μακριά κρόσσια της οδύνης, στ’ αγάλματα της αγωνίας, στις υγρές σιωπές, υπάρχει ένα πρόσωπο τόσο πολύ βγαλμένο από τα δάκρυα, τόσο ακατανόητο, τόσο ζεστό στο χέρι που το γνέφει, ένα άλλο πρόσωπο, μια οπτασία με πυρσούς που σχίζει την ερήμωση… Υπάρχει μια τρυφερή καμπύλη που χρωστά στον πόνο την περιπέτεια της φωτοχυσίας της, ένας φακός που ενώνει τ’ αμαρτήματα σαν ύπτια σπλάχνα που ’ριξε η τύχη εκεί. Ένας καλός απ’ τη σκιά που τον μαγεύει τοίχος κάνει γωνία πριν από το κλάμα, ύστερα φτάνουν οι κορμοστασιές του ολέθρου, δένδρα με μόνη επίπλωση τα δάχτυλά τους, με μόνο πίστη την ξεριζωμένη τους λαλιά! Είναι καλό να μη μιλάν εκείνοι που έζησαν. Οι άλλοι βαστούν στα χέρια οιμωγές τρέχοντας πέρα σαν αβάφτιστες φτερούγες… [Οδυσσέας Ελύτης, απόσπασμα από το ποίημα ΕΛΙΓΜΟΣ που περιέχεται στη συλλογή ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, ΙΚΑΡΟΣ 1978]
[Από το ελάχιστο φτάνεις πιο εύκολα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίζεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. Έτσι μπορεί να νιώσει κανείς την παρουσία της ηδονής ως μέσα στις κόρες των ματιών του, των ματιών του που ρέουνε από την πλάτη του έρωτα]
ΕΥΑ (από τη συλλογή ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1978)
Αφήνεσαι με κύμα στη σιωπή
Που ερημώνει την κατοικημένη ελπίδα μου
Ένα δασάκι πλάι στη φωτιά
Στοίχημα των νυχτερινών ανέμων
Ένα βημάτισμα σκιάς στην όχθη της Χιμαίρας
Ένα δωμάτιο
Δωμάτιο των απλών ανθρώπων
Ένα μυστικό
Πλυμένο κι απλωμένο στη ματιά που θέλγει
Στη ματιά σου ή στο ύψος του ήλιου της
Όλος μου ο βίος γίνεται μια λέξη
Όλος ο κόσμος χώμα και νερό
Κι όλες οι φλόγες των δαχτύλων μου
Βιάζουν τα χείλη της ημέρας
Κόβουν στα χείλη της ημέρας
Το κεφάλι σου
Αντιμέτωπο στη μοναξιά του ονείρου
ΑΙΘΡΙΕΣ (από τη συλλογή ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1978)
-Ι-
Όνομα δροσερό σα να μεγάλωσε στο πέλαγος
Ή να ’ζησε με μια γαλάζιαν άνοιξη στα στήθια
Φέρνει σιμά τον κόσμο. Κι είναι η μέρα
Που άρχισε από μέσα της η ενδόμυχη
Ανατολή που ξέχασε τα δάκρυα
Δείχνοντας μεσ’ στους χώρους των ματιών
Γήινα θρύμματα ευτυχίας
-ΙΙ-
Ουρανός καθαρόαιμος
Δάχτυλα που τα πήρε ρυάκι
Περασμένο από τον ύπνο
Στα χλωρά δαφνόφυλλα
Γυμνή κείτεται η μέρα
-ΙΙΙ-
Η στιλπνή αίσθηση παίρνεται στα μάτια
Ύλη ξεσηκωμένη από το χώμα
Επίπεδο του επάνω ανέμου
Ω ταξίδι ευφρόσυνο
Κάθε στιγμή πανί που αλλάζει χρώμα
Και κανείς
Κανείς ο ίδιος
Στο απαράλλακτο διάστημα.
-IV-
Χρυσίζει ο κόπος του καλοκαιριού η δίκαιη
Του ήλιου υπόσταση. Να στάχυα
Πρόσωπα γυμνά
Καμένα στο αίσθημα!
Κι ο κάμπος κυματίζει ο Έρωτας
Κυματίζει ο κρύφιος κόσμος
Καθαρός ύμνος του βίου.
-V-
Τα κορίτσια που πάτησαν τα λίγα
Λόγια μεγαλωμένα του ήλιου
Γέλασαν! Και ποια κίνηση
Στις άσπρες πασχαλιές
Στις φυλλωσιές που ανίδεες
Σκέπασαν τις κακές πράξεις των ίσκιων
Τις κρυφές γαμήλιες σταλαγματιές
Όνειρα νιόνυφα! Δεν τ’ απαρνιέται ο χρόνος
Και στο χνούδι του βρίσκουν την εικόνα τους.
-VI-
Λιγοστεύουν στα μάτια οι στέγες των πουλιών
Φως πάλι φως η ψυχή που μάχεται
Φως πάλι φως η ψυχή που μάχεται
Υπερήφανη κλαγγή μακριά του κόσμου
Όπλο και σφρίγος
Κι η αλήθεια η φούχτα του νερού
Καθαρού πριν από τη δίψα
Στο άπειρο.
-VIΙ-
Το σταφύλι αυτό που δίψασε η ψυχή
Γεμισμένη απτόητο άνεμο
Η θητεία του καλοκαιριού
Στα πεύκα και στα κύματα
Ένας έρωτας άσπρος και γλαυκός
Με γυμνές ώρες
Που κρατάν στα δάχτυλα την ύπαρξη
Κυματιστή
Ξεφυλλισμένη
Ελεύθερη
Σαν φως
Στα πλατιά ενδόμυχα δώματα
-VIΙΙ-
Μια ιππασία στα σύννεφα
Μια κάμαρη όπου γδύθηκε κορίτσι αγαπημένο
Ένα μπουκέτο ημέρες ύστερα απ’ τη βροχή
Ο ήλιος
Εγώ
Που έσκαψα τόσες νύχτες για να τον ξαφνιάσω
Δίνοντας μια σπρωξιά στην αναμφίβολη
Ευτυχία
Ναι το εαρινό απόσπασμα
Μου αφήνει την καρδιά
Μου αφήνει τη γοητεία
Να νιώθομαι πάντοτε αλλού ενώ γερνώ εδώ πέρα
Β λυγισμένη ευωδιά
Κλωνάρι κρύο παιδί νερού
Αγαθό μονοπάτι.
-IX-
Κύκνοι σαλεύουν τα πηγαία ονόματα της ώρας
Ώρες κεντούν τα χέρια μου στη χαραυγή
Σαν τόξα που σκιρτούν σε κάθε διάβα χίμαιρας
Και παίζουν όπως παίζω
Και γλιστρούν
Οι ελπίδες έρχονται
-X-
Κατάστηθα στο ρεύμα
Ψάρι που ψάχνει διαύγεια σ’ άλλο κλίμα
Χέρι που δεν πιστεύει τίποτε
Δεν είμαι σήμερα όπως χθες
Οι ανεμοδείχτες μ’ έμαθαν να νιώθω
Λιώνω τις νύχτες τις χαρές γυρίζω απ’ την ανάποδη
Σκορπάω τη λήθη ανοίγοντας έναν περιστερεώνα
Φεύγοντας από την πίσω πόρτα του ουρανού
Χωρίς μιλιά στο βλέμμα
Καθώς παιδί που κρύβει ένα χαμόγελο
Μεσ’ τα μαλλιά του.
-XΙ-
Χωρίς γυαλί στο δρόσο αυτή που κλαίει
Από χαρά χωρίς γαζίες την άνοιξη
Χαδιάρα που εμπιστεύεται τις φυλλωσιές της
Σ’ όλο τον ίσκιο της αναπνοής μου σήμερα
Αύριο
Γέλιο ανάσκελο
Σ’ ένα μαντίλι που έχασε τις τέσσερίς του άκρες
Σκόρπια μοναξιά
-XΙΙ-
Στο ρυάκι που λιάζεται
Σαν ημερήσιο επίθετο
Μιλεί ο κορυδαλλός
Δεν ξέρει καν πού βρέθηκε
Δεν ξέρει καν πού βρέθηκε
Να ζει σ’ ένα σεργιάνι
Ατέλειωτο
Πώς ήπιε τόσες πρωινές στιγμές
Και σχίζει με το φέγγος του
Την αιωνιότητα
-XΙΙΙ-
Ακυβέρνητη ζωή
Σχεδία με χέρια που διανυχτερεύουν
Αγγίζοντας τα σύννεφα
Σαν πανιά
Σα θαύματα
Γλάρων που ύψωσαν ως εκεί την παρθενιά τους
Φέγγοντας τις ελπίδες με μικρές καρδιές ανθρώπων
Ω νεότητα
Πληρωμή του ήλιου
Αιμάτινη στιγμή
Που αχρηστεύει το θάνατο.
-XIV-
Πουλιά στα χίλια χρώματα
Των ενθουσιασμών
Ελαφρά καλοκαίρια
Στέγες κοντά στον ουρανό μόλις
Που αγγίζουνε
Θ’ αδειάσουμε τη στάμνα
Θα γίνουμε γλαυκοί
Δωρητές του πελάγους
-XV-
Ήβη της μέρας πρώτη κρήνη της χαράς
Η αρχαία μυρσίνη τινάζει τη σημαία της
Θ’ ανοίξει ο κόλπος των κορυδαλλών στο φως
Κι ένα τραγούδι θα σταθεί μετέωρο
Σπέρνοντας τα χρυσά κριθάρια της φωτιάς
Στους πέντε ανέμους
Λευτερώνοντας τη γήινη ομορφιά
-XVI-
Να οι μηλιές ανθίζουν
Με μιαν ανάσα μουσικής μέσα στα φύλλα
Δακρύβρεχτές μορφές καρπών μετεωρίζονται
Δακρύβρεχτές μορφές καρπών μετεωρίζονται
Απαλά
Μέσα στ’ αμίλητο νερό της κολυμπήθρας του ήλιου
Ναι θα στολίσουμε τη γη
Θα σφίξουμε τη μέρα
Θ’ αλαλάξουμε
Στο στήθος της αληθινής μητέρας
-XVII-
Έτσι μιλεί μικρή γαλαζοαίματη
Που βγήκε από το κοχύλι με δροσιά στα χείλη
Φίλη ξανθή της Θάλασσας
-XVIII-
Μακρινή αφοσίωση μια μέρα ελπίζει
Σφίγγει στο στήθος της τα δένδρα τα παιδιά της
Κοιτάζει τη μελλούμενη σοδειά
Φύλλα καρπούς ανθούς πολύκλαδα όνειρα
Θα ’χει βροχές κι ανέμους για ν’ αναθρέψει
Θα ’χει κοιλάδες για ν’ αναπάψει
Και για τα πονέσει –μια βαθιά καρδιά.
-XIX-
Η σάρκα της ιτιάς η αρχέγονη φωτιά της νιότης
Η ανεκμετάλλευτη μιλιά της ευωδιάς της γης
Η ρίζα η σπίθα η αστραπή το σύννεφο
Σκάψιμο δίχως τέλος με χαρά και ιδρώτα
Μέσα στα μεταλλεία της καρδιάς
Μέσα στα ματωμένα σπλάχνα της οδύνης
Διάβα μεσ’ από τους πορθμούς της θύμησης
Διάβα μεσ’ από τους πορθμούς της θύμησης
Πιο μακριά ολοένα πιο μακριά πιο πέρα
Εκεί που σβήνει τη μορφή της η έρημος.[επ
-XX-
Κατασταλαγμένη μουσική
Στους βυθούς των μενεξέδων
Χώμα νοτισμένο από
Χώμα νοτισμένο από
Αρχαία ρέμβη εφτάχρωμη
Μόλις ακούγεται μακριά
Το καδριοχτύπι
Κι οι αθώοι του καημοί
Πίδακες χρυσανθέμων.
-XXΙ-
Μια τέτοια συντυχία
Το ρόδο κι ο κρουνός της μέρας
Το έμφυτο πάθος κι η αποθέωση
Το κάθε τι προσάναμμα χαράς
Το κάθε τι χέρι του χαίρε
Μεγάλη ασβεστοχρυσμένη αυγή
Στην προσθαλάσσωση του πρώτου ονείρου
Φλύαρη μαρμαρυγή
Έξοδος
Στην υπαίθρια λευτεριά των κρίνων
Στην υπαίθρια λευτεριά των κρίνων
[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Γιατί όντας αρνητικό του ονείρου φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα. Γι’ αυτό φεύγα ζαρκάδι, Πόθε κοντά στη λύτρωσή σου φεύγα ζωή σαν κορυφογραμμή]